ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ (SPC)
1. EM ΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ:
DERMESTRIL
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ σε δραστικά συστατικά:
Estradiol Hemihydrate 25 mcg / 24 hrs, 50 mcg / 24 hrs, 100 mcg / 24 hrs
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ: Αυτοκόλλητο σύστημα για διαδερμική χορήγηση
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις:
’’Θεραπεία υποκατάστασης με οιστρογόνα για τη διόρθωση της έλλειψής τους,
καθώς και των συμπτωμάτων που σχετίζονται με αυτήν και που οφείλονται στη
φυσική ή χειρουργικώς προκαλούμενη εμμηνόπαυση, όπως αγγειοκινητικά
ενοχλήματα (π.χ. εξάψεις συνoδευόμενες από αίσθημα θερμότητας), διαταραχές του
ύπνου, ενοχλήματα από το ουροποιογεννητικό σύστημα (π.χ. αιδιοκολπική ατροφία
και ατροφική ουρηθρίτιδα), συνοδές μεταβολές της ψυχικής διάθεσης και προφύλαξη
από ενδεχόμενη απώλεια οστικής μάζας σε άτομα υψηλού κινδύνου.
Σε ασθενείς με άθικτη μήτρα συνιστάται όπως τα οιστρογόνα συμπληρώνονται
με την περιοδική χορήγηση προγεστερινοειδών ’’.
4.2.Δοσολογία και τρόπος χορήγησης( για ενήλικες, παιδιά,
ηλικιωμένους):
Δοσολογία: Το DERMESTRIL εφαρμόζεται δύο φορές την εβδομάδα δηλ.
ανανεώνεται κάθε 3 έως 4 ημέρες. Η θεραπεία αρχίζει κατά κανόνα με
DERMESTRIL 50. Στη συνέχεια η δοσολογία πρέπει να προσαρμόζεται
στις ατομικές ανάγκες: η εμφάνιση αισθήματος τάσεως των μαστών ή / και
μητρορραγίες, υποδηλώνουν γενικά ότι η δόση είναι πολύ αυξημένη και
πρέπει να μειωθεί. Εάν η δόση που επιλέχθηκε δεν απάλειψε τα συμπτώματα του
οιστρογονικού ελλείματος, πρέπει να αυξηθεί. Η θεραπεία συντηρήσεως πρέπει να
γίνεται πάντοτε με τη μικρότερη αποτελεσματική δόση.
Το DERMESTRIL χρησιμοποιείται συνηθέστερα κυκλικά, για χρονική διάρκεια
3 έως 4 εβδομάδων το μήνα, ακολουθούμενη από ένα ελεύθερο μεσοδιάστημα
2 έως 7 ημερών. Διαρκούντος αυτού του μεσοδιαστήματος μπορούν να εμφανιστούν
στερητικές αιμορραγίες.
Mια συνεχής αγωγή, μη κυκλική, μπορεί να είναι ενδεδειγμένη για γυναίκες
που έχουν υποβληθεί σε υστερεκτομή ή για την περίπτωση που τα συμπτώματα του
οιστρογονικού ελλείματος εκδηλώνονται και πάλι έντονα στη διάρκεια του ελεύθερου
μεσοδιαστήματος.
Η συνακόλουθη αγωγή με προγεστινογόνα πρέπει να γίνει κατά το ακόλουθο σχήμα:
Εάν το DERMESTRIL έχει χορηγηθεί κατά τρόπο συνεχή, συνιστάται όπως
ο χρόνος λήψεως του προγεστινογόνου να διαρκεί 10 ημέρες τουλάχιστον
το μήνα.
Για τις ασθενείς που υποβάλλονται σε κυκλική αγωγή, το προγεστινογόνο θα
χορηγηθεί στη διάρκεια τουλάχιστον των τελευταίων ημερών της αγωγής με
οιστραδιόλη. ‘Eτσι δεν θα υπάρχει καμία ορμονική χορήγηση κατά το ελεύθερο
μεσοδιάστημα κάθε κύκλου.
Και στις δύο περιπτώσεις, μπορεί να εκδηλωθούν αιμορραγίες μετά τη διακοπή
της αγωγής με προγεστινογόνο.
Τρόπος χρήσεως: Μετά την απομάκρυνση του προστατευτικού φύλλου το
DERMESTRIL πρέπει να εφαρμοστεί αμέσως πάνω στον κορμό, σε μέρος όπου
το δέρμα είναι καθαρό, στεγνό και άθικτο. Επιλέγεται ένα μέρος όπου οι
κινήσεις δεν δημιουργούν σοβαρές πτυχές, π.χ. πάνω στην κοιλιά, τους
γλουτούς ή την οσφυϊκή περιοχή.
Το δέρμα δεν πρέπει να είναι ερεθισμένο ή να έχει επαλειφθεί με ελαιώδη
προιόντα.
Το DERMESTRIL δεν πρέπει να εφαρμόζεται πάνω στους μαστούς.
Επίσης δεν πρέπει να τοποθετείται για δύο συνεχείς φορές στο ίδιο μέρος. Από
την στιγμή που θα εφαρμοσθεί το σύστημα δεν πρέπει να εκτεθεί στον ήλιο.
4.3. Αντενδείξεις:
Διαγνωσμένη ή ύποπτη οιστρογόνο - εξαρτώμενη κακοήθης νεοπλασία
(καρκίνωμα του μαστού ή ενδομητρίου, λειομύωμα της μήτρας), ενδομητρίωση,
αιμορραγία γεννητικών οργάνων και κολπική αιμορραγία άγνωστης αιτιολογίας,
σοβαρή βλάβη του ήπατος, ενεργός θρομβοεμβολική νόσος, θρόμβωση,
θρομβοφλεβίτιδα ή ιστορικό σοβαρής θρομβοεμβολικής νόσου με προγενέστερη
χρήση οιστρογόνων, πορφυρία, υπερευαισθησία στα οιστρογόνα, κύηση,
γαλουχία.
44. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη
χρήση:
Δεν υπάρχουν προς το παρόν ικανοποιητικές ενδείξεις για το ότι τα
χορηγούμενα σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες οιστρογόνα αυξάνουν
τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, είναι όμως ανάγκη να δίδεται
μεγάλη προσοχή κατά τη συνταγογράφηση οιστρογόνων σε γυναίκες με ισχυρό
οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού. Έχει αναφερθεί πως η
παρατεταμένη, αδιάλειπτη θεραπεία με οιστρογόνα σε ασθενείς με άθικτη μήτρα
αύξησε τον κίνδυνο υπερπλασίας του ενδομητρίου σε μερικές από αυτές.
Ως εκ τούτου πριν την έναρξη της θεραπείας υποκατάστασης με οιστρογόνα και
περιοδικώς κάθε 6 έως 12 μήνες κατά τη διάρκεια της, συνιστάται να γίνεται
πλήρης κλινικός έλεγχος της ασθενούς καθώς και γυναικολογική εξέταση και να
λαμβάνεται πλήρες ατομικό και οικογενειακό ιατρικό ιστορικό.
Η μακροχρόνια προφυλακτική αγωγή για την απώλεια οστικής μάζας πρέπει να
περιορίζεται σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο πρόκλησης καταγμάτων.
Παράγοντες οι οποίοι προδιαθέτουν σε αυτόν είναι:
Λευκή ή Ασιατική φυλή
Θήλεα
Λεπτές ή μικρόσωμες γυναίκες
Οκογενειακό ιστορικό της πάθησης
Ανεπάρκεια οιστρογόνων πριν ή μετά την εμμηνόπαυση
Πρόωρη εμμηνόπαυση
Διατροφή ανεπαρκής σε ασβέστιο
Κάπνισμα
Κατάχρηση αλκοόλ
Καθιστική ζωή
Ο κίνδυνος υπερπλασίας του ενδομητρίου και πιθανώς, καρκίνου αυξάνουν με
την παρατεταμένη χορήγηση μόνο οιστρογόνων.
Ως εκ τούτου γίνεται έντονη σύσταση για ταυτόχρονη χορήγηση ενός
προγεσταγόνου για 10 - 12 τουλάχιστον ημέρες τον μήνα.
Απαιτείται πολύ προσεκτικός έλεγχος σε ασθενείς με επιληψία, διαβήτη
ή υπέρταση και διαταραχές ή βλάβες της ηπατικής λειτουργίας.
Η παρατεταμένη χρήση οιστρογόνων επηρεάζει τον μεταβολισμό του ασβεστίου
και του φωσφόρου. Ως εκ τούτου τα οιστρογόνα πρέπει να χρησιμοποιούνται με
προσοχή σε ασθενείς με μεταβολικές ασθένειες των οστών που συνδέονται με
υπερασβεστιαιμία και σε ασθενείς με νεφρική βλάβη ή ανεπάρκεια.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης:
Τα οιστρογόνα ενισχύουν τη δράση των χορηγούμενων από το στόμα
αντιπηκτικών και αντιδιαβητικών δισκίων, των ανταγωνιστών του φυλλικού οξέος
καθώς και τη γλυκοκορτικοειδή και αντιφλεγμονώδη δράση της υδροκορτιζόνης.
Αντίθετα μειώνουν την αποτελεσματικότητα των αντιλιπιδαιμικών φαρμάκων.
Φάρμακα που επάγουν τα ηπατικά ένζυμα, π.χ. βαρβιτουρικά, υδαντοϊνες,
καρβαμαζεπίνη, μεπροβαμάτη, φαινοβαρβιτάλη, φαινυλοβουταζόνη, ή
ριφαμπικίνη, μειώνουν ή αναστέλλουν τη δραστικότητα των οιστρογόνων.
Η έκταση παρέμβασης, στην περίπτωση της διαδερμικά χορηγούμενης
οιστραδιόλης δεν είναι γνωστή.
Με χαμηλά επίπεδα οιστρογόνων στο αίμα μειώνεται η μητροσυσταλτική δράση
της ωκυτοκίνης.
4.6 Κύηση και γαλουχία:
Τα οιστρογόνα δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της
κύησης και της γαλουχίας (βλέπε Αντενδείξεις)
Τα οιστρογόνα δε συνιστώνται για απογαλακτισμό, όπου φάρμακο εκλογής είναι
η βρωμοκρυπτίνη, καθώς και για πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας, όπου
προτιμώνται άλλα φάρμακα (βλέπε ωοθυλακιορρηκτικά φάρμακα).
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων:
Το DERMESTRIL με κανονική χρήση, δεν αναμένεται να έχει οποιαδήποτε
επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες:
Εχει αναφερθεί ότι τα από του στόματος χορηγούμενα συνθετικά οιστρογόνα
προκαλούν σπανίως τις ακόλουθες σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες:
Ουροποιογεννητικό σύστημα:
Συχνά: Εκδήλωση αιμορραγίας.
Εάν γίνεται κατάλληλος συνδυασμός των οιστρογόνων με μία προγεστερόνη,
εμφανίζεται συνήθως αιμορραγία λόγω διακοπής, όπως παρατηρείται στο
φυσιολογικό εμμηνορρυσιακό κύκλο (βλέπε Δοσολογία - Τρόπος χορήγησης).
Κλινικές δοκιμασίες έχουν επιβεβαιώσει ότι η οιστρογονοθεραπεία με
DERMESTRIL όπως κάθε οιστρογονοθεραπεία - μπορεί να προκαλέσει
υπερπλασία του ενδομητρίου, εκτός εάν η λήψη των οιστρογόνων
συμπληρώνεται κατάλληλα από μία προγεστερόνη. Επίσης μπορεί να
προκληθεί επαναδραστηριοποίηση ενδομητρίωσης και διαταραχές της έμμηνου
ρύσεως.
Ενδοκρινικό σύστημα:
Συχνά: δυσφορία στο στήθος ή μαστωδυνία (σημείο δράσης οιστρογόνων,
βλέπε Δοσολογία - Τρόποι χορήγησης),διαταραχές του μεταβολισμού
υδατανθράκων.
Γαστρεντερικό σύστημα:
Περιστασιακά: ναυτία, έμετοι, ανορεξία, διάρροια, κοιλιακοί πόνοι ή κράμπες,
διάταση του στομάχου.
Κεντρικό, νευρικό σύστημα:
Περιστασιακά: κεφαλαλγία, ημικρανία
Σπάνια: ζάλη
Καρδιαγγειακό σύστημα:
Μεμονωμένα περιστατικά: θρομβοφλεβίτιδα, παροξυσμός των κιρσωδών
φλεβών, αύξηση της αρτηριακής πίεσης, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια.
Ηπαρ:
Διαταραχές της ηπατικής λειτουργίας μέχρι και χολοστατικό ίκτερο.
Αίμα:
Επιδείνωση πορφυρίας, υπερασβεστιαιμία.
Διάφορα:
Αυξημένη συχνότητα χολολιθίασης, οίδημα, μεταβολές του σωματικού βάρους,
νευρο-οφθαλμικές διαταραχές, κατάθλιψη.
Αν κάποια από τις παραπάνω ανεπιθύμητες ενέργειες εμφανισθεί κατά τη
θεραπεία με διαδερμικώς χορηγούμενα φυσικά οιστρογόνα, η θεραπεία θα
πρέπει να διακόπτεται.
Άλλες συνηθέστερες αλλά μικρής σημασίας ανεπιθύμητες ενέργειες που
συνήθως δεν αποκλείουν συνέχιση της θεραπείας, περιλαμβάνουν κεφαλαλγία,
ναυτία και ευαισθησία των μαστών στην πίεση ή την αφή.
Μερικές ασθενείς παρουσιάζουν παροδικό ερύθημα τοπικώς στο μέρος
της εφαρμογής του αυτοκόλλητου διαδερμικού συστήματος, φαινόμενο
που υποχωρεί μερικές ημέρες μετά την απομάκρυνση του αυτοκόλλητου.
Σε κλινικές μελέτες με το DERMESTRIL έχουν παρατηρηθεί οι ακόλουθες
ανεπιθύμητες ενέργειες από τις οποίες καμμία δεν ήταν σοβαρή.
Οι ανεπιθύμητες αυτές ενέργειες που περιλαμβάνουν ευαισθησία των μαστών
στην πίεση ή την αφή, αιμορραγία (λιγότερο του 2%) και εμφάνιση κηλίδων
(λιγότερο του 5%) αντικατοπτρίζουν τα γνωστά χαρακτηριστικά της θεραπείας
με οιστρογόνα ή με συνδυασμό οιστρογόνων / προγεσταγόνων και δεν είναι
ανησυχητικές. Δερματικές αντιδράσεις αναφέρθηκαν σε λιγότερο από 6% των
ασθενών κατά το διάστημα 6 κύκλων θεραπείας.
Η χαμηλή αυτή συχνότητα είναι ενθαρρυντική.
4.9 Υπερδοσολογία:
Οι αναφορές σχετικά με την κατάποση, από παιδιά, μεγάλων ποσοτήτων
αντισυλληπτικών που περιέχουν οιστρογόνα υποδηλώνουν πως δεν
εμφανίζονται με οξύτητα σοβαρά συμπτώματα ασθένειας. Στις γυναίκες,
η υπέρβαση της δόσης αναμένεται να προκαλέσει αύξηση του αισθήματος
τάσης των μαστών και / ή εμφάνιση κηλίδων.
Λόγω του τρόπου χορήγησης, η υπέρβαση της δόσης με το DERMESTRIL δεν
θεωρείται πιθανή. Αν παραστεί πάντως ανάγκη, τα συμπτώματα είναι
αναστρέψιμα με την αφαίρεση του συστήματος.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ:
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες:
Η οιστραδιόλη είναι μια φυσικά απαντόμενη οιστρογονική ορμόνη. Παράγεται
υπό την επήρρεια της υπόφυσης στα ώριμα ωοθυλάκια. Στο θήλυ διεγείρει τα
επικουρικά όργανα αναπαραγωγής και προκαλεί την ανάπτυξη των
δευτερευόντων σεξουαλικών χαρακτηριστικών κατά την εφηβεία. Είναι επίσης
υπεύθυνη για τις μεταβολές του ενδομητρίου κατά το πρώτο ήμισυ του έμμηνου
κύκλου.
Η οιστραδιόλη απορροφάται εύκολα και πλήρως από την γαστρεντερική οδό,
καθώς και μέσω του δέρματος και των βλεννογόνων.
Μεταβολίζεται κυρίως στο ήπαρ, ενώ η απέκκριση των λιγότερο δραστικών
μεταβολιτών της, κυρίως της οιστρόνης και της οιστριόλης, πραγματοποιείται
μέσω των ούρων.
Το DERMESTRIL απελευθερώνει διαδερμικώς οιστραδιόλη στην κυκλοφορία σε
φυσιολογικές ποσότητες.
Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες το DERMESTRIL αυξάνει τα επίπεδα
της οιστραδιόλης στα επίπεδα που παρατηρούνται κατά την αρχική και τη μέση
θυλακιώδη φάση. Με τη διαδερμική οδό χορήγησης αποφεύγεται το αποτέλεσμα
πρώτης διόδου από το ήπαρ που παρατηρείται με τα από του στόματος
χορηγούμενα οιστρογόνα.
Σε αντίθεση με τα από του στόματος χορηγούμενα οιστρογόνα, η διέγερση της
ηπατικής σύνθεσης πρωτεϊνών αποφεύγεται σε μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα
την έλλειψη επίδρασης στα κυκλοφορούντα επίπεδα του υποστρώματος
ρενίνης, της δεσμεύουσας τις θυρεοειδικές ορμόνες σφαιρίνης, της δεσμεύουσας
τις γεννητικές ορμόνες σφαιρίνης, καθώς και της δεσμεύουσας την κορτιζόλη
σφαιρίνης.
Ομοίως φαίνεται οτι και οι παράγοντες πήξης (π.χ. ινωδοπεπτίδιο Α κλπ.)
παραμένουν επίσης, κατά τα φαινόμενα, ανεπηρέαστοι. Η διαδερμικώς
χορηγούμενη οιστραδιόλη δεν επηρεάζει τα επίπεδα της ρενίνης στην
κυκλοφορία. Εχει αποδειχθεί πως η μακροχρόνια (επί δύο χρόνια) διαδερμική
χορήγηση οιστραδιόλης είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της πυκνότητας των
οστών σε ανόργανα συστατικά, ενώ σε γυναίκες που δεν υπεβλήθησαν σε
θεραπεία παρατηρήθηκε σημαντική μείωση. Παρατηρήθηκε επίσης μείωση στις
τιμές της οστεοκαλσίνης και της υδροξυπρολίνης, καθώς και στην αναλογία
ασβεστίου / κρεατινίνης στα ούρα.
Άλλες μελέτες έδειξαν πως μικρές, διαδερμικώς χορηγούμενες δόσεις
οιστραδιόλης σε συνδυασμό με προγεστερόνη αρκούν για να εμποδίσουν την
μετεμμηνοπαυσιακή οστεϊκή απορρόφηση. Η οιστραδιόλη αφ’ ενός
ασκεί απευθείας δράση στους οστεοβλάστες μέσω των υποδοχέων της, και
αφ’ετέρου αναστέλλει την οστεϊκή απορρόφηση.
Μελέτες με το DERMESTRIL έδειξαν σημαντική μείωση των συνοδευόμενων
από αίσθημα θερμότητας εξάψεων, καθώς και βελτίωση του δείκτη Kypperman
και της κολπικής κυτταρολογίας.
Το DERMESTRIL γίνεται τοπικώς πολύ καλά ανεκτό, ενώ το χρησιμοποιούμενο
αυτοκόλλητο σύστημα παρουσιάζει χαμηλό δείκτη πρόκλησης ερεθισμού.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες:
α. Γενικά χαρακτηριστικά
Τα οιστρογόνα απορροφούνται γενικώς εύκολα από τη γαστρεντερική οδό,
μέσω του δέρματος και των μεμβράνων των βλεννογόνων. Η απορρόφηση από
την γαστρεντερική οδό είναι ταχεία και πλήρης. Η διαδερμική απορρόφηση
οιστρογόνων επαρκεί για την πρόκληση συστηματικής δράσης.
Η αδρανοποίηση των οιστρογόνων στο σώμα λαμβάνει χώρα κατά κύριο λόγο
στο ήπαρ. Ως εκ τούτου, η περιορισμένη αποτελεσματικότητα των από του
στόματος χορηγούμενων οιστρογόνων σχετίζεται με τον μεταβολισμό πρώτης
διόδου στο ήπαρ και όχι με την χαμηλή απορρόφησή τους. Ενα μέρος των
οιστρογόνων απεκκρίνεται στη χολή κα επαναπορροφάται ακολούθως από το
έντερο. Κατά τη διάρκεια της εντερο-ηπατικής
αυτής κυκλοφορίας, η οιστραδιόλη οξειδώνεται εύκολα στη λιγότερο
φαρμακολογικώς ενεργή οιστρόνη, η οποία με τη σειρά της μπορεί να
ενυδατωθεί, σχηματίζοντας οιστριόλη (φαρμακολογικώς επίσης λιγότερο
δραστική από την οιστραδιόλη).Η οιστραδιόλη κυκλοφορεί στο αίμα
συνδεδεμένη με την δεσμευόμενη με τις γεννητικές ορμόνες, σφαιρίνη
και την λευκωματίνη.
β. Χαρακτηριστικά σε ασθενείς
Οι φυσιολογικές συγκεντρώσεις οιστραδιόλης στον ορό επιτυγχάνονται 4
περίπου ώρες μετά την εφαρμογή του DERMESTRIL στο δέρμα. Από τις
10 ώρες και μετά, οι τιμές της οιστραδιόλης στον ορό παραμένουν σταθερές και
σε φυσιολογικά επίπεδα για όλη τη διάρκεια της εφαρμογής (3-4 ημέρες).
Οι τιμές της οιστραδιόλης επιστρέφουν στα αρχικά επίπεδα 24 ώρες μετά την
απομάκρυνση του διαδερμικού συστήματος απορρόφησης.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1 Κατάλογος εκδόχων:
Acrylic copolymer (Durotak 326-1753)
Acrylic copolymer (Durotak 280-2287)
Lacquered polyethylene terephthalate (Lacquered Hostaphan RN 15)
6.2 Aσυμβατότητες: Δεν αναφέρονται.
6.3 Διάρκεια ζωής
Χρόνος ζωής έτοιμου προιόντος:24 μήνες
Χρόνος ζωής μετά την αραίωση ή ανασύσταση σύμφωνα με τις οδηγίες: Δεν
εφαρμόζεται.
Χρόνος ζωής μετά το πρώτο άνοιγμα του περιέκτη: Δεν αναφέρεται.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προιόντος:
Το προιόν διατηρείται σε θερμοκρασία μικρότερη των 25
ο
C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Προστατευτικός φακελλίσκος αποτελούμενος από 4 είδη υλικών επιστρώσεως:
χαρτί, πολυαιθυλένιο, αλουμίνιο και ένα θερμοπλαστικό πολυμερές.
6.6 Οδηγίες χρήσης / χειρισμού:
Επιλέγεται ένα μέρος όπου οι κινήσεις δεν δημιουργούν σοβαρές πτυχές, π.χ
πάνω στην κοιλιά, τους γλουτούς ή την οσφυϊκή περιοχή.
Το δέρμα δεν πρέπει να είναι ερεθισμένο ή να έχει επαλειφθεί με ελαιώδη
προϊόντα.
Το DERMESTRIL δεν πρέπει να εφαρμόζεται πάνω στους μαστούς. Επίσης δεν
πρέπει να τοποθετείται για δύο συνεχείς φορές στο ίδιο μέρος.
Από τη στιγμή που θα εφαρμοστεί, το σύστημα δεν πρέπει να εκτεθεί στον ήλιο.
6.7 Κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας:
ROTTAPHARM HELLAS AE ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
Αχαίας και Τροιζηνίας, 14564 Νέα Κηφισιά.
7. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 75151 (25mcg), 75152 (50mcg),
36990(100mcg)
8. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ / ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ
ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ : 3-8-95 / 2-2-2006
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ (ΜΕΡΙΚΗΣ) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ :
8.1995