Χορηγείστε το προϊόν μόνο μετά το σπάσιμο του διαφράγματος και την ανάμιξη του περιεχομένου
των δύο διαμερισμάτων (βλ.παράγραφο 6.6). Εμφάνιση του διαλύματος μετά την ανάμειξη: Διαυγές
και άχρωμο ή υποκίτρινο διάλυμα
Τα διαλύματα αμινοξέων και γλυκόζης πρέπει να εγχέονται μέσω μιας κεντρικής φλέβας.
Τα διαλύματα αμινοξέων και γλυκόζης συνήθως χορηγούνται μαζί με ένα γαλάκτωμα λιπιδίων.
Διαλύματα ή μίγματα με ωσμωτικότητα άνω των 800 mOsm/l πρέπει να εγχέονται μέσω μιας
κεντρικής φλέβας.
4.3. Αντενδείξεις
Γνωστή υπερευαισθησία σε οποιοδήποτε από τα συστατικά
Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια που δεν υποβάλλονται σε αιμοδιύλιση, αιμοδιήθηση ή
αιμοϋπερδιήθηση
Σοβαρή ηπατική νόσος
Διαταραχές του μεταβολισμού των αμινοξέων
Μεταβολική οξέωση, γαλακτική οξέωση
Επινεφριδιακή ανεπάρκεια
Υπερωσμωτικό κώμα
Οι συνήθεις γενικές αντενδείξεις της θεραπείας με έγχυση, όπως πνευμονικό οίδημα,
υπερυδάτωση και μη αντιρροπούμενη καρδιακή ανεπάρκεια
Το CLINIMIX
χωρίς ηλεκτρολύτες δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις
υποκαλιαιμίας και υπονατριαιμίας
Το CLINIMIX
που περιέχει ηλεκτρολύτες δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με
υπερκαλιαιμία και υπερνατριαιμία.
4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Κατά την έναρξη της ενδοφλέβιας χορήγησης απαιτείται ειδική κλινική παρακολούθηση.
Σε περίπτωση εμφάνισης παθολογικών ενδείξεων η έγχυση πρέπει να διακόπτεται.
Τα υπέρτονα διαλύματα μπορεί να προκαλέσουν ερεθισμό των φλεβών, όταν χορηγούνται
σε περιφερική φλέβα. Η επιλογή περιφερικής ή κεντρικής φλέβας εξαρτάται από την τελική
ωσμωτικότητα του μίγματος.
Το γενικά αποδεχτό όριο για περιφερική έγχυση είναι περίπου 800 mOsm/l, αλλά αυτό
ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία και τη γενική κατάσταση του ασθενούς και τα
χαρακτηριστικά των περιφερικών φλεβών.
Συχνή κλινική εκτίμηση και εργαστηριακοί προσδιορισμοί είναι απαραίτητοι για τον σωστό
έλεγχο κατά τη διάρκεια της χορήγησης. Θα πρέπει να περιλαμβάνουν τη γλυκόζη αίματος,
ιοντόγραμμα και εξετάσεις της νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας.
Οι απαιτήσεις σε ηλεκτρολύτες του ασθενούς που λαμβάνει τα διαλύματα θα πρέπει να
καθορίζονται προσεκτικά και να ελέγχονται, ιδιαίτερα για τα διαλύματα που δεν περιέχουν
ηλεκτρολύτες.
Η μη ανοχή σε γλυκόζη είναι μία συχνή μεταβολική επιπλοκή σε ασθενείς με έντονο stress.
Με την έγχυση των προϊόντων, μπορεί να εμφανιστεί υπεργλυκαιμία, γλυκοζουρία και
σύνδρομο υπερωσμωτικότητας. Η γλυκόζη του αίματος και των ούρων θα πρέπει να
ελέγχεται ως ρουτίνα και σε διαβητικούς ασθενείς, εάν είναι απαραίτητο, να
προσαρμόζεται η δόση της ινσουλίνης.
Η ισορροπία υγρών πρέπει να ελέγχεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Πρέπει να δίδεται προσοχή στην αποφυγή της υπερφόρτωσης του κυκλοφορικού, ιδίως σε
ασθενείς με διαταραγμένη καρδιακή λειτουργία και/ή ανεπάρκεια.
Σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια, εκτός από τις εξετάσεις ρουτίνας της ηπατικής
λειτουργίας, πρέπει να ελέγχονται και πιθανά συμπτώματα υπεραμμωνιαιμίας.
Τα διαλύματα που περιέχουν ηλεκτρολύτες πρέπει να εγχέονται με προσοχή σε ασθενείς με
ανώμαλα υψηλά επίπεδα αυτών των στοιχείων στον ορό, ιδίως σε ασθενείς με διαταραχή
της νεφρικής λειτουργίας.