ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Nimelide 100 mg δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 100 mg νιμεσουλίδης.
Έκδοχο με γνωστή δράση:
Κάθε δισκίο Nimelide περιέχει 153,7 mg μονοϋδρικής λακτόζης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο
Τα δισκία Nimelide είναι στρογγυλά, λευκά έως υποκίτρινα,
διχοτομούμενα.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία του οξέος πόνου (βλ. παράγραφο 4.2)
Πρωτοπαθής δυσμηνόρροια
Η νιμεσουλίδη θα πρέπει να συνταγογραφείται μόνο ως θεραπεία
δεύτερης γραμμής.
Η απόφαση της συνταγογράφησης νιμεσουλίδης θα πρέπει να βασίζεται
σε μία αξιολόγηση των συνολικών κινδύνων του κάθε ασθενούς (βλ.
παραγράφους 4.3 και 4.4).
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Το Nimelide θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τη μικρότερη δυνατή
περίοδο, όπως απαιτείται από την κλινική κατάσταση του ασθενούς.
Επιπρόσθετα, οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι δυνατό να
ελαχιστοποιηθούν με χρήση της ελάχιστης αποτελεσματικής δόσης για
το μικρότερο χρονικό διάστημα που είναι απαραίτητο, ώστε να
αντιμετωπιστούν τα συμπτώματα (βλ. παράγραφο 4.4).
Η μέγιστη διάρκεια για έναν κύκλο θεραπείας με νιμεσουλίδη είναι 15
ημέρες.
Ενήλικες
100 mg δύο φορές ημερησίως, μετά από γεύμα.
Ηλικιωμένοι
Στους ηλικιωμένους ασθενείς δεν υπάρχει ανάγκη μείωσης της
ημερήσιας δοσολογίας (βλ. παράγραφο 5.2).
Παιδιά (<12 ετών)
Το Nimelide αντενδείκνυται σε αυτούς τους ασθενείς (βλ. παράγραφο
4.3).
Έφηβοι (από 12 έως 18 ετών)
Με βάση το φαρμακοκινητικό προφίλ στους ενήλικες και τα
χαρακτηριστικά φαρμακοδυναμικής της νιμεσουλίδης, δεν απαιτείται
προσαρμογή της δοσολογίας σε αυτούς τους ασθενείς.
Ανεπαρκής νεφρική λειτουργία
Με βάση τη φαρμακοκινητική, δεν απαιτείται προσαρμογή της
δοσολογίας σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια
(κάθαρση κρεατινίνης: 30 - 80 mL/λεπτό), ενώ το Nimelide
αντενδείκνυται σε περίπτωση βαριάς νεφρικής ανεπάρκειας (κάθαρση
κρεατινίνης: < 30 mL/λεπτό) (βλ. παραγράφους 4.3 και 5.2).
Ηπατική ανεπάρκεια
Η χρήση του Nimelide αντενδείκνυται σε ασθενείς με ηπατική
ανεπάρκεια (βλ. παραγράφους 4.3 και 5.2).
Τρόπος χορήγησης
Από του στόματος χρήση.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη νιμεσουλίδη ή σε κάποια από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Ιστορικό αντιδράσεων υπερευαισθησίας (π.χ. βρογχόσπασμος,
ρινίτιδα, κνίδωση, ρινικοί πολύποδες) στο ακετυλοσαλικυλικό οξύ
ή άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ).
Ιστορικό ηπατοτοξικών αντιδράσεων στη νιμεσουλίδη.
Ταυτόχρονη έκθεση σε άλλες δυνητικά ηπατοτοξικές ουσίες.
Αλκοολισμός, κατάχρηση ουσιών.
Ιστορικό γαστρεντερικής αιμορραγίας ή διάτρησης, σχετιζόμενο με
προηγούμενη θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Ενεργό πεπτικό έλκος ή ιστορικό υποτροπιάζοντος πεπτικού
έλκους/αιμορραγίας (δύο ή περισσότερα διακριτά επεισόδια
αποδεδειγμένου έλκους ή αιμορραγίας).
Αγγειοεγκεφαλική αιμορραγία ή άλλη ενεργός αιμορραγία ή
αιμορραγικές διαταραχές.
Βαριές διαταραχές της πήξης του αίματος.
Βαριά καρδιακή ανεπάρκεια.
Βαριά νεφρική ανεπάρκεια.
Ηπατική ανεπάρκεια.
Παιδιά κάτω των 12 ετών.
Το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και η γαλουχία (βλ.
παραγράφους 4.6 και 5.3).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η χρήση του Nimelide ταυτόχρονα με άλλα ΜΣΑΦ, συμπεριλαμβανομένων
των εκλεκτικών αναστολέων της κυκλοοξυγενάσης-2 (COX-2), θα πρέπει
να αποφευχθεί. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να δίνεται στους ασθενείς η
συμβουλή να απέχουν από χρήση άλλων αναλγητικών.
Ο κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών μπορεί να μειωθεί με τη χρήση της
ελάχιστης αποτελεσματικής δόσης για το μικρότερο δυνατό χρονικό
διάστημα που είναι απαραίτητο, ώστε να αντιμετωπιστούν τα
συμπτώματα (βλ. παράγραφο 4.2). Η θεραπεία θα πρέπει να διακόπτεται,
εάν δεν παρατηρείται κάποιο όφελος.
Επειδή το Nimelide περιέχει λακτόζη, οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά
προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, έλλειψη λακτάσης Lapp ή κακή
απορρόφηση γλυκόζης - γαλακτόζης δεν πρέπει να πάρουν αυτό το
φάρμακο.
Ηπατικές επιδράσεις
Σπάνια, η νιμεσουλίδη έχει αναφερθεί ότι σχετίζεται με σοβαρές
ηπατικές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων πολύ σπάνιων
θανατηφόρων περιπτώσεων (βλ. παράγραφο 4.8). Ασθενείς που
εμφανίζουν συμπτώματα συμβατά με ηπατική βλάβη κατά τη διάρκεια
της θεραπείας με Nimelide (π.χ. ανορεξία, ναυτία, έμετο, κοιλιακό άλγος,
αίσθημα κοπώσεως, σκούρα ούρα) ή ασθενείς που αναπτύσσουν
παθολογικές λειτουργικές δοκιμασίες του ήπατος θα πρέπει να
διακόπτουν τη θεραπεία. Αυτοί οι ασθενείς δεν θα πρέπει να
επανεκτίθενται στη νιμεσουλίδη. Ηπατική βλάβη, στις περισσότερες
περιπτώσεις αναστρέψιμη, έχει αναφερθεί και μετά από σύντομη έκθεση
στο φάρμακο.
Ασθενείς που λαμβάνουν νιμεσουλίδη και εμφανίζουν πυρετό και/ή
γριπώδη συμπτωματολογία θα πρέπει να διακόπτουν την αγωγή.
Γαστρεντερικές επιδράσεις
Γαστρεντερική αιμορραγία, έλκος ή διάτρηση, η οποία μπορεί να είναι
θανατηφόρος, έχουν αναφερθεί με όλα τα ΜΣΑΦ, σε οποιοδήποτε χρονικό
σημείο κατά τη διάρκεια της αγωγής, με ή χωρίς προειδοποιητικά
συμπτώματα ή προηγούμενο ιστορικό γαστρεντερικών συμβαμάτων.
Ο κίνδυνος γαστρεντερικής αιμορραγίας, έλκους ή διάτρησης είναι
υψηλότερος σε αυξημένες δόσεις ΜΣΑΦ, σε ασθενείς με ιστορικό έλκους,
ιδιαίτερα αν συνοδευόταν από αιμορραγία ή διάτρηση (βλ. παράγραφο
4.3) και στους ηλικιωμένους. Αυτοί οι ασθενείς θα πρέπει να ξεκινούν
την αγωγή με τη μικρότερη δυνατή διαθέσιμη δόση. Θεραπεία
συνδυασμού με προστατευτικούς παράγοντες (π.χ. μισοπροστόλη ή
αναστολείς αντλίας πρωτονίων) θα πρέπει να εξετάζεται για αυτούς
τους ασθενείς, καθώς και για ασθενείς που πρέπει να λαμβάνουν
ταυτόχρονα χαμηλή δόση ακετυλοσαλικυλικού οξέος ή άλλα φάρμακα με
πιθανότητα αύξησης του γαστρεντερικού κινδύνου (βλ. παρακάτω και
παράγραφο 4.5).
Οι ασθενείς με ιστορικό γαστρεντερικής τοξικότητας, ειδικά οι
ηλικιωμένοι, θα πρέπει να αναφέρουν οποιαδήποτε ασυνήθιστα
γαστρεντερικά συμπτώματα (ειδικά γαστρεντερική αιμορραγία),
ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια της αγωγής.
Γαστρεντερική αιμορραγία ή έλκος/διάτρηση μπορεί να εμφανιστούν
οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της θεραπείας, με ή χωρίς
προειδοποιητικά συμπτώματα ή προηγούμενο ιστορικό γαστρεντερικών
συμβαμάτων. Εάν εμφανιστεί γαστρεντερική αιμορραγία ή έλκος, η
νιμεσουλίδη πρέπει να διακοπεί. Η νιμεσουλίδη πρέπει να χορηγείται με
προσοχή σε ασθενείς με γαστρεντερικές διαταραχές,
συμπεριλαμβανομένων ιστορικού πεπτικού έλκους, ιστορικού
γαστρεντερικής αιμορραγίας, ελκώδους κολίτιδας ή νόσου του Crohn.
Η χορήγηση της πρέπει να γίνεται με προσοχή σε ασθενείς που
λαμβάνουν ταυτόχρονα φάρμακα που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο
έλκους ή αιμορραγίας, όπως από του στόματος κορτικοστεροειδή,
αντιπηκτικά, όπως η βαρφαρίνη, εκλεκτικούς αναστολείς
επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs) ή αντιαιμοπεταλιακούς
παράγοντες, όπως το ακετυλοσαλικυλικό οξύ (βλ. παράγραφο 4.5).
Εάν συμβεί γαστρεντερική αιμορραγία σε ασθενείς που λαμβάνουν
Nimelide, η αγωγή πρέπει να διακοπεί.
Τα ΜΣΑΦ πρέπει να δίνονται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό
νοσημάτων του γαστρεντερικού (ελκώδης κολίτιδα, νόσος του Crohn),
διότι η κατάστασή τους μπορεί να επιδεινωθεί (βλ. παράγραφο 4.8).
Οι ηλικιωμένοι εμφανίζουν αυξημένη συχνότητα ανεπιθύμητων
ενεργειών στα ΜΣΑΦ, ειδικά γαστρεντερική αιμορραγία και διάτρηση
που μπορεί να είναι θανατηφόρος (βλ. παράγραφο 4.2). Ως εκ τούτου,
συνιστάται κατάλληλη κλινική παρακολούθηση.
Καρδιακές και αγγειοεγκεφαλικές επιδράσεις
Απαιτούνται κατάλληλη παρακολούθηση και συμβουλευτική σε ασθενείς
με ιστορικό υπέρτασης και/ή ήπιας έως μέτριας συμφορητικής καρδιακής
ανεπάρκειας, καθώς έχουν αναφερθεί κατακράτηση υγρών και οίδημα
σχετιζόμενα με τη θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Κλινικές μελέτες και επιδημιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η χρήση
κάποιων ΜΣΑΦ (ειδικά σε υψηλές δόσεις και για μεγάλο διάστημα
θεραπείας) μπορεί να συσχετίζεται με μικρή αύξηση του κινδύνου
αρτηριακών θρομβωτικών επεισοδίων (για παράδειγμα έμφραγμα του
μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο). Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα,
ώστε να αποκλείσουν τέτοιον κίνδυνο για το Nimelide.
Το Nimelide θα πρέπει να χορηγείται μετά από προσεκτική εξέταση σε
ασθενείς με μη ρυθμισμένη υπέρταση, συμφορητική καρδιακή
ανεπάρκεια, διαγνωσμένη ισχαιμική καρδιακή νόσο, περιφερική
αρτηριακή νόσο και/ή αγγειοεγκεφαλική νόσο. Παρόμοια αξιολόγηση θα
πρέπει να γίνεται πριν την έναρξη μακροχρόνιας θεραπείας ασθενών με
παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο (π.χ. υπέρταση,
υπερλιπιδαιμία, σακχαρώδης διαβήτης, κάπνισμα).
Καθώς η νιμεσουλίδη μπορεί να αλληλεπιδράσει με τη λειτουργία των
αιμοπεταλίων, θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με
αιμορραγική προδιάθεση (βλ. παράγραφο 4.3). Ωστόσο, το Nimelide δεν
είναι υποκατάστατο του ακετυλοσαλικυλικού οξέος για καρδιαγγειακή
προφύλαξη.
Νεφρικές επιδράσεις
Σε ασθενείς με νεφρική ή καρδιακή ανεπάρκεια, απαιτείται προσοχή,
καθώς η χρήση του Nimelide μπορεί να προκαλέσει απορρύθμιση της
νεφρικής λειτουργίας. Σε περίπτωση απορρύθμισης, η θεραπεία θα πρέπει
να διακόπτεται (βλ. παράγραφο 4.5).
Δερματικές επιδράσεις
Σοβαρές δερματικές αντιδράσεις, μερικές από αυτές θανατηφόρες,
συμπεριλαμβανομένων του συνδρόμου StevensJohnson και της τοξικής
επιδερμικής νεκρόλυσης, έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια σε σχέση με τη
χρήση των ΜΣΑΦ (βλ. παράγραφο 4.8). Οι ασθενείς εμφανίζονται να
είναι σε υψηλότερο κίνδυνο αυτών των αντιδράσεων στα αρχικά στάδια
της θεραπείας και στην πλειονότητα των περιπτώσεων η έναρξη της
αντίδρασης συμβαίνει μέσα στον πρώτο μήνα της θεραπείας. Το Nimelide
θα πρέπει να διακόπτεται με την πρώτη εμφάνιση δερματικού
εξανθήματος, αλλοιώσεων των βλεννογόνων ή άλλου σημείου
υπερευαισθησίας.
Επιδράσεις στη γονιμότητα
Η χρήση του Nimelide μπορεί να επηρεάσει τη γυναικεία γονιμότητα και
δεν συνιστάται σε γυναίκες που επιχειρούν να συλλάβουν. Σε γυναίκες
που έχουν δυσκολίες να συλλάβουν ή που υπόκεινται σε έλεγχο για
στειρότητα, θα πρέπει να εξετάζεται διακοπή του Nimelide (βλ. παράγραφο
4.6).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Φαρμακοδυναμικές αλληλεπιδράσεις
Άλλα ΜΣΑΦ
Η συνδυασμένη χρήση της νιμεσουλίδης (βλ. παράγραφο 4.4) και άλλων
ΜΣΑΦ, συμπεριλαμβανομένου του ακετυλοσαλικυλικού οξέος σε
αντιφλεγμονώδεις δόσεις (≥ 1 g ως απλή δόση ή ≥ 3 g ως συνολική
ημερήσια δόση), δεν συνιστάται.
Κορτικοστεροειδή
Αυξημένος κίνδυνος γαστρεντερικού έλκους ή αιμορραγίας (βλ.
παράγραφο 4.4).
Αντιπηκτικά
Τα ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσουν τις επιδράσεις των αντιπηκτικών όπως η
βαρφαρίνη (βλ. παράγραφο 4.4). Οι ασθενείς που λαμβάνουν βαρφαρίνη ή
παρόμοιους αντιπηκτικούς παράγοντες έχουν αυξημένο κίνδυνο
αιμορραγικών επιπλοκών, όταν λαμβάνουν αγωγή με Nimelide. Ως εκ
τούτου, αυτός ο συνδυασμός δεν συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.4) και
αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρές διαταραχές της πήξης του
αίματος (βλ. παράγραφο 4.3). Εάν ο συνδυασμός δεν μπορεί να
αποφευχθεί, η αντιπηκτική δραστηριότητα θα πρέπει να παρακολουθείται
στενά.
Αντιαιμοπεταλιακοί παράγοντες και εκλεκτικοί αναστολείς
επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs)
Αυξημένος κίνδυνος γαστρεντερικής αιμορραγίας (βλ. παράγραφο 4.4).
Διουρητικά, αναστολείς του Μετατρεπτικού Ενζύμου της Αγγειοτενσίνης
(αναστολείς ΜΕΑ) και ανταγωνιστές της Αγγειοτενσίνης ΙΙ (ΑΙΙΑ)
Τα ΜΣΑΦ μπορεί να μειώσουν την αποτελεσματικότητα των διουρητικών
και άλλων αντιυπερτασικών φαρμάκων.
Σε ορισμένους ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία (π.χ.
αφυδατωμένους ασθενείς ή ηλικιωμένα άτομα με επηρεασμένη νεφρική
λειτουργία), η ταυτόχρονη χορήγηση ενός αναστολέα ΜΕΑ και
αναστολέων της κυκλοοξυγενάσης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα
περαιτέρω επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης
της πιθανότητας οξείας νεφρικής ανεπάρκειας, η οποία συνήθως είναι
αντιστρεπτή.
Η εμφάνιση αυτών των αλληλεπιδράσεων θα πρέπει να ληφθεί υπόψη σε
ασθενείς που πρέπει να πάρουν Nimelide ταυτόχρονα με αναστολείς ΜΕΑ
ή ΑΙΙΑ. Συνεπώς, η χορήγηση των φαρμάκων αυτών πρέπει να γίνει με
προσοχή, ειδικά σε ηλικιωμένους ασθενείς.
Οι ασθενείς πρέπει να ενυδατώνονται επαρκώς και πρέπει να εξετάζεται
προσεκτικά η ανάγκη παρακολούθησης της νεφρικής λειτουργίας μετά
την έναρξη της χορήγησης της ταυτόχρονης θεραπείας και περιοδικά
μετά το πέρας της.
Φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις: επίδραση της νιμεσουλίδης στη
φαρμακοκινητική άλλων φαρμάκων
Διουρητικά
Σε υγιή άτομα, η νιμεσουλίδη μειώνει παροδικά την επίδραση της
φουροσεμίδης στην αποβολή νατρίου και, σε μικρότερο βαθμό, στην
αποβολή καλίου και μειώνει τη διουρητική ανταπόκριση.
Η συγχορήγηση νιμεσουλίδης και φουροσεμίδης έχει ως αποτέλεσμα
μείωση (κατά περίπου 20%) της AUC και της αθροιστικής αποβολής της
φουροσεμίδης, χωρίς να επηρεάζει τη νεφρική της κάθαρση.
Η ταυτόχρονη χορήγηση φουροσεμίδης και Nimelide απαιτεί προσοχή σε
ευαίσθητους νεφροπαθείς ή καρδιοπαθείς ασθενείς, όπως περιγράφεται
στην παράγραφο 4.4.
Λίθιο
Τα ΜΣΑΦ έχει αναφερθεί ότι μειώνουν την κάθαρση του λιθίου, με
αποτέλεσμα αυξημένα επίπεδα λιθίου στο πλάσμα και τοξικότητα. Εάν
το Nimelide συνταγογραφηθεί σε ασθενή που λαμβάνει θεραπεία με λίθιο,
τα επίπεδα του λιθίου θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Πιθανές φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις με γλιβενκλαμίδη,
θεοφυλλίνη, βαρφαρίνη, διγοξίνη, σιμετιδίνη και ένα αντιόξινο
σκεύασμα (δηλαδή συνδυασμό υδροξειδίου του αργιλίου και υδροξειδίου
του μαγνησίου) μελετήθηκαν επίσης i
n vivo
. Δεν παρατηρήθηκαν κλινικά
σημαντικές αλληλεπιδράσεις.
Η νιμεσουλίδη αναστέλλει το CYP2C9. Οι συγκεντρώσεις πλάσματος
των φαρμάκων που είναι υποστρώματα αυτού του ενζύμου μπορεί να
αυξηθούν, όταν το Nimelide χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με αυτά.
Προσοχή απαιτείται, εάν η νιμεσουλίδη χρησιμοποιηθεί λιγότερο από 24
ώρες πριν ή μετά από θεραπεία με μεθοτρεξάτη, διότι τα επίπεδα ορού
της μεθοτρεξάτης μπορεί να αυξηθούν και, ως εκ τούτου, η τοξικότητα
αυτού του φαρμάκου μπορεί να αυξηθεί.
Λόγω της επίδρασής τους στις νεφρικές προσταγλανδίνες, οι αναστολείς
της σύνθεσης των προσταγλανδινών, όπως η νιμεσουλίδη, μπορεί να
αυξήσουν τη νεφροτοξικότητα των κεφαλοσπορινών.
Φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις: επιδράσεις άλλων φαρμάκων στη
φαρμακοκινητική της νιμεσουλίδης
Μελέτες
in vitro
έχουν δείξει εκτόπιση της νιμεσουλίδης από θέσεις
σύνδεσης από την τολβουταμίδη, το σαλικυλικο οξύ και το βαλπροϊκό
οξύ. Εντούτοις, παρά την πιθανή επίδραση στα επίπεδα πλάσματος,
αυτές οι αλληλεπιδράσεις δεν αποδείχθηκε ότι είναι αξιοσημείωτες
κλινικά.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Η χρήση του Nimelide αντενδείκνυται στο τρίτο τρίμηνο της κύησης (βλ.
παράγραφο 4.3).
Η αναστολή σύνθεσης των προσταγλανδινών μπορεί να έχει αρνητική
επίδραση στην κύηση και/ή στην εμβρυική ανάπτυξη. Αποτελέσματα
επιδημιολογικών μελετών καταδεικνύουν αυξημένο κίνδυνο αποβολής,
καρδιακής δυσμορφίας και γαστρόσχισης μετά τη χρήση ενός αναστολέα
της σύνθεσης προσταγλανδινών στο πρώτο στάδιο της κύησης. Ο
απόλυτος κίνδυνος καρδιακής δυσμορφίας ήταν αυξημένος κατά
λιγότερο από 1% έως περίπου 1,5%. Ο κίνδυνος θεωρείται ότι αυξάνει με
τη δόση και τη διάρκεια της θεραπείας.
Σε πειραματόζωα, χορήγηση αναστολέων της σύνθεσης
προσταγλανδινών έχει δειχθεί ότι προκαλεί αύξηση στην απώλεια προ
και μετά την εμφύτευση και στην εμβρυική θνησιμότητα. Επιπρόσθετα,
αυξημένη επίπτωση διαφόρων δυσμορφιών, συμπεριλαμβανομένων των
καρδιαγγειακών, έχει αναφερθεί σε πειραματόζωα στα οποία
χορηγήθηκαν αναστολείς της σύνθεσης προσταγλανδινών κατά τη
διάρκεια της περιόδου της οργανογένεσης.
Μελέτες σε κουνέλια έχουν δείξει άτυπη αναπαραγωγική τοξικότητα (βλ.
παράγραφο 5.3) και δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα στοιχεία από τη
χρήση Nimelide σε έγκυες γυναίκες. Ως εκ τούτου, ο δυνητικός κίνδυνος
στους ανθρώπους είναι άγνωστος και η συνταγογράφηση του φαρμάκου
κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων τριμήνων της κύησης δεν συνιστάται.
Εάν το Nimelide χρησιμοποιείται από γυναίκες που προσπαθούν να
συλλάβουν ή κατά τη διάρκεια του πρώτου και δευτέρου τριμήνου της
κύησης, η δόση και η διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να είναι όσο το
δυνατό μικρότερες.
Κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου της κύησης, όλοι οι αναστολείς
σύνθεσης προσταγλανδινών μπορεί να εκθέσουν:
το έμβρυο σε:
καρδιοπνευμονική τοξικότητα (με πρώιμη σύγκλιση του
αρτηριακού πόρου και πνευμονική υπέρταση)
νεφρική δυσλειτουργία, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε νεφρική
ανεπάρκεια με ολιγοάμνιο.
τη μητέρα και το νεογνό, στο τέλος της κύησης, σε:
πιθανή παράταση του χρόνου αιμορραγίας και μια
αντιαιμοπεταλιακή αντίδραση, η οποία μπορεί να εμφανισθεί
ακόμη και σε πολύ χαμηλές δόσεις
αναστολή των συσπάσεων της μήτρας, με αποτέλεσμα
καθυστέρηση ή παράταση του τοκετού
Συνεπώς, το Nimelide αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του τρίτου
τριμήνου της κύησης.
Θηλασμός
Δεν είναι γνωστό εάν η νιμεσουλίδη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Το
Nimelide αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας (βλ.
παραγράφους 4.3 και 5.3).
Γονιμότητα
Όπως και άλλα ΜΣΑΦ, η νιμεσουλίδη δεν συνιστάται σε γυναίκες που
επιχειρούν να συλλάβουν, καθώς μπορεί να επηρεάσει τη γυναικεία
γονιμότητα (βλ. παράγραφο 4.4).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις του
Nimelide στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Εντούτοις,
ασθενείς που εμφανίζουν ζάλη, ίλιγγο ή υπνηλία μετά τη λήψη Nimelide,
θα πρέπει να αποφεύγουν την οδήγηση ή τη χρήση μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Γενική περιγραφή
Κλινικές μελέτες και δεδομένα καταδεικνύουν ότι η χρήση ορισμένων
ΜΣΑΦ (ειδικά σε υψηλές δόσεις και σε μακροχρόνια θεραπεία) μπορεί να
σχετίζεται με μικρή αύξηση του κινδύνου αρτηριακών θρομβωτικών
επεισοδίων (για παράδειγμα έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό
επεισόδιο) (βλ. παράγραφο 4.4).
Οίδημα, υπέρταση και καρδιακή ανεπάρκεια έχουν αναφερθεί σε σχέση
με την αγωγή με ΜΣΑΦ. Πολύ σπάνια, περιστατικά δερματικών
αντιδράσεων, συμπεριλαμβανομένων του συνδρόμου Stevens-Johnson και
της τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης, έχουν αναφερθεί.
Οι πιο συχνά παρατηρούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι
γαστρεντερικής φύσεως. Πεπτικά έλκη, διάτρηση ή γαστρεντερική
αιμορραγία, μερικές φορές θανατηφόρος, ειδικά σε ηλικιωμένους, μπορεί
να εμφανιστούν (βλ. παράγραφο 4.4). Ναυτία, έμετος, διάρροια,
μετεωρισμός, δυσκοιλιότητα, δυσπεψία, κοιλιακό άλγος, μέλαινα
κένωση, αιματέμεση, ελκώδης στοματίτιδα, επιδείνωση κολίτιδας και
νόσος του Crohn (βλ. παράγραφο 4.4) έχουν αναφερθεί μετά από τη
χορήγηση νιμεσουλίδης. Λιγότερο συχνά έχει αναφερθεί γαστρίτιδα.
Πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών
Ο ακόλουθος κατάλογος ανεπιθύμητων ενεργειών βασίζεται σε
ελεγχόμενες κλινικές μελέτες* (με περίπου 7.800 ασθενείς) και τη
φαρμακοεπαγρύπνηση μετά την κυκλοφορία του προϊόντος, με την
αναφερόμενη συχνότητα να ταξινομείται ως πολύ συχνά (>1/10), συχνά
(>1/100, <1/10), όχι συχνά (>1/1000, <1/100), σπάνια (>1/10000), πολύ
σπάνια (<1/10000, συμπεριλαμβανομένων μεμονωμένων αναφορών).
Δ μ ιαταραχές του αί ατος Σπάνια μΑναι ία*
Ηωσινοφιλία*
Πολύ σπάνια μΘρο βοκυτταροπενία
Πανκυτταροπενία
Πορφύρα
Δ ιαταραχές του ανοσοποιητικού
μ συστή ατος
Σπάνια Υπερευαισθησία*
Πολύ σπάνια Αναφυλαξία
Διαταραχές του μεταβολισμού
και της
διατροφής
Σπάνια
μΥπερκαλιαι ία*
Ψυχιατρικές διαταραχές
Σπάνια
Άγχος*
Νευρικότητα*
Εφιάλτες*
Δ ιαταραχές του νευρικού
μ συστή ατος
Όχι συχνά
Ζάλη*
Πολύ σπάνια
Κεφαλαλγία
Υπνηλία
Εγκεφαλοπάθεια
(σύνδρομο Reye)
Δ μ ιαταραχές των οφθαλ ών
Σπάνια
Θόλωση οράσεως*
Πολύ σπάνια Οπτικές διαταραχές
Διαταραχές των ώτων και του
λαβυρίνθου
Πολύ σπάνια Ίλιγγος
Καρδιακές διαταραχές Σπάνια Ταχυκαρδία*
Αγγειακές διαταραχές Όχι συχνά Υπέρταση*
Σπάνια Αιμορραγία*
Διακυμάνσεις της
αρτηριακής πίεσης*
Εξάψεις*
Αναπνευστικές διαταραχές
Όχι συχνά Δύσπνοια*
Πολύ σπάνια Άσθμα
Βρογχόσπασμος
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Συχνά Διάρροια*
Ναυτία*
Έμετος*
Όχι συχνά Δυσκοιλιότητα*
Τυμπανισμός*
Αιμορραγία του
γαστρεντερικού σωλήνα
Δωδεκαδακτυλικό
έλκος και διάτρηση
Γαστρικό έλκος και
διάτρηση
Πολύ σπάνια Γαστρίτιδα*
Κοιλιακό άλγος
Δυσπεψία
Στοματίτιδα
Μέλαινα κένωση
Διαταραχές του ήπατος και των
χοληφόρων
Συχνά Αυξημένα ηπατικά
ένζυμα*
Πολύ σπάνια Ηπατίτιδα
Κεραυνοβόλος
ηπατίτιδα
(συμπεριλαμβανομένων
θανατηφόρων
περιπτώσεων) Ίκτερος
Χολόσταση
Διαταραχές του δέρματος και
του υποδόριου ιστού
Όχι συχνά Κνησμός*
Εξάνθημα*
Αυξημένη εφίδρωση*
Σπάνια Ερύθημα*
Δερματίτιδα*
Πολύ σπάνια Κνίδωση
Αγγειονευρωτικό
οίδημα
Οίδημα προσώπου
Πολύμορφο ερύθημα
Σύνδρομο Stevens-
Johnson
Τοξική επιδερμική
νεκρόλυση
Διαταραχές των νεφρών και του
ουροποιητικού συστήματος
Σπάνια Δυσουρία*
Αιματουρία*
Πολύ σπάνια Επίσχεση ούρων*
Νεφρική ανεπάρκεια
Ολιγουρία
Διάμεση νεφρίτιδα
Γενικές διαταραχές
Όχι συχνά Οίδημα*
Σπάνια Κακουχία*
Εξασθένιση*
Πολύ σπάνια Υποθερμία
*συχνότητα βασισμένη σε κλινικές μελέτες
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους
επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες
ανεπιθύμητες ενέργειες στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων
284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30
21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Τα συμπτώματα από οξεία υπερδοσολογία ΜΣΑΦ περιορίζονται συνήθως
σε λήθαργο, υπνηλία, ναυτία, έμετο και επιγαστρικό πόνο, τα οποία είναι
γενικά αναστρέψιμα με υποστηρικτική θεραπεία.
Γαστρεντερική αιμορραγία μπορεί να εμφανιστεί. Υπέρταση, οξεία
νεφρική ανεπάρκεια, αναπνευστική καταστολή και κώμα μπορεί να
εμφανιστούν, αλλά είναι σπάνια. Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις, που
έχουν αναφερθεί με λήψη θεραπευτικών δόσεων ΜΣΑΦ, μπορεί να
εμφανιστούν και μετά από υπερδοσολογία.
Οι ασθενείς θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με συμπτωματική και
υποστηρικτική θεραπεία μετά από υπερδοσολογία ΜΣΑΦ. Δεν υπάρχουν
ειδικά αντίδοτα. Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες όσον αφορά στην
απομάκρυνση της νιμεσουλίδης μέσω αιμοκάθαρσης, αλλά, με βάση τον
υψηλό βαθμό σύνδεσής της (έως και 97,5%) με τις πρωτεΐνες του
πλάσματος, η αιμοκάθαρση είναι απίθανο να είναι χρήσιμη στην
αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας. Η πρόκληση εμέτου και/ή ενεργός
άνθρακας (60 έως 100 g σε ενήλικες) και/ή ωσμωτικό καθαρτικό μπορεί
να ενδείκνυται σε ασθενείς που εξετάζονται εντός 4 ωρών μετά τη λήψη
και έχουν συμπτώματα ή μετά από μεγάλη υπερδοσολογία. Προκλητή
διούρηση, αλκαλοποίηση των ούρων, αιμοκάθαρση ή αιμοδιάχυση μπορεί
να μην είναι χρήσιμα, λόγω της υψηλής πρωτεϊνικής σύνδεσης. Η
νεφρική και η ηπατική λειτουργία θα πρέπει να παρακολουθούνται.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Λοιπά αντιφλεγμονώδη και
αντιρρευματικά, μη στεροειδή κωδικός ATC: M01AX17
Η νιμεσουλίδη είναι ένα ΜΣΑΦ με αναλγητικές και αντιπυρετικές
ιδιότητες, που δρα ως αναστολέας της κυκλοοξυγενάσης, δηλ. του
ενζύμου της σύνθεσης των προσταγλανδινών.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η νιμεσουλίδη απορροφάται καλώς, όταν δίνεται από το στόμα. Μετά
από εφάπαξ δόση 100 mg νιμεσουλίδης, το μέγιστο επίπεδο πλάσματος,
που είναι 3 - 4 mg/L, επιτυγχάνεται μετά από 2 - 3 ώρες στους ενήλικες.
Η AUC είναι 20 - 35 mg×h/L. Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά
μεταξύ αυτών των τιμών και αυτών που παρατηρήθηκαν μετά από
χορήγηση 100 mg δύο φορές την ημέρα για 7 ημέρες.
Έως και 97,5% συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος.
Η νιμεσουλίδη μεταβολίζεται εκτενώς στο ήπαρ ακολουθώντας διάφορες
οδούς, συμπεριλαμβανομένων των ισοενζύμων (CYP)2C9 του
κυτοχρώματος Ρ450. Ως εκ τούτου, είναι πιθανή η δυνατότητα για
φαρμακευτική αλληλεπίδραση σε περίπτωση συνδυασμένης χορήγησης με
φάρμακα που μεταβολίζονται από το CYP2C9 (βλ. παράγραφο 4.5). Ο
κύριος μεταβολίτης είναι το παρα - υδρόξυ παράγωγο, που είναι επίσης
φαρμακολογικά ενεργό. Ο λανθάνων χρόνος πριν την εμφάνιση αυτού
του μεταβολίτη στην κυκλοφορία είναι μικρός (περίπου 0,8 ώρες), αλλά η
σταθερά σχηματισμού του δεν είναι υψηλή και είναι σημαντικά
χαμηλότερη από τη σταθερά απορρόφησης της νιμεσουλίδης. Η υδροξυ-
νιμεσουλίδη είναι ο μόνος μεταβολίτης που βρίσκεται στο πλάσμα και
είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου συνδεδεμένος. Ο χρόνος ημιζωής (t
1/2
) είναι
3,2 - 6 ώρες.
Η νιμεσουλίδη απεκκρίνεται κυρίως με τα ούρα (περίπου 50% της
χορηγηθείσας δόσης).
Μόνο 1 - 3% απεκκρίνεται ως αμετάβλητη ουσία. Η υδροξυ-νιμεσουλίδη,
ο κύριος μεταβολίτης, βρίσκεται μόνο ως γλυκουρονίδιο. Περίπου 29%
της δόσης αποβάλλεται με τα κόπρανα μετά από μεταβολισμό.
Το φαρμακοκινητικό προφίλ της νιμεσουλίδης παρέμεινε αμετάβλητο
στους ηλικιωμένους μετά από εφάπαξ και πολλαπλές δόσεις.
Σε μία πειραματική μελέτη άμεσης χορήγησης που έγινε σε ασθενείς με
ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης: 30 - 80
mL/λεπτό) έναντι υγιών εθελοντών, τα μέγιστα επίπεδα πλάσματος της
νιμεσουλίδης και του κύριου μεταβολίτη της δεν ήταν υψηλότερα από
αυτά των υγιών εθελοντών. Η AUC και ο t
1/2
(β) ήταν κατά 50%
υψηλότερα, εντούτοις πάντα εντός του εύρους των τιμών
φαρμακοκινητικής που παρατηρήθηκαν με τη νιμεσουλίδη σε υγιείς
εθελοντές.
Επαναλαμβανόμενη χορήγηση δεν προκάλεσε άθροιση.
Η νιμεσουλίδη αντενδείκνυται σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια (βλ.
παράγραφο 4.3).
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα προκλινικά δεδομένα δεν αποκάλυψαν ειδικούς κινδύνους για τους
ανθρώπους με βάση συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας,
τοξικότητας επαναλαμβανόμενης δόσης, γονοτοξικότητας,
καρκινογενετικής δυνατότητας. Σε μελέτες τοξικότητας
επαναλαμβανόμενης δόσης, η νιμεσουλίδη έδειξε γαστρεντερική, νεφρική
και ηπατική τοξικότητα.
Σε μελέτες τοξικότητας αναπαραγωγής, εμβρυοτοξικές και
τερατογονικές επιδράσεις (σκελετικές δυσμορφίες, διάταση των κοιλιών
του εγκεφάλου) παρατηρήθηκαν στα κουνέλια, άλλα όχι στους
αρουραίους, σε μη τοξικά επίπεδα δόσης για τη μητέρα. Στους
αρουραίους, αυξημένη θνησιμότητα του νεογέννητου παρατηρήθηκε την
πρώιμη περίοδο μετά τον τοκετό και η νιμεσουλίδη έδειξε ανεπιθύμητες
ενέργειες στη γονιμότητα.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Μονοϋδρική λακτόζη, διοκτυλ-θειοηλεκτρικό νάτριο, υδρoξυ-προπυλο-
μεθυλοκυτταρίνη (υπρομελλόζη), νατριούχο γλυκολικό άμυλο,
μικροκρυσταλλική κυτταρίνη, στεατικό μαγνήσιο.
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
36 μήνες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Να φυλάσσεται σε θερμοκρασία χαμηλότερη των 25
ο
C σε μέρη που δεν
φθάνουν και δεν προσεγγίζουν τα παιδιά.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κουτί που περιέχει 1 ή 2 ή 3 blisters των 10 δισκίων.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Genepharm A.E.
18
ο
χιλ. Λεωφόρος Μαραθώνος
153 51 Παλλήνη
Αττική
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
14436/24-2-2012
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
20-03-1996
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ