Οι μελέτες σε πειραματόζωα δεν επαρκούν για την αξιολόγηση της ασφάλειας όσον αφορά
στην αναπαραγωγή, στην ανάπτυξη του εμβρύου, στην πορεία της κύησης και στην περί- και
μετα- γεννητική ανάπτυξη.
Κατά συνέπεια το προϊόν μπορεί να χρησιμοποιείται κατά την κύηση και γαλουχία, μόνο αν
είναι απαραίτητο.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν υπάρχουν ενδείξεις, ότι το ATENATIV μπορεί να μειώσει την ικανότητα οδήγησης ή
χειρισμού μηχανημάτων.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Αλλεργικές ή αναφυλακτικού τύπου αντιδράσεις και αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος
παρατηρούνται σε σπάνιες περιπτώσεις.
΄Οταν χορηγούνται φαρμακευτικά προϊόντα, που παρασκευάζονται με βάση το ανθρώπινο
αίμα ή πλάσμα, δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο λοιμωδών νόσων,
που οφείλονται στη μετάδοση λοιμογόνων παραγόντων. Το ίδιο ισχύει και για τους
παθογόνους παράγοντες άγνωστης μέχρι στιγμής φύσης.
Προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος μετάδοσης λοιμογόνων παραγόντων διενεργείται με τη
βοήθεια κατάλληλων μέτρων επιλογή των δοτών και έλεγχος των προσφερομένων μονάδων
αίματος ή πλάσματος, περιλαμβάνονται δε στη διαδικασία παραγωγής στάδια απομάκρυνσης
και/ή αδρανοποίησης λοιμογόνων παραγόντων.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας
κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή
παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από
τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε
πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες στον: Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων
284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 213-2040380/337, Φαξ: + 30 210-6549585,
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
4.9. Υπερδοσολογία
Μέχρι στιγμής δεν έχουν παρατηρηθεί συμπτώματα υπερδοσολογίας με την αντιθρομβίνη ΙΙΙ.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΈΣ ΙΔΙΌΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η αντιθρομβίνη ΙΙΙ αποτελεί μείζονα ανασταλτή της πήξης στο αίμα. Η ανασταλτική δράση της
στηρίζεται στον σχηματισμό ομοιοπολικού δεσμού μεταξύ της αντιθρομβίνης ΙΙΙ και του
ενεργού κέντρου των πρωτεασών σερίης. Τα εν λόγω σύμπλοκα ανασταλτού-ενζύμων πήξης
απομακρύνονται από το δικτυοενδοθηλιακό σύστημα. Οι παράγοντες στους οποίους ασκείται
η ισχυρότερη ανασταλτική δράση είναι η θρομβίνη και ο Παράγων Χα, όπως και οι
ενεργοποιημένες μορφές των παραγόντων ΙΧ, ΧΙ και ΧΙΙ. Η ηπαρίνη δρα ως καταλύτης,
επιταχύνοντας την αντίδραση.
Η δραστικότητα της αντιθρομβίνης ΙΙΙ κυμαίνεται από 80-120 % στους ενήλικες, ενώ στα
νεογέννητα παρατηρείται η μισή περίπου της παραπάνω δραστικότητας.
Το συμπύκνωμα αντιθρομβίνης ΙΙΙ από ανθρώπινο πλάσμα κατανέμεται και μεταβολίζεται
όπως ο φυσιολογικός ανασταλτής.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες