p≤0.001). , μ μ Οι υπερτασικοί ασθενείς που έλαβαν λοσαρτάνη ε φάνισαν είωση της
μ , -41,5% (95% πρωτεϊνουρίας από την αρχική τι ή του CI -29,9; -51,1) +2,4% (95% έναντι CI
-22,2; 14,1) μ μ . μ , της ο άδας α λοδιπίνης Η είωση και των δύο της συστολικής
, μ αρτηριακής πίεσης και της διαστολικής αρτηριακής πίεσης ήταν εγαλύτερη στην
μ (-5,5/-3,8 ο άδα της λοσαρτάνης mmHg) μ μ (-0,1/+0,8 έναντι της ο άδας της α λοδιπίνης
mmHg). Σε παιδιά με φυσιολογική πίεση παρατηρήθηκε μ μ ικρή είωση της αρτηριακής
μ ( - 3,7/-3,4 πίεσης στην ο άδα της λοσαρτάνης mmHg), μ σε σύγκριση ε το εικονικό
μ .Δ μ μ μ φάρ ακο εν παρατηρήθηκε ση αντική συσχέτιση εταξύ της είωσης της
, μ πρωτεϊνουρίας και της αρτηριακής πίεσης παρόλα αυτά είναι πιθανό η είωση της
μ μ αρτηριακής πίεσης να ευθύνεται εν έρει για την είωση της πρωτεϊνουρίας στην
μ . ο άδα της λοσαρτάνης
Επιδράσεις μακράς διάρκειας της λοσαρτάνης σε παιδιά με πρωτεϊνουρία έχουν
μελετηθεί έως τα 3 χρόνια κατά την φάση ανοιχτής επέκτασης μελέτης ασφάλειας
της ίδιας μελέτης, στην οποία όλοι οι ασθενείς που είχαν ολοκληρώσει την 12
η
εβδομάδα είχαν προσκληθεί να συμμετέχουν. Ένας αριθμός 268 ασθενών
εντάχθηκε στη φάση ανοιχτής μελέτης επέκτασης ασφάλειας και
επανατυχαιοποιήθηκε στη λοσαρτάνη (Ν=134) ή την εναλαπρίλη (Ν=134) και 109
ασθενείς είχαν >3 χρόνια παρακολούθησης (προ-επιλεγμένο σημείο περάτωσης οι
>100 ασθενείς που ολοκλήρωσαν 3 χρόνια παρακολούθησης κατά την περίοδο της
επέκτασης). Το δοσολογικό εύρος της λοσαρτάνης και εναλαπρίλης, σύμφωνα με
την κρίση του ερευνητή, ήταν 0,30 έως 4,42 mg/kg/ημερησίως και 0,02 to 1,13
mg/kg/ ημερησίως, αντιστοίχως. Δεν έγινε υπέρβαση του μέγιστου των ημερησίων
δόσεων των 50 mg για σωματικό βάρος <50 kg και 100 mg για >50 kg για τους
περισσότερους ασθενείς κατά τη φάση επέκτασης της μελέτης.
Συνολικά, τα αποτελέσματα από την επέκταση ασφάλειας έδειξαν ότι η λοσαρτάνη
ήταν καλά ανεκτή και οδήγησε σε σημαντικές μειώσεις της πρωτεϊνουρίας χωρίς
αξιοσημείωτη μεταβολή του ρυθμού σπειραματικής διήθησης (GFR) στη διάρκεια
των 3 ετών. Σε ασθενείς με φυσιολογική αρτηριακή πίεση (n=205) η εναλαπρίλη
είχε αριθμητικά μεγαλύτερη επίδραση σε σύγκριση με λοσαρτάνη στην
πρωτεϊνουρία (-33,0% (95% CI-47,2, -15,0)) έναντι -16,6%(95% CI -34,9, 6,8)) και
στο GFR(9,4(95% CI 0,4, 18,4) έναντι -4,0 (95% CI -13,1, 5,0)ml/min/1,73m
2
)). Για
τους υπερτασικούς ασθενείς (n=49), η λοσαρτάνη είχε αριθμητικά μεγαλύτερη
επίδραση στην πρωτεϊνουρία (-44,5% (95% CI-64,8, -12,4)) έναντι -39,5%(95% CI
-62,5, -2,2)) και στο GFR(18,9(95% CI 5,2, 32,5) έναντι -13,4 (95% CI -27,3,
0,6))ml/min/1,73m
2
)).
μ , μ μ μ μ μ Έχει διεξαχθεί ία ανοιχτή ε κυ αινό ενη δοσολογία κλινική ελέτη προκει ένου
μ μ να ελετηθεί η ασφάλεια και αποτελέσ ατικότητα της λοσαρτάνης σε παιδιατρικούς
6 μ 6 μ . μ 101 ασθενείς ηλικίας από ηνών έως ετών ε υπέρταση Ένας συνολικός αριθ ός
μ μ ασθενών τυχαιποιήθηκαν σε ία από τρεις διαφορετικές δόσεις έναρξης ιας
μ μ : μ μ 0,1 ανοιχτής ελέτης ε λοσαρτάνη ία χα ηλή δόση των mg/kg/ μ (η ερησίως N=33), μ ία
μ 0,3 έτρια δόση των mg/kg/ μ (η ερησίως N=34), μ 0,7 ή ία υψηλή δόση των mg/kg/ μ η ερησίως
(N=34). , 27 Από τους ασθενείς αυτούς οι ήταν βρέφη τα οποία είχαν ορισθεί ως παιδιά
6 μ 23 μ . μ μ μ ηλικίας ηνών έως ηνών Το φάρ ακο της ελέτης τιτλοποιήθηκε στο επό ενο
μ -3, -6, 9 δοσολογικό επίπεδο κατά τις Εβδο άδες και για τους ασθενείς που δεν ήταν
μ στο στόχο της αρτηριακής πίεσης και δεν βρίσκονταν ήδη στη έγιστη δόση
( 1,4 λοσαρτάνης mg/kg/ μ , 100 η ερησίως χωρίς να υπερβαίνουν τα mg/ μ ).η ερησίως
99 μ μ μ , 90 (90%) Από τους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία ε φάρ ακο της ελέτης ασθενείς
22