ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Lariam
®
250mg δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 274,09 mg υδροχλωρικής μεφλοκίνης, ισοδύναμης
με 250 mg μεφλοκίνης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκία (τετρατομούμενα) για από στόματος χρήση.
Το δισκίο μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερα ίσα μέρη.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Κατά τη συνταγογράφηση ανθελονοσιακών φαρμάκων πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη οι κατευθυντήριες γραμμές που έχουν θεσπιστεί από
τη Δ/νση Ελέγχου Δημόσιας Υγείας σε συμφωνία με τις κατευθυντήριες
γραμμές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO).
Προφύλαξη, θεραπεία και αυτοθεραπεία ελονοσίας
Προφύλαξη
Το Lariam συστήνεται για ταξιδιώτες που πρόκειται να μετακινηθούν σε
περιοχές που ενδημεί η ελονοσία, στις οποίες υπάρχει μεγάλος κίνδυνος
μόλυνσης από ανθεκτικά στα άλλα ανθελονοσιακά πλασμώδια.
Θεραπεία
Το Lariam ενδείκνυται για την από στόματος θεραπεία της ελονοσίας,
που οφείλεται σε πλασμώδια ανθεκτικά στη χλωροκίνη ή πολυανθεκτικά
στα άλλα ανθελονοσιακά φάρμακα.
Αυτοθεραπεία
Το Lariam μπορεί να συνταγογραφηθεί επίσης για επείγουσα
αυτοθεραπεία, σε ταξιδιώτες οι οποίοι εμφανίζουν συμπτώματα
προσβολής από ελονοσία και οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να
αντιμετωπιστούν άμεσα ιατρικώς.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
H μεφλοκίνη έχει πικρή και ελαφρώς καυστική γεύση. Τα δισκία Lariam
πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα, κατά προτίμηση μετά από το γεύμα,
2
με τουλάχιστον ένα ποτήρι κάποιου υγρού. Τα δισκία δύναται να
συνθλίβονται και να διαλύονται ως εναιώρημα σε μικρή ποσότητα νερού,
γάλακτος ή άλλου ροφήματος για χορήγηση σε μικρά παιδιά και άλλα
άτομα που δεν μπορούν να τα καταπιούν ολόκληρα.
Προφύλαξη
Η συνιστώμενη δόση προφύλαξης του Lariam είναι περίπου 5 mg/kg
σωματικού βάρους, χορηγούμενη μια φορά την εβδομάδα.
Σωματικό βάρος (kg) Δόση
5-10 kg 1/8 του δισκίου*
10-20 kg ¼ του δισκίου
20-30 kg ½ του δισκίου
30-45 kg ¾ του δισκίου
> 45 kgr 1 δισκίο
* Η κατά προσέγγιση διαίρεση του δισκίου βασίζεται στη δοσολογία των
5 mg/kg σωματικού βάρους. Οι ακριβείς δόσεις για παιδιά που ζυγίζουν
λιγότερο από 10 kg πρέπει να ετοιμάζονται και να δίνονται από το
φαρμακοποιό.
Οι εβδομαδιαίες δόσεις πρέπει να λαμβάνονται τακτικά, πάντα την ίδια
ημέρα της εβδομάδας και προτιμότερα μετά το κυρίως γεύμα. Η πρώτη
δόση πρέπει να ληφθεί τουλάχιστον μια εβδομάδα (ιδανικά 2 1/2
εβδομάδες) πριν την άφιξη στην ενδημική περιοχή.
Η εμπειρία με το Lariam σε βρέφη μικρότερα των 3 μηνών ή σε βρέφη που
ζυγίζουν λιγότερο από 5 kg είναι περιορισμένη. Η δοσολογία για τα
παιδιά έχει υπολογιστεί με βάση τη συνιστώμενη δόση για ενηλίκους
(βλέπε παράγραφο 5.2 “Φαρμακοκινητικές ιδιότητες”).
Θεραπεία
Θεραπευτική αγωγή
Προκειμένου να περιοριστεί η εμφάνιση και η σοβαρότητα ανεπιθύμητων
αντιδράσεων, η συνολική θεραπευτική δόση μπορεί να χωριστεί σε 2 3
δόσεις με μεσοδιάστημα 6 – 8 ωρών.
Συνηθισμένη δοσολογία
Η συνιστώμενη συνολική θεραπευτική δόση της μεφλοκίνης για ασθενείς που
δεν παρουσιάζουν ανοσία είναι 20-25 mg/kg σωματικού βάρους:
Σωματικό βάρος (kg) Συνολική δόση Διαιρεμένη δόση*
5 - 10 kg** ½ - 1 δισκίο
10 - 20 kg 1 – 2 δισκία
20 - 30 kg 2 – 3 δισκία 2 + 1
30 - 45 kg 3 – 4 δισκία 2 + 2
45 - 60 kg 5 δισκία 3 + 2
> 60 kg*** 6 δισκία 3 + 2 + 1
3
* Η διαίρεση της συνολικής θεραπευτικής δόσης σε 2-3 δόσεις που
λαμβάνονται με διαφορά 6-8 ωρών, μπορεί να ελαττώσει την εμφάνιση ή τη
σοβαρότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών.
** Η εμπειρία με το Lariam σε βρέφη μικρότερα των 3 μηνών ή που ζυγίζουν
λιγότερο από 5 kg είναι περιορισμένη.
*** Δεν υπάρχει ειδική εμπειρία με συνολικές δόσεις μεγαλύτερες από 6 δισκία
σε πολύ βαριά άτομα.
Ειδικές δοσολογικές οδηγίες
Προφύλαξη
Για ταξιδιώτες που πρέπει να βρίσκονται επειγόντως σε περιοχές
υψηλού κινδύνου, σε περίπτωση που η έναρξη της προφύλαξης μια
εβδομάδα πριν την άφιξη στην ενδημική περιοχή δεν είναι δυνατή,
συστήνεται η χορήγηση μιας δόσης εφόδου που αποτελείται από την
εβδομαδιαία δόση χορηγούμενη ημερησίως για 3 συνεχόμενες ημέρες και
ακολουθούμενη, στη συνέχεια, από τη συνηθισμένη εβδομαδιαία δόση:
Ημέρα 1 1η δόση
Ημέρα 2 2η δόση
Ημέρα 3 3η δόση
στη συνέχεια τακτικές εβδομαδιαίες δόσεις
Η χρήση δόσης εφόδου μπορεί να σχετίζεται με αυξημένη συχνότητα
εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, π.χ. όταν ο ταξιδιώτης λαμβάνει άλλα
φάρμακα, μπορεί να είναι επιθυμητό να αρχίσει η προφύλαξη 2-3
εβδομάδες πριν την αναχώρηση, προκειμένου να εξασφαλιστεί το ότι ο
συνδυασμός των φαρμάκων γίνεται καλά ανεκτός (βλέπε παράγραφο 4.5
«Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης»).
Για να μειωθεί ο κίνδυνος ελονοσίας μετά την αναχώρηση από την
ενδημική περιοχή, η προφύλαξη πρέπει να συνεχίζεται για 4 επιπλέον
εβδομάδες για να εξασφαλιστούν ικανοποιητικά επίπεδα του φαρμάκου
στο αίμα όταν οι μεροζωίτες ανακύψουν από το ήπαρ.
Χημειοπροφύλαξη
Για να διασφαλιστεί, πριν από την άφιξη σε ενδημική περιοχή, ότι η
χορήγηση της μεφλοκίνης είναι καλά ανεκτή, συνιστάται η έναρξη
χημειοπροφύλαξης με μεφλοκίνη 10 ημέρες πριν από την αναχώρηση
(δηλ. πρώτη λήψη 10 ημέρες πριν από την αναχώρηση και 2
η
λήψη 3
ημέρες πριν από την αναχώρηση). Οι επόμενες δόσεις θα πρέπει να
λαμβάνονται μία φορά την εβδομάδα (σε σταθερή ημέρα).
Όταν η χημειοπροφύλαξη με τη μεφλοκίνη αποτύχει, οι γιατροί θα πρέπει
να αξιολογήσουν με προσοχή ποιό ανθελονοσιακό θα χρησιμοποιήσουν
4
για θεραπεία. Όσον αφορά στη χρήση της αλοφαντρίνης, βλέπε
παραγράφους 4.3, 4.4 και 4.5.
Θεραπεία
Για τη θεραπεία της ελονοσίας p. Falciparum χωρίς επιπλοκές, έχει
συσταθεί ο συνδυασμός της μεφλοκίνης με artesunate, ως μέρος μίας
θεραπείας συνδυασμού (ACT) με βάση την αρτεμισίνη. Οι θεραπείες
συνδυασμού (ATC) θα πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον θεραπεία 3
ημερών με παράγωγο αρτεμισίνης.
Για μερικώς ανοσοποιημένα άτομα, π.χ. για κατοίκους ελονοσιακών
ενδημικών περιοχών, μια μειωμένη δόση μπορεί να είναι επαρκής.
Μία δεύτερη πλήρης δόση πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς που κάνουν
έμετο σε λιγότερο από 30 λεπτά αφότου λάβουν το φάρμακο. Αν ο έμετος
παρουσιαστεί 30-60 λεπτά μετά τη χορήγηση, πρέπει να χορηγηθεί
επιπροσθέτως μισή δόση.
Μετά την αγωγή της ελονοσίας που οφείλεται σε
P.vivax
, θα πρέπει να
εξετάζεται η προφύλαξη από υποτροπή με τη χρήση ενός παραγώγου της
8-αμινοκινολίνης .χ. πριμακίνη) προκειμένου να εξαλειφθούν οι
ηπατικές μορφές.
Εάν ένας πλήρης κύκλος αγωγής με Lariam δεν οδηγήσει σε βελτίωση
μέσα σε 48-72 ώρες, το Lariam δε θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για
επαναθεραπεία. Μια εναλλακτική θεραπεία θα πρέπει να
χρησιμοποιηθεί. Όταν παρουσιασθούν οξέα περιστατικά ελονοσίας κατά
τη διάρκεια προφύλαξης με Lariam, ο ιατρός πρέπει να εκτιμήσει με
προσοχή ποιό ανθελονοσιακό φάρμακο θα χρησιμοποιήσει για τη
θεραπεία. Όσον αφορά στη χρήση της αλοφαντρίνης, βλέπε παραγράφους
4.4. “Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση” και 4.5.
“Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης”.
Το Lariam μπορεί να χορηγηθεί για τη σοβαρή οξεία μορφή της
ελονοσίας μετά από μια αρχική αγωγή ενδοφλέβιας χορήγησης κινίνης
διάρκειας τουλάχιστον 2-3 ημερών. Αλληλεπιδράσεις που οδηγούν σε
ανεπιθύμητες ενέργειες μπορούν σε μεγάλο βαθμό να αποφευχθούν με τη
διατήρηση μεσοδιαστήματος τουλάχιστον 12 ωρών μετά την τελευταία
χορήγηση κινίνης.
Σε περιοχές με πολυανθεκτική ελονοσία, η αρχική θεραπεία με
αρτεμισίνη ή κάποιο παράγωγό της, αν υπάρχει διαθέσιμο,
ακολουθούμενη από Lariam, αποτελεί μια εναλλακτική αγωγή.
Οι ασθενείς δεν πρέπει να αγνοήσουν την πιθανότητα να συμβεί
επαναλοίμωξη ή υποτροπή μετά από αποτελεσματική ανθελονοσιακή
αγωγή.
Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια
5
Δεν έχουν διενεργηθεί φαρμακοκινητικές μελέτες σε ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια, καθώς μόνο ένα μικρό ποσοστό του φαρμάκου αποβάλλεται
από τους νεφρούς. Η μεφλοκίνη και ο κυριότερος μεταβολίτης της δεν
απομακρύνονται ικανοποιητικά με αιμοκάθαρση. Σε ασθενείς που
υπόκεινται σε αιμοκάθαρση δεν υποδεικνύονται ειδικές προσαρμογές της
δόσης χημειοπροφύλαξης για την επίτευξη συγκεντρώσεων στο πλάσμα
παρόμοιων με αυτές σε υγιή άτομα.
Αυτοθεραπεία:
Το Lariam μπορεί να συνταγογραφηθεί για αυτοθεραπεία όταν δεν είναι
διαθέσιμη η άμεση ιατρική φροντίδα εντός 24 ωρών από την εμφάνιση των
συμπτωμάτων.
Η αυτοθεραπεία πρέπει να αρχίσει με μια δόση των 15 mg/kg περίπου.
Για ασθενείς που ζυγίζουν 45 kg ή περισσότερο, η αρχική δόση πρέπει να
είναι 3 δισκία Lariam. Εάν δεν είναι δυνατό να ληφθεί επαγγελματική
ιατρική φροντίδα εντός 24 ωρών και δεν εμφανισθούν σοβαρές
ανεπιθύμητες ενέργειες, ένα δεύτερο κλάσμα της συνολικής
θεραπευτικής αγωγής (2 δισκία σε ασθενείς που ζυγίζουν 45 kg ή
περισσότερο) πρέπει να λαμβάνεται 6-8 ώρες αργότερα. Οι ασθενείς που
ζυγίζουν περισσότερο από 60 kg πρέπει να λαμβάνουν ένα επιπρόσθετο
δισκίο 6-8 ώρες μετά τη δεύτερη δόση.
Πρέπει να συστήνεται στους ασθενείς να συμβουλεύονται γιατρό το
συντομότερο δυνατό μετά την αυτοθεραπεία, ακόμη κι αν αισθάνονται
ότι έχουν πλήρως αναρρώσει, για να επιβεβαιώσει ή να απορρίψει την
πιθανή διάγνωση.
4.3 Αντενδείξεις
- γνωστή υπερευαισθησία στη μεφλοκίνη ή τις σχετικές ουσίες (π.χ.
κινίνη, κινιδίνη) ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα που περιέχονται στο
σκεύασμα.
- χημειοπροφύλαξη σε ασθενείς με ενεργή κατάθλιψη, ιστορικό
κατάθλιψης, γενικευμένη αγχώδη διαταραχή, ψύχωση, απόπειρες
αυτοκτονίας, αυτοκτονικό ιδεασμό και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά,
σχιζοφρένεια ή άλλες ψυχιατρικές διαταραχές ή με ιστορικό σπασμών
οποιασδήποτε προέλευσης (βλέπε παραγράφους 4.4 και 4.5).
- η αλοφαντρίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της
χημειοπροφύλαξης με μεφλοκίνη ή της ανθελονοσιακής θεραπείας ή σε
διάστημα 15 εβδομάδων μετά από την τελευταία δόση της μεφλοκίνης,
λόγω του κινδύνου πιθανώς θανατηφόρου επιμήκυνσης του διαστήματος
QTc (βλέπε παράγραφο 4.4 και 4.5)
- σε ασθενείς με ιστορικό ικτερώδη αιμοσφαιρινολρικού πυρετού μια
επιπλοκή της ελονοσίας falciparum με σημαντική ενδοαγγειακή
αιμόλυση που προκαλεί αιμοσφαιρινουρία
- σε ασθενή με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία (βλέπε παράγραφο 4.4 και
4.8)
6
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Νευροψυχιατρικές Ανεπιθύμητες Αντιδράσεις:
Η μεφλοκίνη μπορεί να προκαλέσει ψυχιατρικά συμπτώματα,
όπως είναι οι διαταραχές του άγχους, η παράνοια, η κατάθλιψη,
οι ψευδαισθήσεις και η ψύχωση. Τα ψυχιατρικά συμπτώματα,
όπως είναι τα μη φυσιολογικά όνειρα/οι εφιάλτες, το οξύ άγχος,
η κατάθλιψη, η ανησυχία ή η σύγχυση πρέπει να θεωρηθούν ως
πρόδρομα ενός σοβαρότερου συμβάντος (βλέπε παράγραφο. 4.8).
Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις αυτοκτονίας, αυτοκτονικών
σκέψεων και αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς, όπως είναι η
απόπειρα αυτοκτονίας (βλέπε παράγραφο 4.8).
Οι ασθενείς υπό ανθελονοσιακή χημειοπροφύλαξη με μεφλοκίνη
θα πρέπει να πληροφορηθούν ότι σε περίπτωση που
εμφανιστούν οι εν λόγω αντιδράσεις ή μεταβολές στη νοητική
τους κατάσταση κατά τη διάρκεια της χρήσης μεφλοκίνης, θα
πρέπει να σταματήσουν να λαμβάνουν μεφλοκίνη και να
αναζητήσουν αμέσως ιατρική συμβουλή ώστε να μπορέσει να
αντικατασταθεί η μεφλοκίνη από εναλλακτική ανθελονοσιακή
προφυλακτική φαρμακευτική αγωγή.
Aνεπιθύμητες αντιδράσεις μπορεί επίσης να προκύψουν μετά από τη
διακοπή του φαρμάκου. Σε μικρό αριθμό ασθενών έχει αναφερθεί ότι
νευροψυχιατρικές αντιδράσεις (όπως, κατάθλιψη, ζάλη ή ίλιγγος και
απώλεια της ισορροπίας) μπορεί να επιμένουν για μήνες ή περισσότερο,
ακόμα και μετά από τη διακοπή του φαρμάκου.
Για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος των εν λόγω ανεπιθύμητων
αντιδράσεων, η μεφλοκίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως
χημειοπροφύλαξη σε ασθενείς με ενεργές ψυχιατρικές διαταραχές ή
ιστορικό ψυχιατρικών διαταραχών, όπως είναι η κατάθλιψη, οι
αγχωτικές διαταραχές, η σχιζοφρένεια ή άλλες ψυχιατρικές διαταραχές
(βλέπε παράγραφο 4.3).
Υπερευαισθησία:
Μπορεί να εμφανιστούν αντιδράσεις υπερευαισθησίας, οι οποίες
κυμαίνονται από ήπια δερματικά συμβάντα έως αναφυλαξία (βλ. παρ.
4.8).
Καρδιακή τοξικότητα:
Η ταυτόχρονη χορήγηση μεφλοκίνης και άλλων σχετικών ουσιών .χ.
κινίνη, κινιδίνη και χλωροκίνη) μπορεί να προκαλέσει
ηλεκτροκαρδιογραφικές ανωμαλίες.
Λόγω του κινδύνου πιθανώς θανατηφόρου παράτασης του διαστήματος
QTc, η αλοφαντρίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της
χημειοπροφύλαξης με μεφλοκίνη ή της ανθελονοσιακής θεραπείας ή σε
διάστημα 15 εβδομάδων μετά από την τελευταία δόση της μεφλοκίνης.
Λόγω των αυξημένων συγκεντρώσεων στο πλάσμα και της ημίσειας ζωής
απομάκρυνσης της μεφλοκίνης μετά από συγχορήγηση με κετοκοναζόλη,
μπορεί να αναμένεται επίσης κίνδυνος παράτασης του QTc, εάν η
7
κετοκοναζόλη λαμβάνεται κατά τη διάρκεια της χημειοπροφύλαξης με
μεφλοκίνη ή της ανθελονοσιακής θεραπείας ή σε διάστημα 15 εβδομάδων
μετά από την τελευταία δόση της μεφλοκίνης (βλέπε παραγράφους 4.5
και 5.2).
Οι ασθενείς θα πρέπει να συμβουλεύονται ιατρό σε περίπτωση που
εμφανιστούν σημεία αρρυθμίας ή αίσθημα παλμών κατά τη διάρκεια της
χημειοπροφύλαξης με μεφλοκίνη. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί σε
σπάνιες περιπτώσεις να προηγούνται των σοβαρών καρδιολογικών
ανεπιθύμητων ενεργειών.
Επιληπτικές διαταραχές:
Στους ασθενείς με επιληψία, η μεφλοκίνη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο
σπασμών. Επομένως, σε αυτές τις περιπτώσεις, η μεφλοκίνη θα πρέπει
να χρησιμοποιείται μόνο ως θεραπευτική αγωγή (δηλ. όχι ως θεραπεία
αναμονής) και μόνο εάν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι (βλέπε
παραγράφους 4.3 και 4.5).
Η ταυτόχρονη χορήγηση μεφλοκίνης και αντισπασμωδικών (π.χ.
βαλπροϊκό οξύ, καρβαμαζεπίνη, φαινοφαρβιτάλη ή φαινυτοΐνη) μπορεί να
μειώσει τον έλεγχο των επιληπτικών κρίσεων μειώνοντας τα επίπεδα
του αντισπασμωδικού φαρμάκου στο πλάσμα. Επομένως, οι ασθενείς
που λαμβάνουν ταυτόχρονα αντιεπιληπτική φαρμακευτική αγωγή,
συμπεριλαμβανομένου του βαλπροϊκού οξέος, της καρβαμαζεπίνης, της
φαινοβαρβιτάλης καιτης φαινυτοΐνης και μεφλοκίνη, θα πρέπει να
παρακολουθούν τα επίπεδα της αντιεπιληπτικής αγωγής στο αίμα και να
προσαρμόσουν τη δόση, ανάλογα με την περίπτωση.
Η ταυτόχρονη χορήγηση μεφλοκίνης και φαρμάκων που είναι γνωστό ότι
μειώνουν το επιληπτογενές όριο (αντικαταθλιπτικά όπως είναι τα
τρικυκλικά ή εκλεκτικοί αναστολείς της επαναπρόσληψης της
σεροτονίνης (SSRI), βουπροπιόνη, αντιψυχωτικά, τραμαδόλη, χλωροκίνη
ή ορισμένα αντιβιοτικά) μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο σπασμών
(βλέπε παρ. 4.5).
Νευροπάθεια:
Περιπτώσεις πολυνευροπάθειας (βάσει νευρολογικών συμπτωμάτων
όπως είναι ο πόνος, το αίσθημα καύσου, οι αισθητικές διαταραχές ή η
μυϊκή αδυναμία, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό) έχουν αναφερθεί σε
ασθενείς που έλαβαν μεφλοκίνη.
Η μεφλοκίνη θα πρέπει να διακοπεί στους ασθενείς που εμφανίζουν
συμπτώματα νευροπάθειας, συμπεριλαμβανομένου πόνου, αισθήματος
καύσου, μυρμηγκιάσματος, αιμωδίας και/ή αδυναμίας προκειμένου να
αποτραπεί η ανάπτυξη μη αναστρέψιμης κατάστασης (βλέπε παράγραφο
4.8).
Οφθαλμικές διαταραχές:
Οποιοσδήποτε ασθενής εμφανίζει διαταραχές της όρασης θα πρέπει να
παραπέμπεται σε ιατρό καθώς ορισμένες καταστάσεις (όπως είναι οι
διαταραχές του αμφιβληστροειδούς ή η οπτική νευροπάθεια) μπορεί να
χρήζουν διακοπής της θεραπείας με μεφλοκίνη.
Διαταραγμένη ηπατική λειτουργία:
8
Στους ασθενείς με διαταραγμένη ηπατική λειτουργία, η απομάκρυνση της
μεφλοκίνης μπορεί να παραταθεί, οδηγώντας σε υψηλότερα επίπεδα
πλάσματος και υψηλότερο κίνδυνο ανεπιθύμητων αντιδράσεων.
Νεφρική δυσλειτουργία:
Λόγω των περιορισμένων δεδομένων, η μεφλοκίνη θα πρέπει να
χορηγηθεί με προσοχή στους ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία.
Πνευμονίτιδα:
Έχει αναφερθεί πνευμονίτιδα πιθανώς αλλεργικής αιτιολογίας στους
ασθενείς που έλαβαν μεφλοκίνη (βλέπε παράγραφο 4.8). Οι ασθενείς που
αναπτύσσουν σημεία δύσπνοιας, ξηρού βήχα ή πυρετού κ.λπ. κατά τη
διάρκεια λήψης μεφλοκίνης θα πρέπει να συμβουλεύονται να
επικοινωνήσουν με γιατρό για να υποβληθούν σε ιατρική αξιολόγηση.
Αιματολογικές διαταραχές και διαταραχές του λεμφικού
συστήματος:
Έχουν αναφερθεί περιστατικά ακοκκιοκυττάρωσης και απλαστικής
αναιμίας κατά τη διάρκεια της θεραπείας με μεφλοκίνη (βλέπε
παράγραφο 4.8)
Αναστολείς και επαγωγείς του CYP3A4:
Οι αναστολείς και οι επαγωγείς του ισοενζύμου CYP3A4 μπορεί να
τροποποιήσουν τις φαρμακοκινητικές ιδιότητες/μεταβολισμό της
μεφλοκίνης, οδηγώντας σε αύξηση ή μείωση των συγκεντρώσεων της
μεφλοκίνης στο πλάσμα (βλέπε παράγραφο 4.5).
Αλληλεπίδραση με εμβόλια
:
Όταν η μεφλοκίνη λαμβάνεται ταυτόχρονα με από του στόματος
λαμβανόμενα ζώντα εμβόλια τυφοειδούς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το
ενδεχόμενο εξασθένησης της ανοσοποίησης. Οι εμβολιασμοί με από του
στόματος εξασθενημένα ζώντα βακτήρια θα πρέπει, επομένως, να
ολοκληρωθούν τουλάχιστον 3 ημέρες πριν από την πρώτη δόση της
μεφλοκίνης (βλέπε παράγραφο 4.5).
Μακροχρόνια χρήση:
Κατά τη διάρκεια των κλινικών μελετών, αυτό το φάρμακο δεν
χορηγήθηκε για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους. Εάν το φάρμακο
πρέπει να χορηγηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, θα πρέπει να
πραγματοποιηθούν περιοδικές αξιολογήσεις συμπεριλαμβανομένων των
ελέγχων της ηπατικής λειτουργίας και των περιοδικών οφθαλμολογικών
εξετάσεων.
Δυσανεξία στη γαλακτόζη:
Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη
γαλακτόζη, ανεπάρκεια λακτάσης Lapp ή δυσαπορρόφηση γλυκόζης
γαλακτόζης δεν θα πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
Γεωγραφική φαρμακευτική αντίσταση:
Το μοντέλο της γεωγραφικής φαρμακευτικής αντίστασης του P.
falciparum εμφανίζεται και η προτιμώμενη επιλογή ανθελονοσιακής
χημειοπροφύλαξης μπορεί να διαφέρει από τη μία περιοχή στην άλλη.
9
Έχει αναφερθεί αντίσταση του
P. falciparum
στη μεφλοκίνη, κυρίως σε
περιοχές πολυφαρμακευτικής αντίστασης στη Νοτιοανατολική Ασία. Σε
ορισμένες περιοχές έχουν αναφερθεί διασταυρούμενη αντίσταση
ανάμεσα στη μεφλοκίνη και την αλοφαντρίνη και διασταυρούμενη
αντίσταση ανάμεσα στη μεφλοκίνη και την κινίνη. Για τρέχουσες
συμβουλές για το μοντέλο γεωγραφικής αντίστασης θα πρέπει να
συμβουλευτείτε τα αρμόδια εθνικά ειδικά κέντρα.
Υπογλυκαιμία:
Πρέπει να εξεταστεί η πιθανότητα υπογλυκαιμίας σε ασθενείς με
συγγενή υπερινσουλιναιμική υπογλυκαιμία.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Αλο φαντρίνη
Υπάρχουν στοιχεία ότι η χρήση της αλοφαντρίνης κατά τη διάρκεια
χημειοπροφύλαξης με μεφλοκίνη ή ανθελονοσιακής θεραπείας ή εντός 15
εβδομάδων μετά από την τελευταία δόση της μεφλοκίνης προκαλεί
σημαντική παράταση του διαστήματος QTc (βλέπε παράγραφο 4.3 και
4.4). Δεν έχει παρατηρηθεί κλινικά σημαντική παράταση του QTc μόνο με
τη μεφλοκίνη.
Άλλα φάρμακα που παρατείνουν το διάστημα QTc:
Η ταυτόχρονη χορήγηση άλλων φαρμάκων που είναι γνωστό ότι
μεταβάλλουν την καρδιακή αγωγιμότητα (π.χ. αντιαρρυθμικά ή β-
αδρενεργικοί αποκλειστές, αποκλειστές των διαύλων του ασβεστίου,
αντιϊσταμινικά ή παράγοντες αποκλεισμού του H1, τρικυκλικά
αντικαταθλιπτικά και φαινοθειαζίνες) μπορεί, επίσης, να συμβάλλουν
στην παράταση του διαστήματος QTc.
Αντισπασμωδικά και φάρμακα μείωσης του επιληπτογενούς
ορίου:
Οι ασθενείς που λαμβάνουν μεφλοκίνη κατά τη διάρκεια της
ταυτόχρονης θεραπείας με αντισπασμωδικά .χ. βαλπροϊκό οξύ,
καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτάλη ή φαινυτοΐνη) εμφάνισαν απώλεια του
ελέγχου των επιληπτικών κρίσεων και χαμηλότερο από το αναμενόμενο
επίπεδο αντισπασμωδικών στο αίμα. Επομένως, σε ορισμένες
περιπτώσεις μπορεί να είναι απαραίτητη η προσαρμογή της δοσολογίας
της αντιεπιληπτικής αγωγής.
Η ταυτόχρονη χορήγηση μεφλοκίνης και φαρμάκων που είναι γνωστό ότι
μειώνουν το επιληπτογενές όριο (αντικαταθλιπτικά, όπως είναι τα
τρικυκλικά ή εκλεκτικοί αναστολείς της επαναπρόσληψης της
σεροτονίνης (SSRI) ή βουπροπιόνη, αντιψυχωτικά, τραμαδόλη,
χλωροκίνη ή μερικά αντιβιοτικά) μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο
σπασμών (βλέπε παράγραφο 4.4).
Άλλες αλληλεπιδράσεις / Αναστολείς και Επαγωγείς του
CYP3A4:
Η μεφλοκίνη δεν αναστέλλει ή επάγει το ενζυμικό σύστημα του
κυτοχρώματος P450. Επομένως, δεν αναμένεται ότι επηρεάζεται ο
10
μεταβολισμός των φαρμάκων που συγχορηγούνται με τη μεφλοκίνη.
Ωστόσο, οι επαγωγείς (ριφαμπικίνη, καρβαμαζεπίνη, φαινυτοΐνη,
εφαβιρένζη) ή ο αναστολέας του ισοενζύμου CYP3A4 μπορεί να
τροποποιήσουν τις φαρμακοκινητικές ιδιότητες/μεταβολισμού της
μεφλοκίνης, οδηγώντας σε αύξηση ή μείωση της συγκέντρωσης της
μεφλοκίνης στο πλάσμα. Οι κλινικές συνέπειες αυτών των επιδράσεων
είναι άγνωστες και η στενή κλινική παρακολούθηση θεωρείται
αιτιολογημένη. (βλέπε παράγραφο 4.4)
Αλληλεπίδραση με εμβόλια
:
Όταν η μεφλοκίνη λαμβάνεται ταυτόχρονα με από του στόματος
λαμβανόμενα ζώντα εμβόλια τυφοειδούς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το
ενδεχόμενο εξασθένησης της ανοσοποίησης. Οι εμβολιασμοί με από του
στόματος εξασθενημένα ζώντα βακτήρια θα πρέπει, επομένως, να
ολοκληρωθούν τουλάχιστον 3 ημέρες πριν από την πρώτη δόση της
μεφλοκίνης (βλέπε παράγραφο 4.4).
Δεν είναι γνωστές άλλες φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις. Ωστόσο, οι
επιδράσεις της μεφλοκίνης στους ταξιδιώτες που λαμβάνουν παράλληλη
φαρμακευτική αγωγή, ειδικά σε αυτούς υπό αντιπηκτική ή αντιδιαβητική
θεραπεία, θα πρέπει να ελέγχονται πριν από την αναχώρηση.
4.6 μ , Γονι ότητα κύηση και γαλουχία
μΕγκυ οσύνη
Η μεφλοκίνη ήταν τερατογόνος σε ποντίκια και αρουραίους και
εμβρυοτοξική σε κουνέλια. Παρόλα αυτά, η μεγάλη κλινική εμπειρία με
το Lariam, σαν θεραπεία προφύλαξης δεν απεκάλυψε κάποια
εμβρυοτοξική ή τερατογόνο δράση. Συνεπώς:
-Λόγω της σοβαρότητας της ελονοσίας κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης, οι έγκυες γυναίκες ή γυναίκες που επιθυμούν να μείνουν
έγκυες, θα πρέπει να αποθαρρύνονται από το να ταξιδεύουν σε ενδημικές
περιοχές. Η προφυλακτική θεραπεία με μεφλοκίνη μπορεί να ληφθεί
υπόψη ανεξάρτητα από το τρίμηνο της εγκυμοσύνης, αλλά αυστηρά
εντός ενδείξεων.
-Χρήση της μεφλοκίνης ως θεραπευτική αγωγή σε έγκυες γυναίκες
περιορίζεται στη θεραπεία της οξείας μη επιπλεγμένης ελονοσίας όταν η
κινίνη αντενδείκνυται ή στην περίπτωση αντοχής του Plasmodium
falciparum στην κινίνη.
Σε περίπτωση μη προγραμματισμένης εγκυμοσύνης, η χημειοπροφύλαξη
από ελονοσία με το Lariam δεν θεωρείται σαν ένδειξη για τερματισμό
της εγκυμοσύνης.
Για τη χρήση της μεφλοκίνης κατά τη διάρκεια της κύησης, θα πρέπει να
συμβουλευτείτε τις τρέχουσες εθνικές και διεθνείς κατευθυντήριες
οδηγίες.
μΘηλασ ός
Η μεφλοκίνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα σε μικρές ποσότητες η
δραστικότητα των οποίων είναι άγνωστη.
Σαν προληπτικό μέτρο, η μεφλοκίνη πρέπει να αποφεύγεται από γυναίκες
που θηλάζουν.
11
Για τη χρήση της μεφλοκίνης σε θηλάζουσες μητέρες, θα πρέπει να
συμβουλευτείτε τις τρέχουσες εθνικές και διεθνείς κατευθυντήριες
οδηγίες.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή σε σχέση με δραστηριότητες που
απαιτούν εγρήγορση και τέλειο συγχρονισμό των κινήσεων, όπως είναι η
οδήγηση, η κυβέρνηση αεροσκαφών, ο χειρισμός μηχανημάτων και η
κατάδυση σε βαθιές θάλασσες, καθώς έχουν αναφερθεί ζάλη, ίλιγγος ή
απώλεια της ισορροπίας ή άλλες διαταραχές του κεντρικού ή του
περιφερικού νευρικού συστήματος καθώς και ψυχιατρικές διαταραχές
κατά τη διάρκεια και μετά από τη χρήση της μεφλοκίνης.
Οι επιδράσεις αυτές μπορεί να εμφανιστούν μετά από τη διακοπή της
θεραπείας. Σε μικρό αριθμό ασθενών έχει αναφερθεί ότι ζάλη ή ίλιγγος
και η απώλεια της ισορροπίας μπορεί να επιμείνουν για μήνες ή
περισσότερο ακόμη και μετά από τη διακοπή του φαρμάκου (βλέπε
παράγραφο 4.8).
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
a) Περίληψη προφίλ ασφάλειας
Σε δόσεις που χορηγήθηκαν για την οξεία ελονοσία, οι ανεπιθύμητες
αντιδράσεις στη μεφλοκίνη μπορεί να μην διακρίνονται από τα
συμπτώματα της ίδιας της νόσου.
Στη χημειοπροφύλαξη, το προφίλ ασφάλειας της μεφλοκίνης
χαρακτηρίζεται από την επικράτηση των νευροψυχιατρικών
ανεπιθύμητων αντιδράσεων.
Ανεπιθύμητες αντιδράσεις μπορεί επίσης να προκύψουν μετά από τη
διακοπή του φαρμάκου. Οι ποιο συχνές ανεπιθύμητες αντιδράσεις στη
χημειοπροφύλαξη με μεφλοκίνη είναι η ναυτία, ο έμετος και η ζάλη. Η
ναυτία και ο έμετος είναι γενικά ήπιες και μπορεί να μειωθούν με την
παρατεταμένη χρήση παρά τα αυξανόμενα επίπεδα φαρμάκου στο
πλάσμα. Σε ένα μικρό αριθμό ασθενών έχει αναφερθεί ότι
νευροψυχιατρικές αντιδράσεις (πχ. κατάθλιψη, ζάλη ή ίλιγγος και
απώλεια ισορροπίας μπορεί να επιμείνουν για μήνες ή και περισσότερο,
ακόμη και μετά τη διακοπή του φαρμάκου.
β) Κατάλογος ανεπιθύμητων αντιδράσεων υπό μορφή πίνακα
Στον πίνακα που ακολουθεί, παρουσιάζεται η επισκόπηση των
ανεπιθύμητων αντιδράσεων, βάσει των δεδομένων μετά από την
κυκλοφορία και της διπλά τυφλής, τυχαιοποιημένης μελέτης, η οποία
συμπεριέλαβε 483 ασθενείς υπό μεφλοκίνη (Overbosch et al, 2001). Οι
συχνότητες που παρουσιάζονται σε αυτό τον πίνακα βασίζονται στη
διπλά τυφλή τυχαιοποιημένη μελέτη.
Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις παρατίθενται σύμφωνα με την κατηγορία
συστήματος οργάνου κατά MedDRA και κατηγορία συχνότητας. Οι
κατηγορίες συχνότητας ορίζονται με χρήση της παρακάτω σύμβασης:
πολύ συχνές
(≥1/10)
συχνές
(≥1/100 έως <1/10)
12
όχι συχνές
(≥1/1.000 έως <1/100)
σπάνιες
(≥ 1/10.000 έως <1/1.000)
πολύ σπάνιες
(<1/10.000)
όχι γνωστές
(δεν μπορεί να υπολογιστεί βάσει των διαθέσιμων
δεδομένων).
Σε κάθε κατηγορία συχνοτήτων, οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις
παρουσιάζονται με σειρά φθίνουσας σοβαρότητας.
Διαταραχές του αίματος και του λεμφικού συστήματος
Όχι
γνωστ
ές
Ακοκκιοκυττάρωση, απλαστική αναιμία, λευκοπενία,
λευκοκυττάρωση, θρομβοκυτταροπενία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
γ)
Όχι
γνωστ
ές
Υπερευαισθησία από ήπια δερματικά συμβάντα έως αναφυλαξία
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Όχι
γνωστ
ές
Μειωμένη όρεξη
Ψυχιατρικές διαταραχές
α
),
β
)
γ)
Πολύ
συχνές
Μη φυσιολογικά όνειρα, αϋπνία
Συχνές
Άγχος, κατάθλιψη
Όχι
γνωστ
ές
Διέγερση, ανησυχία, μεταβολές της διάθεσης, επιδρομές πανικού,
κατάσταση σύγχυσης, ψευδαισθήσεις, επιθετικότητα, διπολική
διαταραχή, ψυχωτική διαταραχή, συμπεριλαμβανομένων πχ.
παραληρητικής διαταραχής, αποπροσωποποίησης, μανίας και
σχιζοφρένειας/προσομοιάζουν σχιζοφρένειας διαταραχή,
παράνοια, διαταραχή της προσοχής, αυτοκτονία, απόπειρα
αυτοκτονίας, αυτοκτονικός ιδεασμός και αυτοκαταστροφική
συμπεριφορά
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
α), β) γ)
Συχνές
Ζάλη, κεφαλαλγία
Όχι
γνωστ
ές
Διαταραχές της ισορροπίας, διαταραχή στο βάδισμα, υπνηλία,
συγκοπή, σπασμοί, διαταραχή της μνήμης, αμνησία (ορισμένες
φορές μεγάλης διάρκειας για πάνω από 3 μήνες), περιφερική
αισθητική νευροπάθεια, περιφερική κινητική νευροπάθεια
(συμπεριλαμβανομένης της παραισθησίας, του τρόμου και της
αταξίας), της εγκεφαλοπάθεια, διαταραχή της ομιλίας, παράλυση
κρανιακών νεύρων
13
Οφθαλμικές διαταραχές
Συχνές Διαταραχές της όρασης
Όχι
γνωστ
ές
Θολή όραση, καταρράκτης, διαταραχές του αμφιβληστροειδούς
και οπτική νευροπάθεια, οι οποίες μπορεί εμφανιστούν με
καθυστέρηση κατά τη διάρκεια ή μετά από τη θεραπεία
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Συχνές Ίλιγγος
Όχι
γνωστ
ές
Αιθουσαίες διαταραχές, συμπεριλαμβανομένων των εμβοών, της
μερικής κώφωσης (ορισμένες φορές παρατεταμένης) της
δυσλειτουργίας της ακοής, υπερακοΐας
Καρδιακές διαταραχές
Όχι
γνωστ
ές
Ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών, βραδυκαρδία, ακανόνιστη
καρδιακή συχνότητα, εκτακτοσυστολές, άλλη παροδική διαταραχή
της αγωγιμότητας, ΚΚ αποκλεισμός
Αγγειακές διαταραχές
γ
)
Όχι
γνωστ
ές
Καρδιαγγειακές διαταραχές (υπόταση, υπέρταση, εξάψεις)
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και
του μεσοθωράκιου
Όχι
γνωστ
ές
Δύσπνοια, πνευμονία, πνευμονίτιδα πιθανώς αλλεργικής
αιτιολογίας
Γαστρεντερικές διαταραχές
Συχνές Ναυτία, διάρροια, κοιλιακό άλγος, έμετος
Όχι
γνωστ
ές
Δυσπεψία, πανγκρεατίτιδα
Διαταραχές ήπατος και χοληφόρων
γ)
Όχι
γνωστ
ές
Ασυμπτωματικές παροδικές αυξημένες τρανσαμινάσες (ALT, AST,
GGT), ηπατίτιδα, ηπατική ανεπάρκεια, ίκτερος
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Συχνές Κνησμός
Όχι
γνωστ
ές
Εξάνθημα, ερύθημα, κνίδωση, αλωπεκία, υπερίδρωση, πολύμορφο
ερύθημα, σύνδρομο Stevens-Johnson
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού
ιστού
14
Όχι
γνωστ
ές
Μυϊκή αδυναμία, μυϊκοί σπασμοί, μυαλγία, αρθραλγία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Όχι
γνωστ
ές
Οίδημα, θωρακικό άλγος, εξασθένηση, κακουχία, κόπωση, ρίγη,
πυρεξία
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Όχι
γνωστ
ές
Κρεατινίνη αίματος αυξημένη, νεφρίτιδα, οξεία νεφρική
ανεπάρκεια
α)
Έχει αναφερθεί περιστασιακά ότι αυτά τα συμπτώματα εμμένουν για
μεγάλο χρονικό διάστημα μετά από τη διακοπή της μεφλοκίνης.
β)
Βλέπε παράρτημα 4.8
γ)
γ)
Βλέπε παράρτημα 4.4
γ) Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών
Νευροψυχιατρικές ανεπιθύμητες αντιδράσεις:
Σε περίπτωση που εμφανιστούν νευροψυχιατρικές αντιδράσεις ή
μεταβολές στη νοητική κατάσταση κατά τη διάρκεια της
χημειοπροφύλαξης με μεφλοκίνη, ο ασθενής θα πρέπει να συμβουλευτεί
να σταματήσει να λαμβάνει μεφλοκίνη και να αναζητήσει αμέσως
ιατρική συμβουλή ώστε να μπορέσει να αντικατασταθεί η μεφλοκίνη από
εναλλακτική ανθελονοσιακή προφυλακτική φαρμακευτική αγωγή (βλ.
παρ. 4.4).
Μη φυσιολογικά όνειρα / εφιάλτες
Τα μη φυσιολογικά όνειρα είναι μια πολύ συχνή ανεπιθύμητη αντίδραση
με μεφλοκίνη, ως εκ τούτου, η σημασία τους πρέπει να λαμβάνεται
υπόψη στην ολική αξιολόγηση των ασθενών που ανέφεραν αντιδράσεις ή
αλλαγές στην ψυχική τους κατάσταση με μεφλοκίνη (βλέπε
προειδοποίηση μέσα στο πλαίσιο στην παράγραφο 4.4).
In vitro
και
in vivo
μελέτες δεν έδειξαν την πρόκληση αιμόλυσης, η οποία
να σχετίζεται με ανεπάρκεια της G6PD.
μ μ Αναφορά πιθανολογού ενων ανεπιθύ ητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους
επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες (βλ.
λεπτομέρειες παρακάτω).
Κύπρος
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Υπουργείο Υγείας
15
CY-1475 Λευκωσία
Φαξ: + 357 22608649
Ιστότοπος: www . moh . gov . cy / phs
Ελλάδα
μ μΕθνικός Οργανισ ός Φαρ άκων
284Μεσογείων
GR-15562 , Χολαργός Αθήνα
: + 30 Τηλ 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα και σημεία
Σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας με μεφλοκίνη, τα συμπτώματα που
αναφέρθηκαν στην παράγραφο 4.8 (Ανεπιθύμητες ενέργειες) μπορεί να
είναι περισσότερο έντονα.
Θεραπεία
Οι ασθενείς θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με συμπτωματική και
υποστηρικτική θεραπεία μετά την υπερδοσολογία με μεφλοκίνη.
Δεν υπάρχουν ειδικά αντίδοτα. Η χρήση από του στόματος ενεργού
άνθρακα για τον περιορισμό της απορρόφησης της μεφλοκίνης μπορεί να
εξεταστεί σε διάστημα μίας ώρας από την κατάποση της
υπερδοσολογίας. Παρακολουθείτε την καρδιακή λειτουργία (εάν είναι
δυνατό μέσω ΗΚΓ) και τη νευροψυχιατρική κατάσταση για τουλάχιστον
24 ώρες. Χορηγήστε συμπτωματική και εντατική υποστηρικτική θεραπεία
ανάλογα με τις ανάγκες, ειδικά για τις καρδιαγγειακές διαταραχές.
Η απομάκρυνση της μεφλοκίνης και των μεταβολιτών της περιορίζεται
από την αιμοκάθαρση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Ανθελονοσιακό Κωδικός ATC:
P01BC02
Η αποτελεσματικότητα του Lariam στη θεραπεία και την προφύλαξη της
ελονοσίας οφείλεται κυρίως στην καταστροφή των ενδοερυθροκυτταρικών
ασεξουαλικών μορφών του πλασμωδίου της ελονοσίας οι οποίες είναι
παθογόνες για τον άνθρωπο
(Plasmodium falciparum, Plasmodium vivax,
Plasmodium malariae
και
Plasmodium ovale).
Σε μία τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή μελέτη, μη ανοσοποιημένοι ταξιδιώτες οι
οποίοι επισκέφτηκαν μία ενδημική από ελονοσία περιοχή, έλαβαν προφύλαξη
από την ελονοσία με μεφλοκίνη (483 άτομα) και ατοβακόνη-προγουανίλη (493
άτομα). Η αποτελεσματικότητα της χημειοπροφύλαξης αξιολογήθηκε ως ένα
δευτερεύον καταληκτικό σημείο. Η μέση διάρκεια του ταξιδιού ήταν περίπου
2,5 εβδομάδες και το 79% των ατόμων ταξίδεψε στην Αφρική. Αρχικά, 1013
άτομα τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν μεφλοκίνη (n=505) ή ατοβακόνη-
προγουανίλη (n=508). Τριάντα εφτά άτομα αποσύρθηκαν εξαιτίας διαφόρων
16
λόγων. Από τα 976 άτομα που έλαβαν ≥1 δόση του υπό εξέταση φαρμάκου, 966
(99%) ολοκλήρωσαν τη θεραπεία και 963 συμπλήρωσαν την περίοδο
παρακολούθησης 60 ημερών και είχαν καταγεγραμμένες πληροφορίες
αποτελεσματικότητας. Παρόλο που 10 άτομα (5 από κάθε ομάδα)
ταυτοποιήθηκαν με αντισώματα circumsporozoite, κανένα από αυτά δεν ανέπτυξε
ελονοσία ελάχιστη αποτελεσματικότητα και για τη μεφλοκίνη και για την
ατοβακόνη-προγουανίλη ήταν 100%). Συνολικά, δεν υπήρξε κανένα
επιβεβαιωμένο περιστατικό ελονοσίας σε αυτή τη μελέτη μέγιστη
αποτελεσματικότητα και για τη μεφλοκίνη και για την ατοβακόνη-προγουανίλη
ήταν 100%). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η μεφλοκίνη και ο συνδυασμός
ατοβακόνης-προγουανίλης είναι ομοίως αποτελεσματικά για την προφύλαξη
από ελονοσία σε μη ανοσοποιημένους ταξιδιώτες.
Πίνακας 3 Εκτιμήσεις για την ελάχιστη και μέγιστη
αποτελεσματικότητα της
προφύλαξης από ελονοσία
Άτομα που έλαβαν θεραπεία
Μεταβλητή Ατοβακόνη-
προγουανίλη
Μεφλοκίνη
Άτομα με διαθέσιμα δεδομένα
αποτελεσματικότητας 60
ημερών
486 477
Αριθμός ατόμων που ανέπτυξαν
αντισώματα circumsporozoite
5 5
Αριθμός ατόμων με
επιβεβαιωμένη ελονοσία
0 0
Ελάχιστη αποτελεσματικότητα,
% (95% Cl)
α
100 (48-100) 100 (48-100)
Μέγιστη αποτελεσματικότητα,
% (95% Cl)
β
100 (99-100) 100 (99-100)
α
Ελάχιστη αποτελεσματικότητα = 100 x [1-(αριθμός ατόμων με επιβεβαιωμένη
ελονοσία /αριθμός ατόμων με αντισώματα circumsporozoite)]
β
Μέγιστη αποτελεσματικότητα = 100 x [1-( αριθμός ατόμων με επιβεβαιωμένη
ελονοσία / αριθμός ατόμων με διαθέσιμα δεδομένα αποτελεσματικότητας 60
ημερών)]
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
α) Γενικά χαρακτηριστικά της δραστικής ουσίας
Απορρόφηση
Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της από στόματος χορηγούμενης μεφλοκίνης δεν
έχει προσδιορισθεί αφού δε διατίθεται σε μορφή για ενδοφλέβια χορήγηση. Η
βιοδιαθεσιμότητα των δισκίων συγκρινόμενη με αυτήν ενός πόσιμου
διαλύματος ήταν πάνω από 85%. Η παρουσία τροφής ενισχύει σημαντικά το
ρυθμό και την έκταση της απορρόφησης, οδηγώντας έτσι σε μία κατά 40%
αύξηση της βιοδιαθεσιμότητας. Η συγκέντρωση του φαρμάκου στο πλάσμα
λαμβάνει τη μέγιστη τιμή του, 6 έως 24 ώρες (διάμεσος τιμή, περίπου 17 ώρες)
μετά τη χορήγηση μιας εφάπαξ δόσης Lariam. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο
πλάσμα σε μg/L είναι περίπου ισοδύναμες με τις δόσεις που λαμβάνονται σε
mg (π.χ. μια δόση 1000 mg παράγει μια μέγιστη συγκέντρωση περίπου 1000
μg/L). Σε μια δόση 250 mg, χορηγούμενων μια φορά την εβδομάδα, οι μέγιστες
συγκεντρώσεις σταθεροποιημένης κατάστασης στο πλάσμα, είναι 1000 - 2000
μg/L και επιτυγχάνονται μετά από 7-10 εβδομάδες.
17
Κατανομή
Στους υγιείς ενήλικες, ο φαινόμενος όγκος κατανομής είναι περίπου 20 L/kg,
γεγονός που αποδεικνύει την εκτεταμένη κατανομή της στους ιστούς. Η
μεφλοκίνη μπορεί να συσσωρευθεί στα ερυθροκύτταρα τα οποία περιέχουν το
παράσιτο με λόγο συγκέντρωσης ερυθροκύτταρο προς πλάσμα περίπου 2:1. Η
πρωτεϊνική σύνδεση είναι περίπου 98%. Συγκεντρώσεις μεφλοκίνης 620 ng/ml
στο αίμα θεωρούνται απαραίτητες για την επίτευξη αποτελεσματικότητας
προφύλαξης 95%.
Η μεφλοκίνη διέρχεται το φραγμό του πλακούντα. Η απέκκριση στο μητρικό
γάλα φαίνεται ότι είναι ελάχιστη (Βλέπε παράγραφο 4.6 “Κύηση και
γαλουχία”).
Μεταβολισμός
Η μεφλοκίνη μεταβολίζεται εκτενώς στο ήπαρ από το σύστημα του
κυτοχρώματος P450.
Μελέτες in vivo και in vitro απέδειξαν ότι το CYP3A4 είναι η κύρια ισομορφή που
εκφράζεται.
Στους ανθρώπους έχουν ταυτοποιηθεί δύο μεταβολίτες της
μεφλοκίνης. Ο κύριος μεταβολίτης, το 2,8 - δις - τριφθοριομεθυλο - 4 -
κινολινοκαρβοξυλικό οξύ είναι ανενεργό στο
P. falciparum
. Σε έρευνες επί
υγιών εθελοντών, ο μεταβολίτης αυτός εμφανίσθηκε στο πλάσμα 2 έως 4 ώρες
μετά την από στόματος χορήγηση μιας εφάπαξ δόσης. Οι μέγιστες
συγκεντρώσεις στο πλάσμα, οι οποίες ήταν περίπου 50% υψηλότερες από αυτές
της μεφλοκίνης, επετεύχθησαν μετά από 2 εβδομάδες. Από αυτό το σημείο και
μετά, τα επίπεδα του κύριου μεταβολίτη στο πλάσμα, καθώς και αυτά της
μεφλοκίνης, μειώνονταν με παρόμοιο ρυθμό. Η περιοχή υπό την καμπύλη
συγκέντρωσης στο πλάσμα ως προς το χρόνο για το βασικό μεταβολίτη ήταν 3
με 5 φορές μεγαλύτερη από αυτήν του αρχικού φαρμάκου.
Ο άλλος μεταβολίτης, μια αλκοόλη, ήταν παρούσα μόνο σε ελάχιστες
ποσότητες.
Αποβολή
Σε αρκετές μελέτες επί υγιών ενηλίκων, η μέση τιμή του χρόνου ημίσειας ζωής
της αποβολής της μεφλοκίνης ήταν από 2 έως 4 εβδομάδες με ένα μέσο όρο 3
εβδομάδων. Η συνολική κάθαρση, η οποία είναι κυρίως ηπατική, είναι της
τάξης των 30 mL/min. Υπάρχουν στοιχεία ότι η μεφλοκίνη απεκκρίνεται κυρίως
με τη χολή και τα κόπρανα. Σε εθελοντές, η με τα ούρα απέκκριση της
αμετάβλητης μεφλοκίνης καθώς και του κύριου μεταβολίτη της, είναι περίπου
9% και 4% της αρχικής δόσης, αντίστοιχα. Οι συγκεντρώσεις των άλλων
μεταβολιτών δεν ήταν δυνατόν να μετρηθούν στα ούρα.
Φαρμακοκινητική σε ειδικές κλινικές καταστάσεις
Παιδιά και ηλικιωμένοι:
δεν έχουν παρατηρηθεί μεταβολές σχετικές με την
ηλικία, στην φαρμακοκινητική της μεφλοκίνης. Για το λόγο αυτό, η δοσολογία
για παιδιά έχει υπολογισθεί με βάση τη συνιστώμενη δόση για ενήλικες.
Δεν έχουν διενεργηθεί φαρμακοκινητικές μελέτες σε ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια, καθώς μόνο ένα μικρό ποσοστό του φαρμάκου αποβάλλεται από
τους νεφρούς. Η μεφλοκίνη και ο κυριότερος μεταβολίτης της δεν
απομακρύνονται ικανοποιητικά με αιμοκάθαρση. Σε ασθενείς που υπόκεινται
σε αιμοκάθαρση δεν υποδεικνύονται ειδικές προσαρμογές της δόσης
χημειοπροφύλαξης για την επίτευξη συγκεντρώσεων στο πλάσμα παρόμοιων με
αυτές σε υγιή άτομα.
Η
κύηση
δεν έχει σημαντική κλινική επίδραση στη φαρμακοκινητική της
μεφλοκίνης.
18
Η φαρμακοκινητική της μεφλοκίνης μπορεί να διαφοροποιηθεί στην
οξεία
ελονοσία
.
Έχουν παρατηρηθεί φαρμακοκινητικές διαφορές μεταξύ ατόμων
διαφορετικών
εθνοτήτων.
Παρόλα αυτά, στην κλινική πρακτική αυτές είναι ελάσσονος
σημασίας σε σύγκριση με την ανοσολογική κατάσταση του ξενιστή και την
ευαισθησία του παράσιτου.
Κατά τη διάρκεια της
μακροχρόνιας προφύλαξης
ο χρόνος ημίσειας ζωής της
αποβολής της μεφλοκίνης παραμένει αμετάβλητος.
β) Χαρακτηριστικά των ασθενών
Η απορρόφηση της μεφλοκίνης μπορεί να μην είναι πλήρης σε βαρέως
πάσχοντες όπως σε ασθενείς οι οποίοι πάσχουν από εγκεφαλική ελονοσία.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Βλέπε παράγραφο 4.6 “Κύηση και γαλουχία”
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Poloxamer 3800, Cellulose microcrystalline, Lactose anhydrous, Starch maize,
Crospovidone, Calcium ammonium alginate, Talc, Magnesium stearate
6.2 Ασυμβατότητες
Καμία γνωστή
6.3 Διάρκεια ζωής
36 μήνες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Να φυλάσσετε στον αρχικό περιέκτη και να προφυλάσσεται από την υγρασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κουτιά με μια κυψέλη αλουμινίου, που περιέχει 8 δισκία.
6.6 < μ >Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισ ός
Δεν εφαρμόζεται.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας στην Ελλάδα
ROCHE (HELLAS) A.E.
Αλαμάνας 4 & Δελφών
151 25 Μαρούσι, Αττική
ΤΗΛ: 210 6166100
19
FAX: 210 6104524
Κάτοχος ειδικής αδείας κυκλοφορίας στην Κύπρο
Γ. Α. Σταμάτης & Σία Λτδ
27 Ανδρέα Αραούζου
1076 Λευκωσία, Κύπρος
Τηλ.: 22766276
Fax : 22765935
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Αριθμός ειδικής αδείας κυκλοφορίας στην Κύπρο
S00095
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία της πρώτης άδειας κυκλοφορίας: 24.01.96
Ημερομηνία ανανέωσης της άδειας κυκλοφορίας: 06.02.2007
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
20