συνδυασμό με ρανιτιδίνη, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους και σε άτομα με ιστορικό πεπτικού έλκους.
Γενικά
Σε απότομη διακοπή του υπάρχει αυξημένός κίνδυνος υποτροπών και επιπλοκών (διάτρηση,
αιμορραγία) του έλκους.
Η χορήγηση αντιόξινων, όταν κρίνεται αναγκαία, να γίνεται στα ενδιάμεσα της χορήγησης του
φαρμάκου.
Στους υπερτασικούς συνιστάται η παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης.
Σπάνια έχει αναφερθεί βραδυκαρδία ή οποία σχετίζεται με τη χορήγηση του ενεσίμου, συνήθως σε
ασθενείς με παράγοντες που προδιαθέτουν σε διαταραχές του καρδιακού ρυθμού. Να
παρακολουθείται ο συνιστώμενος στη δοσολογία ρυθμός χορήγησης.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Η ρανιτιδίνη φαίνεται ότι δεν επηρεάζει τα φάρμακα που οξειδώνονται με το κυττόχρωμα Ρ450,
όπως τα κουμαρινικά αντιπηκτικά, φαινυτοϊνη, θεοφυλλίνη, διαζεπάμη, βαρβιτουρικά, αμινοπυρίνη
και προπρανολόλη.
Εντούτοις έχουν περιγραφεί περιπτώσεις όπου φαίνεται ότι το φάρμακο επέτεινε τη δράση της
βαρφαρίνης, βενζοδιαζεπινών, φεντανύλης, μετοπρολόλης, νιφεδιπίνης και ακεταμινοφαίνης.
Θεωρείται πολύ πιθανή η αλληλεπίδραση της ρανιτιδίνης με τους ανταγωνιστές της αλδοστερόνης,
τα διουρητικά και το κάλιο. Μειώνει την απορρόφηση της κετοκοναζόλης. Δίνει ψευδώς θετική την
αντίδραση για λεύκωμα στα ούρα με το ΜULTISTIX.
4.6 Κύηση και γαλουχία:
Χρήση κατά την κύηση
Δεν είναι γνωστό αν τυχόν επιδρά στην ανάπτυξη του εμβρύου. Συνίσταται να μην
χρησιμοποιείται κατά την διάρκεια της κυήσεως παρά μόνο αν υπάρχει απόλυτη ανάγκη.
Χρήση κατά την γαλουχία
Η χορήγηση κατά την γαλουχία αντενδείκνυται γιατί η ρανιτιδίνη εμφανίζεται στο μητρικό
γάλα.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων:
Η λήψη ranitidine δεν επηρεάζει κατά κανόνα την ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες:
Παροδικές και αναστρέψιμες μεταβολές στις λειτουργικές δοκιμασίες του ήπατος μπορεί να
συμβούν. Περιστασιακά έχει αναφερθεί ηπατίτιδα (ηπατοκυτταρική, ηπατοχολαγγειακή ή μικτή) με
ή χωρίς ίκτερο. Αυτά τα περιστατικά ήταν συνήθως αναστρέψιμα. Σπάνια έχει αναφερθεί οξεία
παγκρεατίτιδα.
Αιματολογικές διαταραχές (λευκοπενία, θρομβοκυτοπενία) έχουν συμβεί σε μερικούς ασθενείς.
Αυτές είναι συνήθως αναστρέψιμες. Σπάνιες περιπτώσεις ακοκκιοκυτταραιμίας ή πανκυτταροπενίας,
μερικές φορές με υποπλασία ή απλασία του μυελού των οστών έχουν αναφερθεί. Αντιδράσεις
υπερευαισθησίας (κνίδωση, αγγειονευρωτικό οίδημα, πυρετός, βρογχόσπασμος, υπόταση,
αναφυλακτικό σοκ, πόνος στο θώρακα) παρατηρήθηκαν σπάνια μετά από τη χορήγηση ρανιτιδίνης
παρεντερικά και από το στόμα. Οι αντιδράσεις αυτές μερικές φορές παρατηρήθηκαν μετά από μια
μόνο δόση.
Όπως και με άλλους Η2-ανταγωνιστές της ισταμίνης, έχει αναφερθεί σπάνια βραδυκαρδία και
κολπο-κοιλιακός αποκλεισμός. Σπάνια ταχυκαρδία.
Σε πολύ μικρό ποσοστό ασθενών έχει αναφερθεί κεφαλαλγία μερικές φορές έντονη και ζάλη.
Σπάνια έχουν αναφερθεί περιστατικά αναστρέψιμης διανοητικής σύγχυσης, κατάθλιψης και
παραισθήσεων ιδιαίτερα σε βαρέως πάσχοντες και ηλικιωμένους. Σπάνια έχουν αναφερθεί
περιστατικά αναστρέψιμης θόλωσης της όρασης που είναι πιθανό να οφείλεται σε μεταβολή της
προσαρμογής.
Έχει αναφερθεί δερματικό εξάνθημα, συμπεριλαμβανομένων σπάνιων περιστατικών πολύμορφου
ερυθήματος και αλωπεκίας. Σπάνια έχουν αναφερθεί μυοσκελετικά συμπτώματα όπως αρθραλγία
και μυαλγία. Δεν έχουν αναφερθεί κλινικά σημαντικές παρεμβάσεις στην ενδοκρινική και γενετική
λειτουργία. Σπάνια αναφέρθηκαν συμπτώματα από τους μαστούς σε άνδρες που χρησιμοποίησαν