ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩN ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Penrazol
®
40 mg μ μκόνις και διαλύτης για ενέσι ο διάλυ α
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε φιαλίδιο με σκόνη για διάλυμα για ένεση περιέχει μετά νατρίου άλας
ομεπραζόλης 42,6 mg που ισοδυναμεί με ομεπραζόλη 40 mg. Μετά την
ανασύσταση, 1 ml περιέχει μετά νατρίου άλας της ομεπραζόλης 0,426 mg,
ισοδύναμο με ομεπραζόλη 0,4 mg.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις και διαλύτης για ενέσιμο διάλυμα
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Penrazol
®
για ενδοφλέβια χρήση ενδείκνυνται ως εναλλακτικό της από του
στόματος θεραπείας για τις ακόλουθες ενδείξεις.
Ενήλικες
Θεραπεία δωδεκαδακτυλικών ελκών
Πρόληψη υποτροπής δωδεκαδακτυλικών ελκών
Θεραπεία γαστρικών ελκών
Πρόληψη υποτροπής γαστρικών ελκών
Σε συνδυασμό με κατάλληλα αντιβιοτικά, εκρίζωση του Ελικοβακτηριδίου
του Πυλωρού σε πεπτικό έλκος
Θεραπεία γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών που σχετίζονται με
ΜΣΑΦ
Πρόληψη από γαστρικά και δωδεκαδακτυλικά έλκη που σχετίζονται με
ΜΣΑΦ σε ασθενείς υψηλού κινδύνου
Θεραπεία οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση
Μακροχρόνια θεραπευτική αγωγή ασθενών με επουλωμένη οισοφαγίτιδα
από παλινδρόμηση
Θεραπεία συμπτωματικής γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης
Θεραπεία συνδρόμου Zollinger-Ellison
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
μ Εναλλακτικά της από του στό ατος θεραπείας
μ μ Σε ασθενείς όπου η από του στό ατος χρήση φαρ ακευτικών προϊόντων δεν είναι
, Penrazolκατάλληλη συνιστάται
®
40 mg μ μ μ κόνις και διαλύτης για ενέσι ο διάλυ α ία
μ . μ μ φορά η ερησίως Σε ασθενείς ε σύνδρο ο Zollinger- Ellison συνιστάται αρχική δόση
Penrazol
®
60χορηγηθείσα ενδοφλεβίως mg ημερησίως. Μπορεί να απαιτούνται
υψηλότερες ημερήσιες δόσεις και η δόση πρέπει να προσαρμοστεί ατομικά.
Όταν οι δόσεις υπερβαίνουν τα 60 mg ημερησίως, η δόση πρέπει να μοιράζεται
και να λαμβάνεται δύο φορές ημερησίως.
Το Penrazol
®
μ μ μ ενέσι ο διάλυ α πρέπει να χορηγείται όνο ως ενδοφλέβια ένεση και
1
μ . δεν πρέπει να προστίθεται στο διάλυ α έγχυσης Μετά την ανασύσταση η ένεση
μ 2,5 μ μ πρέπει να δίνεται αργά για ένα διάστη α τουλάχιστον λεπτών ε έγιστο
μ 4ρυθ ό ml . , ανά λεπτό Για οδηγίες ανασύστασης του προϊόντος πριν τη χορήγηση
6.6.βλέπε παράγραφο
μΕιδικοί πληθυσ οί
Δ μ ιαταραγ ένη νεφρική λειτουργία
Δ μ μ μ εν χρειάζεται προσαρ ογή της δόσης σε ασθενείς ε διαταραγ ένη νεφρική
( 5.2).λειτουργία βλέπε παράγραφο
Δ μ ιαταραγ ένη ηπατική λειτουργία
μ μ μ μ 10-20Σε ασθενείς ε διαταραγ ένη ηπατική λειτουργία ία η ερήσια δόση των mg
μ ( 5.2).πορεί να είναι ικανοποιητική βλέπε παράγραφο
Ηλικιωμένοι
Δ μ μ ( 5.2).εν χρειάζεται προσαρ ογή της δόσης σε ηλικιω ένους βλέπε παράγραφο
Παιδιατρικοί ασθενείς
μ μ Η ε πειρία ε Penrazol
®
μ .για ενδοφλέβια χρήση σε παιδιά είναι περιορισ ένη
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην ομεπραζόλη, στα υποκατεστημένα βενζιμιδαζόλια ή σε
κάποιο από τα έκδοχα 6.1που αναφέρονται στην παράγραφο .
Η ομεπραζόλη όπως και άλλοι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (PPIs) δεν
πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα με νελφιναβίρη (βλέπε παράγραφο
4.5).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Παρουσία κάποιων προειδοποιητικών συμπτωμάτων (π.χ. σημαντική ακούσια
απώλεια βάρους, υποτροπιάζων εμετός, δυσφαγία, αιματέμεση ή μέλαινα) και
όταν υπάρχει υποψία ή παρουσία γαστρικού έλκους, πρέπει να αποκλείεται η
κακοήθεια, καθώς η θεραπεία μπορεί να ανακουφίσει τα συμπτώματα και να
καθυστερήσει τη διάγνωση.
Δε συνιστάται η ταυτόχρονη χορήγηση αταζαναβίρης με αναστολείς της
αντλίας πρωτονίων (βλέπε παράγραφο 4.5). Εάν ο συνδυασμός αταζαναβίρης με
αναστολείς της αντλίας πρωτονίων δεν μπορεί να αποφευχθεί, συνιστάται
στενή κλινική παρακολούθηση (π.χ. ιικό φορτίο) σε συνδυασμό με αύξηση της
δόσης της αταζαναβίρης σε 400 mg με 100 mg ριτοναβίρη. Η ομεπραζόλη δεν
πρέπει να ξεπερνά τα 20 mg.
Η ομεπραζόλη, όπως όλα τα φάρμακα αναστολείς της αντλίας πρωτονίων,
μπορεί να μειώσει την απορρόφηση της βιταμίνης Β
12
(κυανοκοβαλαμίνη) λόγω
της υπο- ή αχλωρυδρίας. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς με
μειωμένες αποθήκες ή αυξημένο κίνδυνο για μειωμένη απορρόφηση βιταμίνης
Β
12
σε περίπτωση μακροχρόνιας θεραπείας.
Η ομεπραζόλη είναι αναστολέας του CYP2C19. Κατά την έναρξη ή τη διακοπή
της θεραπείας με ομεπραζόλη, πρέπει να εξετάζεται η ενδεχόμενη
2
αλληλεπίδραση με φάρμακα που μεταβολίζονται μέσω του CYP2C19.
Αλληλεπίδραση παρατηρείται μεταξύ κλοπιδογρέλης και ομεπραζόλης (βλέπε
παράγραφο 4.5). Η κλινική σημασία αυτής της αλληλεπίδρασης είναι αμφίβολη.
Προληπτικά, η ταυτόχρονη χρήση ομεπραζόλης και κλοπιδογρέλης πρέπει να
αποθαρρύνεται.
Η θεραπεία με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να οδηγήσει σε
ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης γαστρεντερικών λοιμώξεων όπως από
Salmonella και
Campylobacter (βλέπε παράγραφο 5.1).
Υπομαγνησιαιμία
Σοβαρή υπομαγνησιαιμία έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με
αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (PPIs) όπως η ομεπραζόλη για τουλάχιστον
τρεις μήνες, και στις περισσότερες περιπτώσεις, για ένα χρόνο. Σοβαρές
εκδηλώσεις υπομαγνησιαιμίας, όπως κόπωση, τετανία, παραλήρημα, σπασμοί,
ζάλη και κοιλιακή αρρυθμία μπορεί να συμβεί, αλλά μπορεί στην αρχή να είναι
υφέρπουσα και να αγνοηθεί. Στην πλειονότητα των προσβεβλημένων ασθενών,
η υπομαγνησιαιμία βελτιώθηκε με την υποκατάσταση του μαγνησίου και τη
διακοπή του αναστολέα της αντλίας πρωτονίων.
Για τους ασθενείς που αναμένεται να είναι σε παρατεταμένη θεραπεία ή που
λαμβάνουν αναστολείς της αντλίας πρωτονίων με διγοξίνη ή με φάρμακα που
μπορεί να προκαλέσουν υπομαγνησιαιμία (π.χ., διουρητικά), οι επαγγελματίες
υγείας θα πρέπει να λάβουν υπόψη την μέτρηση των επιπέδων μαγνησίου πριν
την έναρξη της θεραπείας με έναν αναστολέα της αντλίας πρωτονίων και
περιοδικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Κίνδυνος καταγμάτων
Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, ιδίως αν χρησιμοποιηθούν σε υψηλές
δόσεις και για μεγάλα χρονικά διαστήματα (> 1 έτος), μπορεί να αυξήσουν
μέτρια τον κίνδυνο καταγμάτων του ισχίου, του καρπού και της σπονδυλικής
στήλης, κυρίως σε ηλικιωμένους ή όταν υπάρχουν και άλλοι αναγνωρισμένοι
παράγοντες κινδύνου. Οι μελέτες παρατήρησης υποδεικνύουν ότι οι αναστολείς
της αντλίας πρωτονίων μπορούν να αυξήσουν τον συνολικό κίνδυνο
κατάγματος κατά 10-40%. Μέρος αυτής της αύξησης μπορεί να οφείλεται σε
άλλους παράγοντες κινδύνου. Ασθενείς με κίνδυνο οστεοπόρωσης θα πρέπει να
λαμβάνουν μέριμνα, σύμφωνα με τις ισχύουσες κλινικές κατευθυντήριες
γραμμές και θα πρέπει να έχουν επαρκή πρόσληψη βιταμίνης D και ασβεστίου.
Επίδραση στις εργαστηριακές εξετάσεις
Το αυξημένο επίπεδο CgA μπορεί να επηρεάσει τις εξετάσεις για
νευροενδοκρινικούς όγκους. Για να αποφευχθεί αυτή η επιρροή, θα πρέπει, η
θεραπεία με ομεπραζόλη, να σταματά προσωρινά τουλάχιστον πέντε ημέρες
πριν από τις CgA μετρήσεις (Βλέπε παράγραφο 5.1).
Όπως σε όλες τις μακροχρόνιες θεραπείες, ειδικά όταν ξεπερνούν σε διάρκεια
τον 1 χρόνο θεραπείας, οι ασθενείς πρέπει να βρίσκονται υπό τακτική επίβλεψη.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
μ μ Επιδράσεις της ο επραζόλης στη φαρ ακοκινητική άλλων δραστικών ουσιών
Δραστικές ουσίες με απορρόφηση που εξαρτάται από το pH .
μ μ μ μΗ ειω ένη ενδογαστρική οξύτητα κατά τη διάρκεια της θεραπείας ε ο επραζόλη
3
μ μ μ πορεί να αυξήσει ή να ειώσει την απορρόφηση των δραστικών ουσιών ε
απορρόφηση που εξαρτάται από το γαστρικό pH.
, Νελφιναβίρη αταζαναβίρη
μ μ Τα επίπεδα νελφιναβίρης και αταζαναβίρης στο πλάσ α ειώνονται σε
μ μ .περίπτωση συγχορήγησης ε ο επραζόλη
μ μ ( Ταυτόχρονη χορήγηση ο επραζόλης ε νελφιναβίρη αντενδείκνυται βλέπε
4.3). μ (40παράγραφο Συγχορήγηση ο επραζόλης mg μ μ ) μ ία φορά η ερησίως είωσε τη
μ 40% μ έση έκθεση νελφιναβίρης κατά περίπου και η έση έκθεση του
μ μ φαρ ακολογικά δραστικού εταβολίτη M8 μ 75-90% . ειώθηκε κατά περίπου Η
μ μ αλληλεπίδραση πορεί επίσης να ε πλέκει την αναστολή του CYP2C19.
μ μ ( Ταυτόχρονη χορήγηση ο επραζόλης ε αταζαναβίρη δε συνιστάται βλέπε
4.4). μ (40παράγραφο Συγχορήγηση ο επραζόλης mg μ μ ) ία φορά η ερησίως και
300αταζαναβίρης mg/ 100ριτοναβίρης mg μ σε υγιείς εθελοντές είχε ως αποτέλεσ α
75% μ . είωση της έκθεσης αταζναβίρης Αύξηση της δόση της αταζαναβίρης στα
400 mg μ μ δεν αντιστάθ ισε την επίδραση της ο επραζόλης στην έκθεση
. μ (20αταζαναβίρης Η συγχορήγηση ο επραζόλης mg μ μ ) μ ία φορά η ερησίως ε
400αταζαναβίρη mg/ 100ριτοναβίρη mg σε υγιείς εθελοντές είχε ως αποτέλεσμα
μείωση κατά 30% περίπου στην έκθεση αταζαναβίρης σε σύγκριση με
αταζαναβίρη 300 mg/ριτοναβίρη 100 mg μία φορά ημερησίως.
Διγοξίνη
μ μ (20Ταυτόχρονη θεραπεία ε ο επραζόλη mg μ ) μη ερησίως και διγοξίνη σε υγιή άτο α
μ 10%. αυξάνει τη βιοδιαθεσι ότητα της διγοξίνης κατά Τοξικότητα διγοξίνης
. , μ σπάνια έχει αναφερθεί Ωστόσο πρέπει να δίνεται προσοχή όταν η ο επραζόλη
μ μ . , χορηγείται σε υψηλες δόσεις σε ηλικιω ένα άτο α Στην περίπτωση αυτή πρέπει
(να ενισχύεται η θεραπευτική παρακολούθηση TDM) .της διγοξίνης
Κλοπιδογρέλη
Τα αποτελέσματα από μελέτες σε υγιή άτομα έδειξαν ότι υπάρχει
φαρμακοδυναμική (PD)/ φαρμακοκινιτική (PK) αλληλεπίδραση μεταξύ
κλοπιδογρέλης (300 mg αρχική δόση ακολουθούμενη από 75 mg την ημέρα) και
ομεπραζόλης (80 mg ταυτόχρονα με την κλοπιδογρέλη). Όταν κλοπιδογρέλη και
ομεπραζόλη χορηγήθηκαν ταυτόχρονα, η έκθεση στον ενεργό μεταβολίτη της
κλοπιδογρέλης μειώθηκε κατά 46% και η αναστολή της συσσώρευσης των
αιμοπεταλίων μειώθηκε κατά 16%.
Ασυνεπή δεδομένα ως προς τις κλινικές επιπτώσεις αυτής της
φαρμακοκινητικής/φαρμακοδυναμικής αλληλεπίδρασης (PK/PD) όσον αφορά
μείζονα καρδιαγγειακά συμβάντα έχουν αναφερθεί από μελέτες παρατήρησης
και κλινικές μελέτες (βλέπε παράγραφο 4.4).
Άλλες δραστικές ουσίες
, μ , Η απορρόφηση ποσακοναζόλης ερλοτινί πης κετοκοναζόλης και ιτρακοναζόλης
μ μ μ μ ειώνεται ση αντικά και έτσι η κλινική αποτελεσ ατικότητα πορεί να είναι
μ . μ επηρεασ ένη Για την ποσακοναζόλη και την ερλοτινί πη η ταυτόχρονη χρήση
.πρέπει να αποφεύγεται
Δ ραστικές ουσίες μ που εταβολίζονται από το CYP 2 C 19
μ Η ο επραζόλη είναι ήπιος αναστολέας του CYP2C19, μ μ μτο κύριο ένζυ ο εταβολισ ού
μ . , μ μ της ο επραζόλης Έτσι ο εταβολισ ός συνεπακόλουθων δραστικών ουσιών που
μ επίσης εταβολίζονται από το CYP2C19, μ μ μ πορεί να είναι ειω ένος και η
μ μ . μ συστη ατική έκθεση σε αυτές τις ουσίες αυξη ένη Παράδειγ α τέτοιων ουσιών
4
είναι η R- μ , , βαρφαρίνη και άλλοι ανταγωνιστές της βιτα ίνης Κ η σιλοσταζόλη η
μ .διαζεπά η και η φαινυτοΐνη
Σιλοσταζόλη
μ μ 40Η ο επραζόλη χορηγού ενη σε δόσεις των mg μ μ σε υγιή άτο α σε ία
μ μ , διασταυρού ενη ελέτη αύξησε το C
max
και την AUC για την σιλοσταζόλη κατά
18% και 26% αντίστοιχα, και για έναν από τους δραστικούς μεταβολίτες της
κατά 29% και 69% αντίστοιχα.
Φαινυτοΐνη
μ Συνιστάται η παρακολούθηση της συγκέντρωσης φαινυτοΐνης στο πλάσ α κατά
μ μ μ τη διάρκεια των πρώτων δύο εβδο άδων ετά την έναρξη της θεραπείας ε
μ , μ , ο επραζόλη και αν έχει γίνει προσαρ ογή της δόσης της φαινυτοΐνης πρέπει να
μ μ λάβει χώρα παρακολούθηση και περαιτέρω προσαρ ογή της δόσης ετά το πέρας
μ μ .της θεραπείας ε ο επραζόλη
μ μΆγνωστοι ηχανισ οί
Σακουιναβίρη
μ μ / Ταυτόχρονη χορήγηση ο επραζόλης ε σακουιναβίρη ριτοναβίρη είχε ως
μ μ μ 70% αποτέλεσ α αύξηση στα επίπεδα του πλάσ ατος έχρι και περίπου για την
μ μ μ σακουιναβίρη σε συνδυασ ό ε καλή ανοχή σε ασθενείς ε HIV μ .όλυνση
μΤακρόλι ους
μ Ταυτόχρονη χορήγηση ο επραζόλης έχει αναφερθεί ότι αυξάνει τα επίπεδα
μ . μ μ τακρόλι ους στον ορό Θα πρέπει να εφαρ όζεται ενισχυ ένη παρακολούθηση της
μ ( συγκέντρωσης τακρόλι ους καθώς και της νεφρικής λειτουργίας κάθαρση
), μ μ .κρεατινίνης και να προσαρ όζεται η δόση της τακρόλι ους αν χρειάζεται
Μεθοτρεξάτη
μ , Κατά τη συνγχορήγη ε αναστολείς τις αντλίας πρωτονίων έχει αναφερθεί
μ . μ , αύξηση των επιπέδων της εθοτρεξάτης Σε υψηλές δόσεις εθοτρεξάτης
μ μ προσωρινή διακοπή της χορήγησης ο επραζόλης πορεί να είναι απαράιτητη
μ μΕπιδράσεις άλλων δραστικών ουσιών στη φαρ ακοκινητική της ο επραζόλης
Αναστολείς του CYP 2 C 19 / και ή του CYP 3 A 4
μ μ μ Καθώς η ο επραζόλη εταβολίζεται έσω των CYP2C19 και CYP3A4, δραστικές
ουσίες που είναι γνωστό ότι αναστέλλουν το CYP2C19 ή το CYP3A4 ( όπως η
μ ) μ μ κλαριθρο υκίνη και η βορικοναζόλη πορεί να οδηγήσουν σε αυξη ένα επίπεδα
μ μ μ μ μ μ . ο επραζόλης στον ορό διότι ειώνεται ο ρυθ ός εταβολισ ού της ο επραζόλης
μ μ Ταυτόχρονη θεραπεία ε βορικοναζόλη είχε ως αποτέλεσ α περισσότερο από
μ . μ διπλάσια έκθεση στην ο επραζόλη Καθώς υψηλές δόσεις ο επραζόλης ήταν καλά
, μ μ . ανεκτές γενικώς δεν απαιτείται προσαρ ογή της δόσης της ο επραζόλης
, μ μ Ωστόσο πρέπει να εξεταστεί η προσαρ ογή της δόσης σε ασθενείς ε σοβαρή
μ .ηπατική δυσλειτουργία και αν ενδείκνυται ακροχρόνια θεραπεία
Επαγωγείς του CYP 2 C 19 / και ή του CYP 3 A 4
Δ ραστικές ουσίες που είναι γνωστό ότι διεγείρουν το CYP2C19 ή το CYP3A4 ή και
( μ τα δύο όπως η ριφα πικίνη και το St John’s wort) μ πορεί να οδηγήσουν σε
μ μ μ μ μ μ ειω ένα επίπεδα ο επραζόλης στον ορό αυξάνοντας το ρυθ ό εταβολισ ού της
μ .ο επραζόλης
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
5
Kύηση
Αποτελέσματα από τρεις διερευνητικές επιδημιολογικές μελέτες (περισσότερα
από 1000 αποτελέσματα έκθεσης) δεν υποδεικνύουν ανεπιθύμητες ενέργειες της
ομεπραζόλης στην κύηση ή στην υγεία του εμβρύου/νεογέννητου παιδιού. Η
ομεπραζόλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Γαλουχία
Η ομεπραζόλη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα αλλά δε φαίνεται να επηρεάζει
το παιδί όταν λαμβάνεται σε θεραπευτικές δόσεις.
Γονιμότητα
Μελέτες σε πειραματόζωα με το ρακεμικό μείγμα ομεπραζόλης, δεν
υποδεικνύουν επιδράσεις στη γονιμότητα
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Το Penrazol
®
δεν έχει επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
Ανεπιθύμητες ενέργειες όπως ζάλη και οπτικές διαταραχές μπορεί να συμβούν
(βλέπε παράγραφο 4.8). Εάν αυτό συμβεί, οι ασθενείς δεν πρέπει να οδηγούν ή
να χειρίζονται μηχανές.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη προφίλ ασφαλείας
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες (1-10% των ασθενών) είναι κεφαλαλγία,
κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα, διάρροια, μετεωρισμός και ναυτία/εμετός.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες συνοψίζονται στον παρακάτω πίνακα
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου έχουν εξακριβωθεί ή
υποψιαστεί από κλινικές μελέτες για την ομεπραζόλη και μετά την κυκλοφορία
του φαρμάκου. Καμία από τις ανεπιθύμητες ενέργειες δε φάνηκε να είναι
δοσοεξαρτώμενη. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που καταρτίζονται στην παρακάτω
λίστα κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με τη συχνότητα και την Κατηγορία
Οργάνου Συστήματος (ΚΟΣ). Οι κατηγορίες συχνότητας ορίζονται σύμφωνα με
την παρακάτω συνθήκη: Πολύ συχνές (≥1/10), Συχνές (≥1/100, <1/10), Όχι
συχνές (≥1/1.000, <1/100), Σπάνιες (≥1/10.000, <1/1.000), Πολύ σπάνιες
(<1/10.000), Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα).
ΚΟΣ/συχνότη
τα
Ανεπιθύμητη ενέργεια
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Σπάνιες: Λευκοπενία, θρομβοπενία
Πολύ σπάνιες: Ακοκκιοκυτταραιμία, πανκυτταροπενία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες: Αντιδράσεις υπερευαισθησίας π.χ. πυρετός, αγγειοοίδημα και
αναφυλακτική αντίδραση/καταπληξία
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Σπάνιες: Υπονατριαιμία
Μη γνωστές Υπομαγνησιαιμία, σοβαρή υπομαγνησιαιμία μπορεί να
οδηγήσει σε υπασβεστιαιμία. Η υπομαγνησιαιμία επίσης
σχετίζεται με υποκαλιαιμία.
Ψυχιατρικές διαταραχές
6
Όχι συχνές: Αϋπνία
Σπάνιες: Διέγερση, σύγχυση, κατάθλιψη
Πολύ σπάνιες: Επιθετικότητα, παραισθήσεις
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Συχνές: Κεφαλαλγία
Όχι συχνές: Ζάλη, παραισθησία, υπνηλία
Σπάνιες: Διαταραχή της γεύσης
Οφθαλμικές διαταραχές
Σπάνιες: Θαμπή όραση
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Όχι συχνές: Ίλιγγος
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωρακίου
Σπάνιες: Βρογχόσπασμος
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Συχνές: Κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα, διάρροια, μετεωρισμός,
ναυτία/εμετός
Σπάνιες: Ξηροστομία, στοματίτιδα, γαστρεντερική καντιντίαση
Μη γνωστές: Μικροσκοπική κολίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Όχι συχνές: Αυξημένα ηπατικά ένζυμα
Σπάνιες: Ηπατίτιδα με ή χωρίς ίκτερο
Πολύ σπάνιες: Ηπατική ανεπάρκεια, εγκεφαλοπάθεια σε ασθενείς με
προϋπάρχουσα νόσο του ήπατος
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές: Δερματίτιδα, κνησμός, εξάνθημα, κνίδωση
Σπάνιες: Αλωπεκία, φωτοευαισθησία
Πολύ σπάνιες: Πολύμορφο ερύθημα, σύνδρομο Stevens-Johnson, τοξική
επιδερμική νεκρόλυση
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Όχι συχνές:
μ , Κάταγ α του ισχίου του καρπού ή της σπονδυλικής στήλης
Σπάνιες: Αρθραλγία, μυαλγία
Πολύ σπάνιες: Μυϊκή αδυναμία
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Σπάνιες: Διάμεση νεφρίτιδα
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
Πολύ σπάνιες: Γυναικομαστία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Όχι συχνές: Αίσθημα κακουχίας, περιφερικό οίδημα
Σπάνιες: Αυξημένη εφίδρωση
Μη αντιστρεπτή οπτική δυσλειτουργία έχει αναφερθεί σε μεμονωμένες
περιπτώσεις ασθενών σε κρίσιμη κατάσταση που έλαβαν ομεπραζόλη με
ενδοφλέβια ένεση, ειδικά σε υψηλές δόσεις, αλλά δεν έχει αποδειχθεί
αιτιολογική σχέση.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562
Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585,
Ιστότοπος: http://www.eof.gr ή στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες της Κύπρου,
7
Υπουργείο Υγείας, CY-1475, www.moh.phs.gov.cy/phs, Fax: +357 22608649.
4.9 Υπερδοσολογία
Υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες διαθέσιμες για την επίδραση
υπερδοσολογίας της ομεπραζόλης στους ανθρώπους. Στη βιβλιογραφία, έχουν
περιγραφεί δόσεις μέχρι και 560 mg, και υπήρξαν περιστασιακές αναφορές όπου
εφάπαξ από του στόματος ληφθείσες δόσεις έφτασαν μέχρι και τα 2400 mg
ομεπραζόλης (120 φορές μεγαλύτερες της συνήθους κλινικά συνιστώμενης
δόσης). Ναυτία, εμετός, ζάλη, κοιλιακό άλγος, διάρροια και κεφαλαλγία έχουν
αναφερθεί. Επίσης, απάθεια, κατάθλιψη και σύγχυση έχουν περιγραφεί σε
μεμονωμένες περιπτώσεις.
Τα συμπτώματα που περιγράφηκαν σε σχέση με την υπερδοσολογία
ομεπραζόλης ήταν παροδικά, και δεν αναφέρθηκε δυσμενής έκβαση. Ο ρυθμός
απομάκρυνσης παρέμεινε αμετάβλητος (κινητική πρώτης τάξεως) με
αυξανόμενες δόσεις. Η θεραπεία, εάν χρειάζεται, είναι συμπτωματική.
Ενδοφλέβιες δόσεις μέχρι και 270 mg σε μία μέρα και μέχρι 650 mg σε περίοδο
τριών ημερών έχουν δοθεί σε κλινικές μελέτες χωρίς καμία δοσοεξαρτώμενη
ανεπιθύμητη ενέργεια.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, κωδικός
ATC: Α02BC01
Μηχανισμός δράσης
Η ομεπραζόλη, ένα ρακεμικό μίγμα δύο εναντιομερών μειώνει τη γαστρική
έκκριση οξέος μέσω ενός μηχανισμού δράσης υψηλής εκλεκτικότητας. Είναι
ένας ειδικός αναστολέας της αντλίας πρωτονίων του τοιχωματικού κυττάρου.
Δρα ταχέως και προσφέρει έλεγχο μέσω αντιστρεπτής αναστολής της γαστρικής
έκκρισης οξέος, με μία μόνο δόση την ημέρα.
Η ομεπραζόλη είναι μία ασθενής βάση που συγκεντρώνεται και μετατρέπεται
στη δραστική μορφή μέσα στο ισχυρά όξινο περιβάλλον των ενδοκυτταρικών
σωληνίσκων του τοιχωματικού κυττάρου, όπου αναστέλλει το ένζυμο H
+
K
+
-ATPάση, την αντλία δηλαδή πρωτονίων. Αυτή η επίδραση στο τελικό στάδιο
της διαδικασίας σχηματισμού του γαστρικού οξέος είναι δοσοεξαρτώμενη και
παρέχει αναστολή υψηλής απόδοσης τόσο στην βασική έκκριση οξέος όσο και
σε αυτήν μετά από διέγερση, ανεξάρτητα από τον παράγοντα διέγερσης.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Όλες οι φαρμακοδυναμικές επιδράσεις που παρατηρούνται μπορούν να
εξηγηθούν από τη δράση της ομεπραζόλης στην έκκριση οξέος.
Επίδραση στη γαστρική έκκριση οξέος
Η ενδοφλέβια ομεπραζόλη παράγει μία δοσοεξαρτώμενη αναστολή της
γαστρικής έκκριση οξέος στους ανθρώπους. Με σκοπό την άμεση επίτευξη
παρόμοιας μείωσης της ενδογαστρικής οξύτητας με αυτή της
επαναλαμβανόμενης χορήγησης 20 mg από του στόματος, συνιστάται μία πρώτη
δόση 40 mg ενδοφλεβίως. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μία άμεση μείωση της
ενδογαστρικής οξύτητας και μία μέση μείωση σε διάστημα 24 ωρών περίπου
κατά 90% τόσο για την ενδοφλέβια ένεση όσο και για την ενδοφλέβια έγχυση.
8
Η αναστολή της έκκριση του οξέος σχετίζεται με το εμβαδό κάτω από την
καμπύλη της συγκέντρωσης στο πλάσμαως προς το χρόνο (AUC) της
ομεπραζόλης και όχι με την πραγματική συγκέντρωση στο πλάσμα σε δεδομένο
χρόνο.
Δεν έχει παρατηρηθεί ταχυφυλαξία κατά τη διάρκεια θεραπείας με ομεπραζόλη.
Επίδραση στο Ελικοβακτηρίδιο του Πυλωρού
Το Ελικοβακτηρίδιο του Πυλωρού σχετίζεται με τα πεπτικά έλκη,
συμπεριλαμβανομένων του δωδεκαδακτυλικού και γαστρικού έλκους. Το
Ελικοβακτηρίδιο του Πυλωρού είναι ο κύριος παράγοντας ανάπτυξης
γαστρίτιδας. Το Ελικοβακτηρίδιο του Πυλωρού μαζί με το γαστρικό οξύ είναι οι
κύριοι παράγοντες ανάπτυξης πεπτικού έλκους. Το Ελικοβακτηρίδιο του
Πυλωρού είναι ο κύριος παράγοντας ανάπτυξης ατροφικής γαστρίτιδας η οποία
σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης γαστρικού καρκινώματος.
Η εκρίζωση του Ελικοβακτηριδίου του Πυλωρού με ομεπραζόλη και αντιβιοτικά
σχετίζεται με υψηλά ποσοστά επούλωσης και μακροχρόνια ύφεση των πεπτικών
ελκών.
Άλλες επιδράσεις που σχετίζονται με την αναστολή έκκρισης του γαστρικού
οξέος
Κατά τη διάρκεια της μακροπρόθεσμης θεραπείας έχει αναφερθεί η εμφάνιση
γαστρικών αδενικών κυστών με κάποια αυξημένη συχνότητα. Οι αλλαγές αυτές
είναι ένα φυσιολογικό επακόλουθο της έντονης αναστολής της έκκρισης οξέος,
είναι καλοήθεις και φαίνεται ότι είναι αναστρέψιμες.
Η με οποιοδήποτε τρόπο μείωση της γαστρικής οξύτητας, συμπεριλαμβανομένης
της χορήγησης αναστολέων της αντλίας πρωτονίων, αυξάνει τον αριθμό των
γαστρικών βακτηριδίων που φυσιολογικά υπάρχουν στο γαστρεντερικό σωλήνα.
Η θεραπεία με φάρμακα που μειώνουν την έκκριση οξέος μπορεί να οδηγήσει σε
ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης γαστρεντερικών λοιμώξεων π.χ. από
Salmonella
και
Campylobacter
.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με αντιεκκριτικά φαρμακευτικά προϊόντα τα
επίπεδα γαστρίνης στον ορό αυξάνονται ως αποτέλεσμα της μειωμένης
έκκρισης οξέος. Επίσης η χρωμογρανίνη Α (CgA) αυξάνεται λόγω μειωμένης
γαστρικής οξύτητας. Τα αυξημένα επίπεδα CgA μπορεί να επηρεάζουν τις
διερευνήσεις για νευροενδοκρινείς όγκους. Βιβλιογραφικές αναφορές δείχνουν
ότι η θεραπεία με αναστολείς αντλίας πρωτονίων θα πρέπει να σταματήσει
τουλάχιστον 5 ημέρες πριν από τη μέτρηση CgA. Αν η CgA και τα επίπεδα
γαστρίνης δεν έχουν ομαλοποιηθεί μετά από μετρήσεις 5 ημερών, θα πρέπει να
επαναληφθούν οι μετρήσεις 14 ημέρες μετά τη διακοπή της θεραπείας με
ομεπραζόλη.
Μια αύξηση του αριθμού των ECL κυττάρων που πιθανόν να σχετίζεται με την
αύξηση των επιπέδων γαστρίνης του ορού έχει παρατηρηθεί σε μερικούς
ασθενείς (παιδιά και ενήλικες), κατά τη διάρκεια μακροχρόνιας θεραπείας με
ομεπραζόλη. Τα στοιχεία αυτά δε θεωρούνται κλινικώς σημαντικά.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Κατανομή
Ο φαινόμενος όγκος κατανομής σε υγιή άτομα είναι περίπου 0,31/kg βάρους
σώματος. Η ομεπραζόλη είναι κατά 97% συνδεδεμένη σε πρωτεΐνες του
9
πλάσματος.
Μεταβολισμός
Η ομεπραζόλη μεταβολίζεται πλήρως από το ενζυμικό σύστημα του
κυτοχρώματος P450 (CYP). Το κυριότερο τμήμα του μεταβολισμού της εξαρτάται
από την πολυμορφικά εκφραζόμενη ειδική ισομορφή CYP2C19, που είναι
υπεύθυνη για το σχηματισμό της υδροξυομεπραζόλης, τον κύριο μεταβολίτη στο
πλάσμα. Το εναπομείναν τμήμα εξαρτάται από μία άλλη ειδική ισομορφή,
CYP3A4, υπεύθυνη για το σχηματισμό της σουλφονικής ομεπραζόλης. Ως
αποτέλεσμα της υψηλής συγγένειας της ομεπραζόλης με το CYP2C19, υπάρχει η
πιθανότητα συναγωνιστικής αναστολής και μεταβολικής αλληλεπίδρασης με
άλλα υποστρώματα του CYP2C19. Ωστόσο, λόγω της μικρής συγγένειας με το
CYP3A4, η ομεπραζόλη δεν έχει τη δυνατότητα να αναστείλει το μεταβολισμό
άλλων υποστρωμάτων του CYP3A4. Επιπλέον, η ομεπραζόλη δεν διαθέτει
ανασταλτική δράση επί των κύριων CYP ενζύμων.
Περίπου το 3% του Καυκάσιου πληθυσμού και το 15-20% του Ασιατικού
πληθυσμού έχουν έλλειψη του λειτουργικού ενζύμου CYP2C19 και καλούνται
άτομα με περιορισμένο μεταβολισμό. Σε τέτοια άτομα ο μεταβολισμός της
ομεπραζόλης πιθανόν να καταλύεται κυρίως από το CYP3A4. Μετά από
επαναλαμβανόμενη χορήγηση 20 mg ομεπραζόλης μία φορά ημερησίως, το μέσο
AUC ήταν 5 με 10 φορές υψηλότερο σε άτομα με περιορισμένο μεταβολισμό σε
σχέση με τα άτομα που έχουν λειτουργικό CYP2C19 ένζυμο (άτομα με
εκτεταμένο μεταβολισμό). Η μέση μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα ήταν
επίσης υψηλότερη, κατά 3 με 5 φορές. Τα ευρήματα αυτά δεν έχουν επιπτώσεις
στην δοσολογία της ομεπραζόλης.
Απέκκριση
Η ολική κάθαρση πλάσματος είναι περίπου 30-40 l/ώρα μετά από εφάπαξ δόση.
Ο χρόνος ημιζωής της απομάκρυνσης της ομεπραζόλης από το πλάσμα είναι
συνήθως μικρότερος από μία ώρα τόσο μετά από εφάπαξ όσο και μετά από
επαναλαμβανόμενη μία φορά ημερησίως χορήγηση. Η ομεπραζόλη
απομακρύνεται πλήρως από το πλάσμα μεταξύ των δόσεων. Σχεδόν το 80% μίας
δόσης ομεπραζόλης αποβάλλεται υπό τη μορφή μεταβολιτών με τα ούρα και το
υπόλοιπο ανευρίσκεται στο κόπρανα, απεκκρινόμενο πρωτίστως με τη χολή.
Γραμμικότητα/Μη-γραμμικότητα
Το AUC της ομεπραζόλης αυξάνεται με την επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Αυτή
η αύξηση είναι δοσοεξαρτώμενη και έχει ως αποτέλεσμα μία μη-γραμμική σχέση
δόσης-AUC μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Η χρονο- και δοσο-εξάρτηση
οφείλεται στη μείωση του μεταβολισμού πρώτης διόδου και της συστηματικής
κάθαρσης που πιθανόν προκαλείται από την αναστολή του ενζύμου CYP2C19
από την ομεπραζόλη και/ή τους μεταβολίτες της (π.χ. τη σουλφονική).
Δεν έχει βρεθεί μεταβολίτης που να έχει επίδραση στην έκκριση του γαστρικού
οξέος.
Ειδικοί πληθυσμοί
Διαταραγμένη ηπατική λειτουργία
Ο μεταβολισμός της ομεπραζόλης σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία είναι
εξασθενημένος, έχοντας ως αποτέλεσμα αυξημένο AUC. Δεν έχει αποδειχθεί να
έχει η ομεπραζόλη οποιαδήποτε τάση για συσσώρευση όταν χορηγείται μία
φορά ημερησίως.
10
Διαταραγμένη νεφρική λειτουργία
Οι φαρμακοκινητικές της ομεπραζόλης, συμπεριλαμβανομένης της
συστηματικής βιοδιαθεσιμότητας και του ποσοστού απομάκρυνσης, είναι
αμετάβλητες σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία.
Ηλικιωμένοι
Το ποσοστό μεταβολισμού της ομεπραζόλης είναι κάπως μειωμένο σε
ηλικιωμένα άτομα (ηλικίας 75-79 ετών).
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Γαστρική ECL-κυτταρική υπερπλασία και καρκινοειδή, έχουν παρατηρηθεί σε
δια-βίου μελέτες σε αρουραίους στους οποίους χορηγείται ομεπραζόλη. Αυτές οι
μεταβολές είναι αποτέλεσμα της παρατεταμένης υπεργαστριναιμίας σαν
επακόλουθο της αναστολής έκκρισης του οξέος. Παρόμοια ευρήματα έχουν
υπάρξει μετά από θεραπεία με ανταγωνιστές των Η
2
-υποδοχέων, αναστολείς
της αντλίας πρωτονίων και μετά από μερική εκτομή του θόλου του στομάχου.
Έτσι, αυτές οι μεταβολές δεν οφείλονται στην άμεση δράση κάποιας
συγκεκριμένης δραστικής ουσίας.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1. Κατάλογος Εκδόχων
Sodium hydroxide. Διαλύτης: Macrogol 400, citric acid monohydrate, water for injection.
6.2. Ασυμβατότητες
Δεν αναφέρονται.
6.3. Διάρκεια Ζωής
3 χρόνια.
Μετά την ανασύσταση 4 ώρες.
6.4. Ιδιαίτερες Προφυλάξεις κατά την Φύλαξη του Προϊόντος
Να φυλάσσεται σε θερμοκρασία χαμηλώτερη των 25°C.
Να φυλάσσεται στην αρχική συσκευασία για να προστατεύεται από το φως.
Μετά την ανασύσταση 4 ώρες σε θερμοκρασία χαμηλότερη των 25
o
C. Από
μικροβιολογικής άποψης, το προϊόν θα πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως,
εκτός εάν έχει ανασυσταθεί υπό ελεγχόμενες και επικυρωμένες άσηπτες
συνθήκες.
6.5. Φύση και Συστατικά του Περιέκτη
Χάρτινο κουτί που περιέχει 1 φιαλίδιο με λυόφιλη σκόνη omeprazole και 1
φύσιγγα με 10ml διαλύτη.
6.6. Οδηγίες Χρήσης/Χειρισμού
Το Penrazol
ενέσιμο διάλυμα παραλαμβάνεται με διάλυση της λυόφιλης ουσίας
στον διαλύτη που την συνοδεύει. Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται άλλος
διαλύτης.
11
Η σταθερότητα της ομεπραζόλης επηρεάζεται από το pH του ενέσιμου
διαλύματος, γι’ αυτό το λόγο δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται άλλοι διαλύτες ή
άλλες ποσότητες. Εσφαλμένη παρασκευή του διαλύματος μπορεί να
αναγνωριστεί από τον κίτρινο έως καφέ χρωματισμό και δεν πρέπει να
χρησιμοποιηθεί.
Χρησιμοποιήστε μόνο διαυγή, άχρωμα ή απαλά κίτρινο-καφέ διαλύματα.
Παρασκευή
Σημείωση: Τα βήματα 1 έως 5 πρέπει να πραγματοποιηθούν το ένα
αμέσως μετά το άλλο:
1. Με μία σύριγγα αναρροφήστε όλο το διαλύτη από την αμπούλα (10 ml).
2. Προσθέστε 5 ml από τον διαλύτη στο φιαλίδιο με την λυόφιλη σκόνη
ομεπραζόλης.
3. Αφαιρέστε όσο το δυνατόν περισσότερο αέρα από το φιαλίδιο πίσω στη
σύριγγα. Αυτό θα
διευκολύνει την προσθήκη του υπόλοιπου διαλύτη.
4. Προσθέστε τον υπόλοιπο διαλύτη στο φιαλίδιο, βεβαιωθείτε ότι η σύριγγα
είναι άδεια.
5. Κουνήστε περιστροφικά για να επιβεβαιώσετε ότι όλη η λυόφιλη
ομεπραζόλη έχει διαλυθεί.
Το Penrazol
ενέσιμο διάλυμα πρέπει να δίνεται μόνο ως ενδοφλέβια ένεση και
δεν πρέπει να προστίθεται στο διάλυμα έγχυσης. Μετά την ανασύσταση η ένεση
πρέπει να δίνεται αργά για ένα διάστημα τουλάχιστον 2,5 λεπτών με μέγιστο
ρυθμό 4 ml ανά λεπτό.
Το ανασυσταθέν ενέσιμο διάλυμα διατηρείται σε θερμοκρασία κάτω των 25
o
C
και πρέπει να χρησιμοποιηθεί μέσα σε 4 ώρες από την παρασκευή του. Από
μικροβιολογικής άποψης, το προϊόν θα πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως,
εκτός εάν έχει ανασυσταθεί υπό ελεγχόμενες και επικυρωμένες άσηπτες
συνθήκες.
Κάθε μη χρησιμοποιηθέν προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με
τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΟΧΟΥ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Ελλάδα: ELPEN ΑΕ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Λεωφόρος Μαραθώνος 95, 19009 Πικέρμι Αττικής, Τηλ: 210 6039326-9.
Κάτοχος Ειδικής Άδ ειας Κυκλοφορίας (Κύπρος): Κ.ΤΣΙΣΙΟΣ & ΣΙΑ ΛΤΔ, Τ.Θ. 56495,
Λεμεσός.
12
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Ελλάδα: 38504/10/17-5-2011
Κύπρος: S00311
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Ελλάδα: 17-5-2011
Κύπρος: 29-4-2013
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
13