ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
CAVERJECT Κόνις και διαλύτης για ενέσιμο διάλυμα.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε φιαλίδιο περιέχει 20 μg Αλπροσταδίλης.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Kόνις και διαλύτης για ενέσιμο διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το CAVERJECT ενδείκνυται για τη θεραπεία της δυσλειτουργίας της
συμπτωματικής ανεπαρκούς στύσης νευρογενούς, αγγειογενούς,
ψυχογενούς ή μικτής αιτιολογίας.
Το CAVERJECT μπορεί να χρησιμεύσει ως πρόσθετο βοήθημα σε
συνδυασμό με τις λοιπές διαγνωστικές δοκιμασίες για τη διάγνωση της
συμπτωματικής αντιμετώπισης της ανεπαρκούς στύσης.
To CAVERJECT δεν ενδείκνυται για παιδιατρική χρήση (βλ. Παράγραφο
4.4).
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Γενικές Πληροφορίες
Το CAVERJECT χορηγείται με απευθείας ενδοσηραγγώδη ένεση.
Συνιστάται η χρήση βελόνης ½ ίντσας, 27 έως 30 gauge. Η δόση του
CAVERJECT θα πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με τις ανάγκες του
ασθενούς με προσεκτική τιτλοποίηση υπό ιατρική επίβλεψη.
Οι πρώτες ενέσεις του CAVERJECT πρέπει να γίνονται στο ιατρείο από
κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό. Θεραπεία αυτοένεσης από τον ίδιο
τον ασθενή μπορεί να ξεκινήσει μόνο αφού ο ασθενής λάβει σαφείς
οδηγίες και εκπαιδευτεί καλά στην τεχνική της αυτοένεσης. Ο ιατρός θα
πρέπει να αξιολογήσει προσεκτικά την ικανότητα του ασθενούς γι’ αυτή
τη διαδικασία. Η ενδοσηραγγώδης ένεση πρέπει να γίνεται σε άσηπτες
συνθήκες. Η ένεση γίνεται συνήθως κατά μήκος μιας από τις
πλαγιοπίσθιες πλευρές του εγγύς τρίτου του πέους. Πρέπει να
αποφεύγονται οι περιοχές ορατών φλεβών. Να εναλλάσσεται η πλευρά
του πέους στην οποία γίνεται η ένεση και να γίνεται κάθε φορά σε άλλο
σημείο.
Το ανασυσταθέν διάλυμα CAVERJECT προορίζεται για εφάπαξ χρήση
μόνο. Πρέπει να απορρίπτεται μετά τη χρήση. Ο χρήστης πρέπει να λάβει
οδηγίες για τη σωστή απόρριψη της σύριγγας, της βελόνης, του
φιαλιδίου και της φύσιγγας.
Αρχική ρύθμιση της δόσεως στο ιατρείο
Κατά τη διάρκεια της ρύθμισης της δόσης, ο ασθενής πρέπει να
παραμείνει στο ιατρείο έως την πλήρη υποχώρηση της στύσης. Αν δεν
υπάρξει ανταπόκριση, μπορεί να χορηγηθεί η επόμενη υψηλότερη δόση
μέσα σε μία ώρα. Αν σημειωθεί ανταπόκριση, πρέπει να μεσολαβήσει
διάστημα μιας ημέρας πριν από τη χορήγηση της επόμενης δόσης.
Στυτική Δυσλειτουργία αγγειογενούς, ψυχογενούς ή μικτής αιτιολογίας
.
Η ρύθμιση της δοσολογίας θα πρέπει να ξεκινά από τα 2,5 μg
αλπροσταδίλης. Αν υπάρξει μερική ανταπόκριση, η δόση μπορεί να
αυξηθεί κατά 2,5 μg στα 5 μg και στη συνέχεια κατά 5 έως 10 μg,
ανάλογα με την ανταπόκριση του ασθενούς, έως ότου επιτευχθεί η δόση
που προκαλεί στύση κατάλληλη για σεξουαλική επαφή και που η
διάρκειά της δεν υπερβαίνει τη μία ώρα. Αν δεν σημειωθεί ανταπόκριση
με την αρχική δόση των 2,5 μg, η δεύτερη δόση μπορεί να αυξηθεί στα
7,5 μg, με επακόλουθες αυξήσεις κατά 5 έως 10 μg.
Στυτική Δυσλειτουργία αμιγώς νευρογενούς αιτιολογίας (τραυματισμός
νωτιαίου μυελού)
. Η ρύθμιση της δοσολογίας πρέπει να ξεκινά από 1,25
μg αλπροσταδίλης. Η δόση μπορεί να αυξηθεί κατά 1,25 μg στα 2,5 μg,
με προοδευτική αύξηση κατά 2,5 μg στα 5 μg, και στη συνέχεια με
αυξήσεις κατά 5 μg έως ότου επιτευχθεί η δόση που προκαλεί στύση
κατάλληλη για σεξουαλική επαφή και με διάρκεια που δεν υπερβαίνει τη
μία ώρα.
Επαναλαμβανόμενη χορήγηση: Αυτοένεση
Η δόση του CAVERJECT που επιλέγεται για χορήγηση με αυτοένεση
πρέπει να εξασφαλίζει στύση ικανοποιητική για σεξουαλική επαφή, η
οποία να μη διαρκεί περισσότερο από μια ώρα. Αν η διάρκεια της στύσης
είναι μεγαλύτερη από μία ώρα, η δόση του CAVERJECT πρέπει να
μειωθεί. Η θεραπεία με αυτοενέσεις κατ’ ιδίαν, πρέπει να ξεκινά από τη
δόση που καθορίστηκε στο ιατρείο από το θεράποντα ιατρό. Ωστόσο, αν
χρειαστεί τροποποίηση της δόσης, πρέπει να γίνει μόνο με συμβουλή του
ιατρού. Η δόση πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με τις οδηγίες ρύθμισης
που περιγράφηκαν ανωτέρω. Πρέπει να χρησιμοποιείται η χαμηλότερη
αποτελεσματική δόση. Η συνιστώμενη συχνότητα ένεσης είναι μέχρι
τρεις φορές την εβδομάδα, με μεσοδιάστημα 24 ωρών τουλάχιστον
μεταξύ των δόσεων. Ο πάσχων μπορεί να περιμένει ότι η στύση θα
εκδηλωθεί μέσα σε 5 έως 20 λεπτά.
Η αποτελεσματικότητα του CAVERJECT για μακροχρόνια χρήση έως έξι
μηνών έχει τεκμηριωθεί σε μία μη ελεγχόμενη μελέτη αυτοένεσης. Η
μέση δόση αλπροσταδίλης στο τέλος των έξι μηνών ήταν 20,7 μg. Στην
πλειονότητα των ασθενών, η επαναλαμβανόμενη δόση κυμαίνεται από 5
έως 20 μg. Δεν συνιστώνται επαναλαμβανόμενες δόσεις μεγαλύτερες
των 60 μg.
Το CAVERJECT ως πρόσθετο βοήθημα για τη διάγνωση της στυτικής
δυσλειτουργίας
Στην απλούστερη διαγνωστική δοκιμασία για τη στυτική δυσλειτουργία
(φαρμακολογικός έλεγχος), οι ασθενείς παρακολουθούνται για την
ενδεχόμενη εκδήλωση στύσης μετά από ενδοσηραγγώδη ένεση του
CAVERJECT. Προέκταση του ελέγχου αυτού είναι η χρήση του
CAVERJECT ως πρόσθετο βοήθημα στον παρακλινικό έλεγχο, όπως το
υπερηχογράφημα duplex ή το Doppler, οι δοκιμασίες έκπλυσης με
133
Ξένον, η ραδιοϊσοτοπική απεικόνιση του πέους και η αρτηριογραφία
πέους, που επιτρέπουν την απεικόνιση και εκτίμηση της αγγείωσης του
πέους. Για καθεμία από τις δοκιμασίες αυτές, θα πρέπει να
χρησιμοποιείται μία μόνο δόση CAVERJECT που προκαλεί στύση
επαρκούς ακαμψίας.
Συστάσεις για την παρακολούθηση της θεραπείας
Όταν ο ασθενής ακολουθεί το πρόγραμμα αυτοενέσεων, συνιστάται η
τακτική παρακολούθηση από το θεράποντα ιατρό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα
για τις αρχικές αυτοενέσεις και εφόσον μπορεί να χρειαστούν
τροποποιήσεις της δόσης του CAVERJECT.
4.3 Αντενδείξεις
Η αλπροσταδίλη αντενδείκνυται σε ασθενείς:
Με γνωστή υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή κάποιο από τα
έκδοχα του προϊόντος
Με καταστάσεις που μπορεί να τους προδιαθέσουν σε πριαπισμό,
όπως δρεπανοκυτταρική αναιμία ή στίγμα, πολλαπλούν μυέλωμα ή
λευχαιμία
Με ανατομική παραμόρφωση του πέους, όπως γωνίωση, σηραγγώδη
ίνωση ή νόσο του Peyronie
Με εμφύτευμα πέους
Στους οποίους αντενδείκνυται ή δεν συνιστάται η σεξουαλική
δραστηριότητα
Δεν πρέπει να χορηγείται σε πρόωρα βρέφη ή νεογέννητα. Βλ.
παράγραφο 4.4.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Πριν από την έναρξη της θεραπείας με αλπροσταδίλη, θα πρέπει να
γίνεται διάγνωση και θεραπεία των υποκείμενων θεραπεύσιμων
οργανικών αιτίων της ανεπάρκειας της στύσης.
Μετά την ενδοσηραγγώδη χορήγηση της αλπροσταδίλης μπορεί να
εκδηλωθεί πριαπισμός (επώδυνη στύση που διαρκεί περισσότερο από έξι
ώρες). Η θεραπεία του πριαπισμού δεν θα πρέπει να καθυστερήσει
περισσότερο από 6 ώρες (ανατρέξτε στην παράγραφο 4.9
Υπερδοσολογία). Για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος να επιλέγεται η
χαμηλότερη αποτελεσματική δόση και να συμβουλεύεται ο ασθενής ώστε
να επικοινωνεί άμεσα με τον θεράποντα ιατρό του ή, εάν αυτός δεν είναι
διαθέσιμος, να αναζητά άμεση ιατρική βοήθεια, σε κάθε περίπτωση
στύσης διάρκειας άνω των 4 ωρών. Για τη θεραπεία του πριαπισμού
πρέπει να ακολουθείται η καθιερωμένη ιατρική πρακτική.
Είναι πιθανότερο να παρουσιαστεί επώδυνη στύση σε ασθενείς με
ανατομικές παραμορφώσεις του πέους, όπως γωνίωση, φίμωση,
σηραγγώδη ίνωση, νόσο του Peyronie ή πλάκες.
Μετά την ενδοσηραγγώδη χορήγηση της αλπροσταδίλης μπορεί να
εκδηλωθεί ίνωση του πέους, που περιλαμβάνει γωνιώσεις του πέους,
σηραγγώδη ίνωση, ινώδη οζίδια και τη νόσο του Peyronie. Η εκδήλωση
της ίνωσης μπορεί να αυξηθεί με αυξημένη διάρκεια χρήσης.
Συνιστάται τακτική παρακολούθηση των ασθενών, με προσεκτική
εξέταση του πέους για την εξακρίβωση σημείων ίνωσης ή νόσου του
Peyronie.
Η θεραπεία με αλπροσταδίλη πρέπει να διακόπτεται στους ασθενείς που
αναπτύσσουν γωνίωση του πέους, σηραγγώδη ίνωση ή νόσο του
Peyronie.
Σε ορισμένους ασθενείς η ένεση αλπροσταδίλης μπορεί να προκαλέσει
μικρή αιμορραγία στο σημείο της ένεσης. Σε ασθενείς που έχουν
μολυνθεί από νοσήματα που μεταδίδονται μέσω του αίματος, αυτό
ενδέχεται να αυξήσει την πιθανότητα μετάδοσης αυτών των νοσημάτων
στο σεξουαλικό τους σύντροφο.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν αντιπηκτικά, όπως βαρφαρίνη ή ηπαρίνη,
μπορεί να έχουν αυξημένη τάση για αιμορραγία μετά την
ενδοσηραγγώδη ένεση.
Η αλπροσταδίλη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς
που έχουν παρουσιάσει παροδικά ισχαιμικά επεισόδια ή ασταθείς
καρδιαγγειακές διαταραχές.
Η αλπροσταδίλη δεν προορίζεται για συγχορήγηση με κανέναν άλλο
παράγοντα θεραπείας της στυτικής δυσλειτουργίας (βλέπε επίσης
παράγραφο 4.5).
Το ενδεχόμενο κατάχρησης της αλπροσταδίλης θα πρέπει να λαμβάνεται
υπόψη σε ασθενείς με ιστορικό ψυχιατρικών διαταραχών ή εθισμού.
Η σεξουαλική διέγερση και η σεξουαλική επαφή μπορεί να οδηγήσουν σε
καρδιακά και πνευμονικά συμβάντα σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο,
συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ή πνευμονική νόσο. Όταν
χρησιμοποιούν αλπροσταδίλη, αυτοί οι ασθενείς θα πρέπει να είναι
προσεκτικοί κατά τη συμμετοχή τους σε σεξουαλική δραστηριότητα.
Τα ανασυσταθέντα διαλύματα CAVERJECT προορίζονται μόνο για μία
χρήση. Το σύστημα χορήγησης ένεσης/η σύριγγα και τυχόν διάλυμα που
απομένει θα πρέπει να απορρίπτονται με κατάλληλο τρόπο.
Το ανασυσταθέν διάλυμα CAVERJECT περιέχει βενζυλική αλκοόλη (9
mg/ml), η οποία μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
Το συντηρητικό βενζυλική αλκοόλη έχει συσχετισθεί με σοβαρές
ανεπιθύμητες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων του «δυσπνοϊκού
συνδρόμου» («Gasping Syndrome») και θανάτου σε παιδιατρικούς
ασθενείς. Παρόλο που οι ενδεδειγμένες θεραπευτικές δόσεις αυτού του
προϊόντος παρέχουν, συνήθως, ποσότητες βενζυλικής αλκοόλης,
σημαντικά μικρότερες από εκείνες που αναφέρθηκαν σε σχέση με το
«δυσπνοϊκό σύνδρομο», η ελάχιστη ποσότητα βενζυλικής αλκοόλης, η
οποία ενδέχεται να προκαλέσει τοξικότητα, δεν είναι γνωστή. Ο
κίνδυνος τοξικότητας από τη βενζυλική αλκοόλη εξαρτάται από την
χορηγηθείσα ποσότητα και την ηπατική ικανότητα χημικής
αδρανοποίησής της. Πρόωρα νεογνά και νεογνά με χαμηλό σωματικό
βάρος διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης τοξικότητας
Η βενζυλική αλκοόλη μπορεί να προκαλέσει τοξικές αντιδράσεις και
αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις σε βρέφη και παιδιά ηλικίας μέχρι 3
ετών. Βλ. παράγραφο 4.3.
Με το CAVERJECT χρησιμοποιείται μία πολύ λεπτή βελόνα για τη
χορήγηση. Όπως και με όλες τις πολύ λεπτές βελόνες, υπάρχει η
πιθανότητα να σπάσει η βελόνα.
Έχει αναφερθεί σπάσιμο της βελόνας, με ένα μέρος της βελόνας να
παραμένει στο πέος, και σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτήθηκε νοσηλεία
και χειρουργική αφαίρεση.
Προσεχτικές οδηγίες προς τον ασθενή για τεχνικές σωστού χειρισμού
και ένεσης μπορούν να ελαχιστοποιήσουν το ενδεχόμενο για σπάσιμο
της βελόνας.
Θα πρέπει να δοθούν οδηγίες στους ασθενείς πως, εάν η βελόνα είναι
λυγισμένη, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται. Επίσης, δεν πρέπει να
επιχειρούν να ισιώσουν μία λυγισμένη βελόνα. Θα πρέπει να αφαιρούν
τη βελόνα από τη σύριγγα, να την απορρίπτουν και να βάζουν μία νέα,
μη χρησιμοποιημένη, άσηπτη βελόνα στη σύριγγα.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα &
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Οι επιδράσεις των συνδυασμών της αλπροσταδίλης με άλλες θεραπείες
στυτικής δυσλειτουργίας (π.χ. σιλδεναφίλη) ή άλλα φάρμακα που
επάγουν στύση (π.χ. παπαβερίνη) δεν έχουν μελετηθεί επισήμως. Αυτοί
οι παράγοντες δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με την
αλπροσταδίλη, λόγω της πιθανότητας επαγωγής παρατεταμένων
στύσεων.
Τα συμπαθητικομιμητικά μπορεί να μειώσουν την επίδραση της
αλπροσταδίλης. Η αλπροσταδίλη μπορεί να ενισχύσει τις επιδράσεις
των αντιυπερτασικών, των αγγειοδιασταλτικών παραγόντων, των
αντιπηκτικών και των αναστολέων συσσώρευσης αιμοπεταλίων.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Δεν εφαρμόζεται.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών
Η αλπροσταδίλη δεν αναμένεται να επηρεάζει την ικανότητα οδήγησης ή
χειρισμού μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες Ενέργειες
Η συχνότερη ανεπιθύμητη ενέργεια μετά από ενδοσηραγγώδη ένεση ήταν
πεϊκό άλγος. Το 30% των ασθενών ανέφερε άλγος τουλάχιστον μία
φορά. Το άλγος συσχετίστηκε με το 11% των ενέσεων που χορηγήθηκαν.
Στις περισσότερες περιπτώσεις το άλγος αξιολογήθηκε ως ήπιο έως
μέτριο. Το 3% των ασθενών διέκοψε τη θεραπεία λόγω του άλγους.
Ίνωση του πέους, που περιλαμβάνει γωνιώσεις του πέους,
ινώδη οζίδια και νόσο του Peyronie, αναφέρθηκε στο 3% του
συνόλου των ασθενών που συμμετείχαν σε κλινικές δοκιμές. Σε
μία μελέτη αυτοενέσεων, στην οποία η χρήση είχε διάρκεια έως
και 18 μήνες, η επίπτωση της ίνωσης του πέους ήταν
μεγαλύτερη, περίπου 8%.
Αιμάτωμα και εκχύμωση στο σημείο της ένεσης, που σχετίζονται μάλλον
με την τεχνική της ένεσης παρά με τις επιδράσεις της αλπροσταδίλης,
αναφέρθηκαν από το 3% και 2% των ασθενών, αντίστοιχα.
Παρατεταμένη στύση (στύση που διαρκεί για τέσσερις έως έξι ώρες)
εμφανίσθηκε στο 4% των ασθενών. Πριαπισμός (επώδυνη στύση που
διαρκεί έξι ώρες ή περισσότερο) παρατηρήθηκε στο 0,4% των ασθενών.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, παρατηρήθηκε αυτόματη
υποχώρηση της στύσης.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκου που έχουν αναφερθεί κατά τις
κλινικές δοκιμές και την εμπειρία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου
στην αγορά παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα. Οι συχνότητες
είναι: πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές
(≥1/1.000 έως <1/100). Οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά
φθίνουσα σειρά σοβαρότητας, μέσα σε κάθε κατηγορία συχνότητας και
κατηγορία οργανικού συστήματος.
Κατηγορία/Οργα
νικό Σύστημα
Πολύ
Συχνές
>1/10
Συχνές
>1/100
έως
<1/10
Όχι Συχνές >1/1000
έως <1/100
Λοιμώξεις και
παρασιτώσεις
Μυκητίαση, Κοινό
κρυολόγημα
Διαταραχές του
νευρικού
συστήματος
Προσυγκοπτικό
επεισόδιο
Υπαισθησία,
Υπεραισθησία,
Οφθαλμικές
διαταραχές
Μυδρίαση
Καρδιακές
διαταραχές
Υπερκοιλιακές
έκτακτες συστολές
Αγγειακές
διαταραχές
Υπόταση,
Αγγειοδιαστολή,
Περιφερική
αγγειοπάθεια,
Φλεβική διαταραχή
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
Ναυτία, Ξηροστομία
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Ερύθημα Εξάνθημα,
Υπερίδρωση,
Κνησμός
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και
του συνδετικού
ιστού
Μυϊκοί
σπασμοί
Διαταραχές των
νεφρών και των
ουροφόρων οδών
Αιμορραγία ουρήθρας,
Αιματουρία,
Δυσουρία,
Πολλακιουρία,
Επιτακτική ούρηση
Διαταραχές του
αναπαραγωγικού
συστήματος και
του μαστού
Άλγος
πέους
Νόσος του
Peyronie,
Διαταραχέ
ς στο
πέος,
Στύση
αυξημένη,
Πριαπισμός, Πυελικό
άλγος, Μάζα όρχεων,
Σπερματοκήλη,
Διόγκωση όρχεων,
Οίδημα όρχεων,
Διαταραχή όρχεων,
Άλγος οσχέου,
Ερύθημα οσχέου,
Οίδημα οσχέου,
Άλγος όρχεων,
Διαταραχή οσχέου,
Επώδυνη στύση,
Βαλανίτιδα, Φίμωση,
Στυτική
δυσλειτουργία,
Διαταραχές
εκσπερμάτισης
Γενικές διαταραχές
και καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
Αιμάτωμα
της θέσης
ένεσης,
Αιμάτωμα,
Εκχύμωση
Αιμορραγία,
Αιμορραγία της θέσης
ένεσης, Φλεγμονή,
Φλεγμονή της θέσης
ένεσης, Αίσθημα
θερμότητας της θέσης
ένεσης, Οίδημα της
θέσης ένεσης,
Διόγκωση της θέσης
ένεσης, Άλγος της
θέσης ένεσης,
Ερεθισμός της θέσης
ένεσης, Εξασθένιση,
Αναισθησία της θέσης
ένεσης, Οίδημα,
Οίδημα περιφερικό,
Κνησμός της θέσης
ένεσης
Παρακλινικές
εξετάσεις
Αρτηριακή πίεση
μειωμένη, Καρδιακός
ρυθμός αυξημένος,
Κρεατινίνη αίματος
αυξημένη
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους
επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω:
Ελλάδα Κύπρος
μ μΕθνικός Οργανισ ός Φαρ άκων
284Μεσογείων
GR-15562 , Χολαργός Αθήνα
: + 30 Τηλ 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Υπουργείο Υγείας
CY-1475 Λευκωσία
Φαξ: + 357 22608649
Ιστότοπος: www.moh.gov.cy/phs.
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν παρατηρήθηκε υπερδοσολογία σε κλινικές δοκιμές με αλπροσταδίλη.
Αν προκύψει ενδοσηραγγώδης υπερδοσολογία του CAVERJECT, ο
πάσχων θα πρέπει να τίθεται υπό ιατρική παρακολούθηση έως την
αποδρομή κάθε συστηματικής επίδρασης και/ή μέχρι να υποχωρήσει η
στύση. Συνιστάται η συμπτωματική αντιμετώπιση οποιουδήποτε
συμπτώματος.
Η θεραπεία του πριαπισμού δε θα πρέπει να καθυστερήσει περισσότερο
από 6 ώρες. Η αρχική θεραπεία θα πρέπει να γίνει με αναρρόφηση στο
πέος. Με τη χρήση άσηπτων τεχνικών, εισάγετε μία βελόνα τύπου
πεταλούδας 19-21 gauge στο σηραγγώδες σώμα και αναρροφήστε 20-50 ml
αίματος. Αυτό ενδέχεται να χαλαρώσει το πέος. Αν είναι απαραίτητο, η
διαδικασία μπορεί να επαναληφθεί στην αντίθετη πλευρά του πέους
μέχρι να αναρροφηθούν συνολικά 100 ml αίματος. Σε περίπτωση μη
επιτυχίας, συνιστάται ενδοσηραγγώδης ένεση α-αδρενεργικού
φαρμάκου. Αν και η συνήθης αντένδειξη στην ενδοπεϊκή χορήγηση ενός
αγγειοσυσταλτικού παράγοντα δεν εφαρμόζεται στη θεραπεία του
πριαπισμού, θα πρέπει να συστήνεται προσοχή όταν πραγματοποιείται
αυτή η επιλογή. Η αρτηριακή πίεση και ο σφυγμός θα πρέπει να
παρακολουθούνται συνεχώς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
Χρειάζεται εξαιρετική προσοχή σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο, μη
ελεγχόμενη υπέρταση, εγκεφαλική ισχαιμία και σε άτομα που λαμβάνουν
αναστολείς της µονοαµινοξειδάσης. Στην τελευταία περίπτωση, θα
πρέπει να υπάρχουν διαθέσιμες εγκαταστάσεις για την αντιμετώπιση
μιας κρίσης υπέρτασης. Θα πρέπει να παρασκευαστεί ένα διάλυμα
φαινυλεφρίνης 200 μικρογραμμαρίων/ml και 0,5-1,0 ml του διαλύματος
θα πρέπει να ενίεται ανά 5 έως 10 λεπτά. Εναλλακτικά, θα πρέπει να
χρησιμοποιηθεί ένα διάλυμα επινεφρίνης 20 μικρογραμμαρίων/ml. Εάν
είναι απαραίτητο, πρέπει να ακολουθηθεί επιπλέον αναρρόφηση αίματος
με την ίδια βελόνα τύπου πεταλούδας. Η μέγιστη δόση της
φαινυλεφρίνης θα πρέπει να είναι 1 mg ή για την επινεφρίνη 100
μικρογραμμάρια (5 ml διαλύματος). Εναλλακτικά μπορεί να
χρησιμοποιηθεί μεταραμινόλη, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί πως έχουν
αναφερθεί θανατηφόρες υπερτασικές κρίσεις. Σε περίπτωση που
εξακολουθεί να μην επιτυγχάνεται η αντιμετώπιση του πριαπισμού,
είναι απαραίτητη η επείγουσα παραπομπή για περαιτέρω χειρουργική
αντιμετώπιση, η οποία ενδέχεται να περιλαμβάνει διαδικασία διαφυγής
(shunt).
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αγγειοδιασταλτικός παράγοντας
Κωδικός ATC: G04BE01
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ
Η αλπροσταδίλη είναι η φυσική μορφή της προσταγλανδίνης Ε
1
(PGE
1
).
Η αλπροσταδίλη έχει ποικίλες φαρμακολογικές δράσεις. Οι πιο
σημαντικές είναι η αγγειοδιαστολή και η αναστολή της συγκόλλησης
των αιμοπεταλίων. Στα περισσότερα είδη ζώων που έγιναν δοκιμές, η
αλπροσταδίλη προκάλεσε χάλαση του επισπαστήρα μυός του πέους και
του σηραγγώδους σώματος της ουρήθρας in vitro. Η αλπροσταδίλη
προκάλεσε επίσης χάλαση σε απομονωμένο σηραγγώδες και σπογγώδες
σώμα ανθρώπου καθώς και σε τμήματα αρτηριών σηραγγώδους σώματος
που συστέλλονταν είτε από τη νοραδρεναλίνη είτε από την PGF
in
vitro. Σε πιθήκους pigtail (Macaca nemestrina), η αλπροσταδίλη αύξησε
την αρτηριακή ροή αίματος στα σηραγγώδη σώματα in vivo. Ο βαθμός
και η διάρκεια της χάλασης των λείων μυϊκών ινών σ' αυτό το μοντέλο
ζώων ήταν δοσοεξαρτώμενα.
Η αλπροσταδίλη προκαλεί στύση μέσω της χάλασης των λείων μυϊκών
ινών και της διαστολής των σηραγγωδών αρτηριών. Έτσι, προκαλείται
επέκταση του χώρου των βοθρίων και παγίδευση αίματος με τη συμπίεση
των φλεβιδίων επί του ινώδους χιτώνα, μια διαδικασία που αναφέρεται
ως φλεβοαποφρακτικός μηχανισμός των σηραγγωδών σωμάτων.
5.2 Φαρμακοκινητικές Ιδιότητες
ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ-ΚΑΤΑΝΟΜΗ-ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ-ΑΠΟΒΟΛΗ
Απορρόφηση: Για τη θεραπεία της στυτικής ανεπάρκειας, η
αλπροσταδίλη χορηγείται με ένεση στα σηραγγώδη σώματα. Δεν έχει
προσδιοριστεί η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της αλπροσταδίλης.
Κατανομή: Μετά την ενδοσηραγγώδη ένεση 20 μg αλπροσταδίλης, οι
μέσες συγκεντρώσεις στο περιφερικό πλάσμα στα 30 και 60 λεπτά μετά
την ένεση (89 και 102 pg/mL, αντίστοιχα) δεν ήταν σημαντικά
μεγαλύτερες από τα αρχικά επίπεδα ενδογενούς αλπροσταδίλης (96
pg/mL). Η αλπροσταδίλη δεσμεύεται στο πλάσμα κυρίως με την
αλβουμίνη (κατά 81%) και σε μικρότερο βαθμό με κλάσμα της α-
σφαιρίνης IV-4 (κατά 55%). Δεν παρατηρήθηκε σημαντική δέσμευση με
τα ερυθροκύτταρα ή λευκοκύτταρα.
Μεταβολισμός: Η αλπροσταδίλη μετατρέπεται ταχύτατα σε ενώσεις που
μεταβολίζονται περαιτέρω πριν από την απέκκριση. Μετά την
ενδοσηραγγώδη χορήγηση, το 80% περίπου της αλπροσταδίλης της
κυκλοφορίας μεταβολίζεται με ένα πέρασμα δια μέσου των πνευμόνων,
κυρίως με β- και ω-οξείδωση. Επομένως, η αλπροσταδίλη που εισέρχεται
στη συστηματική κυκλοφορία μετά την ενδοσηραγγώδη ένεση
μεταβολίζεται ταχύτατα. Οι κύριοι μεταβολίτες της αλπροσταδίλης είναι
οι εξής: 15-κετο-PGE
1
, 15-κετο-13,14-διυδρο-PGE
1
και 13,14-διυδρο-
PGE
1
. Σε αντίθεση με τους μεταβολίτες 15-κετο-PGE
1
και 15-κετο-13,14-
διυδρο-PGE
1
που δεν έχουν σχεδόν καμία βιολογική δράση, ο 13,14-
διυδρο-PGE
1
έχει αποδειχθεί ότι μειώνει την πίεση του αίματος και
εμποδίζει τη συσσώρευση αιμοπεταλίων. Μετά την ενδοφλέβια ή
ενδοαρτηριακή χορήγηση αλπροσταδίλης, τα επίπεδα του μεταβολίτη
αυτού ήταν της ίδιας τάξης μεγέθους με εκείνα της PGE
1
, ενώ τα
επίπεδα του 15-κετο-13,14-διυδρο-PGE
1
, του βασικού μεταβολίτη της
κυκλοφορίας, ήταν περισσότερο από 10 φορές υψηλότερα.
Τα επίπεδα του 15-κετο-PGE
1
πλάσματος παρέμειναν μη ανιχνεύσιμα
καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου παρατήρησης. Μετά την
ενδοσηραγγώδη ένεση 20 μg αλπροσταδίλης, τα περιφερικά επίπεδα του
βασικού μεταβολίτη της κυκλοφορίας, 13,14-διυδρο-15-οξο-PGE
1
,
αυξήθηκαν και έφθασαν στη μέγιστη τιμή 30 λεπτά μετά την ένεση, για
να επιστρέψουν στα προ της δόσης επίπεδα περίπου 60 λεπτά μετά την
ένεση, ενώ τα περιφερικά επίπεδα της αλπροσταδίλης δεν ήταν
σημαντικά υψηλότερα από τα αρχικά επίπεδα. Δεν προσδιορίστηκαν οι
συγκεντρώσεις πλάσματος της 13,14-διυδρο- PGE
1
.
Αποβολή: Οι μεταβολίτες της αλπροσταδίλης απεκκρίνονται κυρίως από
τους νεφρούς, καθώς το 90% της ενδοφλέβιας δόσης απεκκρίνεται στα
ούρα μέσα σε 24 ώρες από τη χορήγηση της δόσης. Το υπόλοιπο της
δόσης απεκκρίνεται στα κόπρανα. Δεν υπάρχουν ενδείξεις
κατακράτησης αλπροσταδίλης ή των μεταβολιτών της στους ιστούς μετά
την ενδοφλέβια χορήγηση. Στους υγιείς άνδρες, 70% έως 90% της
αλπροσταδίλης απεκκρίνεται και μεταβολίζεται εκτεταμένα με ένα
πέρασμα δια μέσου των πνευμόνων, με αποτέλεσμα μία ημιπερίοδο ζωής
μεταβολισμού λιγότερο από ένα λεπτό.
ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ ΣΕ ΟΜΑΔΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Επιδράσεις της ηλικίας ή της φυλής: Δεν έχει εκτιμηθεί η ενδεχόμενη
επίδραση της ηλικίας ή της φυλής στη φαρμακοκινητική της
αλπροσταδίλης μετά από ενδοσηραγγώδη χορήγηση.
Επίδραση της Νεφρικής ή Ηπατικής Ανεπάρκειας: Ο μεταβολισμός
πρώτης διόδου από τους πνεύμονες είναι ο κύριος παράγοντας που
επηρεάζει τη συστηματική κάθαρση της αλπροσταδίλης. Αν και δεν έχει
εξεταστεί επισήμως η φαρμακοκινητική της αλπροσταδίλης σε ασθενείς
με νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, δεν αναμένεται σημαντική επίδραση
στη φαρμακοκινητική της αλπροσταδίλης σε περίπτωση αλλοιώσεων της
νεφρικής ή ηπατικής λειτουργίας.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ/ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
Διεξήχθηκε μία μελέτη της διεγερτικής δράσης, διάρκειας 1 έτους, σε
πιθήκους Cynomolgus στους οποίους γινόταν ενδοσηραγγώδης ένεση
δύο φορές την εβδομάδα είτε με φορέα είτε με 3 ή 8,25 μg
αλπροσταδίλης ανά ένεση. Σε μερικούς πιθήκους έγιναν ενέσεις όπως
περιγράφηκε προηγουμένως, ενώ έλαβαν και επιπλέον δόσεις κατά τη
διάρκεια των εβδομάδων 44, 48 και 52. Ορισμένοι πίθηκοι από κάθε
ομάδα παρέμειναν υπό μελέτη για μία περίοδο ανάνηψης 4 εβδομάδων.
Δεν παρατηρήθηκε καμία ένδειξη ερεθισμού του πέους που να σχετίζεται
με το φάρμακο, ούτε και βλάβες σε μη πεϊκούς ιστούς, που θα μπορούσαν
να σχετίζονται άμεσα με την αλπροσταδίλη. Ο ερεθισμός που
παρατηρήθηκε στους πιθήκους που έλαβαν θεραπεία και στους πιθήκους
της ομάδας ελέγχου θεωρήθηκε ότι είναι αποτέλεσμα της ίδιας της
διαδικασίας της ένεσης, ενώ αποδείχθηκε ότι όλες οι βλάβες που
παρατηρήθηκαν ήταν αναστρέψιμες. Στο τέλος των 4 εβδομάδων της
περιόδου ανάνηψης, οι ιστολογικές αλλοιώσεις στο πέος είχαν
υποχωρήσει.
ΚΑΡΚΙΝΟΓΟΝΟΣ/ΜΕΤΑΛΛΑΞΙΟΓΟΝΟΣ ΔΡΑΣΗ
Δεν έχουν διεξαχθεί μακροχρόνιες μελέτες της καρκινογόνου δράσης. Η
ακόλουθη σειρά αναλύσεων της μεταλλαξιογόνου δράσης δεν
αποκάλυψε καμία πιθανότητα μεταλλαξιγένεσης: βακτηριακή μετάλλαξη
(Ames), αλκαλική εκλεκτική προσρόφηση, μικροπυρήνας επιμύων,
ανταλλαγή αδελφών χρωματίδων, πρώιμη γονιδιακή μετάλλαξη
κυττάρων θηλαστικού με CHO/HGPRT και ανεξέλεγκτη σύνθεση DNA
(UDS).
ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ/ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ
Μελέτες της αναπαραγωγής σε επίμυς υποδεικνύουν ότι η αλπροσταδίλη
σε δόσεις έως 2,0 μg/kg/ημέρα (υποδορίως) δεν έχει ανεπιθύμητες
επιδράσεις ούτε αλλοιώνει τη σπερματογένεση.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Κόνις: Λακτόζη άνυδρη (αυξητικό μάζης), κιτρικό νάτριο (ρυθμιστικό
του pH), α-κυκλοδεξτρίνη, διάλυμα υδροχλωρικού οξέος 10% (ρύθμιση
pH), διάλυμα υδροξειδίου του νατρίου 10% (ρύθμιση pH)
Διαλύτης: Βενζυλική αλκοόλη (συντηρητικό), ενέσιμο ύδωρ.
6.2 Ασυμβατότητες
Κατά την ανασύσταση του CAVERJECT θα πρέπει να χρησιμοποιείται
μόνο ο διαλύτης που το συνοδεύει ή βακτηριοστατικό ενέσιμο ύδωρ με
βενζυλική αλκοόλη.
6.3 Διάρκεια ζωής
Διάρκεια Ζωής ετοίμου προς πώληση φαρμακευτικού προϊόντος:
24 μήνες σε θερμοκρασία ≤ 25º C.
Διάρκεια Ζωής μετά την ανασύσταση:
Το ανασυσταθέν διάλυμα πρέπει να χρησιμοποιηθεί αμέσως. Σε περίπτωση
που δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, οι χρόνοι και οι συνθήκες διατήρησης πριν
από τη χρήση αποτελούν ευθύνη του χρήστη και δεν πρέπει να υπερβαίνουν
τις 24 ώρες σε θερμοκρασία 2 έως C.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Για τα όρια της αλπροσταδίλης (ελάχιστο 90% της ποσότητας που
αναφέρεται στην ετικέτα) και της PGA
1
(μέγιστο 10% της ποσότητας
αλπροσταδίλης στην ετικέτα) συνιστώνται οι ακόλουθες συνθήκες
φύλαξης για τον υπεύθυνο διάθεσης και τον ασθενή και οδηγίες
ανασύστασης για τα φιαλίδια των 20 μg. Το ανασυσταθέν διάλυμα δεν
πρέπει να καταψύχεται.
Πίνακας 1: Για κατώτερο όριο ισχύος της αλπροσταδίλης ισοδύναμο με
το 90% της ποσότητας της ετικέτας και ανώτερο όριο διάσπασης της
PGA
1
ισοδύναμο με το 10% της αναγραφόμενης στην ετικέτα ποσότητας
αλπροσταδίλης:
Περιεκτικότ
ητα μg
Διάθεση
Θερμοκρασία
Φύλαξης
Πάσχων
Θερμοκρασία
Φύλαξης
Περίοδος Χρήσης
για το
Ανασυσταθέν
Διάλυμα
20 Ίση ή
μικρότερη των
25 C
Ίση ή μικρότερη
των 25 C
Χρησιμοποιείται
αμέσως ή
φυλάσσεται μέχρι
24 ώρες σε
θερμοκρασία 2-8C
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Διατίθεται σε κουτί που περιέχει ένα φιαλίδιο και μια φύσιγγα με
διαλύτη:
Φιαλίδιο: Τύπος Ι γυάλινου σωλήνα που ανταποκρίνεται στις
προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Φαρμακοποιίας για
γυάλινους περιέκτες ενεσίμων προϊόντων.
μ :Πώ α μ μ Ελαστικό πώ α ε φθοριοεπικάλυψη στο επάνω και κάτω
μ ( ), έρος δεν υπάρχει επικάλυψη στο κολάρο που θα
ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής
μ .Φαρ ακοποιίας
Κάλυμμα: Δακτύλιος αλουμινίου που επικαλύπτεται από πλαστικό
(Flip-off cap).
Φύσιγγα με
Διαλύτη 1mL: Ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής
Φαρμακοποιίας για υδρολυτικό γυαλί της κατηγορίας Ι.
6.6 Οδηγίες χρήσης/χειρισμού
Τα φαρμακευτικά προϊόντα παρεντερικής χορήγησης πρέπει να
ελέγχονται για ξένα σώματα ή αλλοίωση του χρώματος πριν από τη
χορήγηση, εφόσον το διάλυμα και ο περιέκτης είναι τέτοια που
επιτρέπεται ο έλεγχος.
Για την ανασύσταση του CAVERJECT Κόνις για ενέσιμο διάλυμα, πρέπει
να χρησιμοποιείται ως διαλύτης βακτηριοστατικό ενέσιμο ύδωρ ή στείρο
ενέσιμο ύδωρ και τα δύο συντηρημένα με βενζυλική αλκοόλη 0,945% w/v
(βάρος/όγκο). Μετά την ανασύσταση με 1 mL διαλύτη, ο όγκος του
διαλύματος που προκύπτει είναι 1,13 mL. Ένα mL του διαλύματος αυτού
θα περιέχει 20,5 μg αλπροσταδίλης. Η ποσότητα της παρεχόμενης
αλπροσταδίλης είναι 20 μg ανά mL, λόγω απώλειας 0,5 μg περίπου, η
οποία οφείλεται σε συγκράτηση στο φιαλίδιο και τη σύριγγα.
6.7 ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
PFIZER ΕΛΛΑΣ A.E.
Λ. Μεσογείων 243,
154 51 Ν. Ψυχικό, Αθήνα,
Ελλάδα
Τηλέφωνο: 210 6785800
7. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
27843/95/30-01-1996
8. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
30-01-1996 / 6-02-2007
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ