ανάπλασης του μυελού, ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα
μέχρι το τέλος της τρίτης εβδομάδας. Σε περίπτωση που παρατηρηθεί σοβαρή μυελοκαταστολή,
μπορεί να εφαρμοσθεί υποστήριξη του μυελού (π.χ. με αρχέγονα κύτταρα περιφερικού αίματος ή
αυξητικούς παράγοντες). Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί θρομβοκυτταροπενία και αναιμία.
Τα κλινικά επακόλουθα της μυελοτοξικότητας/αιματολογικής τοξικότητας από doxorubicin μπορεί να
περιλαμβάνουν πυρετό, λοιμώξεις, σήψη/σηψαιμία, σηπτικό σοκ, αιμορραγίες, υποξία των ιστών ή
θάνατο. Πρέπει να χορηγούνται αντιβιοτικά ενδοφλεβίως όταν παρατηρηθεί εμπύρετη ουδετεροπενία.
Δευτερογενής λευχαιμία
Η εμφάνιση δευτερογενούς οξείας μυελογενούς λευχαιμίας, με ή χωρίς προ-λευχαιμική φάση, έχει
αναφερθεί σπάνια σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ταυτόχρονη θεραπεία με ανθρακυκλίνες
(συμπεριλαμβανομένης του doxorubicin). Η δευτερογενής λευχαιμία εμφανίζεται συχνότερα, όταν
αυτά τα φάρμακα χορηγούνται σε συνδυασμό με αντινεοπλασματικούς παράγοντες με καταστροφική
δράση στο DNA, σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία, όταν οι ασθενείς έχουν λάβει προηγουμένως
κυταρροτοξικά φάρμακα, ή όταν η δοσολογία των ανθρακυκλινών αυξάνεται κλιμακωτά. Οι
λευχαιμίες αυτές μπορεί να έχουν βραχεία λανθάνουσα περίοδο (1-3 ετών).
Καρδιοτοξικότητα: Η καρδιοτοξικότητα που προκαλείται από ανθρακυκλίνες μπορεί να εμφανισθεί με
πρώιμες (οξείες) ή καθυστερημένες εκδηλώσεις. Η πρώιμη καρδιοτοξικότητα του doxorubicin
αποτελείται κυρίως από κολπική ταχυκαρδία και/ή ανωμαλίες στο ΗΚΓ, π.χ. μη ειδικές αλλαγές στο
κύμα ST-T, ωστόσο έχουν αναφερθεί ταχυαρρυθμίες, πρόωρες κοιλιακές συστολές, κοιλιακή
ταχυκαρδία, βραδυκαρδία, καθώς και κολποκοιλιακός αποκλεισμός , αποκλεισμός σκέλους του
δεματίου του His και ασυμπτωματική μείωση του κλάσματος εξώθησης. Με εξαίρεση τις επικίνδυνες
καρδιακές αρρυθμίες οι ανεπιθύμητες αυτές ενέργειες δεν αποτελούν συνήθως ένδειξη
μεταγενέστερης ανάπτυξης καθυστερημένης καρδιοτοξικότητας, σπάνια είναι κλινικής σημασίας και
σε γενικές γραμμές δε θεωρούνται ένδειξη για τη διακοπή της θεραπείας με doxorubicin. Η
καθυστερημένη καρδιοτοξικότητα χαρακτηρίζεται από μυοκαρδιοπάθεια η οποία εκδηλώνεται
κλινικά με συμπτώματα/ενδείξεις κοιλιακής δυσλειτουργίας/συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας
(όπως δύσπνοια, πνευμονικό οίδημα, οιδήματα [π.χ. στον αστράγαλο], ηπατομεγαλία, ασκίτη,
πλευρίτιδα, καλπαστικό ρυθμό). Η τοξικότητα αυτή φαίνεται να εξαρτάται από την αθροιστική δόση
του doxorubicin και αντιπροσωπεύει την αθροιστική δοσοπεριοριστική τοξικότητα του φαρμάκου. Σε
έναν αριθμό μελετών αξιολογήθηκε ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας,
σε απουσία άλλων καρδιακών παραγόντων κινδύνου, αυξάνεται απότομα όταν η αθροιστική δόση του
doxorubicin φθάσει τα 550 mg/m
2
. Ωστόσο, όταν υπάρχει επιπρόσθετος κίνδυνος για ανάπτυξη
καρδιοτοξικότητας (π.χ. ενεργός ή λανθάνουσα καρδιαγγειακή νόσος, προηγούμενη μεσοθωράκια
ακτινοθεραπεία, προηγούμενη/ταυτόχρονη χρήση άλλων καρδιοτοξικών φαρμάκων) η
καρδιοτοξικότητα μπορεί να εμφανισθεί σε χαμηλότερες αθροιστικές δόσεις. Η καθυστερημένη
καρδιοτοξικότητα αναπτύσσεται κυρίως κατά τη διάρκεια της αγωγής με doxorubicin και μέχρι και
δύο-τρεις μήνες μετά, ωστόσο έχουν αναφερθεί και απώτερα συμβάντα (αρκετούς μήνες μέχρι χρόνια
μετά την ολοκλήρωση της αγωγής). Σοβαρή καρδιακή βλάβη μπορεί να αποτραπεί με τακτική
παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της αγωγής (βλ. επίσης Λήμμα 4.4). Έχουν επίσης αναφερθεί
υποξείες καταστάσεις, όπως περικαρδίτιδα και μυοκαρδίτιδα.
Γαστρεντερική Τοξικότητα: Βλεννογονίτιδα (κυρίως στοματίτιδα, λιγότερο συχνά οισοφαγίτιδα), και
υπερχρωμάτωση του στοματικού βλεννογόνου, μπορεί να παρατηρηθούν σε ασθενείς που
υποβάλλονται σε θεραπεία με doxorubicin. Οι κλινικές εκδηλώσεις της βλεννογονίτιδας
περιλαμβάνουν πόνο ή αίσθημα καύσους, ερύθημα, διαβρώσεις-εξελκώσεις, αιμορραγία και
λοιμώξεις. Η στοματίτιδα εμφανίζεται γενικά σχεδόν αμέσως μετά τη χορήγηση του φαρμάκου και, σε
περίπτωση που είναι σοβαρή, μπορεί να εξελιχθεί μέσα σε διάστημα ημερών σε εξελκώσεις του
βλεννογόνου. Ωστόσο, οι περισσότεροι ασθενείς ανανήπτουν από αυτήν την ανεπιθύμητη ενέργεια
μέχρι την τρίτη εβδομάδα της θεραπείας. Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί ναυτία, έμετος και, κατά
καιρούς, διάρροια , κοιλιακός πόνος και κολίτιδα. Ο έντονος έμετος και διάρροια μπορούν να
προκαλέσουν αφυδάτωση. Η ναυτία και ο έμετος μπορούν να αποτραπούν ή να μειωθούν σε ένταση
με τη χορήγηση κατάλληλης αντιεμετικής αγωγής. Ο συνδυασμός doxorubicin με κυταραβίνη έχει
προκαλέσει αιμορραγία, εξέλκωση και νέκρωση του βλεννογόνου του παχέος εντέρου σε ασθενείς με
οξεία μυελογενή λευχαιμία.