Πολλά φάρμακα μπορούν να επηρεάσουν το μέγεθος ή/και τη διάρκεια της
δράσης των μη-αποπολωτικών παραγόντων του νευρομυικού αποκλεισμού,
συμπεριλαμβανομένων των παρακάτω:
Αύξηση της δράσης:
Από αναισθητικούς παράγοντες όπως ενφλουράνιο, ισοφλουράνιο,
αλοθάνιο (βλέπε παράγραφο 4.2) και κεταμίνη, από άλλους μη-
αποπολωτικούς παράγοντες νευρομυϊκού αποκλεισμού ή από άλλα
φάρμακα όπως αντιβιοτικά (συμπεριλαμβανομένων των αμινογλυκοσιδών,
πολυμιξίνης, σπεκτινομυκίνης, τετρακυκλινών, λινκομυκίνη και
κλινδαμικίνης), αντιαρρυθμικά φάρμακα (συμπεριλαμβανομένης της
προπρανολόλης, των ανταγωνιστών ασβεστίου, της λιδοκαΐνης,
προκαΐναμίδης και κινιδίνης), διουρητικά (συμπεριλαμβανομένης της
φουροσεμίδης και πιθανώς των θειαζιδών, μαννιτόλης και
ακεταζολαμίδης), άλατα μαγνησίου και λιθίου και τα γαγγλιοπληγικά
(τριμεταφάνη, και εξαμεθόνιο).
Σπάνια, ορισμένα φάρμακα μπορούν να επιδεινώσουν ή να φέρουν στην
επιφάνεια λανθάνουσα μυασθένεια gravis ή να προκαλέσουν σύνδρομο
μυασθένειας. Η αυξημένη ευαισθησία σε μη-αποπολωτικούς παράγοντες
νευρομυϊκού αποκλεισμού μπορεί να είναι επακόλουθο μιάς τέτοιας
εξέλιξης. Τέτοια φάρμακα είναι διάφορα αντιβιοτικά, Β-αναστολείς
(προπρανολόλη, οξπρενολόλη), αντι-αρρυθμικά φάρμακα (προκαϊναμίδη,
κινιδίνη), αντι-ρευματικά (χλωροκίνη, d-πενικιλλαμίνη), τριμεθαφάνη,
χλωροπρομαζίνη, στεροειδή, φαινυτοΐνη και λίθιο.
Χορήγηση σουξαμεθόνιου για να παραταθεί η δράση των μη-αποπολωτικών
παραγόντων νευρομυϊκού αποκλεισμού μπορεί να προκαλέσει μεγάλης
διάρκειας και σύνθετο αποκλεισμό, ο οποίος ενδεχομένως να είναι δύσκολο
να αναστραφεί με αντιχολινεστερασικά φάρμακα.
Μείωση της δράσης:
Μειωμένη δράση παρατηρείται μετά από προηγούμενη χρόνια χορήγηση
φαινυτοΐνης ή καρβαμαζεπίνης.
Η θεραπεία με αντιχολινεστεράσες, που χρησιμοποιούνται συχνά για την
αντιμετώπιση της νόσου του Alzheimer, π.χ δομεπεζίλη, μπορεί να μειώσει
τη διάρκεια και να ελλατώσει το μέγεθος του νευρομυϊκού αποκλεισμού με
το cisatracuirium.
Χωρίς επίδραση:
Προηγούμενη χορήγηση σουξαμεθονίου δεν έχει καμιά επίδραση στη
διάρκεια του νευρομυϊκού αποκλεισμού μετά τη λήψη Nimbex ενδοφλεβίως
(bolus) ή στο ρυθμό έγχυσης.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τη χρήση του Nimbex σε έγκυες
γυναίκες. Οι μελέτες σε πειραματόζωα είναι ανεπαρκείς οσον αφορά τις
δράσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, την εμβρυική ανάπτυξη, την
μεταγεννητική ανάπτυξη (βλέπε παράγραφο 5.3). Ο δυνητικός κίνδυνος για
τους ανθρώπους είναι άγνωστος.