ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
ALPHADINE
1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
ALPHADINE
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΕ ΔΡΑΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ:
Κάθε δισκίο περιέχει :
Ranitidine 150 mg
Σαν RANITIDINE HYDROCHLORIDE
Ranitidine Hydrochloride: C
13
H
22
N
4
O
3
S.HCL 1,1 Ethenediamine, n-[2[[[5-(dimethylamino)methyl)]-
2-furanyl]thio]ethyl]-N’-methyl-2-nitro-monohydrochloride.
N-[2-[[[5-[(Dimethylamino)methyl]-2-furanyl)]methyl]thio]ethyl]-N’-methyl-2-nitro-1,1-
ethenediamine, hydrochloride.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ:
Δισκία επικαλυμμένα με υμένιο.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις :
Έλκος βολβού 12δακτύλου, στομάχου και αναστομωτικό. Καταστάσεις γαστρικής υπερέκκρισης
(σύνδρομο ZOLLINGER-ELLISON), συστηματική μαστοκύτωση, σύνδρομο βραχέος εντέρου κλπ).
Οισοφαγίτιδα από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. Πρόληψη αιμορραγικής γαστρίτιδας σε
βαρέως πάσχοντες. Πρόληψη μεταβολικής αλκαλώσεως σε ασθενείς με παρατεταμένη γαστρική
αναρρόφηση. Πρόληψη της εισρόφησης γαστρικού περιεχομένου στις αναπνευστικές οδούς κατά τη
διάρκεια της γενικής αναισθησίας και του τοκετού.
Πρόληψη του δωδεκαδακτυλικού έκλους που συνδέεται με τη θεραπεία μη στερινοειδών
αντιφλεγμονωδών φαρμάκων και ειδικότερα:
1. Σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με πρόσφατα διαγνωσθέν έλκος ανεξαρτήτως ηλικίας.
2. Ιδιαίτερα σε ασθενείς ασυμπτωματικούς με πρόσφατα διαγνωσθέν έλκος ηλικίας άνω των 70
ετών.
3. Σε γυναίκες ηλικίας άνω των 70 ετών χωρίς ιστορικό έλκους, λόγω κατά 5 φορές υψηλότερου
σχετικού κινδύνου ανάπτυξης πεπτικού έλκους σε σύγκριση με άρρενες της αυτής ηλικίας και
4. Σε ασθενείς που η μακροχρόνια λήψη μη στερινοειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων είναι
αναγκαία, αλλά υπάρχει ιστορικό ελκοπάθειας.
4.2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης :
Από το στόμα:
Ενήλικες:
Η συνήθης δοσολογία για γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος είναι 150 mg δύο φορές την ημέρα είτε
300 mg το βράδυ.
Στις περισσότερες περιπτώσεις καλοήθους γαστρικού και δωδεκαδακτυλικού έλκους η επούλωση
γίνεται σε 4 εβδομάδες. Σε ασθενείς που η επούλωση δεν ολοκληρώνεται σ’ αυτό το διάστημα,
παράταση της θεραπεία ς για ακόμη 4 εβδομάδες συνήθως οδηγεί σε επούλωση του έλκους.
Στο δωδεκαδακτυλικό έλκος δοσολογία 300 mg δύο φορές την ημέρα για 4 εβδομάδες έχει σαν
αποτέλεσμα μεγαλύτερη συχνότητα επούλωσης συγκριτικά με τη δοσολογία των 150 mg δύο φορές
την ημέρα ή 300 mg κάθε βράδυ. Θεραπεία συντήρησης: 150 mg κάθε βράδυ.
Σε έλκη που εμφανίζονται μετά από θεραπεία με μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ή που
σχετίζονται με την παρατεταμένη θεραπεία με μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα,
χορηγούνται 150 mg πρωί και βράδυ. Θεραπεία 8 εβδομάδων μπορεί να κριθεί απαραίτητη.
Σε οισοφαγίτιδα από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση χορηγούνται 150 mg δύο φορές την ημέρα
είτε 300 mg κάθε βράδυ για 8 εβδομάδες και αν χρειασθεί 12 εβδομάδες. Σε ασθενείς με σοβαρή
οισοφαγίτιδα και σε όσους δεν ανταποκρίνονται στη συνιστώμενη δοσολογία της ρανιτιδίνης, η
δόση αυξάνεται σε 150 mg 4 φορές την ημέρα για 8 εβδομάδες.
1
Θεραπεία μακράς διάρκειας επουλωμένης οισοφαγίτιδας 150 mg 2 φορές την ημέρα.
Στο σύνδρομο Zollinger - Ellison αρχικά χορηγούνται 150 mg 3 φορές την ημέρα και αν κριθεί
απαραίτητο η δοσολογία μπορεί να αυξηθεί (μπορεί να απαιτηθούν δόσεις και πάνω από 3 g
ημερησίως σε διηρημένες δόσεις).
Στην πρόληψη αιμορραγίας ελκών από stress σε βαρέως πάσχοντες ή σε ασθενείς με αιμορραγούντα
έλκη, η θεραπεία 150 mg 2 φορές την ημέρα μπορεί να αντικαταστήσει την ενέσιμη χορήγηση μόλις
αρχίσει η διατροφή από το στόμα.
Στην πρόληψη εισρόφησης γαστρικού περιεχομένου χορηγούνται 150 mg 2 ώρες πριν την έναρξη
της γενικής αναισθησίας, και ακόμα καλύτερα άλλα 150 mg την παραμονή το βράδυ.
Για τον ίδιο σκοπό σαν εναλλακτική λύση μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ενέσιμη μορφή. Στις
εγκύους χορηγούνται με την έναρξη του τοκετού 150 mg και στη συνέχεια κάθε 6 ώρες και αν
απαιτηθεί γενική αναισθησία συνιστάται να χορηγείται επιπρόσθετα ένα αντιόξινο (π.χ. κιτρικό
νάτριο).
Παιδιά (8 – 18 ετών) :
Η συνιστώμενη δόση από το στόμα για τη θεραπεία του πεπτικού έλκους στα παιδιά είναι 2 mg 4
mg ανά χλγ. βάρους σώματος δύο φορές την ημέρα με μέγιστη ημερήσια δόση 300 mg ρανιτιδίνης.
Νεφρική ανεπάρκεια:
Κάθαρση κρεατινίνης < 50 ml/λεπτό.
Η συνιστώμενη δόση είναι 150 mg/24ωρο το βράδυ για 4-6 εβδομάδες. Συσσώρευση της ρανιτιδίνης
με αποτέλεσμα την αύξηση της πυκνότητας στο πλάσμα μπορεί να συμβεί σε ασθενείς με σοβαρή
νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης μικρότερη από 50 ml/λεπτό). Σ’ αυτούς τους ασθενείς
συνιστάται η ημερήσια δόση της ρανιτιδίνης να είναι 150 mg. Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε
περιπατητική περιτοναϊκή διύλιση ή χρόνια αιμοδιύλιση, χορηγούνται 150 mg ρανιτιδίνης αμέσως
μετά τη διύλιση.
Εάν το απαιτεί η κατάσταση του ασθενούς μπορεί να χορηγηθεί κάθε 12 ώρες με προσοχή.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στο φάρμακο.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την χρήση:
Κακοήθεια
Η ύπαρξη κακοήθειας πρέπει να αποκλεισθεί πριν από την έναρξη θεραπείας ασθενών με γαστρικό
έλκος (είτε πρόκειται για μεσήλικες ή και μεγαλύτερης ηλικίας άτομα είτε για άτομα με πρόσφατη
μεταβολή των δυσπεπτικών τους συμπτωμάτων), επειδή η θεραπεία με ρανιτιδίνη μπορεί να
αποκρύψει συμπτώματα γαστρικού καρκινώματος.
Νεφρική ανεπάρκεια
Η ρανιτδίνη απεκκρίνεται από τους νεφρούς με αποτέλεσμα οι στάθμες της στο πλάσμα, να
αυξάνονται σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια.
Το δοσολογικό σχήμα πρέπει να ρυθμίζεται σύμφωνα με τη δοσολογία που συνιστάται στη νεφρική
ανεπάρκεια.
Αιματολογικές διαταραχές
Σπάνιες κλινικές αναφορές πιθανολογούν ότι η ρανιτιδίνη μπορεί να προδιαθέσει σε οξείες
πορφυρικές προσβολές. Γι’ αυτό η χρήση της ρανιτιδίνης θα πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με
ιστορικό οξείας πορφυρίας. Προσοχή σε ασθενείς με λευκοπενία, σε περίπτωση χορήγησης
απαιτείται συχνή παρακολούθηση των λευκών αιμοσφαιρίων.
Ηπατική ανεπάρκεια
Να χορηγείται με προσοχή και σε μειωμένη δόση σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια.
Ηλικιωμένοι ή πάσχοντες από σοβαρά νοσήματα
Συνιστάται μείωση της δόσης ανάλογα με την περίπτωση λόγω του αυξημένου κινδύνου εμφάνισης
ανεπιθύμητων ενεργειών.
Συνιστάται τακτικός έλεγχος των ασθενών που παίρνουν μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη σε
συνδυασμό με ρανιτιδίνη, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους και σε άτομα με ιστορικό πεπτικού έλκους.
Γενικά
Σε απότομη διακοπή του υπάρχει αυξημένός κίνδυνος υποτροπών και επιπλοκών (διάτρηση,
αιμορραγία) του έλκους.
Η χορήγηση αντιόξινων, όταν κρίνεται αναγκαία, να γίνεται στα ενδιάμεσα της χορήγησης του
φαρμάκου.
Στους υπερτασικούς συνιστάται η παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης.
Σπάνια έχει αναφερθεί βραδυκαρδία ή οποία σχετίζεται με τη χορήγηση του ενεσίμου, συνήθως σε
ασθενείς με παράγοντες που προδιαθέτουν σε διαταραχές του καρδιακού ρυθμού. Να
παρακολουθείται ο συνιστώμενος στη δοσολογία ρυθμός χορήγησης.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Η ρανιτιδίνη φαίνεται ότι δεν επηρεάζει τα φάρμακα που οξειδώνονται με το κυττόχρωμα Ρ450,
όπως τα κουμαρινικά αντιπηκτικά, φαινυτοϊνη, θεοφυλλίνη, διαζεπάμη, βαρβιτουρικά, αμινοπυρίνη
και προπρανολόλη.
Εντούτοις έχουν περιγραφεί περιπτώσεις όπου φαίνεται ότι το φάρμακο επέτεινε τη δράση της
βαρφαρίνης, βενζοδιαζεπινών, φεντανύλης, μετοπρολόλης, νιφεδιπίνης και ακεταμινοφαίνης.
Θεωρείται πολύ πιθανή η αλληλεπίδραση της ρανιτιδίνης με τους ανταγωνιστές της αλδοστερόνης,
τα διουρητικά και το κάλιο. Μειώνει την απορρόφηση της κετοκοναζόλης. Δίνει ψευδώς θετική την
αντίδραση για λεύκωμα στα ούρα με το ΜULTISTIX.
4.6 Κύηση και γαλουχία:
Χρήση κατά την κύηση
Δεν είναι γνωστό αν τυχόν επιδρά στην ανάπτυξη του εμβρύου. Συνίσταται να μην
χρησιμοποιείται κατά την διάρκεια της κυήσεως παρά μόνο αν υπάρχει απόλυτη ανάγκη.
Χρήση κατά την γαλουχία
Η χορήγηση κατά την γαλουχία αντενδείκνυται γιατί η ρανιτιδίνη εμφανίζεται στο μητρικό
γάλα.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων:
Η λήψη ranitidine δεν επηρεάζει κατά κανόνα την ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες:
Παροδικές και αναστρέψιμες μεταβολές στις λειτουργικές δοκιμασίες του ήπατος μπορεί να
συμβούν. Περιστασιακά έχει αναφερθεί ηπατίτιδα (ηπατοκυτταρική, ηπατοχολαγγειακή ή μικτή) με
ή χωρίς ίκτερο. Αυτά τα περιστατικά ήταν συνήθως αναστρέψιμα. Σπάνια έχει αναφερθεί οξεία
παγκρεατίτιδα.
Αιματολογικές διαταραχές (λευκοπενία, θρομβοκυτοπενία) έχουν συμβεί σε μερικούς ασθενείς.
Αυτές είναι συνήθως αναστρέψιμες. Σπάνιες περιπτώσεις ακοκκιοκυτταραιμίας ή πανκυτταροπενίας,
μερικές φορές με υποπλασία ή απλασία του μυελού των οστών έχουν αναφερθεί. Αντιδράσεις
υπερευαισθησίας (κνίδωση, αγγειονευρωτικό οίδημα, πυρετός, βρογχόσπασμος, υπόταση,
αναφυλακτικό σοκ, πόνος στο θώρακα) παρατηρήθηκαν σπάνια μετά από τη χορήγηση ρανιτιδίνης
παρεντερικά και από το στόμα. Οι αντιδράσεις αυτές μερικές φορές παρατηρήθηκαν μετά από μια
μόνο δόση.
Όπως και με άλλους Η2-ανταγωνιστές της ισταμίνης, έχει αναφερθεί σπάνια βραδυκαρδία και
κολπο-κοιλιακός αποκλεισμός. Σπάνια ταχυκαρδία.
Σε πολύ μικρό ποσοστό ασθενών έχει αναφερθεί κεφαλαλγία μερικές φορές έντονη και ζάλη.
Σπάνια έχουν αναφερθεί περιστατικά αναστρέψιμης διανοητικής σύγχυσης, κατάθλιψης και
παραισθήσεων ιδιαίτερα σε βαρέως πάσχοντες και ηλικιωμένους. Σπάνια έχουν αναφερθεί
περιστατικά αναστρέψιμης θόλωσης της όρασης που είναι πιθανό να οφείλεται σε μεταβολή της
προσαρμογής.
Έχει αναφερθεί δερματικό εξάνθημα, συμπεριλαμβανομένων σπάνιων περιστατικών πολύμορφου
ερυθήματος και αλωπεκίας. Σπάνια έχουν αναφερθεί μυοσκελετικά συμπτώματα όπως αρθραλγία
και μυαλγία. Δεν έχουν αναφερθεί κλινικά σημαντικές παρεμβάσεις στην ενδοκρινική και γενετική
λειτουργία. Σπάνια αναφέρθηκαν συμπτώματα από τους μαστούς σε άνδρες που χρησιμοποίησαν
3
ρανιτιδίνη.
4.9. Υπερδοσολογία:
Η υπερδοσολογία αντιμετωπίζεται με πρόκληση εμέτου ή πλύση στομάχου για την
απομάκρυνση των καταποθέντων δισκίων.
Υποστηρικτική – συμπτωματική αντιμετώπιση. Αν κριθεί απαραίτητο, αιμοδιύλιση.
5 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακολογικές Ιδιότητες
Η ρανιτιδίνη είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός Η2 ανταγωνιστής της ισταμίνης.
Η δράση της είναι πολύ γρήγορη. Αναστέλλει την βασική και την μετά από διέγερση γαστρική
έκκριση, μειώνοντας τον όγκο και την περιεκτικότητά της σε οξύ και πεψίνη.
Έχει σχετικά παρατεταμένη δράση ώστε με μια δόση (ένα δισκίο των 150 mg) ν’ αναστέλλεται η
γαστρική έκκριση τουλάχιστον για 12 ώρες.
5.2 Φαρμακοκινητικές Ιδιότητες
Η βιοδιαθεσιμότητα της ρανιτιδίνης είναι σταθερή σε ποσοστό περίπου 50%. Οι ανώτατες
στάθμες στο πλάσμα, φυσιολογικά κυμαίνονται στα 300 550 ng/ml, και επιτυγχάνεται 2 3 ώρες
μετά την χορήγηση από το στόμα 150 mg . Οι πυκνότητες της ρανιτιδίνης στο πλάσμα είναι
ανάλογες της χορηγούμενης δόσης μέχρι τα 300 mg . Όταν χορηγούνται υψηλές δόσεις sucralfate (2
γραμμάρια) σε συνδυασμό με ρανιτιδίνη, η απορρόφηση της ρανιτιδίνης μπορεί να μειωθεί. Το
αποτέλεσμα αυτό δεν παρατηρείται αν η sucralfate χορηγηθεί 2 ώρες μετά την χορήγηση της
ρανιτιδίνης. Η ρανιτιδίνη μεταβολίζεται σε μικρές μόνο ποσότητες.
Η αποβολή του φαρμάκου γίνεται κυρίως με σωληναριακή απέκκριση.
Η ημιπερίοδος ζωής της αποβολής είναι περίπου 2 3 ώρες. Σε φαρμακοκινητικές μελέτες με 150
mg 3H ρανιτιδίνης το 93% μιας ενδοφλέβιας δόσης απεκκρίθηκε με τα ούρα ενώ το 5% από τα
κόπρανα, ενώ στην ίδια δόση από το στόμα το 60 70% απεκκρίθηκε από τα ούρα και 26% από τα
κόπρανα. Σε ανάλυση των ούρων των πρώτων 24 ωρών μετά την χορήγηση μιας δόσης ρανιτιδίνης
διαπιστώθηκε ότι το 70% της ενδοφλέβιας χορήγησης και το 35% της χορήγησης από το στόμα
απεκκρίθηκε αναλλοίωτη. Ο μεταβολισμός της ρανιτιδίνης είναι ο ίδιος μετά την χορήγηση από το
στόμα και ενδοφλέβια.
Περίπου το 6% της δόσης αποβάλλεται από τα ούρα σαν Ν-οξείδιο, το 2% σαν S –οξείδιο, το 2%
σαν απομεθυλιωμένη ραντιδίνη και το 1 - 2% σαν ανάλογο του φουροϊκού οξέος.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1 Κατάλογος των εκδόχων :
Microcrystalline cellulose, Magnesium stearate, Hydroxy Propyl Methyl cellulose, Titanium dioxide.
6.2 Ασυμβατότητες: Καμία γνωστή.
6.3 Διάρκεια ζωής: 36 μήνες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος: Θερμοκρασία περιβάλλοντος (<25
0
C)
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη: Κουτί που περιέχει 20 δισκία σε ALU-ALU blister (FOILS
2x10).
6.6 Οδηγίες χρήσης/χειρισμού: Δεν είναι απαραίτητες.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ/ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ :
ΜΙΝΕΡΒΑ ΦΑΡΑΜΑΚΕΥΤΙΚΗ Α.Ε.
Λ. Κηφισού 132, 121 31 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ Τηλ. 57 02 199 Fax 57 28 215
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ : 6754/01/27-12-2002
9. ΗΜ/ΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ : 16-09-1996
5