ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Berovent
®
διάλυμα για εισπνοή με εκνεφωτή
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε 2,5ml σε συσκευασία μιας δόσης περιέχει:
0,5 mg ipratropium bromide και 3 mg salbutamol sulphate (αντιστοιχεί
σε 2,5mg σαλβουταμόλης βάσης).
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Διάλυμα για εισπνοή με εκνεφωτή
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Berovent διάλυμα για εισπνοή με εκνεφωτή ενδείκνυται για την
αντιμετώπιση του βρογχόσπασμου επί χρονίας αποφρακτικής
πνευμονοπάθειας σε ασθενείς που έχουν ανάγκη θεραπείας με
ιπρατρόπιο και σαλβουταμόλη.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Το Berovent, διάλυμα για εισπνοές, μπορεί να χορηγηθεί διαμέσου
κατάλληλου νεφελοποιητή ή με συσκευή αερισμού θετικής πίεσης με
διακοπτόμενη συχνότητα.
Οι ακόλουθες δόσεις του Berovent συνιστώνται σε ενήλικες
(συμπεριλαμβανομένων ηλικιωμένων ασθενών):
Θεραπεία οξέων επεισοδίων:
1 φιαλίδιο μιας δόσης είναι επαρκές για την άμεση ανακούφιση των
συμπτωμάτων σε πολλές περιπτώσεις.
Σε ορισμένες περιπτώσεις εάν δεν επέλθει ανακούφιση ενός επεισοδίου
από ένα φιαλίδιο μιας δόσης, μπορεί να απαιτείται η χορήγηση μιας
δεύτερης δόσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ασθενείς θα πρέπει να
συμβουλεύονται αμέσως το γιατρό ή το πλησιέστερο νοσοκομείο.
Θεραπεία συντήρησης:
Ένα φιαλίδιο μιας δόσης 3 ή 4 φορές ημερησίως.
Το Berovent δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με ηπατική ή νεφρική
ανεπάρκεια. Θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε αυτούς τους
πληθυσμούς ασθενών.
Οι ασθενείς θα πρέπει να συμβουλεύονται αμέσως ένα γιατρό ή το
πλησιέστερο νοσοκομείο στην περίπτωση οξείας ή ταχέως
επιδεινούμενης δύσπνοιας, εάν πρόσθετες εισπνοές του Berovent δεν
επιφέρουν επαρκή βελτίωση.
Στο άσθμα, ταυτόχρονη θεραπεία με αντιφλεγμονώδη θα πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Το Berovent αντενδείκνυται στον παιδιατρικό πληθυσμό.
4.3 Αντενδείξεις
, , Υπερευαισθησία στην ατροπίνη τα παράγωγά της στις δραστικές ουσίες
6.1.ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο
Το Berovent δε θα πρέπει να λαμβάνεται από ασθενείς με υπερτροφική
αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια ή ταχυαρρυθμία.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Μετά από χορήγηση του Berovent μπορεί να εμφανιστούν αντιδράσεις
υπερευαισθησίας, όπως προκύπτει από σπάνιες περιπτώσεις εμφάνισης
κνίδωσης, αγγειοοιδήματος, εξανθήματος, βρογχόσπασμου και
οιδήματος στοματοφάρυγγα.
Σπάνια αναφέρθηκαν οφθαλμικές επιδράσεις (π.χ μυδρίαση, θόλωση της
όρασης, γλαύκωμα κλειστής γωνίας, άλγος οφθαλμών) όταν το
βρωμιούχο ιπρατρόπιο είτε μόνο του είτε σε συνδυασμό με ένα
αδρενεργικό β
2
-αγωνιστή, έλθει σε επαφή κατά λάθος με τους
οφθαλμούς.
Άλγος οφθαλμών ή δυσφορία, θαμπή όραση, οπτική άλως ή έγχρωμες
εικόνες σε συνδυασμό με ερυθρότητα των ματιών από συμφόρηση του
επιπεφυκότα και οίδημα του κερατοειδούς μπορεί να είναι σημεία οξέος
γλαυκώματος κλειστής γωνίας. Εάν οποιοσδήποτε συνδυασμός αυτών
των συμπτωμάτων εμφανισθεί, θα πρέπει να γίνει έναρξη θεραπείας με
μυδριατικό και να ζητηθεί συμβουλή ιατρού.
Στους ασθενείς πρέπει να δοθούν οδηγίες για την ορθή χρήση του
Berovent. Χρειάζεται προσοχή προκειμένου να αποφευχθεί η επαφή του
διαλύματος ή του εκνεφώματος με τους οφθαλμούς. Ιδιαίτερα οι
ασθενείς με προδιάθεση για γλαύκωμα θα πρέπει να προειδοποιούνται
σχετικά με την προστασία των οφθαλμών τους.
Συνιστάται το Berovent διάλυμα για εισπνοή (UDV) να χορηγείται μέσω
στομίου. Εάν αυτό δεν είναι διαθέσιμο και χρησιμοποιείται μάσκα
νεφελοποίησης, αυτή πρέπει να εφαρμόζει σωστά.
Το Berovent πρέπει να χρησιμοποιείται μετά από προσεκτική εκτίμηση
του κινδύνου έναντι της ωφέλειας, ιδίως όταν χορηγείται σε δόσεις
υψηλότερες των συνιστώμενων, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
μη επαρκώς ελεγχόμενος σακχαρώδης διαβήτης, πρόσφατο έμφραγμα
του μυοκαρδίου, σοβαρές οργανικές παθήσεις της καρδίας ή των
αγγείων, υπερθυρεοειδισμός, φαιοχρωμοκύτωμα, κίνδυνος για
γλαύκωμα κλειστής γωνίας, υπερτροφία προστάτη ή απόφραξη αυχένα
της ουροδόχου κύστης.
Με συμπαθομιμητικά φάρμακα, συμπεριλαμβανομένου του Berovent,
μπορεί να εμφανισθούν καρδιαγγειακές επιδράσεις. Από τη
συνταγογραφική διακίνηση του προϊόντος καθώς και από τη
δημοσιευμένη βιβλιογραφία υπάρχουν ενδείξεις σπάνιας εμφάνισης
μυοκαρδιακής ισχαιμίας σχετιζόμενης με σαλβουταμόλη. Οι ασθενείς με
υποκείμενη σοβαρή καρδιακή νόσο (π.χ. ισχαιμική καρδιοπάθεια,
ταχυαρρυθμία ή σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια) που λαμβάνουν
σαλβουταμόλη για αναπνευστική πάθηση, πρέπει να προειδοποιούνται
για αναζήτηση ιατρικής βοήθειας σε περίπτωση εμφάνισης θωρακικού
άλγους ή άλλων συμπτωμάτων επιδείνωσης καρδιακής νόσου. Προσοχή
θα πρέπει να δίνεται στην εκτίμηση των συμπτωμάτων όπως δύσπνοια
και θωρακικό άλγος, καθώς μπορεί να είναι αναπνευστικής ή καρδιακής
προέλευσης.
Η αγωγή με β2-αγωνιστές μπορεί να προκαλέσει δυνητικώς σοβαρή
υποκαλιαιμία. Επίσης, η υποξία μπορεί να επιτείνει τις επιδράσεις της
υποκαλιαιμίας επί του καρδιακού ρυθμού.
Ασθενείς με κυστική ίνωση είναι περισσότερο ευαίσθητοι σε διαταραχές
της κινητικότητας του γαστρεντερικού.
Σε περίπτωση οξείας, ταχέως επιδεινούμενης δύσπνοιας, απαιτείται
άμεση επικοινωνία με τον θεράποντα ιατρό.
Όταν για τον έλεγχο των συμπτωμάτων απαιτούνται υψηλότερες των
συνιστώμενων δόσεων Berovent, πρέπει να αναθεωρηθεί το θεραπευτικό
σχήμα του ασθενούς.
Η χρήση του Berovent μπορεί να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα όσον
αφορά στη σαλβουταμόλη σε ελέγχους για μη κλινική κατάχρηση
ουσιών, π.χ. στα πλαίσια του ελέγχου ενίσχυσης της αθλητικής επίδοσης
(φαρμακοδιέγερση-doping).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Οι β-αδρενεργικοί παράγοντες, τα παράγωγα των ξανθινών και τα
κορτικοστεροειδή μπορεί να αυξήσουν την επίδραση του Berovent και
τις ανεπιθύμητες ενέργειες.
Η υποκαλιαιμία που προκαλείται από τους β-αγωνιστές μπορεί να
αυξηθεί με ταυτόχρονη χορήγηση παραγώγων ξανθινών,
γλυκοκορτικοειδών και διουρητικών, κάτι που πρέπει να λαμβάνεται
ιδιαίτερα υπ’όψιν σε ασθενείς με σοβαρή αποφρακτική νόσο των
αεραγωγών.
Η υποκαλιαιμία μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της εμφάνισης
αρρυθμιών σε ασθενείς που λαμβάνουν διγοξίνη.
Σε τέτοιες περιπτώσεις συνιστάται να παρακολουθούνται τα επίπεδα
καλίου του ορού.
Δυνητικώς σοβαρή ελάττωση της δράσεως του Berovent μπορεί να
εμφανισθεί επί ταυτοχρόνου χορηγήσεως β-αποκλειστών.
Οι αντιχολινεργικές επιδράσεις άλλων φαρμάκων μπορεί να αυξηθούν.
Οι β-αδρενεργικοί αγωνιστές θα πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε
ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή με αναστολείς της ΜΑΟ ή τρικυκλικά
αντικαταθλιπτικά, διότι η δράση τους μπορεί να αυξηθεί.
Εισπνοή αλογονομένων υδρογονανθράκων όπως το αλοθάνιο, το
τριχλωροαιθυλένιο και το ενφλουράνιο μπορεί να αυξήσουν την
ευαισθησία στην καρδιαγγειακή δράση των β-αγωνιστών.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Η ασφάλεια του Berovent κατά τη διάρκεια της κύησης δεν έχει
τεκμηριωθεί. Η ανασταλτική δράση του Berovent στις συσπάσεις της
μήτρας θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Τα οφέλη από τη χορήγηση Berovent
κατά τη διάρκεια μιας επιβεβαιωμένης ή πιθανής εγκυμοσύνης θα πρέπει
να μελετώνται προσεκτικά σε σχέση με τους πιθανούς κινδύνους για το
έμβρυο. Θα πρέπει να λαμβάνονται οι συνήθεις προφυλάξεις σε σχέση με
τη χρήση των φαρμάκων στην κύηση, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του
πρώτου τριμήνου.
Για το βρωμιούχο ιπρατρόπιο, οι προκλινικές μελέτες δεν έδειξαν
εμβρυοτοξικές ή τερατογόνες δράσεις μετά την εισπνοή ή την
ενδορρινική εφαρμογή σε δόσεις σημαντικά υψηλότερες από τις
συνιστώμενες στον άνθρωπο. Για τη θειϊκή σαλβουταμόλη, προκλινικές
μελέτες που δε συμπεριλάμβαναν εισπνοή δεν έδειξαν άμεσες ή έμμεσες
επιβλαβείς δράσεις εκτός και αν είχε γίνει υπέρβαση της Μέγιστης
Συνιστώμενης Ημερήσιας Δόσης εισπνοής για τον Άνθρωπο (βλ.
παράγραφο 5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια).
Θηλασμός
Δεν είναι γνωστό εάν το βρωμιούχο ιπρατρόπιο και η θειϊκή
σαλβουταμόλη απεκκρίνονται στο μητρικό γάλα. Παρόλο που τα
λιποδιαλυτά τεταρτοταγή κατιόντα περνούν στο μητρικό γάλα,
θεωρείται απίθανο ότι το βρωμιούχο ιπρατρόπιο θα έφτανε στο παιδί σε
σημαντικό βαθμό, όταν χορηγείται με εισπνοή. Παρόλα αυτά, επειδή
πολλά φάρμακα απεκκρίνονται στο μητρικό γάλα, προσοχή συνιστάται
όταν χορηγείται Berovent σε θηλάζουσες μητέρες.
Γονιμότητα
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες για την επίδραση του Berovent στην
ανθρώπινη γονιμότητα. Οι προκλινικές μελέτες που διεξήχθησαν με
βρωμιούχο ιπρατρόπιο και θειϊκή σαλβουταμόλη δεν έδειξαν
ανεπιθύμητη επίδραση στη γονιμότητα (βλ. παράγραφο 5.3 Προκλινικά
δεδομένα για την ασφάλεια).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες για την επίδραση στην ικανότητα οδήγησης
και χειρισμού μηχανών. Παρ’ όλα αυτά, οι ασθενείς θα πρέπει να
συμβουλεύονται ότι μπορεί να εμφανίσουν ανεπιθύμητες ενέργειες όπως
ζάλη, διαταραχή της προσαρμογής, μυδρίαση και θάμβος οράσεως κατά
τη θεραπεία με Berovent. Επομένως, συνιστάται προσοχή κατά την
οδήγηση ή το χειρισμό μηχανών. Εάν οι ασθενείς εμφανίζουν τις
προαναφερθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες, θα πρέπει να αποφεύγουν
δυνητικά επικίνδυνες εργασίες όπως οδήγηση ή χειρισμό μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Πολλές από τις παρακάτω ανεπιθύμητες ενέργειες μπορούν να
αποδοθούν στις αντιχολινεργικές και στις β
2
-συμπαθομιμητικές
ιδιότητες του Berovent. Όπως με κάθε θεραπεία για τοπική χρήση το
Berovent μπορεί να εμφανίσει συμπτώματα τοπικού ερεθισμού.
Ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου αναγνωρίσθηκαν από δεδομένα
που συγκεντρώθηκαν από κλινικές μελέτες και τη Φαρμακοεπαγρύπνηση
κατά τη χρήση του φαρμάκου μετά την έγκρισή του.
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίσθηκαν σε κλινικές
μελέτες ήταν κεφαλαλγία, ερεθισμός του φάρυγγα, βήχας, ξηροστομία,
διαταραχές της κινητικότητας του γαστρεντερικού σωλήνα
(συμπεριλαμβανομένων δυσκοιλιότητας, διάρροιας και εμέτου), ναυτία
και ζάλη.
[Συχνότητα σύμφωνα με τη συνθήκη MedDRA ]
<Πολύ συχνές (1/10)>
<Συχνές (1/100 έως <1/10)>
<Όχι συχνές (1/1.000 έως <1/100)>
<Σπάνιες (1/10.000 έως <1/1.000)>
<Πολύ σπάνιες (<1/10.000)>
<μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα)>
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος:
Αναφυλακτική αντίδραση Σπάνιες
Υπερευαισθησία Σπάνιες
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης:
Υποκαλιαιμία Σπάνιες
Ψυχιατρικές διαταραχές:
Νευρικότητα Όχι συχνές
Ψυχική διαταραχή Σπάνιες
Διαταραχές του νευρικού συστήματος:
Πονοκέφαλος Όχι συχνές
Τρόμος Όχι συχνές
Ζάλη Όχι συχνές
Οφθαλμικές διαταραχές:
Διαταραχή της προσαρμογής Σπάνιες
Οίδημα του κερατοειδούς Σπάνιες
Γλαύκωμα Σπάνιες
Αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση Σπάνιες
Μυδρίαση Σπάνιες
Θάμβος όρασης Σπάνιες
Πόνος του οφθαλμού Σπάνιες
Υπεραιμία του επιπεφυκότα Σπάνιες
Οπτική άλως Σπάνιες
Καρδιακές διαταραχές:
Αίσθημα παλμών Όχι συχνές
Ταχυκαρδία Όχι συχνές
Αρρυθμία Σπάνιες
Κολπική μαρμαρυγή Σπάνιες
Υπερκοιλιακή ταχυκαρδία Σπάνιες
Μυοκαρδιακή ισχαιμία Σπάνιες
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωρακίου:
Βήχας Όχι συχνές
Δυσφωνία Όχι συχνές
Ξηρότητα του φάρυγγα Σπάνιες
Ερεθισμός του φάρυγγα Όχι συχνές
Βρογχόσπασμος Σπάνιες
Παράδοξος βρογχόσπασμος Σπάνιες
Λαρυγγόσπασμος Σπάνιες
Οίδημα φάρυγγα Σπάνιες
Διαταραχές του γαστρεντερικού:
Ξηροστομία Όχι συχνές
Ναυτία Όχι συχνές
Διαταραχή της κινητικότητας του γαστρεντερικού σωλήνα, όπως
Σπάνιες
Διάρροια Σπάνιες
Έμετος Σπάνιες
Δυσκοιλιότητα Σπάνιες
Οίδημα στόματος Σπάνιες
Στοματίτιδα Σπάνιες
Ερεθισμός του λαιμού Όχι
συχνές
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Δερματικές αντιδράσεις Όχι συχνές
Εξάνθημα Σπάνιες
Κνησμός Σπάνιες
Κνίδωση Σπάνιες
Αγγειοίδημα Σπάνιες
Υπεριδρωσία Σπάνιες
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού:
Μυϊκοί σπασμοί Σπάνιες
Μυϊκή αδυναμία Σπάνιες
Μυαλγία Σπάνιες
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών:
Κατακράτηση ούρων Σπάνιες
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
Εξασθένιση Σπάνιες
Παρακλινικές εξετάσεις:
Μειωμένη διαστολική αρτηριακή πίεση Σπάνιες
Αυξημένη συστολική αρτηριακή πίεση Όχι συχνές
μ μ Αναφορά πιθανολογού ενων ανεπιθύ ητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους
επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του
εθνικού συστήματος αναφοράς:
Ελλάδα
μ μΕθνικός Οργανισ ός Φαρ άκων
284Μεσογείων
GR-15562 , Χολαργός Αθήνα
: + 30 Τηλ 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
Κύπρος
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Υπουργείο Υγείας
CY-1475 Λευκωσία
Φαξ: + 357 22608649
Ιστότοπος: www . moh . gov . cy / phs
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Οι επιδράσεις της υπερδοσολογίας αναμένεται να έχουν σχέση κυρίως
με τη σαλβουταμόλη.
Τα αναμενόμενα συμπτώματα από την υπερδοσολογία είναι αυτά της
υπέρμετρης β-αδρενεργικής διέγερσης, με πιο εμφανή την ταχυκαρδία, το
αίσθημα παλμών, τον τρόμο, την υπέρταση, την υπόταση, τη διεύρυνση
της διαφορικής αρτηριακής πίεσης, το στηθαγχικό άλγος, τις αρρυθμίες
και την έξαψη. Επίσης, έχει παρατηρηθεί μεταβολική οξέωση και
υποκαλιαιμία ως εκδήλωση υπερδοσολογίας από σαλβουταμόλη.
Τα αναμενόμενα συμπτώματα από την υπερδοσολογία με βρωμιούχο
ιπρατρόπιο (όπως ξηροστομία, διαταραχές της οπτικής προσαρμογής)
είναι ήπιας και παροδικής μορφής λόγω του μεγάλου θεραπευτικού
εύρους και της τοπικής χορήγησης.
Θεραπεία
Χορήγηση ηρεμιστικών, αγχολυτικών, σε σοβαρές περιπτώσεις εντατική
θεραπεία.
Οι αναστολείς των β-υποδοχέων, κατά προτίμηση οι β1-εκλεκτικοί, είναι
κατάλληλοι ως ειδικά αντίδοτα· παρ’ όλα αυτά, μια πιθανή επιδείνωση
στη βρογχική απόφραξη θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η δόση θα πρέπει
να προσαρμοστεί προσεκτικά σε ασθενείς που υποφέρουν από βρογχικό
άσθμα.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αδρενεργικά σε συνδυασμό με
φάρμακα για τις αποφρακτικές παθήσεις των αεροφόρων οδών, κωδικός
ATC: R03ΑΚ04.
Το βρωμιούχο ιπρατρόπιο είναι μια τεταρτοταγής ένωση του αμμωνίου
με αντιχολινεργικές (παρασυμπαθητικολυτικές) ιδιότητες. Σε
προκλινικές μελέτες, φαίνεται να αναστέλλει τα αντανακλαστικά που
εκλύονται μέσω παρασυμπαθητικού, ανταγωνιζόμενο τη δράση της
ακετυλοχολίνης, το νευροδιαβιβαστή που απελευθερώνεται από το
πνευμονογαστρικό νεύρο.
Η βρογχοδιαστολή μετά από εισπνοή βρωμιούχου ιπρατροπίου είναι
κυρίως τοπική και ειδική για τους πνεύμονες και όχι εκ φύσεως
συστηματική.
Η θειϊκή σαλβουταμόλη είναι ένας β2-αδρενεργικός παράγων ο οποίος
δρα επί των λείων μυϊκών ινών επιφέροντας την χάλασή τους. Η
σαλβουταμόλη χαλαρώνει όλες τις λείες μυϊκές ίνες, από την τραχεία
μέχρι τα τελικά βρογχιόλια, και προστατεύει έναντι όλων των
βρογχοσυσπαστικών ερεθισμάτων.
Το Berovent απελευθερώνει ταυτοχρόνως το βρωμιούχο ιπρατρόπιο και
τη θειϊκή σαλβουταμόλη με αποτέλεσμα τη συνεργική
αποτελεσματικότητα επί των μουσκαρινικών και β2-αδρενεργικών
υποδοχέων στους πνεύμονες προς πρόκληση μεγαλύτερης
βρογχοδιαστολής από ότι τα συστατικά του χωριστά.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Από φαρμακοκινητική άποψη, η αποτελεσματικότητα που παρατηρήθηκε
σε κλινικές μελέτες του αναπνευστικού με Berovent διάλυμα για
εισπνοή οφείλεται σε τοπική δράση στον πνεύμονα μετά την εισπνοή.
Μετά την εισπνοή, 10 έως 39% της δόσης εναποτίθεται γενικά στους
πνεύμονες, αναλόγως της μορφής, της τεχνικής εισπνοής και της
συσκευής, ενώ η εναπομένουσα ποσότητα της δόσης που
απελευθερώνεται εναποτίθεται στο στόμιο, στο στόμα και το ανώτερο
τμήμα του αναπνευστικού συστήματος (στοματοφάρυγγας).
Ιπρατρόπιο
Απορρόφηση
Η αθροιστική νεφρική απέκκριση (0-24 ώρες) του ιπρατροπίου (μητρική
ουσία) προσεγγίζει το 46% από μια ενδοφλεβίως χορηγούμενη δόση,
κάτω από το 1% μιας δόσης από το στόμα και περίπου το 3-4% από μια
εισπνεόμενη δόση. Με βάση αυτά τα δεδομένα, η συνολική συστηματική
βιοδιαθεσιμότητα των από του στόματος και των εισπνεόμενων δόσεων
του βρωμιούχου ιπρατροπίου εκτιμάται στο 2% και στο 7% έως 9%
αντίστοιχα. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, τα τμήματα της δόσης που
λαμβάνονται με την κατάποση δε συμβάλλουν σημαντικά στη
συστηματική έκθεση.
Κατανομή
Οι κινητικές παράμετροι που περιγράφουν την εναπόθεση του
ιπρατροπίου περιγράφησαν από τις συγκεντρώσεις του πλάσματος μετά
την ενδοφλέβια χορήγηση. Παρατηρήθηκε μια ταχεία διφασική μείωση
στις συγκεντρώσεις πλάσματος. Ο φαινόμενος όγκος κατανομής στη
σταθεροποιημένη κατάσταση (V
dss
) είναι περίπου 176L (≈ 2,4 L/kg). Το
φάρμακο συνδέεται ελάχιστα στις πρωτεΐνες του πλάσματος.
Προκλινικές μελέτες με αρουραίους και σκυλιά αποκάλυψαν ότι η
τεταρτοταγής αμίνη του ιπρατροπίου δε διαπερνά τον αιματοεγκεφαλικό
φραγμό.
Βιομετασχηματισμός και Αποβολή
Ο χρόνος ημιζωής της φάσης της τελικής απέκκρισης είναι περίπου 1,6
ώρες. Το ιπρατρόπιο έχει ολική κάθαρση 2,3 L/min και νεφρική κάθαρση
0,9 L/min. Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση περίπου το 60% της δόσης
μεταβολίζεται πιθανώς κυρίως στο ήπαρ με οξείδωση.
Σε μια μελέτη ισορροπίας απέκκρισης η αθροιστική νεφρική απέκκριση
(6 ημέρες) της σχετιζόμενης με το φάρμακο ραδιενέργειας
(συμπεριλαμβανομένης της μητρικής ουσίας και όλων των μεταβολίτων)
υπολογίσθηκαν σε 72,1% μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, 9,3% μετά από
χορήγηση από του στόματος και 3,2% μετά από εισπνοή. Η συνολική
ραδιενέργεια που εκκρίνεται μέσω των κοπράνων ήταν 6,3% μετά την
ενδοφλέβια εφαρμογή, 88,5% μετά τη χορήγηση από το στόμα και 69,4%
μετά την εισπνοή. Σχετικά με την απέκκριση της σχετιζόμενης με το
φάρμακο ραδιενέργειας μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, η κύρια
απέκκριση συμβαίνει μέσω των νεφρών. Ο χρόνος ημιζωής για την
απέκκριση της σχετιζόμενης με το φάρμακο ραδιενέργειας (μητρικής
ουσίας και μεταβολιτών) είναι 3,6 ώρες μετά την εισπνοή. Οι κύριοι
μεταβολίτες των ουροφόρων οδών συνδέονται ασθενώς με το
μουσκαρινικό υποδοχέα και πρέπει να θεωρηθούν ως
αναποτελεσματικοί.
Σαλβουταμόλη
Απορρόφηση
Η σαλβουταμόλη απορροφάται ταχέως και πλήρως μετά την από του
στόματος χορήγησή της, είτε δι’ εισπνοής ή δια του στομάχου και έχει
από του στόματος βιοδιαθεσιμότητα περίπου 50%. Οι μέσες μέγιστες
συγκεντρώσεις της σαλβουταμόλης στο πλάσμα των 492 pg/ml
επιτυγχάνονται εντός τριών ωρών από την εισπνοή του Berovent.
Κατανομή
Οι κινητικές παράμετροι υπολογίσθηκαν από τις συγκεντρώσεις του
πλάσματος μετά την ενδοφλέβια χορήγηση. Ο φαινόμενος όγκος
κατανομής (V
z
) είναι περίπου 156 L (≈ 2,5 L/kg). Μόνο το 8% του
φαρμάκου συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος. Η σαλβουταμόλη
διαπερνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και οι συγκεντρώσεις της
αντιστοιχούν περίπου στο 5% εκείνων του πλάσματος.
Βιομετασχηματισμός και Αποβολή
Μετά από αυτή την εφάπαξ χορήγηση δια εισπνοής, περίπου το 27% της
υπολογιζόμενης δόσης από το στόμιο απεκκρίνεται αναλλοίωτο στα
ούρα μετά από 24 ώρες.
Ο μέσος τελικός χρόνος ημιζωής είναι περίπου 4 ώρες με μέση ολική
κάθαρση 480 L/min και μέση νεφρική κάθαρση 291 L/min.
Η σαλβουταμόλη μεταβολίζεται συζευγμένη σε salbutamol 4’-O-sulphate. Το
εναντιομερές R(-) της σαλβουταμόλης (levosalbutamol) μεταβολίζεται
προνομιακά και επομένως καθαίρεται από το σώμα ταχύτερα από το
εναντιομερές S(+). Μετά την ενδοφλέβια χορήγηση, η απέκκριση από τα
ούρα είχε ολοκληρωθεί μετά από περίπου 24 ώρες. Η πλειοψηφία της
δόσης απεκκρίθηκε ως μητρική ουσία (64,2%) και το 12,0% απεκκρίθηκε
ως θειικός μεταβολίτης. Μετά από του στόματος χορήγηση η απέκκριση
από τα ούρα του αναλλοίωτου φαρμάκου και του θειικού μεταβολίτη
ήταν 31,8% και 48,2% της δόσης, αντίστοιχα.
Συγχορήγηση βρωμιούχου ιπρατροπίου και θειϊκής σαλβουταμόλης δεν
επαυξάνει τη συστηματική απορρόφηση κανενός από τα συστατικά και
επομένως η πρόσθετη δραστικότητα του Berovent οφείλεται στην τοπική
επίδραση της προκαθορισμένης δόσεως των δραστικών συστατικών
στους πνεύμονες μετά την εισπνοή.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η οξεία τοξικότητα του Berovent μετά από εφάπαξ χορήγηση με εισπνοή
δοκιμάσθηκε σε αρουραίους και σκύλους. Δεν υπήρξαν ενδείξεις για
συστηματικές τοξικές επιδράσεις έως την υψηλότερη από τεχνικής
απόψεως εφικτή δόση (αρουραίος: 887/5.397 μg/kg βρωμιούχο
ιπρατρόπιο/σαλβουταμόλη, σκύλος: 164/861 μg/kg βρωμιούχο
ιπρατρόπιο/σαλβουταμόλη), ο συνδυασμός ήταν τοπικά καλά ανεκτός. Η
κατά προσέγγιση τιμή για την LD
50
μετά από ενδοφλέβια χορήγηση
υπολογίσθηκε για τις ουσίες ξεχωριστά να είναι μεταξύ 12 και 20 mg/kg
για το βρωμιούχο ιπρατρόπιο και μεταξύ 60 και 73 mg/kg για τη θειϊκή
σαλβουταμόλη με βάση τα είδη ζώων που δοκιμάσθηκαν (ποντικός,
αρουραίος, σκύλος).
Δύο μελέτες τοξικότητας δια εισπνοής 13 εβδομάδων σε αρουραίους και
σκύλους διεξήχθησαν με το συνδυασμό του βρωμιούχου ιπρατροπίου και
της θειϊκής σαλβουταμόλης. Σε αυτές τις μελέτες, η καρδιά αποδείχθηκε
ότι είναι το όργανο στόχος. Στον αρουραίο, σε δοσολογίες 34/197 έως
354,5/2.604 μg/kg/ημέρα βρωμιούχο ιπρατρόπιο/θειϊκή σαλβουταμόλη,
παρουσιάσθηκε ανεξάρτητη ως προς τη δόση αύξηση του βάρους της
καρδιάς, όμως χωρίς κάποια ιστοπαθολογική συσχέτιση. Στο σκύλο, σε
δόσεις 32/198 έως 129/790 μg/kgμέρα βρωμιούχο
ιπρατρόπιο/σαλβουταμόλη, παρατηρήθηκε μικρή αύξηση των καρδιακών
παλμών και σε υψηλότερες δοσολογίες, ιστοπαθολογικά ανιχνεύσιμες
ουλές και/ή ίνωση στο θηλοειδή μυ της αριστερής κοιλίας, μερικές φορές
συνοδευόμενη με κατακράτηση ύδατος.
Τα καρδιαγγειακά ευρήματα που παρατηρήθηκαν στις προαναφερθείσες
μελέτες πρέπει να αντιμετωπισθούν ως γνωστές δράσεις των β-
αδρενεργικών όπως η σαλβουταμόλη. Το τοξικολογικό προφίλ του
βρωμιούχου ιπρατροπίου είναι επίσης γνωστό για πολλά χρόνια και
χαρακτηρίζεται από τυπικές αντιχολινεργικές δράσεις όπως ξηρότητα
των βλεννογόνων της κεφαλής, μυδρίαση, ξηρή κερατοεπιπεφυκίτιδα
(ξηροφθαλμία) σε σκύλους μόνο, μείωση στον τόνο και αναστολή της
κινητικότητας στο γαστρεντερικό σωλήνα (αρουραίος).
Μελέτες τοξικότητας στην αναπαραγωγή είναι διαθέσιμες για τα δύο
συστατικά του Berovent χωριστά. Η θειϊκή σαλβουταμόλη προκάλεσε
λυκόστομα σε υψηλές υποδόριες δοσολογίες σε ποντίκια, ξεκινώντας σε
δοσολογίες στο εύρος της Μέσης Συνιστώμενης Ημερήσιας Ανθρώπινης
Δόσης (βασισμένη σε mg/m
2
) με εισπνοή. Παρόλ αυτά αυτό το φαινόμενο
είναι γνωστό και συμβαίνει επίσης μετά τη χορήγηση και άλλων
συνδυασμών β-αδρενεργικών. Σήμερα θεωρείται ότι αυτή δράση
προκαλείται από μια αύξηση στο επίπεδο κορτικοστερόνης της μητέρας
και μπορεί να θεωρείται ως αποτέλεσμα γενικευμένου στρες μη
σημαντικό για άλλα είδη. Πέραν αυτών των ευρημάτων, οι μελέτες που
διεξήχθησαν με τη θειϊκή σαλβουταμόλη και με το βρωμιούχο ιπρατρόπιο
επέδειξαν μόνο ελάσσονες επιδράσεις, εάν υπάρχουν, στα έμβρυα και τα
νεογνά και αυτές μόνο στο εύρος της μητρικής τοξικότητας.
Και οι δύο ουσίες χωριστά δοκιμάσθηκαν σε πολυάριθμες in
vivo και in
vitro μελέτες γονοτοξικότητας. Ούτε η θειϊκή σαλβουταμόλη ούτε το
βρωμιούχο ιπρατρόπιο δεν έδειξαν στοιχεία μεταλλαξιογόνων
ιδιοτήτων. Επιπρόσθετα το Berovent δεν έδειξε γονοτοξική δραστηριότητα
σε in
vitro δοκιμές.
Η θειϊκή σαλβουταμόλη και το βρωμιούχο ιπρατρόπιο δοκιμάσθηκαν
χωριστά για νεοπλασματικές ιδιότητες σε ποικίλες μελέτες
καρκινογένεσης. Μετά από χορήγηση από του στόμα της θειϊκής
σαλβουταμόλης σε αρουραίους, αλλά όχι σε ποντίκια, ινδικά χοιρίδια
και σκύλους, μια αυξημένη επίπτωση λειομυώματος του μεσοωθηκίου
παρατηρήθηκε σε δοσολογίες περίπου 20 φορές υψηλότερες από ότι με
τη Μέση Συνιστώμενη Ημερήσια Ανθρώπινη Δόση με εισπνοή. Η
ανάπτυξη του λειομυώματος βρέθηκε να μπορεί να αποτραπεί από
ταυτόχρονη χορήγηση β-αναστολέων. Αυτά τα ευρήματα εκτιμήθηκε ότι
είναι ειδικά για αυτά τα είδη και επομένως χωρίς κλινική
σημαντικότητα, συνεπώς δεν οδηγούν σε κάποιον περιορισμό της
κλινικής χρήσης της θειϊκής σαλβουταμόλης. Το βρωμιούχο ιπρατρόπιο
δεν έδειξε δυνατότητα καρκινογένεσης όταν εξετάσθηκε από το στόμα
σε ποντίκια και αρουραίους.
Δε βρέθηκαν στοιχεία κάποιας τοξικολογικής δράσης στο ανοσοποιητικό
προκαλούμενης από το Berovent ή κάποιο από τα δραστικά συστατικά του
χωριστά.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Sodium chloride
Hydrochloric acid
Purified water
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
24 μήνες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 30
°
C. Φυλάσσετε το
φιαλίδιο εντός της εξωτερικής συσκευασίας για να προστατεύεται από
το φως.
Πρέπει να προστατεύεται από το άμεσο ηλιακό φως, τη θερμότητα και
την κατάψυξη. Να μη χρησιμοποιηθεί αν το διάλυμα είναι θολό ή έχει
χρωματισθεί.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Το Berovent διατίθεται σε φιαλίδια χαμηλής πυκνότητας από
πολυαιθυλένιο (LDPE) σε συσκευασία των 10, 20, 30 και 60. Κάθε
φιαλίδιο περιέχει 2,5ml διαλύματος.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 μΙδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισ ός
μ μ μμ Κάθε αχρησι οποίητο φαρ ακευτικό προϊόν ή υπόλει α πρέπει να
μ μ . απορρίπτεται σύ φωνα ε τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις
Οδηγίες
χρήσης
Το περιεχόμενο των φιαλιδίων μιας δόσης δε χρειάζεται αραίωση για τη
νεφελοποίηση.
i. Προετοιμάστε το νεφελοποιητή ακολουθώντας τις οδηγίες της
κατασκευάστριας εταιρείας ή του ιατρού σας.
ii. Ανοίξτε τη συσκευασία από αλουμινόφυλλο και προσεκτικά
αποσπάστε το φιαλίδιο από τη συσκευασία. Ποτέ να μη
χρησιμοποιηθεί αν έχει ήδη ανοιχθεί.
Ανοίξτε το φιαλίδιο με απλή στροφή του επάνω μέρους. Κρατήστε το
πάντοτε σε όρθια θέση.
iii. Αν δεν υπάρχει διαφορετική οδηγία από τον ιατρό σας αδειάστε το
περιεχόμενο του πλαστικού φιαλιδίου μέσα στο δοχείο του
νεφελοποιητή.
iv. Συναρμολογήστε το νεφελοποιητή και χρησιμοποιήστε το σύμφωνα
με τις οδηγίες του ιατρού σας.
v. Μετά το τέλος της νεφελοποίησης καθαρίστε το νεφελοποιητή
σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή.
Τα φιαλίδια μιας χρήσης προορίζονται μόνο για εισπνοή μέσω
καταλλήλων νεφελοποιητών και δε θα πρέπει να λαμβάνονται από του
στόματος ή να χορηγούνται παρεντερικά. Δεδομένου ότι τα φιαλίδια
μιας χρήσης δεν περιέχουν συντηρητικό, είναι σημαντικό το περιεχόμενο
να χρησιμοποιείται αμέσως μετά το άνοιγμα, ώστε να αποφευχθεί
μικροβιακή μόλυνση. Ανοιγμένα (πλήρως ή μερικώς) ή κατεστραμμένα
φιαλίδια θα πρέπει να απορρίπτονται.
Συνιστάται το Berovent να μην αναμιγνύεται με άλλα φάρμακα στον ίδιο
νεφελοποιητή.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Boehringer Ingelheim Ελλάς Α.Ε
Ελληνικού 2
Ελληνικό 16777, Αθήνα
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Ελλάδα:
37256/10
Κύπρος:
19532
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΔΕΙΑΣ
Ελλάδα:
μ μ : 01 1996Η ερο ηνία πρώτης έγκρισης Απριλίου
μ μ : 18 2011Η ερο ηνία τελευταίας ανανέωσης Απριλίου
Κύπρος:
μ μ : 29 2004Η ερο ηνία πρώτης έγκρισης Απριλίου
μ μ : 27 2009Η ερο ηνία τελευταίας ανανέωσης Αυγούστου
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ