ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ONOMAΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
KESTINE
®
20 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο KESTINE περιέχει 20 mg ebastine.
Έκδοχο(α) με γνωστή δράση:
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο KESTINE 20 mg περιέχει 177 mg
μονοϋδρικής λακτόζης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Eπικαλυμμένo με λεπτό υμένιο δισκίο.
Το KESTINE
®
20 mg διατίθεται ως στρογγυλό λευκό επικαλυμμένο με λεπτό
υμένιο δισκίο. Τα δισκία φέρουν τυπωμένη στη μία πλευρά την ένδειξη Ε 20.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το KESTINE
®
ενδείκνυται για τη συμπτωματική θεραπεία της:
αλλεργικής ρινίτιδας (εποχιακής και χρόνιας) συνδυασμένης ή μη με
αλλεργική επιπεφυκίτιδα.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Αλλεργική ρινίτιδα:
To KESTINE
®
, όταν χορηγείται σε εφάπαξ δόση 20 mg ημερησίως, είναι
αποτελεσματικό για την ανακούφιση από τα συμπτώματα της σοβαρής
αλλεργικής ρινίτιδας. Στην περίπτωση ασθενών με λιγότερο σοβαρά
συμπτώματα συνιστάται η εφάπαξ χορήγηση ημερήσιας δόσης, 10 mg.
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του KESTINE
®
σε παιδιά κάτω των 12
ετών δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Ειδικοί πληθυσμοί
:
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με ήπια, μέτρια ή σοβαρή
νεφρική ανεπάρκεια ούτε σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια.
Δεν υπάρχει εμπειρία με δόσεις άνω των 10 mg σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική
ανεπάρκεια. Συνεπώς, δεν πρέπει να γίνει υπέρβαση της δόσης των 10 mg σε
ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια.
1
Η θεραπεία μπορεί να παραταθεί μέχρι να εξαλειφθούν τα συμπτώματα.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Επειδή υπάρχει φαρμακοκινητική αλληλεπίδραση με τα αντιμηκυτιασικά του
τύπου ιμιδαζόλης, όπως η κετοκοναζόλη και η ιτρακοναζόλη ή με τα
μακρολιδικά αντιβιοτικά όπως η ερυθρομυκίνη και τα φάρμακα για τη
φυματίωση, όπως η ριφαμπικίνη (βλ. παράγραφο 4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης), θα πρέπει να
δίδεται προσοχή όταν το ebastine συνταγογραφείται με φάρμακα που ανήκουν σε
αυτές τις κατηγορίες.
Σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια συνιστάται να χορηγείται το
φάρμακο με προσοχή (βλ. παράγραφο 4.2
Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
και
παράγραφο 5.2
Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
).
Τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία KESTINE περιέχουν λακτόζη, έτσι
ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη,
συγγενή γαλακτοζαιμία, ανεπάρκεια της Lapp λακτάσης ή δυσαπορρόφηση της
γλυκόζης-γαλακτόζης δεν πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Έχουν παρατηρηθεί φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις όταν το ebastine
χορηγείται με κετοκοναζόλη ή ιτρακοναζόλη και ερυθρομυκίνη. Οι
αλληλεπιδράσεις αυτές επέφεραν αυξημένες συγκεντρώσεις του ebastine και σε
μικρότερο βαθμό του carebastine στο πλάσμα, οι οποίες όμως, δεν σχετίστηκαν με
κανένα κλινικά σημαντικό φαρμακοδυναμικό αποτέλεσμα.
Έχουν παρατηρηθεί φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις όταν το ebastine
χορηγείται με ριφαμπικίνη. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε
μειωμένες συγκεντρώσεις στο πλάσμα και να μειώσουν την αντιισταμινική
δράση.
Δεν έχουν αναφερθεί αλληλεπιδράσεις του ebastine με τη θεοφυλλίνη, βαρφαρίνη,
σιμετιδίνη, διαζεπάμη και με το αλκοόλ.
H χορήγηση του ebastine με τροφή δεν προκαλεί καμία μεταβολή στην κλινική
του αποτελεσματικότητα.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Γονιμότητα:
Δεν υπάρχουν δεδομένα γονιμότητας από τη χρήση του ebastine στον άνθρωπο.
2
Εγκυμοσύνη:
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα από τη χρήση του ebastine σε εγκύους. Μελέτες
σε ζώα δεν καταδεικνύουν άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς επιδράσεις όσον αφορά
στην τοξικότητα κατά την αναπαραγωγική ικανότητα. Ως προφυλακτικό μέτρο,
να αποφεύγεται κατά προτίμηση η χρήση του ebastine κατά τη διάρκεια της
κύησης.
Θηλασμός:
Δεν είναι γνωστό εάν το ebastine απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Η υψηλή
πρόσδεση του ebastine και του κύριου μεταβολίτη του, του carebastine, με τις
πρωτεΐνες (>97%), υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει απέκκριση του φαρμάκου στο
ανθρώπινο γάλα. Ως προφυλακτικό μέτρο, να αποφεύγεται κατά προτίμηση η
χρήση του ebastine κατά τη διάρκεια της γαλουχίας.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Διερευνήθηκε εκτενώς στον άνθρωπο η ψυχοκινητική λειτουργία και δεν
διαπιστώθηκε καμία επίδραση. Το ebastine στις συνιστώμενες θεραπευτικές
δόσεις δεν επηρεάζει την ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
Ωστόσο, σε ευαίσθητα άτομα που αντιδρούν ασυνήθιστα στο ebastine,
συνιστάται ο ασθενής να γνωρίζει τις ατομικές αντιδράσεις προτού οδηγήσει ή
διεξάγει περίπλοκες δραστηριότητες: μπορεί να εμφανιστεί υπνηλία ή ζάλη (βλ.
παράγραφο 4.8).
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Σε μία συγκεντρωτική ανάλυση δεδομένων από ελεγχόμενες με εικονικό
φάρμακο κλινικές δοκιμές σε 5.708 ασθενείς που έλαβαν ebastine, οι πιο συχνά
αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν η ξηροστομία και η υπνηλία.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν σε κλινικές δοκιμές σε παιδιά
(n=460) ήταν παρόμοιες με αυτές που παρατηρήθηκαν στους ενήλικες.
Στον παρακάτω πίνακα καταγράφονται οι ανεπιθύμητες ενέργειες από τις
κλινικές δοκιμές και την εμπειρία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου σύμφωνα
με τη σύμβαση: πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως < 1/10), όχι συχνές
( ≥1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000) και πολύ σπάνιες
(<1/10.000).
Κατηγορία/
Οργανικό
σύστημα
Πολύ συχνές
(≥1/10)
Συχνές
(≥1/100 έως <
1/10)
Σπάνιες
(≥1/10.000 έως
<1/1.000)
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Αντιδράσεις
υπερευαισθησίας
(όπως αναφυλαξία
και αγγειοοίδημα)
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Νευρικότητα,
αϋπνία
Διαταραχές του
νευρικού
συστήματος
Κεφαλαλγία Υπνηλία Ζάλη, υπαισθησία,
δυσγευσία
Καρδιακές
διαταραχές
Αίσθημα παλμών,
ταχυκαρδία
Διαταραχές του Ξηροστομία Κοιλιακό άλγος,
3
γαστρεντερικού
συστήματος
έμετος, ναυτία,
δυσπεψία
Διαταραχές του
ήπατος και των
χοληφόρων
Ηπατίτιδα,
χολόσταση, μη
φυσιολογικές
δοκιμασίες
ηπατικής
λειτουργίας
(τρανσαμινάσες,
γ-GT, αλκαλική
φωσφατάση και
χολερυθρίνη
αυξημένες)
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Κνίδωση,
εξάνθημα,
δερματίτιδα
Διαταραχές του
αναπαραγωγικού
συστήματος και
του μαστού
Διαταραχές
εμμήνου ρύσης
Γενικές
διαταραχές και
καταστάσεις της
οδού χορήγησης
Οίδημα,
εξασθένιση
μ μ Αναφορά πιθανολογού ενων ανεπιθύ ητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες στον μ μ , 284, 15562 , Εθνικό Οργανισ ό Φαρ άκων Μεσογείων Χολαργός
, : Αθήνα Τηλ 213 2040380/337, Φαξ: 210 6549585, http :// www . eof . gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Σε μελέτες που διεξήχθησαν με υψηλές δόσεις, έως 100 mg χορηγούμενες άπαξ
ημερησίως, δεν παρατηρήθηκαν κλινικώς σημαντικά συμπτώματα. Δεν υπάρχει
ειδικό αντίδοτο για το ebastine. Πρέπει να διεξάγεται πλύση στομάχου,
παρακολούθηση των ζωτικών λειτουργιών περιλαμβανομένου του
ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ΗΚΓ) και συμπτωματική θεραπεία.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Άλλα αντιισταμινικά για συστηματική χρήση
Κωδικός ATC: R06 AX22
Προκλινικά δεδομένα
Τo ebastine έχει αποδειχθεί ότι ασκεί μια ταχεία και μακρόχρονη αναστολή των
ενεργειών που προάγονται από την ισταμίνη και ακόμα παρουσιάζει μια ισχυρή
συγγένεια για τους Η
1
-υποδοχείς.
4
Mετά από του στόματος χορήγηση ούτε το ebastine ούτε οι μεταβολίτες του
διαπερνούν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Αυτό αιτιολογεί τη μικρή
κατευναστική δράση του, όπως αυτή διαπιστώνεται βάσει των αποτελεσμάτων
που προέκυψαν από πειράματα που διεξήχθησαν για να μελετηθούν οι
επιδράσεις του ebastine στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
In vivo
και
in vitro
δεδομένα παρουσιάζουν το ebastine ως έναν ισχυρό, μακράς
διάρκειας και εξαιρετικά εκλεκτικό ανταγωνιστή των Η
1
-υποδοχέων της
ισταμίνης, απαλλαγμένο αντιχολινεργικής δράσης και ανεπιθύμητων ενεργειών
από το ΚΝΣ.
Κλινικά δεδομένα
Μελέτες που διεξήχθησαν σε περιπτώσεις εμφάνισης δερματικών πομφών που
σχετίζονται με την έκλυση ισταμίνης, έχουν δείξει μία στατιστικώς και
κλινικώς σημαντική αντιϊσταμινική δράση του ebastine που αρχίζει μία ώρα
μετά τη χορήγηση και διαρκεί για περισσότερο από 48 ώρες. Ύστερα από τη
διακοπή της χορήγησης, μετά από αγωγή πέντε ημερών με ebastine, η
αντιϊσταμινική δράση διατηρείται άνω των 72 ωρών. Αυτή η διάρκεια δράσης
βρίσκεται σε αρμονία με τα επίπεδα στο πλάσμα του κύριου δραστικού όξινου
μεταβολίτη, carebastine.
Μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση η αναστολή των περιφερικών
υποδοχέων παρέμεινε σε σταθερό επίπεδο χωρίς την ανάπτυξη ταχυφυλαξίας.
Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν ότι η χορήγηση μίας ελάχιστης δόσης
10mg προκαλεί μία ταχεία, ισχυρή και μακρόχρονη αναστολή στους
περιφερικούς Η
1
-υποδοχείς ισταμίνης που δικαιολογεί τη χορήγηση μίας
εφάπαξ δόσης ημερησίως.
Η κεντρική κατευναστική δράση του ebastine μελετήθηκε μέσω φαρμακο-
ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων (ΗΕΓ), δοκιμών γνωστικής απόδοσης,
οπτικοκινητικών συντονιστικών δοκιμών και υποκειμενικών εκτιμήσεων. Δεν
υπήρξε καμία σημαντική αύξηση της κατευναστικής δράσης με τη συνιστώμενη
δόση. Τα αποτελέσματα αυτά είναι ανάλογα με εκείνα των διπλών τυφλών
κλινικών μελετών: η συχνότητα της εμφάνισης κατευναστικής δράσης μετά τη
χορήγηση του ebastine είναι συγκρίσιμη με αυτή του εικονικού φαρμάκου.
Οι επιδράσεις του ebastine στην καρδιακή λειτουργία μελετήθηκαν κατά τη
διεξαγωγή κλινικών δοκιμών. Δεν παρατηρήθηκαν επιδράσεις στην καρδιακή
λειτουργία, συμπεριλαμβανομένης της παράτασης του διαστήματος QT, στις
συνιστώμενες δόσεις.
Σε χορήγηση επαναλαμβανόμενων δόσεων έως 100 mg ανά ημέρα ή μιας εφάπαξ
δόσης 500 mg, μικρές αυξήσεις του καρδιακού ρυθμού μερικών παλμών το λεπτό
επέφεραν βράχυνση του διαστήματος QT χωρίς σημαντική επίδραση στο
καταλλήλως διορθωμένο διάστημα QTc.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Το ebastine απορροφάται ταχέως και υπόκειται σε εκτεταμένo μεταβολισμό
πρώτης διόδου μετά από του στόματος χορήγηση. Το ebastine μετατρέπεται
σχεδόν πλήρως στο φαρμακολογικά δραστικό όξινο μεταβολίτη, carebastine.
Μετά από τη χορήγηση μίας εφάπαξ δόσης 10 mg, οι μέγιστες συγκεντρώσεις
του μεταβολίτη στο πλάσμα εμφανίζονται μέσα σε 2,6 έως 4 ώρες και τα
5
επίπεδά τους κυμαίνονται από 80 έως 100 ng/ml. Ο χρόνος ημιζωής του όξινου
μεταβολίτη είναι 15 με 19 ώρες ενώ το 66% του φαρμάκου απεκκρίνεται στα
ούρα κυρίως με τη μορφή συζευγμένων μεταβολιτών. Μετά από
επαναλαμβανόμενη χορήγηση 10 mg εφάπαξ ημερησίως μέσα σε 3 έως 5 ημέρες
επιτυγχάνεται σταθεροποιημένη κατάσταση και οι ανώτατες συγκεντρώσεις
στο πλάσμα κυμαίνονται από 130 έως 160 ng/ml. Μετά από τη χορήγηση μίας
εφάπαξ δόσης 20 mg, οι μέγιστες συγκεντρώσεις του ebastine στο πλάσμα
εμφανίζονται μέσα σε 1 έως 3 ώρες και τα επίπεδά τους φθάνουν μία μέση τιμή
2,8 ng/ml. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις του μεταβολίτη στο πλάσμα φθάνουν μία
μέση τιμή 157 ng/ml.
In vitro
μελέτες που διεξήχθησαν με ανθρώπινα ηπατικά μικροσώματα
καταδεικνύουν πως το ebastine μεταβολίζεται προς carebastine κυρίως μέσω
της οδού CYP3A4. Ταυτόχρονη χορήγηση ebastine με κετοκοναζόλη ή
ερυθρομυκίνη (και οι δύο είναι αναστολείς του CYP3A4) σε υγιείς εθελοντές
συνδέεται με σημαντική αύξηση στο πλάσμα των συγκεντρώσεων του ebastine
και του carebastine, ιδιαίτερα με την κετοκοναζόλη (βλ. παράγραφο 4.5
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης).
Τόσο το ebastine όσο και το carebastine συνδέονται ισχυρά με τις πρωτεΐνες
σε ποσοστό 97%.
Σε ηλικιωμένους ασθενείς δεν παρατηρήθηκαν στατιστικώς σημαντικές
αλλαγές στη φαρμακοκινητική του προϊόντος σε σύγκριση με εκείνη των
ενηλίκων εθελοντών.
Σε ασθενείς με ήπια, μέτρια ή σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια οι οποίοι ελάμβαναν
ημερήσιες δόσεις ebastine 20 mg, καθώς και σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια
ηπατική ανεπάρκεια που ελάμβαναν 20 mg ebastine, ή με σοβαρή ηπατική
ανεπάρκεια που ελάμβαναν 10 mg ebastine, οι συγκεντρώσεις του ebastine και του
carebastine στο πλάσμα επιτυγχάνεται κατά τη διάρκεια της πρώτης και της
πέμπτης ημέρας θεραπείας και ήταν παρόμοιες με αυτές που επιτυγχάνονται σε
υγιείς εθελοντές. Συνεπώς, το φαρμακοκινητικό προφίλ του ebastine και των
μεταβολιτών του δεν αλλάζει σημαντικά σε ασθενείς με ηπατική ή νεφρική
ανεπάρκεια διαφόρων βαθμών.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Σύνθεση Πυρήνα
Microcrystalline cellulose
Lactose monohydrate
Pregelatinized maize starch
Croscarmellose sodium
Magnesium stearate
Σύνθεση της επικάλυψης
Hydromellose
Macrogol 6000
Titanium dioxide
6
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Το προϊόν πρέπει να φυλάσσεται σε θερμοκρασία μικρότερη των 30
ο
C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κουτί που περιέχει 1 ή 2 ή 3 blister PVC/αλουμινίου.
Κάθε blister περιέχει 10 δισκία.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Δικαιούχος σήματος:
ALMIRALL S.A.,
BARCELONA, SPAIN
Υπεύθυνος Κυκλοφορίας:
NOVIS PHARMACEUTICAL S.A.
Τερψιχόρης 2
145 64 – Κηφισιά
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
38937/15-06-2006
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ EΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΔΕΙΑΣ
15-06-2006
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
7