ποδοφυλλοτοξίνης, που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση ορισμένων νεοπλαστικών παθήσεων.
Η κυριότερη μακρομοριακή δράση της ετοποσίδης φαίνεται να είναι η διάσπαση της διπλής έλικας
του DNA μέσω αλληλεπίδρασης με τη DNA-τοποϊσομεράση ΙΙ ή με σχηματισμού ελευθέρων ριζών.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Μετά την ενδοφλέβια χορήγηση το εμβαδόν κάτω από την καμπύλη (AUC) και η μέγιστη
συγκέντρωση στο πλάσμα (C
max
) αυξάνουν γραμμικά για δόσεις 100-600 mg/m
2
. Μετά από χορήγηση
ημερησίων δόσεων 100 mg/m
2
επιφανείας σώματος για 4-6 ημέρες η ετοποσίδη δεν συσσωρεύεται
στο πλάσμα.
Η ετοποσίδη εισέρχεται ελάχιστα στο ΕΝΥ. Οι συγκεντρώσεις της ετοποσίδης είναι υψηλότερες στο
φυσιολογικό πνεύμονα παρά στις πνευμονικές μεταστάσεις και είναι παρόμοιες στους πρωτοπαθείς
όγκους και τους φυσιολογικούς ιστούς του μυομητρίου. In vitro, η ετοποσίδη συνδέεται σε υψηλό
ποσοστό (97%) με τις πρωτεΐνες του πλάσματος στον άνθρωπο. Μία αντίστροφη σχέση, μεταξύ των
επιπέδων της λευκωματίνης στο πλάσμα και της νεφρικής κάθαρσης της ετοποσίδης έχει αναφερθεί
στα παιδιά. Σε μία μελέτη επιδράσεων άλλων θεραπευτικών παραγόντων στην in vitro σύνδεση της
14
C ετοποσίδης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος, μόνο η φαινυλβουταζόνη, το σαλικυλικό νάτριο και
το ακετυλοσαλικυλικό οξύ εκτόπισαν τη συνδεδεμένη με πρωτεΐνες ετοποσίδη σε συγκεντρώσεις που
επιτυγχάνονται γενικώς in vivo.
Το ποσοστό της σύνδεσης της ετοποσίδης βρίσκεται σε απευθείας συσχέτιση με τη λευκωματίνη του
ορού σε καρκινοπαθείς και φυσιολογικούς εθελοντές. Μη συνδεδεμένο ποσοστό ετοποσίδης
συσχετίζεται σημαντικά με τη χολερυθρίνη σε καρκινοπαθείς. Φαίνεται ότι υπάρχει μία σημαντική
αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ της λευκωματίνης και του ορού και του ποσοστού της ετοποσίδης που
βρίσκεται ελεύθερο (μη συνδεδεμένο).
Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση
14
C ετοποσίδης (100-124 mg/m
2
), η μέση ανάκτηση ραδιενέργειας
στα ούρα ήταν 56% της δόσης στις 120 ώρες. Το 45% αυτής της ποσότητας αποβλήθηκε σαν
ετοποσίδη. Η ανάκτηση της ραδιενέργειας στα κόπρανα ήταν 44% της δόσης στις 120 ώρες.
Η χολική απέκκριση αναλλοίωτου φαρμάκου και/ή των μεταβολιτών είναι μία σημαντική οδός
απέκκρισης της ετοποσίδης, εφ’ όσον η ανάκτηση της ραδιενέργειας είναι το 44% της δόσης που
χορηγήθηκε ενδοφλεβίως.
Στους ενήλικες η συνολική σωματική κάθαρση της ετοποσίδης συσχετίζεται με την κάθαρση
κρεατινίνης, τη χαμηλή συγκέντρωση λευκωματίνης στον ορό και τη μη νεφρική κάθαρση.
Ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας που λαμβάνουν ετοποσίδη, έχουν ελαττωμένη ολική
σωματική κάθαρση, αυξημένη AUC και μειωμένο όγκο κατανομής σε σταθεροποιημένη κατάσταση
(βλ. 4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης).
Σε ενήλικες καρκινοπαθείς με ηπατική δυσλειτουργία, η συνολική σωματική κάθαρση της ετοποσίδης
δε μειώνεται.
Στα παιδιά, 55% περίπου της δόσης απεκκρίνεται ως ετοποσίδη στα ούρα σε 24 ώρες. Η ετοποσίδη
αποβάλλεται και από τους νεφρούς και με μη νεφρικές διαδικασίες δηλαδή με μεταβολισμό και με
χολική απέκκριση. Η επίδραση νεφρικών παθήσεων στη συγκέντρωση της ετοποσίδης στο πλάσμα
δεν είναι γνωστή στα παιδιά. Στα παιδιά, αυξημένα επίπεδα SGPT συσχετίζονται με ελαττωμένη
ολική σωματική κάθαρση του φαρμάκου. Επίσης προηγηθείσα χορήγηση σισπλατίνης στα παιδιά
δυνατόν να έχει σαν συνέπεια ελάττωση της ολικής σωματικής κάθαρσης της ετοποσίδης.
5.3 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Καρκινογένεση: Δεν έχουν γίνει δοκιμασίες με ετοποσίδη για καρκινογένεση σε πειραματόζωα.
Σύμφωνα με το μηχανισμό δράσης του, θα πρέπει να θεωρείται ως πιθανό καρκινογόνο για τους
ανθρώπους. Εμφάνιση οξείας λευχαιμίας με ή χωρίς προλευχαιμική φάση, αναφέρθηκε σπάνια σε