Cyclosporin
Προκαταρκτικά δεδομένα έχουν δείξει ότι ασθενείς που λαμβάνουν ABELCET σε συνδυασμό με
υψηλές δόσεις cyclosporin παρουσιάζουν αύξηση της κρεατινίνης του ορού. Σύμφωνα με τα ίδια
δεδομένα η αύξηση της κρεατινίνης του ορού προκαλείται από την cyclosporin και όχι από το
ABELCET.
Άλλα φάρμακα
Η αλληλεπίδραση του ABELCET με άλλα φάρμακα δεν έχει πλήρως μελετηθεί. Η συμβατική
Amphotericin B έχει αναφερθεί ότι αλληλεπιδρά με αντινεοπλασματικά φάρμακα, κορτικοστεροειδή
και κορτικοτροπίνη (ACTH), γλυκοσίδες της δακτυλίτιδας, φλουκυτοσίνη και μυοχαλαρωτικά
φάρμακα.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Η ασφάλεια του ABELCET σε έγκυες γυναίκες δεν έχει τεκμηριωθεί. Το ABELCET θα πρέπει να
χρησιμοποιείται κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, εφόσον το πιθανό όφελος είναι μεγαλύτερο από
τους πιθανούς κινδύνους για τη μητέρα και το έμβρυο.
Δεν είναι γνωστό εάν το ABELCET περνά στο μητρικό γάλα. Η απόφαση για το εάν συνεχιστεί ή
διακοπεί ο θηλασμός και για το αν συνεχιστεί ή διακοπεί η χορήγηση ABELCET πρέπει να παίρνεται
έχοντας υπόψη το όφελος του θηλασμού στο παιδί και το όφελος του Abelcet στην γυναίκα.
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Οι επιδράσεις του Abelcet στην ικανότητα οδήγησης ή χειρισμού μηχανημάτων δεν έχουν
διερευνηθεί. Κάποιες από τις ανεπιθύμητες ενέργειες του Abelcet όπως παρουσιάζονται παρακάτω
ίσως επηρεάζουν την ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων. Ωστόσο, η κλινική
κατάσταση των περισσοτέρων ασθενών που ακολουθούν θεραπευτική αγωγή με Abelcet αποκλείει
την οδήγηση οχημάτων ή τον χειρισμό μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Ασθενείς στους οποίους παρουσιάστηκε σημαντική νεφροτοξικότητα μετά τη χρήση συμβατικής
Amphotericin B, δεν εμφάνισαν παρόμοια τοξικότητα όταν η συμβατική Amphotericin B
αντικαταστάθηκε από το ABELCET. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τη χρήση του
ABELCET είναι γενικά ήπιες ή μέτριες και εμφανίζονται κατά κανόνα κατά τη διάρκεια των 2
πρώτων ημερών θεραπείας. Η συχνότητα και σοβαρότητα οξέων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά τη
θεραπεία με ABELCET είναι σημαντικά χαμηλότερες από αυτές που έχουν αναφερθεί για τη
συμβατική Amphotericin B.
Οι πλέον συνήθεις κλινικές ανεπιθύμητες ενέργειες όπως παρουσιαστήκαν σε τυχαιοποιημένες
ελεγχόμενες και ανοιχτές κλινικές δοκιμές ήταν: ρίγος (15%), αυξημένη κρεατινίνη (11%), πυρεξία
(11%), ναυτία (7%) και υποκαλιαιμία (6%).
Η συχνότητα εμφάνισης βασίζεται στην ανάλυση του συνόλου των κλινικών δοκιμών, όπου
συπεριελήφθησαν 709 ασθενείς που ακολουθούσαν θεραπευτική αγωγή με Abelcet.
Υπήρξαν 556 περιπτώσεις σε μελέτες έκτακτης ανάγκης και 153 σε ελεγχόμενες τυχαιοποιημένες
μελέτες διηθητικής candidiasis (το 38% των ασθενών ήταν ≥ 65 χρονών). Στις μελέτες έκτακτης
ανάγκης, οι ασθενείς είχαν προηγουμένως εμφανίσει δυσανεξία στη θεραπεία με συμβατική
Αmphotericin Β, ή νεφρική ανεπάρκεια ως αποτέλεσμα της προηγούμενης θεραπείας με συμβατική
Αmphotericin Β, ή είχαν προϋπάρχουσα νεφροπάθεια είτε βίωσαν αποτυχία της θεραπείας.
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί με Abelcet κατά τη διάρκεια κλινικών
μελετών και /ή μετά την έγκριση κυκλοφορίας του.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιγράφονται παρακάτω, όπως προτείνεται από την MedDRA, ανά
κατηγορία οργανικού συστήματος και ανά συχνότητα.
4