Παρόλο που ορισμένα σημεία του μηχανισμού δράσης του 2-F-ara-ATP δεν έχουν
ακόμη αποσαφηνιστεί, υποτίθεται ότι οι επιδράσεις στη σύνθεση DNA, RNA και
πρωτεϊνών συνεισφέρουν στην αναστολή της ανάπτυξης των κυττάρων, με
κυρίαρχο παράγοντα την αναστολή της σύνθεσης του DNA. Επιπλέον, μελέτες in
vitro έχουν δείξει ότι η έκθεση λεμφοκυττάρων χρόνιας λεμφοκυτταρικής αναιμίας
(CLL) σε 2F-ara-A πυροδοτεί την εκτεταμένη κατάτμηση του DNA και κυτταρικό
θάνατο, χαρακτηριστικό της απόπτωσης.
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Σε μια κλινική μελέτη φάσης ΙΙΙ σε ασθενείς με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία
από β-κύτταρα, οι οποίοι δεν είχαν υποβληθεί σε προηγούμενη θεραπεία, έγινε
σύγκριση της θεραπείας με Fludara έναντι της χλωραμβουκίλης (40 mg/m
2
κάθε 4
εβδομάδες) σε 195 και 199 ασθενείς αντίστοιχα και διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα
αποτελέσματα: στατιστικά σημαντικά υψηλότερα ποσοστά, συνολικής και
πλήρους ανταπόκρισης μετά τη θεραπεία πρώτης γραμμής με Fludara σε σύγκριση
με τη χλωραμβουκίλη (61,1% έναντι 37,6% και 14,9% έναντι 3,4% αντίστοιχα).
Στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερη διάρκεια ανταπόκρισης (19 έναντι 12,2 μηνών)
και χρόνου εξέλιξης της νόσου (17 έναντι 13,2 μηνών) για τους ασθενείς που
έλαβαν το Fludara. Ο διάμεσος χρόνος επιβίωσης των ασθενών των δυο ομάδων
ήταν 56,1 μήνες για το Fludara και 55,1 μήνες για την χλωραμβουκίλη. Μη
σημαντική επίσης διαφορά παρατηρήθηκε και στη λειτουργική κατάσταση. Το
ποσοστό των ασθενών που ανέφερε τοξικότητα ήταν παρόμοιο μεταξύ των
ασθενών που έλαβαν Fludara (89,7%) και εκείνων που έλαβαν χλωραμβουκίλη
(89,9%). Ενώ η διαφορά στη συνολική επίπτωση της αιματολογικής τοξικότητας
δεν υπήρξε σημαντική μεταξύ των δυο θεραπευτικών ομάδων, σημαντικά
μεγαλύτερα ποσοστά στην ομάδα του Fludara εμφάνισαν τοξικότητα στα λευκά
αιμοσφαίρια (p=0,0054) και στα λεμφοκύτταρα (p=0,0240) σε σχέση με την ομάδα
της χλωραμβουκίλης. Τα ποσοστά των ασθενών που εμφάνισαν ναυτία, έμετο και
διάρροια ήταν σημαντικά χαμηλότερα για το Fludara (p<0,0001, p<0,0001 και
p=0,0489 αντίστοιχα) από ότι για τη χλωραμβουκίλη. Ηπατική τοξικότητα
αναφέρθηκε σε σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό ασθενών (p=0,0487) στην ομάδα
του Fludara από ότι στην ομάδα της χλωραμβουκίλης. Οι ασθενείς που
ανταποκρίνονται αρχικά στο Fludara έχουν πιθανότητα να ανταποκριθούν εκ νέου
σε μονοθεραπεία με Fludara.
Μία τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη με Fludara έναντι του συνδυασμού CAP
(cyclophosphamide, adriamycin και prednisone), σε 208 ασθενείς με CLL σε στάδιο Β ή C
κατά Binet, ανέδειξε τα ακόλουθα αποτελέσματα στην υποομάδα των 103 ασθενών
που είχαν λάβει προηγουμένως άλλη θεραπευτική αγωγή: το ποσοστό της ολικής
ανταπόκρισης και της πλήρους ανταπόκρισης ήταν υψηλότερο με το Fludara
σε
σύγκριση με το συνδυασμό CAP (45% έναντι 26% και 13% έναντι 6% αντίστοιχα),
η διάρκεια της ανταπόκρισης και το συνολικό ποσοστό επιβίωσης ήταν παρόμοια
και με τις δύο φαρμακευτικές αγωγές (Fludara
/CAP). Μέσα στο συμφωνημένο
χρονικό διάστημα της θεραπείας των 6 μηνών, ο αριθμός των θανάτων ήταν 9
(Fludara) έναντι 4 (CAP).
Post-hoc αναλύσεις, κάνοντας χρήση μόνο των δεδομένων μέχρι και 6 μηνών μετά
την έναρξη της θεραπείας, ανέδειξαν μία διαφοροποίηση στις καμπύλες επιβίωσης
του Fludara
και του συνδυασμού CAP, προς όφελος του συνδυασμού CAP, στην
υποομάδα των ασθενών σε στάδιο C κατά Binet, οι οποίοι είχαν λάβει
προηγουμένως άλλη θεραπευτική αγωγή.
17