Σοβαρές λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένων θανατηφόρων, (όπως π.χ. σηψαιμία,
πνευμονία) αναφέρθηκαν στο 7% όλων των ασθενών. Κατά το δεύτερο μήνα,
το συνολικό ποσοστό καταγεγραμμένων λοιμώξεων ήταν 8%, Οι λοιμώξεις
αυτές ήταν ήπιας ή μέτριας μορφής και δεν παρατηρήθηκαν σοβαρές
συστηματικές λοιμώξεις. Μετά από τον τρίτο μήνα, η μηνιαία συχνότητα
εμφάνισης της λοίμωξης ελαττώθηκε ή εξισώθηκε σε σχέση με τη συχνότητα
που καταγράφηκε κατά τους μήνες ακριβώς πριν από την έναρξη της θεραπείας
με ενέσιμο διάλυμα LEUSTATIN.
Από τους 124 ασθενείς με λευχαιμία εκ τριχωτών κυττάρων που
συμπεριλήφθηκαν στις δύο μελέτες, 6 κατέληξαν μετά από τη θεραπεία. Σε μια
περίπτωση η αιτία θανάτου ήταν λοίμωξη, σε δύο υποκείμενη καρδιακή νόσος
και σε άλλες δύο ανθεκτική λευχαιμία με λοιμώδεις επιπλοκές. Ένας ασθενής
κατέληξε λόγω εξέλιξης της νόσου μετά από επιπρόσθετη θεραπεία με άλλο
χημειοθεραπευτικό παράγοντα.
ΧΛΛ (δεδομένα που βασίζονται σε υποομάδα 124 ασθενών που εντάχθηκαν στη
μελέτη L91-999:
Κατά τη διάρκεια του Κύκλου 1, 23,6% των ασθενών
εμφάνισαν πυρεξία και 32,5% παρουσίασαν τουλάχιστον μια τεκμηριωμένη
λοίμωξη. Οι λοιμώξεις που παρουσιάσθηκαν σε ποσοστό 5% ή μεγαλύτερο των
ασθενών κατά τη διάρκεια του Κύκλου 1 ήταν: αναπνευστική
λοίμωξη/φλεγμονή (8,9%), πνευμονία (7,3%), βακτηριακή λοίμωξη (5,6%) και
ιογενείς δερματικές λοιμώξεις (5,7%). Στους Κύκλους 2 ως 9, το 71,3% των
ασθενών είχαν τουλάχιστον μια λοίμωξη. Οι λοιμώξεις που εμφανίσθηκαν στο
10% ή παραπάνω των ασθενών ήταν: πνευμονία (28,7%), βακτηριακή λοίμωξη
(21,8%), ιογενείς δερματικές λοιμώξεις (20,8%), λοιμώξεις ανωτέρου
αναπνευστικού (12,9%), άλλη εντερική λοίμωξη/φλεγμονή (12,9%), στοματική
καντιντίαση (11,9%), ουρολοίμωξη (11,9%) και άλλες δερματικές λοιμώξεις
(11,9%). Συνολικά, 72,4% των ασθενών είχαν τουλάχιστον μία λοίμωξη κατά
τη διάρκεια της θεραπείας με ενέσιμο διάλυμα LEUSTATIN. Από αυτούς, 32,6%
είχαν λάβει ταυτόχρονη ανοσοκατασταλτική θεραπεία (πρεδνιζόνη).
4.8.1.4 Εμπειρία σχετικά με την ασφάλεια μετά από ενδοφλέβια ή
υποδόρια χορήγηση σε ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας
Ενώ η χρήση της κλαδριβίνης δεν μπορεί να συστηθεί σε ενδείξεις
διαφορετικές από τη λευχαιμία εκ τριχωτών κυττάρων ή τη χρόνια
λεμφοκυτταρική λευχαιμία, ούτε μπορεί να συστηθεί η υποδόρια χορήγηση,
υπάρχουν δεδομένα από τις ακόλουθες έρευνες που σχεδιάστηκαν ώστε να
αξιολογήσουν την πιθανή αποτελεσματικότητα του φαρμάκου στη θεραπεία της
σκλήρυνσης κατά πλάκας.
Σε δύο μελέτες που χρησιμοποίησαν την ενδοφλέβια οδό, η κλαδριβίνη
χορηγήθηκε με έγχυση σε δόσεις που κυμάνθηκαν από 0,087 έως
0,1 mg/kg/ημέρα για επτά ημέρες, με το σχήμα αυτό να επαναλαμβάνεται για
ένα σύνολο 4 έως 6 μηνών. Οι συγκεντρωτικές δόσεις που επιτεύχθηκαν με τον
τρόπο αυτό κυμάνθηκαν από 2,8 έως 3,65 mg/kg. Επιπλέον, σε τρεις μελέτες
που χρησιμοποίησαν την υποδόρια οδό, η κλαδριβίνη χορηγήθηκε σε δόσεις που
κυμάνθηκαν από 0,07 έως 0,14 mg/kg/ημέρα για 5 ημέρες, με το σχήμα να
επαναλαμβάνεται για ένα σύνολο 2 έως 6 μηνών. Οι συγκεντρωτικές δόσεις
που επιτεύχθηκαν με τον τρόπο αυτό κυμάνθηκαν από 0,7 έως 2,1 mg/kg.
Το προφίλ ασφάλειας που τεκμηριώθηκε με βάση αυτές τις μελέτες
αντικατοπτρίζει τις αναμενόμενες λεμφοτοξικές και μυελοκατασταλτικές
επιδράσεις του φαρμάκου και είναι συμβατό με το προφίλ ασφάλειας που
αποδίδεται στην ενδοφλέβια οδό χορήγησης για τις τρέχουσες συνιστώμενες
13