4
χορήγηση του σεβοφλουρανίου συμβαίνει εντός λίγων λεπτών, η επίδραση στη
νοητική λειτουργία για δυο ή τρεις ημέρες μετά την αναισθησία δεν έχει
μελετηθεί.
Όπως συμβαίνει και με άλλα αναισθητικά, μικρές αλλαγές στη διάθεση
ενδέχεται να επιμένουν για αρκετές ημέρες μετά τη χορήγηση.
Κακοήθης Υπερθερμία
Σε ευαίσθητους ασθενείς, η χορήγηση ισχυρών εισπνεόμενων αναισθητικών
συμπεριλαμβανομένου και του σεβοφλουρανίου μπορεί να προκαλέσει μια
υπέρμετρη αύξηση του μεταβολισμού των σκελετικών μυών, υψηλή απαίτηση σε
οξυγόνο που καταλήγει στο κλινικό σύνδρομο που είναι γνωστό ως κακοήθης
υπερθερμία. Το κλινικό σύνδρομο αυτό εκδηλώνεται με υπερκαπνία και ενίοτε
με μυϊκή δυσκαμψία, ταχυκαρδία, ταχύπνοια, κυάνωση, αρρυθμίες και /ή
διακυμάνσεις στην αρτηριακή πίεση. Μερικά από αυτά τα μη ειδικά
συμπτώματα μπορεί να εμφανισθούν κατά την ελαφρά αναισθησία, την οξεία
υποξία, την υπερκαπνία και την υποoγκαιμία.
Στις κλινικές μελέτες αναφέρθηκε μόνο μία περίπτωση κακοήθους υπερθερμίας.
Επιπλέον, υπάρχουν αναφορές μετά την κυκλοφορία του προϊόντος για κακοήθη
υπερθερμία. Ορισμένες από αυτές της αναφορές είχαν μοιραία κατάληξη.
Για την αντιμετώπισή του απαιτείται διακοπή των εκλυτικών παραγόντων (π.χ.
σεβοφλουράνιο), ενδοφλέβια χορήγηση νατριούχου δαντρολένιου (για
περισσότερες πληροφορίες βλέπε οδηγίες χορήγησης του ενδοφλεβίου
δαντρολένιου νατριούχου) και υποστηρικτική θεραπεία. Η θεραπεία
περιλαμβάνει έντονες προσπάθειες για την αποκατάσταση της θερμοκρασίας
του σώματος στα φυσιολογικά επίπεδα, αναπνευστική και κυκλοφορική
υποστήριξη, όπως ενδείκνυται, και αντιμετώπιση διαταραχών των υγρών
ηλεκτρολυτών και της οξεοβασικής ισορροπίας. Αργότερα μπορεί να εκδηλωθεί
νεφρική ανεπάρκεια και για αυτό η διούρηση θα πρέπει να παρακολουθείται και
αν είναι δυνατό να διατηρείται σε σταθερά επίπεδα.
Περιεγχειρητική υπερκαλαιµία
Η χορήγηση εισπνεόμενων αναισθητικών παραγόντων έχει συνδεθεί με σπάνιες
περιπτώσεις αύξησης του καλίου στον ορό οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα
καρδιακές αρρυθμίες και θάνατο σε παιδιατρικούς ασθενείς κατά τη
μετεγχειρητική περίοδο. Ασθενείς με λανθάνουσα ή εκδηλωθείσα νευρομυϊκή
νόσο και ιδιαίτερα με μυϊκή δυστροφία Duchenne, φαίνεται να είναι περισσότερο
ευάλωτοι. Η ταυτόχρονη χορήγηση σουκινιλοχολίνης (ηλεκτρυλοχολίνης) έχει
συνδεθεί με τις περισσότερες, αλλά όχι με όλες τις περιπτώσεις αυτές. Οι
ασθενείς αυτοί εμφάνισαν επίσης σημαντικές αυξήσεις της κρεατινοκινάσης
ορού και, σε κάποιες περιπτώσεις μεταβολές των ούρων συμβατές με
μυοσφαιρινουρία. Παρά την ομοιότητα κατά την εμφάνιση με τη κακοήθη
υπερθερμία, κανένας ασθενής δεν εμφάνισε σημεία ή συμπτώματα μυϊκής
δυσκαμψίας ή υπέρμετρη αύξηση του μεταβολισμού. Συνιστάται έγκαιρη και
επιθετική παρέμβαση για την αντιμετώπιση της υπερκαλιαιμίας και της
ανθεκτικής αρρυθμίας και επίσης επακόλουθη αξιολόγηση για λανθάνουσα
νευρομυϊκή νόσο.
Έχουν αναφερθεί μεμονωμένες περιπτώσεις κοιλιακής αρρυθμίας σε
παιδιατρικούς ασθενείς με νόσο Pompe.
Οι ασθενείς με επαναλαμβανόμενη έκθεση μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό
διάστημα σε αλογονωμένους υδρογονάνθρακες, συμπεριλαμβανομένου του
σεβοφλουρανίου, μπορεί να έχουν αυξημένο κίνδυνο για ηπατική βλάβη.