ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Naropeine
5mg/ml ενέσιμο διάλυμα
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ & ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΕ ΔΡΑΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ
1ml ενέσιμου διαλύματος περιέχει ropivacaine hydrochloride monohydrate που ισοδυναμεί με
5mg/ml ropivacaine hydrochloride.
1 φύσιγγα των 10ml ενέσιμου διαλύματος περιέχει ropivacaine hydrochloride monohydrate που
ισοδυναμεί με 50mg ropivacaine hydrochloride.
Έκδοχα: Κάθε φύσιγγα των 10ml περιέχει 1,37mmol (31,5mg) νάτριο.
Για την πλήρη λίστα των εκδόχων βλέπε παρ. 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο διάλυμα.
Διαυγές, άχρωμο διάλυμα.
4. K ΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Tο Naropeine 5mg/ml ενδείκνυται για ενδοραχιαία χορήγηση σε χειρουργική αναισθησία.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Το Naropeine πρέπει να χορηγείται από ειδικό γιατρό με απαραίτητη γνώση και εμπειρία για
την περιοχική αναισθησία ή υπό την άμεση επίβλεψή του.
Δοσολογία
Ο ακόλουθος πίνακας είναι ένας οδηγός της δοσολογίας που χρησιμοποιείται για ενδοραχιαίο
αποκλεισμό με ενήλικες. Να χρησιμοποιείται η μικρότερη απαιτούμενη δόση για την επίτευξη
αποτελεσματικού αποκλεισμού. Η πείρα του κλινικού γιατρού καθώς και η γνώση της φυσικής
κατάστασης του ασθενούς έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον καθορισμό της δόσης.
Συγκέντρωση
mg/ml
Ογκος
ml
Δόση
mg
Εναρξη δράσης
(λεπτά)
Διάρκεια δράσης
(ώρες)
ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ
Ενδοραχιαία χορήγηση
Χειρουργικές επεμβάσεις 5,0 3-5 15-25 1-5 2-6
Οι δόσεις του πίνακα είναι εκείνες που θεωρούνται απαραίτητες για την επίτευξη επιτυχούς
αποκλεισμού και θα πρέπει να θεωρηθούν οδηγός για χρήση στους ενήλικες. Όσον αφορά την
έναρξη και διάρκεια δράσης, υπάρχουν μεγάλες διαφορές από άτομο σε άτομο. Οι αριθμοί οι
οποίοι αναφέρονται στην στήλη «Δόση», αντιπροσωπεύουν τις μέσες τιμές των απαιτούμενων
δόσεων. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι οδηγίες των σχετικών εγχειριδίων για τους
παράγοντες που επηρεάζουν τις συγκεκριμένες τεχνικές αποκλεισμού καθώς και τις
εξατομικευμένες ανάγκες κάθε ασθενούς.
Παιδιά (< 12 ετών)
Η ενδοραχιαία χορήγηση δεν έχει ποτέ διερευνηθεί σε βρέφη, νήπια και παιδιά.
Μέθοδος χορήγησης
Συνιστάται η προσεκτική αναρρόφηση πριν και κατά τη διάρκεια της ένεσης, προκειμένου να
αποφευχθεί η ενδοαγγειακή χορήγηση. Η εκ λάθους ενδοαγγειακή ένεση μπορεί να
αναγνωρισθεί από παροδική αύξηση της καρδιακής συχνότητας.
Η αναρρόφηση πρέπει να διενεργείται πριν και κατά τη διάρκεια χορήγησης της κυρίας δόσης
η οποία θα πρέπει να χορηγείται αργά με ρυθμό 25-50mg/min, ενώ παράλληλα ο γιατρός θα
πρέπει να παρακολουθεί τις ζωτικές λειτουργίες του ασθενή και να είναι σε συνεχή συνομιλία
μαζί του.
Εαν εμφανισθούν συμπτώματα τοξικότητας ή ένεση διακόπτεται αμέσως.
1
Η ενδοραχιαία ένεση πρέπει να γίνεται μετά την ανίχνευση του υπαραχνοειδούς χώρου και την
διαφυγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού από την βελόνα της ραχιαίας χορήγησης ή με αναρρόφηση.
4.3 Αντενδείξεις
- Υπερευαισθησία στη ροπιβακαΐνη ή στα άλλα τοπικά αναισθητικά τύπου αμιδίου.
- Οι γενικές αντενδείξεις που σχετίζονται με την τοπική αναισθησία, ανεξάρτητα από το τοπικό
αναισθητικό που χρησιμοποιείται, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.
- Ενδοφλέβια περιοχική αναισθησία.
- Παρατραχηλική αναισθησία στην μαιευτική.
- Ο αποκλεισμός νευρικών πλεγμάτων αντενδείκνυται σε ασθενείς με υπο-ογκαιμία.
4.4 Iδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Οι εφαρμογές της περιοχικής αναισθησίας πρέπει να εκτελούνται από εξειδικευμένο
προσωπικό σε κατάλληλα εξοπλισμένο χώρο. Πρέπει να είναι άμεσα διαθέσιμα τα απαραίτητα
ιατρικά μηχανήματα και τα φάρμακα, για την παρακολούθηση του ασθενούς και την περίπτωση
επείγουσας εφαρμογής καρδιοαναπνευστικής ανάνηψης. Για την περίπτωση επείγουσας
χορήγησης φαρμάκων, σε ασθενείς στους οποίους διενεργείται μείζων αποκλεισμός (νευρικών
πλεγμάτων) ή χορηγούνται υψηλές δόσεις πρέπει να έχει εξασφαλιστεί ενδοφλέβια οδός
χορήγησης (φλεβική παροχή), πριν από την διενέργεια του αποκλεισμού.
Ο υπεύθυνος κλινικός πρέπει να πάρει τις απαραίτητες προφυλάξεις ώστε να αποφύγει την
ενδοαγγειακή ένεση (βλ. 4.2 «Δοσολογία και τρόπος χορήγησης»), να έχει εκπαιδευτεί
επαρκώς και να είναι εξοικειωμένος με τη διάγνωση και την αντιμετώπιση των ανεπιθύμητων
ενεργειών, την συστηματική τοξικότητα και άλλες επιπλοκές (βλ. 4.8 «Ανεπιθύμητες ενέργειες»
και 4.9 «Υπερδοσολογία») όπως εκ λάθους υπαραχνοειδής ένεση η οποία μπορεί να
προκαλέσει αποκλεισμό του νωτιαίου μυελού σε υψηλότερο επίπεδο με άπνοια και υπόταση.
Σπασμοί έχουν εμφανισθεί συχνότερα μετά από αποκλεισμό του βραχιονίου πλέγματος και
επισκληρίδιο αποκλεισμό. Πιθανά οφείλονται σε τυχαία ενδοαγγειακή ένεση ή γρήγορη
απορρόφηση από το σημείο της ένεσης.
Χρειάζεται προσοχή για την αποφυγή ενέσεων σε περιοχές με τοπική λοίμωξη.
Καρδιαγγειακό
Ασθενείς στους οποίους χορηγούνται αντιαρρυθμικά φάρμακα τάξης ΙΙΙ (π.χ. αμιοδαρόνη,
πρέπει να βρίσκονται κάτω από στενή παρακολούθηση, το ηλεκτροκαρδιογράφημα πρέπει να
λαμβάνεται υπόψιν, γιατί οι καρδιακές επιπτώσεις είναι αθροιστικές.
Έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις καρδιακής ανακοπής κατά την διάρκεια της χορήγησης
Naropeine για επισκληρίδιο ή περιφερικό νευρικό αποκλεισμό, ειδικά μετά από την εκ λάθους
ενδοαγγειακή χορήγηση σε ηλικιωμένους ασθενείς και σε ασθενείς με συνυπάρχουσα
καρδιακή νόσο. Σε μερικές περιπτώσεις η ανάνηψη είναι δύσκολη. Όταν παρουσιαστεί
καρδιακή ανακοπή μπορεί να χρειάζονται παρατεταμένες προσπάθειες ανάνηψης ώστε να
αυξηθεί η πιθανότητα επιτυχούς αποτέλεσματος.
Υπερευαισθησία
Η πιθανότητα διασταυρούμενης υπερευαισθησίας με άλλα τοπικά αναισθητικά τύπου αμιδίου
πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.
Υποογκαιμία
Ασθενείς με υποογκαιμία, οποιασδήποτε αιτιολογίας, μπορεί να εμφανίσουν οξεία υποτασική
κρίση στην διάρκεια της επισκληρίδιας αναισθησίας, άσχετα με το τοπικό αναισθητικό που
χρησιμοποιείται.
Ασθενείς σε κακή γενική κατάσταση
Ασθενείς σε κακή γενική κατάσταση, λόγω προχωρημένης ηλικίας ή άλλων επιβαρυντικών
παραγόντων, όπως μερικός ή πλήρης κολποκοιλιακός αποκλεισμός, προχωρημένη ηπατική
νόσος ή σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία, χρειάζονται ειδική προσοχή αν και η περιοχική
αναισθησία συνήθως ενδείκνυται σ’ αυτούς τους ασθενείς.
Ασθενείς με νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια
2
Η ροπιβακαΐνη μεταβολίζεται στο ήπαρ και γι’ αυτό πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε
ασθενείς με σοβαρή ηπατική νόσο, ίσως χρειαστεί να μειωθούν οι επαναλαμβανόμενες δόσεις,
λόγω καθυστέρησης της αποβολής του φαρμάκου.
Συνήθως δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας σε ασθενείς με επιβαρυμένη νεφρική
λειτουργία, όταν χρησιμοποιούνται μεμονωμένες δόσεις ή βραχυπρόθεσμη θεραπεία.
Η οξέωση και η μειωμένη συγκέντρωση των λευκωμάτων του πλάσματος, που συχνά
παρατηρούνται σε ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο
εμφάνισης συστηματικής τοξικότητας.
Οξεία πορφυρία
Το Naropeine
ενέσιμο διάλυμα για ένεση ή έγχυση προκαλεί πιθανόν πορφυρία και πρέπει να
χορηγείται σε ασθενείς με οξεία πορφυρία, όταν δεν υπάρχει άλλη ασφαλέστερη εναλλακτική
μέθοδος.
Σε περιπτώσεις ευάλωτων ασθενών πρέπει να λαμβάνονται οι κατάλληλες προφυλάξεις.
Έκδοχα με αναγνωρισμένη δράση/αποτέλεσμα
Το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει 3,7mg Νάτριο/ml. Να λαμβάνεται υπ’όψιν σε ασθενείς με
δίαιτα χαμηλού Νατρίου.
Παρατεταμένη χορήγηση
Παρατεταμένη χορήγηση της ροπιβακαΐνης πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς στους οποίους
συγχορηγούνται ισχυροί αναστολείς του CYP1A2, όπως φλουβοξαμίνη και ενοξασίνη (βλέπε
παρ. 4.5).
Παιδιά
Η ενδοραχιαία χορήγηση σε βρέφη, νήπια ή παιδιά δεν έχει τεκμηριωθεί.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Το Naropeine
θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν άλλα
τοπικα αναισθητικά ή παράγοντες με παρόμοια χημική δομή με τα τοπικά αναισθητικά τύπου
αμιδίου, π.χ. ορισμένα αντιαρρυθμικά όπως lidocaine και mexiletin λόγω αθροιστικών
συστηματικών τοξικών ενεργειών.
Ταυτόχρονη χρήση Naropeine με αναισθητικά γενικής αναισθησίας ή οπιοειδή, μπορεί να έχει
σαν αποτέλεσμα την αμοιβαία ενίσχυση των ανεπιθύμητων ενεργειών τους.
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες αλληλεπίδρασης μεταξύ ροπιβακαΐνης και αντιαρρυθμικών
φαρμάκων τάξης ΙΙΙ .χ. αμιοδαρόνη), αλλά συνιστάται προσοχή (βλ. παρ. 4.4 «Ιδιαίτερες
προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την χρήση»).
Το κυτόχρωμα P450 (CYP) 1A2 λαμβάνει μέρος στο σχηματισμό 3-hydroxyropivacaine, του
κύριου μεταβολίτη. In vivo η κάθαρση της ροπιβακαϊνης από το πλάσμα μειώθηκε κατά 70%
στη διάρκεια συγχορήγησης με φλουβοξαμίνη, ενός εκλεκτικού και ισχυρού αναστολέα του
CYP1A2. Eτσι ισχυροί αναστολείς του CYP1A2, όπως η φλουβοξαμίνη και η ενοξασίνη, όταν
δίνονται ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια παρατεταμένης χορήγησης του Naropeine, μπορούν να
αλληλεπιδράσουν με τη ροπιβακαïνη. Παρατεταμένη χορήγηση του Naropeine πρέπει να
αποφεύγεται σε ασθενείς που συγχορηγούνται ισχυροί αναστολείς του CYP1A2 (βλέπε 4.4).
In vivo η κάθαρση της ροπιβακαΐνης από το πλάσμα μειώθηκε κατά 15% στη διάρκεια
συγχορήγησης με κετοκοναζόλη, ενός εκλεκτικού και ισχυρού αναστολέα του CYP3A4. Ωστόσο
η αναστολή αυτού του ισοενζύμου δεν φαίνεται να έχει κλινική σημασία.
In vitro η ροπιβακαΐνη είναι συναγωνιστικός αναστολέας για το CYP2D6 αλλά δεν φαίνεται να
αναστέλλει αυτό το ισοένζυμο στις συγκεντρώσεις που επιτυγχάνονται στο πλάσμα κατά τη
κλινική πράξη
4.6 Κύηση και γαλουχία
Κύηση
Εκτός από μαιευτικές επεμβάσεις, δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την χρήση της
ροπιβακαΐνης σε εγκύους.
Η αξιολόγηση μελετών σε πειραματόζωα δεν έδειξε άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς δράσεις κατά
την κύηση, την εμβρυϊκή ανάπτυξη, τον τοκετό και την ανάπτυξη μετά την γέννηση (βλέπε 5.3).
3
Γαλουχία
Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την απέκκριση της ροπιβακαΐνης στο ανθρώπινο γάλα.
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης & χειρισμού μηχανημάτων
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες μελέτες όσον αφορά την επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και
χειρισμού μηχανημάτων. Ανάλογα με τη δόση τα τοπικά αναισθητικά μπορεί να ασκήσουν
μικρή επίδραση στην πνευματική λειτουργία και τον συντονισμό, ακόμη και επί απουσίας
εμφανούς τοξικότητας στο ΚΝΣ και μπορεί προσωρινά να επηρεάσουν την
σωματοκινητικότητα και την εγρήγορση.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Γενικά
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες του Naropeine
είναι παρόμοιες με εκείνες των άλλων τοπικών
αναισθητικών, μακράς δράσης, τύπου αμιδίου. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες πρέπει να
διακριθούν από τις φυσιολογικές επιπτώσεις αυτού καθ αυτού του αποκλεισμού των νεύρων,
όπως: υπόταση και βραδυκαρδία κατά τη διάρκεια ενδοραχιαίας αναισθησίας και της
παρακέντησης με βελόνα (π.χ. ραχιαίο αιμάτωμα, κεφαλαλγία από παρακέντηση του χώρου
πίσω από την σκληρά μήνιγγα, μηνιγγίτις και επισκληρίδιο απόστημα).
Πολλές από τις πλέον συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως ναυτία, έμετος και
υπόταση, είναι γενικώς πολύ συχνές κατά την διάρκεια της αναισθησίας και των επεμβάσεων
και καθίσταται αδύνατο να διακριθούν αυτές που προκαλούνται από την κλινική κατάσταση
από εκείνες που προκαλούνται από το φάρμακο ή τον αποκλεισμό.
Ολικός ραχιαίος αποκλεισμός μπορεί να παρουσιαστεί με όλα τα τοπικά αναισθητικά αν η
επισκληρίδια δόση από λάθος χορηγηθεί ενδοραχιαία, ή μια μεγάλη δόση φαρμάκου
χορηγηθεί ενδοραχιαία. Οι συστηματικές και οι τοπικές ανεπιθύμητες ενέργειες του Naropeine
συνήθως εμφανίζονται λόγω υπερβολικής δόσης, ταχείας απορρόφησης ή από λάθος
ενδαγγειακής ένεσης. Παρόλα αυτά, λόγω των χαμηλών δόσεων που χρησιμοποιούνται στην
ενδοραχιαία αναισθησία, δεν αναμένονται συστηματικές τοξικές αντιδράσεις.
Οι συχνότητες που αναφέρονται στον πίνακα της παραγράφου 4.8 είναι οι ακόλουθες:
Πολύ συχνές ( 1/10), Συνήθεις ( 1/100 έως < 1/10), Ασυνήθεις ( 1/1000 έως < 1/100),
Σπάνιες (> 1/10.000 έως < 1/1000) και πολύ σπάνιες (<1/10.000).
Κατηγορία οργανικού
συστήματος
Συχνότητα Ανεπιθύμητες ενέργειες
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος:
Πολύ συχνές
Συχνές
Κεφαλαλγία
Παραισθησία, Ζάλη,
Υπαισθησία.
Καρδιακές διαταραχές: Πολύ συχνές Βραδυκαρδία
Αγγειακές διαταραχές: Πολύ συχνές
Συχνές
Υπόταση
α
Συγκοπή
Αναπνευστικές Θωρακικές και
Μεσοθωρακικές διαταραχές:
Συχνές Δύσπνοια
Γαστρεντερικές διαταραχές: Πολύ συχνές Ναυτία, Έμετος
β
Νεφρικές διαταραχές και
διαταραχές στο
ουροποιητικό σύστημα:
Πολύ συχνές Κατακράτηση ούρων
Γενικές διαταραχές και
συνθήκες στο σημείο
χορήγησης:
Συνήθεις
Σπάνιες
Πόνος στη πλάτη, Υποθερμία,
Ρίγη
Αλλεργικές αντιδράσεις
(αναφυλαξία, αγγειονευρωτικό
οίδημα, κνίδωση)
4
Ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με την κατηγορία που ανήκει το φάρμακο.
Νευρολογικές επιπλοκές
Νευροπάθεια και δυσλειτουργία του νωτιαίου μυελού (π.χ. σύνδρομο προσθίας νωτιαίας
αρτηρίας, αραχνοειδίτις, σύνδρομο «ιππούριδος»), που μπορούν σε σπάνιες περιπτώσεις να
έχουν σαν αποτέλεσμα μόνιμες συνέπειες, έχουν συσχετιστεί με την περιοχική αναισθησία,
ανεξάρτητα από το τοπικό αναισθητικό που χρησιμοποιήθηκε.
Ολικός Ραχιαίος Αποκλεισμός
Ολικός Ραχιαίος Αποκλεισμός μπορεί να συμβεί αν χορηγηθεί πολύ υψηλή ενδοραχιαία δόση.
Οξεία συστηματική τοξικότητα
Οι συστηματικές τοξικές αντιδράσεις κυρίως προέρχονται από το κεντρικό νευρικό και το
καρδιαγγειακό σύστημα.
Αυτές οι αντιδράσεις προέρχονται από την υψηλή συγκέντρωση τοπικού αναισθητικού στο
πλάσμα, εάν γίνει κατά λάθος, ενδοαγγειακή έγχυση, στην περίπτωση υπερδοσολογίας ή
γρήγορης απορρόφησης σε περιοχές με αυξημένη αγγείωση.
Οι αντιδράσεις στο Κ.Ν.Σ. είναι ίδιες για όλα τα αναισθητικά τύπου αμιδίου, αν και οι
αντιδράσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα, εξαρτώνται από το φάρμακο, ποιοτικά και ποσοτικά.
Τοξικότητα από το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα
Η τοξικότητα από το κεντρικό νευρικό σύστημα είναι μια σταδιακή αντίδραση με συμπτώματα
και σημεία κλιμακούμενης βαρύτητας. Τα πρώτα συμπτώματα είναι οπτικές και ακουστικές
διαταραχές, περιστοματική αιμωδία, ζάλη, αίσθημα νυγμών, αίσθημα κενού της κεφαλής και
παραισθησία. Δυσαρθρία, μυϊκή δυσκαμψία, μυϊκές συσπάσεις είναι σοβαρότερα συμπτώματα
και μπορεί να προηγούνται της έναρξης γενικευμένων σπασμών.
Αυτά τα συμπτώματα δεν πρέπει να εκληφθούν λανθασμένα ως νευρωσική συμπεριφορά. Η
απώλεια των αισθήσεων και οι σπασμοί επιληψίας grand mal μπορεί να ακολουθήσουν και να
διαρκέσουν από λίγα δευτερόλεπτα ως αρκετά λεπτά.
Υποξία και υπερκαπνία παρουσιάζονται ταχύτατα μετά από τους σπασμούς, λόγω της
αυξημένης μυϊκής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με την παρέμβαση στην φυσιολογική
αναπνευστική λειτουργία. Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να προκληθεί άπνοια.
Η αναπνευστική και μεταβολική οξέωση αυξάνει και παρατείνει τις τοξικές δράσεις των τοπικών
αναισθητικών.
Η αποκατάσταση των συμπτωμάτων από το κεντρικό νευρικό σύστημα επέρχεται μετά την
επανακατανομή της δραστικής ουσίας, τον μεταβολισμό στο ήπαρ και την απέκκρισή του. Η
αποκατάσταση μπορεί να είναι ταχεία, εκτός εάν έχουν χορηγηθεί πολύ μεγάλες ποσότητες
φαρμάκου.
Τοξικότητα από το Καρδιαγγειακό
Η τοξικότητα από το καρδιαγγειακό είναι ενδεικτική μιας σοβαρότερης κατάστασης. Υπόταση,
βραδυκαρδία, αρρυθμία, ακόμη και καρδιακή ανακοπή, μπορεί να είναι το αποτέλεσμα
υψηλών συστηματικών συγκεντρώσεων των τοπικών αναισθητικών. Σε εθελοντές, η
ενδοφλέβια έγχυση ροπιβακαϊνης είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση σημείων καταστολής της
αγωγιμότητας και συσταλτικότητας.
Τα συμπτώματα τοξικότητας από το ΚΝΣ προηγούνται συνήθως των τοξικών επιδράσεων στο
καρδιαγγειακό σύστημα, εκτός εάν ο ασθενής είναι υπό γενική αναισθησία ή είναι υπό έντονη
καταστολή με φάρμακα, όπως οι βενζοδιαζεπίνες ή τα βαρβιτουρικά.
Αντιμετώπιση της οξείας τοξικότητας
Βλ. παρ. 4.9.
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Εάν γίνουν κατά λάθος ενδοαγγειακές ενέσεις τοπικών αναισθητικών μπορεί να προκληθούν
άμεσες (μέσα σε λίγα λεπτά) συστηματικές τοξικές αντιδράσεις. Σε περίπτωση υπερδοσολογίας
5
οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα μπορεί να μην επιτευχθούν για 1 έως 2 ώρες, ανάλογα
με την θέση της ένεσης με αποτέλεσμα τα σημάδια τοξικότητας μπορεί να καθυστερήσουν (βλ.
παρ. 4.8 Οξεία συστηματική τοξικότητα, τοξικότητα από το κεντρικό νευρικό σύστημα και
τοξικότητα από το καρδιαγγειακό).
Μετά την ενδοραχιαία χορήγηση, δεν αναμένεται να παρουσιαστεί συστηματική τοξικότητα,
λόγω της χαμηλής δόση που χορηγείται. Η χορήγηση υψηλής δόση μέσα στον υπαραχνοειδή
χώρο μπορεί να προκαλέσει ολικό ραχιαίο αποκλεισμό.
Αντιμετώπιση της οξείας τοξικότητας
Εάν εμφανιστούν συμπτώματα οξείας συστηματικής τοξικότητας θα πρέπει αμέσως να
διακοπεί η ένεση του τοπικού αναισθητικού και τα συμπτώματα του ΚΝΣ (μυϊκοί σπασμοί,
καταστολή του ΚΝΣ) πρέπει να αντιμετωπισθούν έγκαιρα με την κατάλληλη υποστήριξη του
αναπνευστικού και χορήγηση φαρμάκου κατά των σπασμών.
Εάν παρουσιαστεί καρδιακή ανακοπή, πρέπει να εφαρμοστεί άμεση καρδιοαναπνευστική
ανάνηψη. Η άριστη οξυγόνωση και ο αερισμός, η υποστήριξη του κυκλοφορικού, καθώς και η
αντιμετώπιση της οξέωσης είναι ζωτικής σημασίας.
Εάν παρουσιαστεί καρδιαγγειακή καταστολή (υπόταση, βραδυκαρδία), πρέπει να χορηγηθεί η
κατάλληλη θεραπεία και να λαμβάνεται υπ’όψιν η χορήγηση ενδοφλέβιων υγρών,
αντιδιουρητικών και/ή ινοτρόπων ουσιών. Στα παιδιά οι χορηγούμενες δόσεις πρέπει να είναι
ανάλογες με την ηλικία και το βάρος.
Όταν παρουσιαστεί καρδιακή ανακοπή μπορεί να χρειάζονται παρατεταμένες προσπάθειες
ανάνηψης για την επίτευξη θετικού αποτελέσματος.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αναισθητικά, τοπικά, Αμίδια.
ATC κατάταξη: Ν01Β Β09
Η ροπιβακαΐνη είναι ένα μακράς δράσης τοπικό αναισθητικό τύπου αμιδίου με αναισθητική και
αναλγητική δράση.
Σε υψηλές δόσεις προκαλεί χειρουργική αναισθησία, ενώ σε χαμηλότερες δόσεις προκαλεί
αποκλεισμό των αισθητικών νευρικών ινών με περιορισμένο και μη επιδεινούμενο αποκλεισμό
των κινητικών νευρικών ινών (κινητικό block).
Ο μηχανισμός δράσης είναι η αναστρέψιμη ελάττωση της διαπερατότητας της μεβράνης των
νευρικών ινών για τα ιόντα νατρίου. Επομένως μειώνεται η ταχύτητα εκπόλωσης και ο ουδός
(threshold) διεγερσιμότητας αυξάνει, με αποτέλεσμα να προκαλείται τοπικός αποκλεισμός των
νευρικών ώσεων.
Η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα της ροπιβακαΐνης είναι η μακρά διάρκεια δράσης. Η έναρξη και
διάρκεια της αποτελεσματικότητας της τοπικής αναισθησίας εξαρτώνται από το σημείο
χορήγησης και τη δόση αλλά δεν επηρεάζονται από την παρουσία αγγειοσυσπαστικού (π.χ.
αδρεναλίνη).
Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την έναρξη και διάρκεια δράσης, δείτε τον πίνακα
στην παράγραφο 4.2 «Δοσολογία και τρόπος χορήγησης».
Ενδοφλέβιες εγχύσεις ροπιβακαΐνης έγιναν καλά ανεκτές σε υγιείς εθελοντές σε χαμηλές
δόσεις και με αναμενόμενα συμπτώματα από το ΚΝΣ στις μέγιστες ανεκτές δόσεις. Η κλινική
εμπειρία με τη ροπιβακαΐνη δείχνει ότι έχει ικανοποιητικά όρια ασφάλειας όταν χρησιμοποιείται
επαρκώς στις συνιστώμενες δόσεις.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η ροπιβακαΐνη έχει στον χημικό της τύπο κέντρο συμμετρίας και διατίθεται σαν καθαρό S-(-)-
εναντιομερές. Παρουσιάζει μεγάλη λιποδιαλυτότητα. Όλοι οι μεταβολίτες έχουν τοπική
αναισθητική δράση αλλά με αξιοσημείωτα μικρότερη ισχύ και μικρότερη διάρκεια δράσης από
τη ροπιβακαΐνη.
Η συγκέντρωση στο πλάσμα της ροπιβακαΐνης εξαρτάται από τη δόση, την οδό χορήγησης και
την αγγείωση της περιοχής που γίνεται η ένεση. Η ροπιβακαΐνη έχει γραμμική φαρμακοκινητική
και το Cmax είναι ανάλογο με τη δόση.
Η ροπιβακαΐνη παρουσιάζει πλήρη και διφασική απορρόφηση από τον επισκληρίδιο χώρο, με
χρόνους ημίσειας ζωής των δύο φάσεων της τάξεως των 14 λεπτών και 4 ωρών αντίστοιχα,
6
στους ενήλικες. Η βραδεία απορρόφηση επιβραδύνει το ρυθμό απομάκρυνσης της
ροπιβακαΐνης, γεγονός που εξηγεί την βραδύτερη απομάκρυνση μετά από επισκληρίδια
χορήγηση συγκριτικά με την ενδοφλέβια χορήγηση.
Η ροπιβακαΐνη έχει μέση ολική κάθαρση πλάσματος 440ml/min, νεφρική κάθαρση 1ml/min,
όγκο κατανομής σε σταθεροποιημένη κατάσταση (steady state) 47 L, και τελικό χρόνο ημίσειας
ζωής 1,8h μετά από ενδοφλέβια χορήγηση. Η ροπιβακαΐνη έχει ενδιάμεση τιμή ηπατικής
απέκκρισης περίπου 0,4. Είναι κυρίως συνδεδεμένη στην α1-acid-glycoprotein του πλάσματος,
με κλάσμα μη συνδεδεμένης ουσίας περίπου 6%. Έχει παρατηρηθεί αύξηση των ολικών
συγκεντρώσεων στο πλάσμα κατά τη διάρκεια συνεχούς επισκληρίδιας έγχυσης, η οποία
σχετίζεται με μετεγχειρητική αύξηση της α1-acid-glycoprotein.
Οι διακυμάνσεις της συγκέντρωσης της μη συνδεδεμένης ουσίας, δηλαδή της φαρμακολογικά
ενεργούς ουσίας, είναι πολύ λιγότερες από την ολική συγκέντρωση στο πλάσμα.
Σε παιδιά μεταξύ 1-12 ετών έχει αποδειχθεί ότι η φαρμακοκινητική της ροπιβακαΐνης μετά από
τοπική αναισθησία δεν σχετίζεται με την ηλικία. Σε αυτή την ομάδα η ροπιβακαΐνη έχει ολική
κάθαρση πλάσματος 7,5 ml/min kg, όγκο κατανομής σε σταθεροποιημένη κατάσταση 2,4 l /kg,
κλάσμα μη συνδεδεμένης ουσίας 5% και τελικό χρόνο ημίσειας ζωής 3 ώρες. Η ροπιβακαΐνη
παρουσιάζει διφασική απορρόφηση από τον επισκληρίδιο χώρο του ιερού οστού. Σε αυτές τις
ηλικίες η κάθαρση σε σχέση με το σωματικό βάρος είναι παρόμοια με αυτή των ενηλίκων.
Η ροπιβακαΐνη περνά εύκολα τον φραγμό του πλακούντα και αποκαθίσταται ταχέως η
ισορροπία των συγκεντρώσεων του ελεύθερου κλάσματος του φαρμάκου. Ο βαθμός της
σύνδεσης με τα λευκώματα του πλάσματος στο έμβρυο είναι μικρότερος απ’ ό,τι στη μητέρα,
με αποτέλεσμα η ολική συγκέντρωση στο πλάσμα να είναι μικρότερη στο έμβρυο απ’ ό,τι στη
μητέρα.
Η ροπιβακαΐνη εμφανίζει έντονο μεταβολισμό, βασικά με αρωματική υδροξυλίωση. Συνολικά το
86% της δόσης απεκκρίνεται με τα ούρα μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, από την οποία μόνο
το 1% περίπου απεκκρίνεται αμετάβλητο. Ο κύριος μεταβολίτης είναι η 3-hydroxy-ropivacaine,
περίπου 37% του οποίου απεκκρίνεται στα ούρα, κυρίως συζευγμένος. Η απέκκριση στα ούρα
του 4-hydroxy-ropivacaine, του Ν-dealkylated μεταβολίτη και του 4-hydroxy-dealkylated
μεταβολίτη υπολογίζεται σε 1-3%. Το άθροισμα της συζευγμένης και μη συζευγμένης 3-
hydroxy-ropivacaine δίνει μόνο ανιχνεύσιμες συγκεντρώσεις στο πλάσμα.
Η επιβαρυμένη νεφρική λειτουργία έχει μικρή ή καμία επίδραση στη φαρμακοκινητική της
ροπιβακαΐνης. Η νεφρική κάθαρση του PPX συσχετίζεται σημαντικά με την κάθαρση της
κρεατινίνης. Η απουσία συσχετισμού μεταξύ της συνολικής έκθεσης, που εκφράζεται ως AUC,
με την κάθαρση της κρεατινίνης υποδηλώνει ότι η συνολική κάθαρση του PPX περιλαμβάνει μη
νεφρική απομάκρυνση επιπλέον της νεφρικής απέκκρισης. Ορισμένοι ασθενείς με
επιβαρυμένη νεφρική λειτουργία μπορεί να εμφανίσουν αυξημένη έκθεση στο PPX που είναι
αποτέλεσμα χαμηλής μη νεφρικής κάθαρσης. Λόγω της μειωμένης τοξικότητας του PPX στο
ΚΝΣ σε σύγκριση με τη ροπιβακαΐνη, οι κλινικές επιπτώσεις θεωρούνται αμελητέες στη
βραχυχρόνια θεραπεία. Οι ασθενείς με νεφρική νόσο τελικού σταδίου που υπόκεινται σε
αιμοκάθαρση δεν έχουν μελετηθεί.
Δεν υπάρχει απόδειξη για in vivo ρακεμοποίηση της ροπιβακαΐνης.
5.3 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας μετά από εφάπαξ και
επαναλαμβανόμενη χορήγηση, τοξικότητας κατά την αναπαραγωγή, μεταλαξιογόνου
δυναμικού και τοπικής τοξικότητας, δεν προέκυψαν ιδιαίτεροι κίνδυνοι για τον ανθρώπο, εκτός
από τους αναμενόμενους λόγω φαρμακοδυναμικής δράσης των υψηλών δόσεων του
φαρμάκου (π.χ. συμπτώματα στο ΚΝΣ, συμπεριλαμβανομένων σπασμών και
καρδιοτοξικότητας).
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
- Sodium chloride
- Hydrochloric acid για ρύθμιση του pH
- Sodium hydroxide για ρύθμιση του pH
- Water for injections
7
6.2 Ασυμβατότητες
Eπειδή η συμβατότητα με άλλα δεν έχει διερευνηθεί, το φάρμακο αυτό δεν πρέπει να διαλυθεί
ή να αναμιχθεί με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα. Σε αλκαλικά διαλύματα μπορεί να
δημιουργηθεί ίζημα, αφού η ροπιβακαΐνη είναι ελάχιστα διαλυτή σε pH>6,0.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
Αυτό το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Να μη φυλάσσεται σε θερμοκρασία άνω των 30
ο
C. Nα μην καταψύχεται.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φύσιγγες από πολυπροπυλένιο των 10ml σε αποστειρωμένη συσκευασία blister σε
συσκευασία των 5 και 10 φυσίγγων.
Μπορεί να μη κυκλοφορούν στην αγορά όλα τα μεγέθη συσκευασίας.
Οι φύσιγγες από πολυπροπυλένιο (Polyamp) είναι ειδικά σχεδιασμένες για να εφαρρμόζουν σε
Luer lock και Luer fit σύριγγες.
6.6 Οδηγίες χρήσης / χειρισμού
Τα Naropeine
δεν περιέχουν συντηρητικά και προορίζονται για εφάπαξ χρήση. Να
απορρίπτεται το διάλυμα που δεν χρησιμοποιήθηκε.
φαρμακευτικά προϊόντα πρέπει να ελέγχονται οπτικά πριν από την χρήση. Το διάλυμα
πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο αν είναι διαυγές, δεν υπάρχουν σωματίδια και ο περιέκτης δεν
έχει υποστεί κάποια καταστροφή.
Ο σφραγισμένος περιέκτης δεν πρέπει να μπει σε κλίβανο αποστείρωσης.
Η συσκευασία blister πρέπει να χρησιμοποιηθεί όταν απαιτούνται άσηπτες συνθήκες.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Δικαιούχος: AstraZeneca AB, Σουηδίας
Κάτοχος αδείας κυκλοφορίας: AstraZeneca AE,
Θεοτοκοπούλου 4 & Αστροναυτών,
151 25 Μαρούσι
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Naropeine
5mg/ml: 18276/21-9-2004
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
21-9-2004/15-09-2005
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
…..
8