κινδύνου. Πρέπει να δίδεται προσοχή στη συνταγογράφηση και έγχυση ενδοφλέβιας
ανοσοσφαιρίνης σε παχύσαρκους ασθενείς και σε ασθενείς με προϋπάρχοντες
παράγοντες κινδύνου για θρομβωτικά επεισόδια, όπως η προχωρημένη ηλικία,
υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης και ιστορικό αγγειακών νόσων ή θρομβωτικών
επεισοδίων, σε ασθενείς με επίκτητες ή κληρονομικές θρομβοφιλικές διαταραχές,
σε ασθενείς με παρατεταμένες περιόδους ακινησίας, σε σοβαρά υποογκαιμικούς
ασθενείς, σε ασθενείς με νόσους που αυξάνουν το ιξώδες του αίματος.
Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις οξείας νεφρικής ανεπάρκειας σε ασθενείς οι οποίοι
λάμβαναν ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη. Στις περισσότερες περιπτώσεις, έχουν
διαπιστωθεί παράγοντες κινδύνου, όπως προϋπάρχουσα νεφρική ανεπάρκεια,
σακχαρώδης διαβήτης, υποογκαιμία, υπερβολικό βάρος, ταυτόχρονη χορήγηση
νεφροτοξικών φαρμακευτικών προϊόντων ή ηλικία άνω των 65 ετών.
Σε περίπτωση νεφρικής δυσλειτουργίας, θα πρέπει να εξεταστεί η διακοπή της
ενδοφλέβιας ανοσοσφαιρίνης. Ενώ αυτές οι αναφορές νεφρικής δυσλειτουργίας και
οξείας νεφρικής ανεπάρκειας έχουν συσχετιστεί με τη χρήση πολλών από τα
προϊόντα ενδοφλέβιας ανοσοσφαιρίνης που έχουν άδεια, εκείνα που περιέχουν
σακχαρόζη ως σταθεροποιητή είναι υπεύθυνα για ένα δυσανάλογο μερίδιο του
συνολικού αριθμού. Σε ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο, θα πρέπει να ληφθεί
υπόψη η χρήση προϊόντων ενδοφλέβιας ανοσοσφαιρίνης που δεν περιέχουν
σακχαρόζη. Το MEGALOTECT
®
CP δεν περιέχει σακχαρόζη.
Σε ασθενείς με κίνδυνο οξείας νεφρικής ανεπάρκειας ή θρομβοεμβολικών
ανεπιθύμητων αντιδράσεων, τα προϊόντα ενδοφλέβιας ανοσοσφαιρίνης θα πρέπει
να χορηγούνται με τον ελάχιστο εφικτό ρυθμό έγχυσης.
Σε όλους τους ασθενείς, η χορήγηση ενδοφλέβιας ανοσοσφαιρίνης απαιτεί:
- επαρκή ενυδάτωση πριν από την έναρξη της έγχυσης της ενδοφλέβιας
ανοσοσφαιρίνης,
- παρακολούθηση της ποσότητας των ούρων,
- παρακολούθηση των επιπέδων της κρεατινίνης του ορού,
- αποφυγή ταυτόχρονης χρήσης διουρητικών της αγκύλης.
Σε περίπτωση ανεπιθύμητης ενέργειας, είτε πρέπει να μειωθεί ο ρυθμός χορήγησης
ή να διακοπεί η έγχυση. Η απαιτούμενη θεραπεία εξαρτάται από τη φύση και τη
σοβαρότητα της ανεπιθύμητης ενέργειας. Σε περίπτωση καταπληξίας (shock) πρέπει
να εφαρμόζεται η καθιερωμένη ιατρική αγωγή για την αντιμετώπιση της
καταπληξίας.
Τα συνήθη μέτρα για την πρόληψη λοιμώξεων που προκαλούνται από τη χρήση
φαρμακευτικών προϊόντων που παρασκευάζονται από ανθρώπινο αίμα ή πλάσμα
περιλαμβάνουν την επιλογή των δοτών, τον έλεγχο των ατομικών δωρεών και των
δεξαμενών πλάσματος για ειδικούς δείκτες λοιμώξεων και την ύπαρξη
αποτελεσματικών σταδίων παραγωγής για την αδρανοποίηση/απομάκρυνση των
ιών. Παρόλα αυτά, όταν χορηγούνται φαρμακευτικά προϊόντα παρασκευασμένα
από ανθρώπινο αίμα ή πλάσμα, η πιθανότητα μετάδοσης μολυσματικών
παραγόντων δεν μπορεί να αποκλεισθεί εντελώς. Αυτό ισχύει επίσης για
άγνωστους ή νεοεμφανιζόμενους ιούς και για άλλα παθογόνα.
Τα μέτρα που λαμβάνονται θεωρούνται αποτελεσματικά για ιούς με περίβλημα
όπως οι ιοί HIV, HBV και HCV, και για τον χωρίς περίβλημα ιό HAV. Τα μέτρα που
λαμβάνονται μπορεί να είναι περιορισμένης αξίας κατά των ιών χωρίς περίβλημα