Επιπρόσθετες πληροφορίες για ειδικούς πληθυσμούς
Το σιρόπι OLBENORM δεν περιέχει ζάχαρη και για αυτό είναι
κατάλληλο για χορήγηση σε διαβητικούς και σε μικρά παιδιά.
Εάν πάρετε μεγαλύτερη δόση OLBENORM από την κανονική
Εάν πάρετε μεγαλύτερη δόση από την κανονική, συμβουλευτείτε το
γιατρό ή το φαρμακοποιό σας εάν παρατηρήσετε οποιαδήποτε δυσάρεστα
συμπτώματα.
Μέχρι τώρα δεν έχουν αναφερθεί εξειδικευμένα συμπτώματα
υπερδοσολογίας στον άνθρωπο, παρά μόνο συμπτώματα σύμφωνα με τις
γνωστές ανεπιθύμητες ενέργειες της υδροχλωρικής αμβροξόλης.
Σε περίπτωση υπέρβασης της δοσολογίας συνιστάται συμπτωματική
θεραπεία.
Μπορεί να προκληθεί αύξηση του όγκου των ρευστοποιούμενων
βρογχικών εκκρίσεων και αν δεν απομακρυνθούν με βήχα μπορεί να
χρειαστεί ειδική υποστήριξη ώστε να παραμείνει ανοικτή η
αναπνευστική οδός.
Εάν ξεχάσετε να πάρετε OLBENORM
Εάν πρέπει να λαμβάνετε το φάρμακο συνεχώς και παραλείψετε μία
δόση, πρέπει να πάρετε τη δόση αυτή το ταχύτερο δυνατόν. Εάν, εν
τούτοις, πλησιάζει η ώρα για την επόμενη δόση, μη λάβετε τη δόση που
παραλείψατε, αλλά συνεχίστε κανονικά τη θεραπεία.
Μην πάρετε διπλή δόση για να αναπληρώσετε τη δόση που ξεχάσατε.
Εάν έχετε περισσότερες ερωτήσεις σχετικά με τη χρήση αυτού του
φαρμάκου, ρωτήστε τον γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας.
4. Πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες
Όπως όλα τα φάρμακα, έτσι και αυτό το φάρμακο μπορεί να προκαλέσει
ανεπιθύμητες ενέργειες αν και δεν παρουσιάζονται σε όλους τους
ανθρώπους.
Συχνές (μπορεί να επηρεάσουν έως και 1 στα 10 άτομα):
Δυσγευσία (π.χ. αλλοιωμένη γεύση)
Ναυτία, στοματική υπαισθησία (μούδιασμα του στόματος)
Φαρυγγική υπαισθησία (μούδιασμα του λαιμού)
Όχι Συχνές (μπορεί να επηρεάσουν έως και 1 στα 100 άτομα):
Έμετος, διάρροια, δυσπεψία, κοιλιακός πόνος , ξηροστομία
Σπάνιες (μπορεί να επηρεάσουν έως και 1 στα 1.000 άτομα):
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας
Εξάνθημα, κνίδωση
Στομαχικός καύσος, ξηρότητα φάρυγγα
Μη γνωστές (η συχνότητα δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα):
Αναφυλακτικές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένης αναφυλακτικής
καταπληξίας, αγγειοοιδήματος (ταχεία ανάπτυξη διόγκωσης του
δέρματος, του υποδόριου ιστού, των βλεννογόνων ή των
υποβλεννογόνιων ιστών) και κνησμού