ημερησίως, 30 ασθενείς ≥ 2 ετών μεταφέρθηκαν στο σχήμα με σταθερό
συνδυασμό 2 % δορζολαμίδη/0,5 % τιμολόλη δύο φορές ημερησίως (b.i.d.).
Συνολικά, αυτή η μελέτη δεν έδειξε επιπλέον ανησυχητικά στοιχεία
ασφάλειας σε παιδιατρικούς ασθενείς: Περίπου στο 26 % (20 % σε
μονοθεραπεία με δορζολαμίδη) των παιδιατρικών ασθενών παρατηρήθηκε
ότι παρουσίασαν ανεπιθύμητες ενέργειες σχετιζόμενες με το φάρμακο, η
πλειονότητα των οποίων ήταν τοπικές, όχι σοβαρές οφθαλμικές επιδράσεις
όπως οφθαλμικός καύσος και νυγμός, υπεραιμία και οφθαλμικός πόνος. Σε
ένα μικρό ποσοστό 4 % παρατηρήθηκε οίδημα του κερατοειδούς ή θόλωση.
Τοπικές αντιδράσεις σε παρόμοια συχνότητα εμφανίσθηκαν και με τον
συγκριτικό παράγοντα.
Σε στοιχεία μετά την κυκλοφορία, έχουν γίνει αναφορές για μεταβολική
οξέωση σε ασθενείς πολύ νεαρής ηλικίας ιδιαίτερα στον πληθυσμό με
νεφρική ανωριμότητα/δυσλειτουργία.
Δεδομένα αποτελεσματικότητας σε παιδιατρικούς ασθενείς υποστηρίζουν
ότι η μέση μείωση της ΕΟΠ που παρατηρήθηκε στην ομάδα με δορζολαμίδη
ήταν συγκρίσιμη με τη μέση μείωση της ΕΟΠ στην ομάδα με τιμολόλη αν
και παρατηρήθηκε μία μικρή αριθμητική υπεροχή για την τιμολόλη.
Δεν είναι διαθέσιμες μελέτες πιο μακροχρόνιας αποτελεσματικότητας (12
εβδομάδες).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Αντίθετα από τους χορηγούμενους από το στόμα αναστολείς της καρβονικής
ανυδράσης, η τοπική χορήγηση της υδροχλωρικής δορζολαμίδης επιτρέπει
στη δραστική ουσία να ασκεί τις επιδράσεις της απευθείας στον οφθαλμό,
σε σημαντικά χαμηλότερες δόσεις και ως εκ τούτου με μικρότερη
συστηματική έκθεση. Σε κλινικές μελέτες, αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη
μείωση της ενδοφθάλμιας πίεσης, χωρίς την εμφάνιση διαταραχών της
οξεοβασικής ισορροπίας ή μεταβολών των ηλεκτρολυτών που είναι
χαρακτηριστικό των από του στόματος χορηγούμενων αναστολέων της
καρβονικής ανυδράσης.
Όταν η δορζολαμίδη χορηγείται τοπικά, εισέρχεται στη συστηματική
κυκλοφορία. Για την εκτίμηση της πιθανότητας συστηματικής αναστολής
της καρβονικής ανυδράσης μετά από τοπική χορήγηση, μετρήθηκαν οι
συγκεντρώσεις της δραστικής ουσίας και του μεταβολίτη της στα ερυθρά
αιμοσφαίρια του αίματος (RBCs) και στο πλάσμα, καθώς επίσης και η
αναστολή της καρβονικής ανυδράσης στα RBCs. Κατά τη χρόνια χορήγηση, η
δορζολαμίδη αθροίζεται στα RBCs ως αποτέλεσμα της εκλεκτικής σύνδεσης
με την CA-II, ενώ εξαιρετικά χαμηλές συγκεντρώσεις ελεύθερης δραστικής
ουσίας παραμένουν στο πλάσμα. Η μητρική δραστική ουσία σχηματίζει
ένα Ν-αποαιθυλιωμένο μεταβολίτη, ο οποίος αναστέλλει την CA-II σε
μικρότερο βαθμό από ότι η μητρική δραστική ουσία, αλλά αναστέλλει
επίσης και ένα λιγότερο δραστικό ισοένζυμο (CA-I). Ο μεταβολίτης επίσης
αθροίζεται στα RBCs, όπου συνδέεται πρωτίστως με την CA-I. Η δορζολαμίδη
συνδέεται σε μέτριο βαθμό με τις πρωτεΐνες του πλάσματος (περίπου 33 %).
10