ανεπιθύμητες αυτές ενέργειες δεν αποτελούν συνήθως ένδειξη μεταγενέστερης ανάπτυξης
καθυστερημένης καρδιοτοξικότητας, σπάνια είναι κλινικής σημασίας και σε γενικές γραμμές δεν
θεωρούνται ένδειξη για τη διακοπή της θεραπείας με doxorubicin. Η καθυστερημένη καρδιοτοξικότητα
χαρακτηρίζεται από μυοκαρδιοπάθεια η οποία εκδηλώνεται κλινικά με συμπτώματα/ενδείξεις κοιλιακής
δυσλειτουργίας/συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας (όπως δύσπνοια, πνευμονικό οίδημα, οιδήματα
[π.χ. στον αστράγαλο], ηπατομεγαλία, ασκίτη, πλευρίτιδα, καλπαστικό ρυθμό). Η τοξικότητα αυτή
φαίνεται να εξαρτάται από την αθροιστική δόση του doxorubicin και αντιπροσωπεύει την αθροιστική
δοσοπεριοριστική τοξικότητα του φαρμάκου. Σε έναν αριθμό μελετών αξιολογήθηκε ότι ο κίνδυνος
ανάπτυξης συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, σε απουσία άλλων καρδιακών παραγόντων κινδύνου,
αυξάνεται απότομα όταν η αθροιστική δόση του doxorubicin φθάσει τα 550 mg/m
2
. Ωστόσο, όταν
υπάρχει επιπρόσθετος κίνδυνος για ανάπτυξη καρδιοτοξικότητας (π.χ. ενεργός ή λανθάνουσα
καρδιαγγειακή νόσος, προηγούμενη μεσοθωράκια ακτινοθεραπεία, προηγούμενη/ ταυτόχρονη χρήση
άλλων καρδιοτοξικών φαρμάκων) η καρδιοτοξικότητα μπορεί να εμφανισθεί σε χαμηλότερες αθροιστικές
δόσεις. Η καθυστερημένη καρδιοτοξικότητα αναπτύσσεται κυρίως κατά τη διάρκεια της αγωγής με
doxorubicin και μέχρι και δύο-τρεις μήνες μετά, ωστόσο έχουν αναφερθεί και απώτερα συμβάντα
(αρκετούς μήνες μέχρι χρόνια μετά την ολοκλήρωση της αγωγής). Σοβαρή καρδιακή βλάβη μπορεί να
αποτραπεί με τακτική παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της αγωγής.
Έχουν επίσης αναφερθεί υποξείες καταστάσεις, όπως περικαρδίτιδα και μυοκαρδίτιδα.
Γαστρεντερική Τοξικότητα: Βλεννογονίτιδα και υπερχρωμάτωση του στοματικού βλενογόνου,(κυρίως
στοματίτιδα, λιγότερο συχνά οισοφαγίτιδα) μπορεί να παρατηρηθούν σε ασθενείς που υποβάλλονται σε
θεραπεία με doxorubicin. Οι κλινικές εκδηλώσεις της βλεννογονίτιδας περιλαμβάνουν πόνο ή αίσθημα
καύσου, ερύθημα, διαβρώσεις, εξελκώσεις, αιμορραγία και λοιμώξεις. Η στοματίτιδα εμφανίζεται γενικά
σχεδόν αμέσως μετά τη χορήγηση του φαρμάκου και, σε περίπτωση που είναι σοβαρή, μπορεί να
εξελιχθεί μέσα σε διάστημα ημερών σε εξελκώσεις του βλεννογόνου. Ωστόσο, οι περισσότεροι ασθενείς
ανανήπτουν από αυτήν την ανεπιθύμητη ενέργεια μέχρι την τρίτη εβδομάδα της θεραπείας. Μπορεί
επίσης να παρατηρηθεί ναυτία, έμετος και, κατά καιρούς, διάρροια, κοιλιακός πόνος και κολίτιδα. Ο
έντονος έμετος και διάρροια μπορούν να προκαλέσουν αφυδάτωση. Η ναυτία και ο έμετος μπορούν να
αποτραπούν ή να μειωθούν σε ένταση με τη χορήγηση κατάλληλης αντιεμετικής αγωγής. Ο συνδυασμός
doxorubicin με κυταραβίνη έχει προκαλέσει αιμορραγία, εξέλκωση και νέκρωση του βλεννογόνου του
παχέος εντέρου σε ασθενείς με οξεία μυελογενή λευχαιμία.
Δερματικές Αντιδράσεις και Αντιδράσεις Υπερευαισθησίας: Αλωπεκία, που περιλαμβάνει τη διακοπή
ανάπτυξης γένιου, παρατηρείται συχνά. Η ανεπιθύμητη ενέργεια αυτή είναι συνήθως αναστρέψιμη και
όλα τα μαλλιά αναπτύσσονται και πάλι εντός δύο-τριών μηνών μετά την ολοκλήρωση της αγωγής.
Μπορεί επίσης να παρατηρηθούν εξάψεις, υπέρχρωση του δέρματος και των νυχιών, φωτοευαισθησία και
υπερευαισθησία σε δέρμα που έχει υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία (radiation recall reaction). Κνίδωση και
αναφυλαξία έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με doxorubicin. Οι
ενδείξεις/συμπτώματα των αντιδράσεων αυτών μπορεί να ποικίλουν από δερματικό εξάνθημα και κνησμό
μέχρι πυρετό, ρίγη και καταπληξία. Έχει επίσης αναφερθεί το “παλαμο -πελματικό σύνδρομο” (palmar-
plantar erythrodysestesia ή ερύθημα των άκρων).
Επιδράσεις στο Σημείο της Ένεσης: Η ερυθηματώδης ράβδωση κατά μήκος της φλέβας όπου
πραγματοποιήθηκε η έγχυση δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο και μπορεί να προηγείται της τοπικής
φλεβίτιδας ή θρομβοφλεβίτιδας. Ο κίνδυνος για πρόκληση φλεβίτιδας/θρομβοφλεβίτιδας στο σημείο της
ένεσης μπορεί να ελαχιστοποιηθεί με την εφαρμογή της διαδικασίας χορήγησης που συνιστάται στο
Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση. Μπορεί επίσης να προκληθεί φλεβοσκλήρυνση,
ειδικά όταν το doxorubicin εγχύεται κατ΄ επανάληψη σε μικρή φλέβα.
Στην περίπτωση περιφλεβικής εξαγγείωσης του φαρμάκου, παρατηρείται τοπικός πόνος, σοβαρή
κυτταρίτιδα και νέκρωση ιστών.
Άλλες Ανεπιθύμητες Ενέργειες: Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν αδιαθεσία, κόπωση,
οφθαλμική τοξικότητα (επιπεφυκίτιδα, δακρύρροια) και υπερουριχαιμία, που μπορεί να εμφανισθεί σαν
επακόλουθο του εκτεταμένου καταβολισμού των πουρινών που συνοδεύει την από το φάρμακο
προκληθείσα ταχεία κυτταρική νέκρωση των πολύ ευαίσθητων στη χημειοθεραπεία νεοπλασμάτων