της καρβονικής ανυδράσης στα RBCs. Κατά τη χρόνια χορήγηση, η δορζολαμίδη
αθροίζεται στα RBC ως αποτέλεσμα της εκλεκτικής σύνδεσης με την CA-II, ενώ
εξαιρετικά χαμηλές συγκεντρώσεις ελεύθερης δραστικής ουσίας παραμένουν
στο πλάσμα. Η μητρική δραστική ουσία σχηματίζει έναν Ν-αποαιθυλιωμένο
μεταβολίτη, ο οποίος αναστέλλει την CA-II σε μικρότερο βαθμό από ότι η
μητρική δραστική ουσία, αλλά αναστέλλει επίσης και ένα λιγότερο δραστικό
ισοένζυμο (CA-I). Ο μεταβολίτης επίσης αθροίζεται στα RBCs, όπου συνδέεται
πρωτίστως με την CA-I. Η δορζολαμίδη συνδέεται σε μέτριο βαθμό με τις
πρωτεΐνες του πλάσματος (περίπου 33%). Η δορζολαμίδη απεκκρίνεται
αυτούσια κυρίως με τα ούρα. Ο μεταβολίτης της επίσης αποβάλλεται στα ούρα.
Μετά το τέλος της χορήγησης, η δορζολαμίδη απομακρύνεται από τα RBCs μη
γραμμικά, με αποτέλεσμα αρχικά να έχουμε ταχεία ελάττωση της
συγκέντρωσης της δραστικής ουσίας, η οποία ακολουθείται στη συνέχεια από
μία φάση βραδύτερης αποβολής με χρόνο ημίσειας ζωής περίπου τεσσάρων
μηνών.
Όταν η δορζολαμίδη χορηγήθηκε από το στόμα, ώστε να προσομοιωθεί με την
υψηλότερη συστηματική έκθεση του οργανισμού μετά από μακροχρόνια τοπική
οφθαλμική χορήγηση, σταθερή κατάσταση επετεύχθη μέσα σε 13 εβδομάδες. Στη
σταθερή αυτή κατάσταση πράγματι δεν υπήρχε καθόλου ελεύθερη δραστική
ουσία ή μεταβολίτης της στο πλάσμα. Η αναστολή της καρβονικής ανυδράσης
στα ερυθρά αιμοσφαίρια ήταν μικρότερη από εκείνη, που θεωρείται απαραίτητη
για τη φαρμακολογική επίδραση στη νεφρική λειτουργία ή την αναπνευστική
λειτουργία. Παρόμοια φαρμακοκινητικά αποτελέσματα παρατηρήθηκαν μετά
από χρόνια τοπική χορήγηση δορζολαμίδης.
Ωστόσο, μερικοί ηλικιωμένοι ασθενείς, με νεφρική δυσλειτουργία (κατ’
εκτίμηση CrCl 30-60 ml/ min), είχαν υψηλότερα επίπεδα συγκεντρώσεων του
μεταβολίτη στα RBCs, αλλά όχι ιδιαίτερης σημασίας διαφορές που σχετίζονται
με την αναστολή της καρβονικής ανυδράσης, ενώ καμία κλινικά σημαντική
συστηματική ανεπιθύμητη ενέργεια δεν αποδόθηκε σε αυτό το εύρημα.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα κύρια ευρήματα μελετών σε ζώα με υδροχλωρική δορζολαμίδη χορηγούμενη
από το στόμα, σχετίσθηκαν με τα φαρμακολογικά αποτελέσματα της
συστηματικής αναστολής της καρβονικής ανυδράσης. Μερικά από αυτά τα
ευρήματα ήταν ειδικά κατά είδος ζώου και/ή ήταν αποτέλεσμα της μεταβολικής
οξέωσης. Σε κουνέλια στα οποία χορηγήθηκαν τοξικές για τη μητέρα δόσεις
δορζολαμίδης που σχετίσθηκαν με μεταβολική οξέωση, παρατηρήθηκαν
δυσμορφίες των σπονδυλικών σωμάτων.
Σε κλινικές μελέτες, οι ασθενείς δεν έδειξαν σημεία μεταβολικής οξέωσης ή
μεταβολές των ηλεκτρολυτών του ορού, οι οποίες είναι ενδεικτικές της
συστηματικής αναστολής της καρβονικής ανυδράσης. Ως εκ τούτου, δεν
αναμένεται τα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν σε μελέτες ζώων να
παρατηρηθούν σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπευτικές δόσεις δορζολαμίδης.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Υδροξυαιθυλοκυτταρίνη
Μαννιτόλη (E 421)
Κιτρικό νάτριο (E 331)
Υδροξείδιο του νατρίου (E524) για τη ρύθμιση του pH