ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Ethyol 50 mg/ml, κόνις για διάλυμα προς έγχυση
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
1 φιαλίδιο κόνεως 500 mg περιέχει 500 mg αμιφοστίνης
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:Η αμιφοστίνη εκφράζεται σε άνυδρη βάση.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για διάλυμα προς έγχυση.
Η αμιφοστίνη είναι μια λευκή κρυσταλλική σκόνη η οποία είναι ελεύθερα
διαλυτή στο νερό.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Χημειοθεραπεία
To Ethyol ενδείκνυται για τη μείωση του κινδύνου λοίμωξης που σχετίζεται με
την ουδετεροπενία (π.χ. πυρετός σε ουδετεροπενικούς ασθενείς), που οφείλεται
στο χημειοθεραπευτικό συνδυασμό κυκλοφωσφαμίδης και σισπλατίνης σε
ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο των ωοθηκών (FIGO στάδιο ΙΙΙ ή IV).
Το Ethyol ενδείκνυται για την προστασία ασθενών με συμπαγείς όγκους από μη
γεννητικά κύτταρα σε προχωρημένο στάδιο από συσσωρευτική
νεφροτοξικότητα, που οφείλεται στη χορήγηση σισπλατίνης ή
χημειοθεραπευτικών σχημάτων που περιλαμβάνουν σισπλατίνη, σε δόσεις που
κυμαίνονται από 60-120 mg/m
2
, σε συνδυασμό με σχήματα επαρκούς
ενυδάτωσης του ασθενούς.
Ακτινοθεραπεία
Το Ethyol ενδείκνυται σε συνδυασμό με την κλασική κλασματοποιημένη
ακτινοθεραπεία για την προστασία έναντι της οξείας και όψιμης ξηροστομίας
στον καρκίνο κεφαλής και τραχήλου. Ο λόγος οφέλους / κινδύνου του Ethyol σε
συνδυασμό με ακτινοθεραπεία προσαρμοζόμενης έντασης δεν έχει τεκμηριωθεί.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Τρόπος χορήγησης
Ενδοφλέβια χορήγηση
Προφυλάξεις που πρέπει να ληφθούν πριν από τη χορήγηση του φαρμακευτικού
προϊόντος
Για οδηγίες σχετικά με την ανασύσταση του φαρμακευτικού προϊόντος πριν από
τη χορήγηση, βλ. παράγραφο 6.6.
Το ανασυσταμένο προϊόν πρέπει, όποτε το επιτρέπει το διάλυμα και ο
περιέκτης, να ελέγχεται οπτικά πριν από τη χορήγηση για ύπαρξη σωματιδίων ή
αποχρωματισμού. Να μην χρησιμοποιείται εάν παρατηρηθεί θολερότητα ή
ίζημα. Το Ethyol πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο κάτω από την επίβλεψη
γιατρών με εμπειρία στη χημειοθεραπεία του καρκίνου ή την ακτινοθεραπεία.
Χημειοθεραπεία:
Σε ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο των ωοθηκών στις οποίες χορηγείται ο
συνδυασμός σισπλατίνης και κυκλοφωσφαμίδης, η συνιστώμενη αρχική δόση
του Ethyol είναι 910 mg/m
2
χορηγούμενη ως εφάπαξ ενδοφλέβια έγχυση
διάρκειας 15 λεπτών, η οποία αρχίζει 30 λεπτά πριν από τη χορήγηση της
χημειοθεραπείας, με παράγοντες που χορηγούνται με σύντομη έγχυση.
Εάν το Ethyol χορηγείται για τη μείωση της νεφροτοξικότητας που σχετίζεται
με τη χορήγηση σισπλατίνης, τότε η αρχική δόση του Ethyol πρέπει να
προσαρμόζεται με τη δόση και το σχήμα χορήγησης της σισπλατίνης. Για δόσεις
σισπλατίνης από 100-120 mg/m
2
η συνιστώμενη αρχική δόση του Ethyol είναι
910 mg/m
2
χορηγούμενη ως 15λεπτη έγχυση, αρχίζοντας 30 λεπτά πριν από τη
χημειοθεραπεία. Εάν η δόση της σισπλατίνης είναι μικρότερη των 100 mg/m
2
,
αλλά μεγαλύτερη ή ίση των 60 mg/m
2
, η συνιστώμενη αρχική δόση του Ethyol
είναι 740 mg/m
2
χορηγούμενη ως ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 15 λεπτών, η
οποία πρέπει να αρχίζει 30 λεπτά πριν από τη χορήγηση της χημειοθεραπείας. Η
15λεπτη έγχυση για τα 740-910 mg/m
2
έχει αναφερθεί ότι είναι καλύτερα
ανεκτή από ό,τι πιο παρατεταμένης διάρκειας εγχύσεις. Ακόμη πιο μικροί
χρόνοι έγχυσης δεν έχουν διερευνηθεί συστηματικά με χημειοθεραπευτικά
σχήματα
Κατά τη διάρκεια της έγχυσης του Ethyol πρέπει να παρακολουθείται η
αρτηριακή πίεση.
Η έγχυση του Ethyol πρέπει να διακόπτεται εάν η συστολική πίεση μειωθεί
σημαντικά σε σύγκριση με την πίεση πριν από την έναρξη της έγχυσης, όπως
αναφέρεται στην πιο κάτω οδηγία:
Οδηγία για διακοπή της έγχυσης Ethyol λόγω μείωσης της συστολικής
πίεσης
Τιμή συστολικής πίεσης πριν από την
έναρξη της έγχυσης (mm Hg)
< 100 100-
119
120-139 140-
179
180
Μείωση της συστολικής
πίεσης κατά τη διάρκεια της
έγχυσης Ethyol (mm Hg)
20 25 30 40 50
Εάν η αρτηριακή πίεση επιστρέψει στο φυσιολογικό σε διάστημα 5 λεπτών και
ο ασθενής είναι ασυμπτωματικός, η έγχυση μπορεί να επαναληφθεί, ούτως
ώστε να χορηγηθεί η πλήρης δόση του Ethyol. Εάν δεν μπορεί να χορηγηθεί η
πλήρης δόση του Ethyol, στους επόμενους κύκλους χημειοθεραπείας η δόση του
Ethyol πρέπει να μειώνεται περίπου κατά 20 %. Για παράδειγμα, η δόση των
910 mg/m
2
πρέπει να μειωθεί στα 740 mg/m
2
.
Ακτινοθεραπεία:
Εάν το Εthyol χρησιμοποιείται για προφύλαξη έναντι της τοξικότητας που
σχετίζεται με την ακτινοθεραπεία, η συνιστώμενη δόση του Εthyol είναι
200 mg/m
2
χορηγούμενα ημερησίως ως ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 3 λεπτών
που αρχίζει μέσα σε 15-30 λεπτά πριν από την κλασική κλασματοποιημένη
ακτινοθεραπεία.
Η αρτηριακή πίεση πρέπει να μετράται πριν και μετά την έγχυση (βλ.
παράγραφο 4.4).
Ειδικοί πληθυσμοί ασθενών
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Ethyol σε παιδιά δεν έχουν
τεκμηριωθεί. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα, συνεπώς το Ethyol δεν
συνιστάται για χρήση στον παιδιατρικό πληθυσμό.
Ηλικιωμένοι ασθενείς (>70 ετών)
Δεν υπάρχει εμπειρία από τη χρήση του Ethyol σε ασθενείς ηλικίας άνω των 70
ετών, συνεπώς το Ethyol δεν συνιστάται για χρήση σε αυτούς τους ασθενείς.
Νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα, η χρήση δεν συνιστάται.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην αμιφοστίνη ή σε ενώσεις αμινοθειόλης. Δεν πρέπει να
χορηγείται Ethyol σε υποτασικούς ή αφυδατωμένους ασθενείς.
Επειδή το Ethyol θα χορηγηθεί σε συνδυασμό με φάρμακα που είναι γνωστό ότι
προκαλούν τερατογένεση και μεταλλαξιογένεση, δεν πρέπει να χορηγείται σε
εγκύους ή θηλάζουσες ασθενείς.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Οι ασθενείς πρέπει να ενυδατώνονται επαρκώς πριν από την έγχυση του Ethyol
και να παραμένουν σε ύπτια θέση κατά τη διάρκεια της έγχυσης του
ανασυσταμένου διαλύματος Ethyol. Σε περίπτωση εμφάνισης υπότασης, οι
ασθενείς πρέπει να τοποθετούνται στη θέση Trendelenburg και να τους
χορηγείται φυσιολογικός ορός με έγχυση. Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί
υπόταση κατά τη διάρκεια ή λίγο μετά την έγχυση του Ethyol παρά την επαρκή
ενυδάτωση και τη θέση του ασθενούς (βλ. παράγραφο 4.8).
Πριν από τη χημειοθεραπεία, είναι σημαντικό να γίνεται η έγχυση της
συνιστώμενης δόσης (740-910 mg/m
2
) σε διάστημα 15 λεπτών. Η χορήγηση του
Ethyol σε μεγαλύτερης διάρκειας έγχυση σχετίζεται με υψηλότερη συχνότητα
εμφάνισης παρενεργειών. Οδηγίες για τη διακοπή και την επανέναρξη της
χορήγησης Ethyol στην περίπτωση μείωσης της συστολικής πίεσης δίνονται
στην παράγραφο 4.2.
Εάν είναι ιατρικώς δυνατόν, πριν από τη χημειοθεραπεία, η αντιυπερτασική
θεραπεία πρέπει να διακόπτεται 24 ώρες πριν από τη χορήγηση του Ethyol.
Πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για την παρακολούθηση και αντιμετώπιση
αυτών των ασθενών κατά τη διάρκεια και μετά από τη θεραπεία, καθώς μπορεί
να εμφανισθεί παροδική υπέρταση ή επιδείνωση προϋπάρχουσας υπέρτασης από
Ε.Φ. ενυδάτωση, διακοπή αντιυπερτασικής αγωγής και άλλα αίτια. Οι ασθενείς
που λαμβάνουν θεραπεία με Ethyol και χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία με
ταυτόχρονη αντιυπερτασική φαρμακευτική αγωγή πρέπει να παρακολουθούνται
προσεκτικά κατά τη διάρκεια της θεραπείαςλ. παράγραφο 4.8).
Σοβαρές δερματικές αντιδράσεις που απαιτούν την εισαγωγή σε νοσοκομείο και
τη διακοπή της θεραπείας έχουν αναφερθεί σπάνια με τη χρήση του Ethyol.
Αυτές οι δερματικές αντιδράσεις, που ήταν μερικές φορές μοιραίες,
περιλαμβάνουν περιπτώσεις πολύμορφου ερυθήματος, συνδρόμου Stevens-
Johnson, τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης, τοξικής δερματίτιδας, φυσαλιδώδους
εξανθήματος και φαρμακευτικής αντίδρασης με ηωσινοφιλία και συστηματικά
συμπτώματα (DRESS). Οι περισσότερες περιπτώσεις εμφανίστηκαν σε ασθενείς
που λάμβαναν το Ethyol ως ακτινοπροστατευτικό και εμφανίστηκαν μετά από
10 ή περισσότερες ημέρες έκθεσης στο Ethyol. Η δερματολογική αξιολόγηση του
ασθενούς πριν από τη χορήγηση του Ethyol πρέπει να πραγματοποιηθεί
δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην εμφάνιση των ακόλουθων:
- Οποιοδήποτε εξάνθημα στα χείλη ή σε βλεννογόνο που δεν είναι γνωστό
ότι οφείλεται σε κάποια άλλη αιτιολογία (π.χ. ακτινική βλεννογονίτιδα,
απλός έρπης κ.λπ.).
- Ερυθηματώδεις, οιδηματώδεις ή φυσαλιδώδεις βλάβες στις παλάμες ή
στα πέλματα ή/και άλλες δερματικές αντιδράσεις στον κορμό (πρόσθιο
τμήμα, οπίσθιο τμήμα, κοιλιακή χώρα).
- Δερματικές αντιδράσεις συνοδευόμενες από πυρετό ή άλλα συστηματικά
συμπτώματα.
Οι δερματικές αντιδράσεις πρέπει να διαφοροποιούνται σαφώς από την
προκαλούμενη από ακτινοβόληση δερματίτιδα και από τις δερματικές
αντιδράσεις που σχετίζονται με άλλη αιτιολογία.
Όταν εμφανίζονται δερματικές αντιδράσεις εκτός της περιοχής της ένεσης ή
του πεδίου ακτινοβολίας, χωρίς κάποια γνωστή αιτιολογία, η χορήγηση του
Ethyol πρέπει να διακόπτεται και να πραγματοποιείται δερματολογική εξέταση
και βιοψία για την ταξινόμηση της αντίδρασης. Η δερματική αντίδραση πρέπει
να αντιμετωπίζεται συμπτωματικά. Η επανέναρξη της χορήγησης του Ethyol
πρέπει να είναι στην κρίση του κλινικού γιατρού και να βασίζεται στην ιατρική
αξιολόγηση και την κατάλληλη δερματολογική εξέταση.
Η χορήγηση του Ethyol πρέπει να διακόπτεται μόνιμα εάν εμφανιστούν
οποιεσδήποτε δερματικές αντιδράσεις που θεωρούνται ότι είναι πολύμορφο
ερύθημα, τοξική επιδερμική νεκρόλυση, σύνδρομο Stevens-Johnson ή
αποφολιδωτική δερματίτιδα και για οποιαδήποτε δερματική αντίδραση που
συνοδεύεται από πυρετό ή οποιαδήποτε συστηματικά συμπτώματα που δεν είναι
γνωστό ότι οφείλονται σε κάποια άλλη αιτιολογία. Λόγω του κινδύνου
δερματικών αντιδράσεων, οι επαγγελματίες της υγείας πρέπει να προσέχουν
ώστε να αποφεύγουν την επαφή του προϊόντος με το δέρμα ή τους βλεννογόνους
(βλ. παράγραφο 4.8).
Όπως αναφέρεται στην ενότητα 4.3, το Ethyol αντενδείκνυται σε ασθενείς με
υπερευαισθησία σε ενώσεις της αμιφοστίνης ή αμινοθειόλης. Δεδομένου ότι η
αμιφοστίνη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις υπερευαισθησίας,
συμπεριλαμβανομένων σοβαρών δερματικών αντιδράσεων, πρέπει να
επιδεικνύεται προσοχή, καθώς ενδέχεται να υπάρξει αυξημένος κίνδυνος
διασταυρούμενης αντιδραστικότητας μεταξύ των ενώσεων θειόλης.
Κατά τη χρήση του Ethyol πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη νεφρική
λειτουργία των ασθενών με γνωστούς παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη
νεφρικής ανεπάρκειας, όπως έμετο, αφυδάτωση, σοβαρή υπόταση, νεφροτοξική
χημειοθεραπεία ή ηλικία άνω των 60 ετών.
Παρόλο που οι αναφορές για κλινικά σχετική υπασβεστιαιμία είναι σπάνιες, τα
επίπεδα του ασβεστίου στο αίμα πρέπει να παρακολουθούνται σε ασθενείς οι
οποίοι διατρέχουν κίνδυνο εκδήλωσης υπασβεστιαιμίας, όπως ασθενείς με
νεφρωσικό σύνδρομο ή ασθενείς που λαμβάνουν πολλαπλές δόσεις Ethyol. Εάν
είναι αναγκαίο, πρέπει να χορηγούνται συμπληρώματα ασβεστίου σύμφωνα με
τις ανάγκες του ασθενούς. Πρέπει να δίνεται προσοχή κατά τη διάρκεια της
αγωγής ασθενών οι οποίοι λαμβάνουν φάρμακα που προκαλούν
υπασβεστιαιμία.
Σπάνια έχουν αναφερθεί σπασμοί με τη χορήγηση του Ethyol. Πρέπει να δίνεται
προσοχή κατά τη διάρκεια της θεραπείας των ασθενών που λαμβάνουν άλλα
φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν σπασμούς.
Συνιστάται η χορήγηση αντιεμετικής αγωγής, η οποία περιλαμβάνει
δεξαμεθαζόνη 20 mg ενδοφλεβίως και έναν 5-ΗΤ3 ανταγωνιστή, πριν και κατά
τη διάρκεια της χορήγησης του Ethyol σε δόσεις που συνιστώνται όταν γίνεται
χημειοθεραπεία (740-910 mg/m
2
), ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιείται μαζί με
ισχυρά εμετογόνα χημειοθεραπευτικά φάρμακα, όπως η σισπλατίνη. Όταν το
Ethyol χορηγείται με έντονα εμετογόνο χημειοθεραπεία, πρέπει να
παρακολουθείται με προσοχή το ισοζύγιο των υγρών του ασθενούς. Σε δόσεις
σχετικές με ακτινοθεραπεία (200 mg/m² για κάθε κλάσμα των 2 Gy)
συνιστώνται προληπτικά αντιεμετικά.
Πριν από την ακτινοθεραπεία, το Ethyol πρέπει να χορηγείται στη συνιστώμενη
δόση (200 mg/m² για κάθε κλάσμα των 2 Gy) σε διάστημα 3 λεπτών. Το Ethyol
δεν ενδείκνυται όταν στο πεδίο ακτινοβολίας δεν περιλαμβάνονται οι
παρωτιδικοί αδένες.
Τα δεδομένα που αφορούν τη διαδοχική χρήση του Ethyol σε αγωγές που
περιλαμβάνουν χημειοθεραπεία με σισπλατίνη ή αλκυλιωτικούς παράγοντες
(δόση Εthyol: 910 mg/m²) και ακτινοθεραπεία (δόση Ethyol 200 mg/m²) είναι
περιορισμένα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα που να υποστηρίζουν μακροπρόθεσμα
ευεργετικά αποτελέσματα από την αμιφοστίνη όσον αφορά δευτερογενή
καρκίνο, όψιμη ίνωση ή όψιμη τοξικότητα του δέρματος.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Η εμπειρία από μελέτες αλληλεπίδρασης είναι περιορισμένη. Η ταχεία κάθαρση
της αμιφοστίνης από το πλάσμα ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο αλληλεπίδρασης
μεταξύ της αμιφοστίνης και άλλων φαρμάκων.
Το ενδεχόμενο ταυτόχρονης χορήγησης Ethyol με αντιυπερτασικά ή με άλλα
φάρμακα τα οποία μπορεί να επιτείνουν την υπόταση, πρέπει να εξετάζεται με
μεγάλη προσοχή.
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ειδικές μελέτες αλληλεπίδρασης φαρμάκων σε
ασθενείς που λάμβαναν Ethyol με ακτινοθεραπεία
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη και γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία
Δεν υπάρχουν δεδομένα από τη χρήση του Ethyol σε εγκύους. Μελέτες σε ζώα
κατέδειξαν εμβρυοτοξικότητα (βλ. παράγραφο 5.3). Επειδή αυτό το φάρμακο
χορηγείται σε συνδυασμό με θεραπείες που είναι γνωστό ότι προκαλούν
τερατογένεση, δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια της κύησης και σε γυναίκες
αναπαραγωγικής ηλικίας που δεν χρησιμοποιούν αντισύλληψη.
Θηλασμός
Δεν είναι γνωστό εάν η αμιφοστίνη ή οι μεταβολίτες της εκκρίνονται στο
ανθρώπινο γάλα. Ο κίνδυνος για τα νεογνά/βρέφη δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Επομένως, συνιστάται η διακοπή του θηλασμού πριν από την έναρξη της
αγωγής με Ethyol.
Γονιμότητα
Μελέτες σε ζώα κατέδειξαν αμφοτερόπλευρη εκφύλιση του σπερματικού
επιθηλίου των όρχεων και αμφοτερόπλευρη υποσπερμία στις επιδιδυμίδες (βλ.
παράγραφο 5.3). Δεν είναι γνωστός ο δυνητικός κίνδυνος για τους ανθρώπους.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν υπάρχει ενδογενής τοξικότητα στο κεντρικό νευρικό σύστημα που να
σχετίζεται με τη χορήγηση του Ethyol, αλλά δεδομένου ότι προορίζεται για
χορήγηση σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία και αντιεμετικά φάρμακα, το
συνολικό θεραπευτικό σχήμα μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητα του
ασθενούς να οδηγεί ή να χειρίζεται μηχανήματα.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι συχνότερα αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ναυτία, έμετος, και
παροδική υπόταση. Το Ethyol αύξησε τη συχνότητα εμφάνισης της ήπιας έως
μέτριας βαρύτητας ναυτίας/εμέτου κατά την πρώτη ημέρα της χημειοθεραπείας.
Αυτό ήταν συνήθως προσωρινά σχετιζόμενο με τη χορήγηση του Ethyol. Το
Ethyol δεν αυξάνει την συχνότητα εμφάνισης της όψιμης ναυτίας και εμέτου
που προκαλούνται από χημειοθεραπεία που βασίζεται σε σισπλατίνη. H
υπόταση είναι συνήθως βραχείας διάρκειας και συνδέεται στενά με τη
χορήγηση του Ethyol, αλλά είναι πιθανόν να επιμένει ή να εμφανιστεί ώρες
μετά τη χορήγηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η έγχυση χρειάστηκε να
τερματιστεί πρόωρα εξαιτίας αυξημένης πτώσης της συστολικής πίεσης του
αίματος (βλ. παράγραφο 4.2). Η υπόταση μπορεί να αντιμετωπιστεί με χορήγηση
υγρών και τοποθέτηση του ασθενούς σε κατάλληλη θέση (βλ. παράγραφο 4.4).
Πυρεξία και ρίγη ενδέχεται να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια ή μέσα σε λίγες
ώρες από τη χορήγηση του Ethyol.
Ανεπιθύμητες ενέργειες θεωρούμενες κατά το ελάχιστο σχετιζόμενες με τη
θεραπεία αναφέρονται παρακάτω κατά οργανικό σύστημα, κατηγορία οργάνου
και απόλυτη συχνότητα. Οι συχνότητες ορίζονται ως πολύ συχνές (1/10),
συχνές ( 1/100 έως <1/10), όχι συχνές (1/1.000 έως <1/100 %), σπάνιες
(1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000) και μη γνωστές (δε
μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Οι συχνότητες των αναφερόμενων σε κλινικές δοκιμές ανεπιθύμητων
ενεργειών (παρακάτω πίνακας) βασίζονται σε αναφορές
από 342 εγγεγραμμένους ασθενείς.
Συχνότητα ανεπιθύμητων ενεργειών σε κλινικές μελέτες
1
Κατηγορία οργανικού
συστήματος
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Καρδιακές διαταραχές Συχνές: α μρρυθ ία
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
Πολύ συχνές: ναυτία, έμετος
Συχνές: λόξυγκας
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Πολύ συχνές: αίσθημα θερμότητας
Συχνές: πυρεξία, ρίγη, αίσθημα
κακουχίας, αίσθηση ψύχους
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της
θρέψης
Συχνές: υπασβεστιαιμία
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Συχνές: υπνηλία, ζάλη, συγκοπή
(απώλεια συνείδησης)
Διαταραχές του
αναπνευστικού συστήματος,
,του θώρακα και του
μεσοθωράκιου
Πολύ συχνές: πταρμός
Διαταραχές του δέρματος
και του υποδόριου ιστού
Συχνές: εξάνθημα
Όχι συχνές: πολύμορφο ερύθημα
Αγγειακές διαταραχές Πολύ συχνές: υπόταση, έξαψη
Συχνές: υπέρταση
1
Συμπεριλαμβανομένων των δύο Φάσης III τυχαιοποιημένων μελετών σε ασθενείς με καρκίνο
των ωοθηκών (WR-0001) και σε ασθενείς με καρκίνο κεφαλής και τραχήλου (WR-0038).
Οι συχνότητες των ανεπιθύμητων ενεργειών μετά την κυκλοφορία του
φαρμάκου βασίζονται σε αναφορές φαρμακοεπαγρύπνησης που ελήφθησαν από
κατ΄ εκτίμηση περισσότερους από 100.000 λήπτες Ethyol. Οι αναφερόμενες κατά
τη διάρκεια κλινικών δοκιμών ανεπιθύμητες ενέργειες (βλ. ανωτέρω πίνακα)
δεν επαναλαμβάνονται στον παρακάτω πίνακα, ο οποίος συνοψίζει τις
συχνότητες των ανεπιθύμητων ενεργειών που βασίζονται σε αναφορές
φαρμακοεπαγρύπνησης. Σοβαρά περιστατικά ισχαιμίας του μυοκαρδίου
συνήθως εμφανίστηκαν στο πλαίσιο υπότασης. Σοβαρή δερματική
υπερευαισθησία ενδέχεται να εμφανιστεί εβδομάδες μετά την έναρξη χορήγησης
του Ethyol.
Συχνότητα ανεπιθύμητων ενεργειών βασιζόμενη σε αναφορές
φαρμακοεπαγρύπνησης
Κατηγορία οργανικού
συστήματος
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Καρδιακές διαταραχές Σπάνιες: κολπική μαρμαρυγή/πτερυγισμός,
υπερκοιλιακή ταχυκαρδία,
ταχυκαρδία
Πολύ σπάνιες: ισχαιμία του μυοκαρδίου,
έμφραγμα του μυοκαρδίου,
καρδιακή ανακοπή,
βραδυκαρδία
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
Σπάνιες: διάρροια
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Σπάνιες: θωρακικό άλγος
Πολύ σπάνιες: αίσθημα σύσφιγξης του
θώρακα
Μη γνωστής
Συχνότητας: Αντιδράσεις στο σημείο της
ένεσης (περιλαμβάνονται
εξάνθημα / ερύθημα, κνησμός,
κνίδωση, πόνος, φλεγμονή,
μώλωπες, φλεβίτιδα και τοπικό
οίδημα)
Δ ιαταραχές του
α νοσοποιητικού σ μυστή ατος
Σπάνιες: αλλεργική αντίδραση,
αναφυλακτική αντίδραση
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Σπάνιες: σπασμοί
Οφθαλμικές διαταραχές Μη γνωστής
Συχνότητας: διπλωπία, θολή όραση*
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος,του θώρακα και
του μεσοθωράκιου
Σπάνιες: δύσπνοια, άπνοια, υποξία
Πολύ σπάνιες: οίδημα λάρυγγα,
αναπνευστική ανακοπή
Διαταραχές του δέρματος και
του υποδόριου ιστού
Σπάνιες: κνίδωση, σύνδρομο Stevens-Johnson,
τοξική επιδερμική
νεκρόλυση, κνησμός
Πολύ σπάνιες: αποφολιδωτική
δερματίτιδα,
τοξικοδερμία, και πομφολυγώδης
δερματίτιδα
Mη γνωστές: Φαρμακευτική αντίδραση
με ηωσινοφιλία και συστηματικά
συμπτώματα (DRESS)
Διαταραχές των νεφρών και
των ουροφόρων οδών
Σπάνιες: νεφρική ανεπάρκεια
Αγγειακές διαταραχές Πολύ σπάνιες: επιδεινούμενη υπέρταση
Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες αναφέρθηκαν ως μέρος αντιδράσεων σχετιζόμενων με την
έγχυση αμιφοστίνης, και ήταν παροδικές στη φύση.
(Βλ. επίσης παράγραφο 4.4.)
ΔΕΡΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
Έχουν αναφερθεί σοβαρές, σε μερικές περιπτώσεις μοιραίες για τη ζωή,
δερματικές αντιδράσεις που περιλαμβάνουν πολύμορφο ερύθημα και σπάνια
σύνδρομο Stevens-Johnson και τοξική επιδερμική νεκρόλυση. Στον
περιορισμένο αριθμό ασθενών που εισήχθησαν σε κλινικές μελέτες η συχνότητα
που έχει αναφερθεί είναι:
Συχνή σε ασθενείς που λάμβαναν ακτινοθεραπεία [105 περιστατικά ανά
10.000 ασθενείς]
Σπάνια σε ασθενείς που λάμβαναν χημειοθεραπεία [7 περιστατικά ανά
10.000 ασθενείς]
Η συχνότητα εμφάνισης σοβαρών δερματικών αντιδράσεων με Ethyol μετά την
κυκλοφορία του φαρμάκου είναι:
Σπάνια σε ασθενείς που λαμβάνουν ακτινοθεραπεία
Πολύ σπάνια σε ασθενείς που λαμβάνουν χημειοθεραπεία (βλ. παράγραφο
4.4)
ΣΟΒΑΡΕΣ ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Έχουν αναφερθεί σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις με τη χρήση του Ethyol. Η
πλειονότητα των περιστατικών εμφανίστηκαν με μη ειδικά συμπτώματα που
περιελάμβαναν ελαφρό ρίγος, έντονο ρίγος, θωρακικό άλγος και δερματικά
εξανθήματα. Σπάνια έχουν αναφερθεί περιστατικά αναφυλακτοειδών
αντιδράσεων, τα συμπτώματα των οποίων περιελάμβαναν δύσπνοια, υπόταση,
κνίδωση και σπανίως καρδιακή ανακοπή.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες στον:
Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9 Υπερδοσολογία
Σε δοκιμές Φάσης Ι, η μέγιστη εφάπαξ δόση Ethyol που χορηγήθηκε ήταν
1.300 mg/m
2
. Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη χορήγηση υψηλότερων
από αυτήν εφάπαξ δόσεων σε ενήλικες. Στο πλαίσιο μιας κλινικής δοκιμής,
παιδιά έλαβαν εφάπαξ δόσεις Ethyol έως και 2,7 g/m
2
χωρίς να εμφανισθούν
ανεπιθύμητες ενέργειες. Έχουν χορηγηθεί με ασφάλεια πολλαπλές δόσεις (έως
το τριπλάσιο της συνιστώμενης εφάπαξ δόσης των 740-910 mg/m²) σε διάστημα
24 ωρών σε συνθήκες κλινικής μελέτης. Μετά την επαναλαμβανόμενη χορήγηση
Ethyol σε 2 και 4 ώρες μετά την αρχική δόση, δεν υπήρξε εκδήλωση αυξημένων
ή αθροιστικών ανεπιθύμητων ενεργειών, ειδικότερα ναυτίας και εμέτου ή
υπότασης. Το πιο πιθανό σύμπτωμα υπερδοσολογίας αναμένεται να είναι η
υπόταση, η οποία πρέπει να αντιμετωπίζεται με έγχυση ισότονου αλατούχου
διαλύματος ή με οποιαδήποτε άλλη συμπτωματική θεραπεία. Οι τιμές LD
50
σε
ποντικούς κυμαίνονται μεταξύ 554 mg/kg και 1.140 mg/kg.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αποτοξινωτικός παράγοντας για
αντινεοπλασματική θεραπεία, κωδικός ATC: VΟ3A F05
Το Ethyol (amifostine, ethanethiol, 2-[3-amino propyl)aminol-dihydrogen
phosphate (ester)) είναι ένα οργανικό θειοφωσφορικό οξύ το οποίο σε μοντέλα
με πειραματόζωα προστατεύει επιλεκτικά φυσιολογικούς ιστούς αλλά όχι
όγκους έναντι της κυτταροτοξικότητας της ιονίζουσας ακτινοβολίας, των
χημειοθεραπευτικών παραγόντων οι οποίοι συνδέονται με το DNA (κλασικοί
αλκυλιωτικοί παράγοντες, όπως η κυκλοφωσφαμίδη και μη κλασικοί
αλκυλιωτικοί παράγοντες, όπως η μιτομυκίνη-C) και των αναλόγων πλατίνας.
Το Ethyol είναι ένα πρόδρομο φάρμακο το οποίο μετά από αποφωσφορυλίωση
μετατρέπεται στον δραστικό μεταβολίτη, το WR-1065 (ελεύθερη θειόλη), μέσω
της αλκαλικής φωσφατάσης και εξέρχεται από την κυκλοφορία του αίματος
ταχέως.
Η μείωση των συγκεντρώσεων ασβεστίου στον ορό είναι μια γνωστή
φαρμακολογική δράση του Ethyol. Ένας πιθανός μηχανισμός της
υπασβεστιαιμίας μπορεί να είναι η πρόκληση υποπαραθυρεοειδισμού (βλ.
επίσης παράγραφο 4.4).
Κλινικές μελέτες
Χημειοθεραπεία για καρκίνο των ωοθηκών
Μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή συνέκρινε έξι κύκλους
κυκλοφωσφαμίδης 1.000 mg/m
2
, και σισπλατίνης 100 mg/m
2
με ή χωρίς
προθεραπεία με Ethyol στα 910 mg/m
2
. Μετά από πολλαπλούς κύκλους
χημειοθεραπείας, η προθεραπεία με Ethyol μείωσε σημαντικά την αθροιστική
νεφροτοξικότητα που σχετίζεται με τη σισπλατίνη, όπως αξιολογήθηκε από το
ποσοστό των ασθενών που είχαν ≥40% μείωση στην κάθαρση κρεατινίνης από
τις τιμές προθεραπείας, παρατεινόμενες αυξήσεις στην κρεατινίνη ορού (>1,5
mg/dL) ή βαριά υπομαγνησιαιμία. Επιλεγμένες αναλύσεις των επιδράσεων του
Ethyol στη μείωση της αθροιστικής νεφροτοξικότητας της σισπλατίνης στην
τυχαιοποιημένη μελέτη για τον καρκίνο των ωοθηκών παρέχονται στους πίνακες
παρακάτω.
Αναλογία ασθενών με 40% μείωση στην υπολογισμένη κάθαρση
κρεατινίνης*
ETHYOL + CP CP
Τιμή p
(αμφίπλευρη)
Όλες οι
ασθενείς
16/122
(13%)
36/120 (30%) 0,001
*Οι τιμές κάθαρσης κρεατινίνης υπολογίστηκαν με τη χρήση του τύπου Cockcroft-Gault,
Nephron
1976; 16:31-41.
NCI βαθμοί τοξικότητας επιπέδων μαγνησίου ορού για τον τελευταίο
κύκλο θεραπείας κάθε ασθενούς
NCI-CTC
Βαθμός:
(mEq/L)
0
>1,
4
1
≤1,4-
>1,1
2
≤1,1-
> 0,8
3
≤0,8-
>0,5
4
≤0,
5
Τιμή
p*
Όλες οι
ασθενείς
ETHYOL+C
P
CP
92
73
13
18
3
7
0
5
0
1
0,001
*Βάσει αμφίπλευρης στατιστικής Χ
2
κατά Mantel-Haenszel
Η προθεραπεία με αμιφοστίνη (910 mg/m
2
) έδειξε ότι προστατεύει κατά της
αθροιστικής αιματολογικής τοξικότητας που σχετίζεται με το συνδυασμό
σισπλατίνης (100 mg/m
2
) και κυκλοφωσφαμίδης (1.000 mg/m
2
) στη θεραπεία του
καρκίνου των ωοθηκών σταδίου ΙΙΙ και IV. Η συχνότητα εμφάνισης
ουδετεροπενίας βαθμού 4 που σχετίζεται με πυρετό ή/και λοιμώξεις ήταν το
πρωτεύον τελικό σημείο που χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση της
αιματολογικής τοξικότητας. Η συνολική συχνότητα εμφάνισης ανά ασθενή
ουδετεροπενίας που σχετίζεται με πυρετό ή/και σημεία και συμπτώματα
λοιμώξεων όπου απαιτείται θεραπεία με αντιβιοτικά έπειτα από 6 κύκλους
θεραπείας ανά διαστήματα 3 εβδομάδων για τις 242 ασθενείς, παρουσιάζεται
στον παρακάτω πίνακα.
Συχνότητα εμφάνισης ουδετεροπενίας με πυρετό ή/και σημεία
λοίμωξης που απαιτεί
θεραπεία με αντιβιοτικά
ETHYOL + CP CP
Τιμή p*
Συνολική
συχνότητα
εμφάνισης ανά
ασθενή
8/122 26/120 0,001
*Βάσει αμφίπλευρης στατιστικής Χ
2
κατά Mantel-Haenszel
Η διατήρηση της αντικαρκινικής αποτελεσματικότητας της χημειοθεραπείας με
σισπλατίνη-κυκλοφωσφαμίδη αξιολογήθηκε μέσω δεδομένων ανταπόκρισης του
όγκου. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η αμιφοστίνη δεν μειώνει την
αντικαρκινική αποτελεσματικότητα της χημειοθεραπείας με σισπλατίνη-
κυκλοφωσφαμίδη.
Ακτινοθεραπεία για καρκίνο κεφαλής και τραχήλου.
Μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή με τυπική κλασματοποιημένη
ακτινοβολία (RT) (1,8 Gy-2,0 Gy/ημέρα για 5 ημέρες/εβδομάδα για 5-7 εβδομάδες)
με ή χωρίς Ethyol, χορηγούμενο στα 200 mg/m
2
ως 3λεπτη ενδοφλέβια έγχυση
15-30 λεπτά πριν από κάθε κλάσμα ακτινοβολίας, διεξάχθηκε σε 315 ασθενείς με
καρκίνο κεφαλής και τραχήλου. Τα πρωτεύοντα τελικά σημεία
αποτελεσματικότητας αυτής της μελέτης με σκοπό να αξιολογηθούν οι
τοξικότητες που σχετίζονται με ακτινοβολία στην περιοχή της κεφαλής και του
τραχήλου ήταν η συχνότητα εμφάνισης Βαθμού 2 ή υψηλότερου οξείας
(παρουσιάστηκε ≤90 ημέρες από την έναρξη της ακτινοθεραπείας) και όψιμης
(παρουσιάστηκε 1 χρόνο από την έναρξη της ακτινοθεραπείας) ξηροστομίας και
Βαθμού 3 ή υψηλότερου οξείας βλεννογονίτιδας. Η συχνότητα εμφάνισης οξείας
και όψιμης ξηροστομίας Βαθμού 2 ή υψηλότερου μειώθηκε σημαντικά (βλ.
παρακάτω πίνακα). Παρόλο που η συχνότητα εμφάνισης βλεννογονίτιδας
Βαθμού 3 ή υψηλότερου ήταν χαμηλότερη στο σκέλος αμιφοστίνης, η διαφορά
μεταξύ και των δύο σκελών θεραπείας δεν ήταν στατιστικά σημαντική.
Συχνότητα εμφάνισης ξηροστομίας Βαθμού 2 ή υψηλότερου (κριτήρια
RTOG)
ETHYOL +
RT
RT
Τιμή p*
Οξεία
(παρουσιάστηκε ≤90
ημέρες από την
έναρξη της
ακτινοθεραπείας)
51%
(75/148)
78%
(120/153)
p <0,0001
Όψιμη
(παρουσιάστηκε 1
χρόνο από την έναρξη
της ακτινοθεραπείας)
34%
(33/97)
57%
(60/106)
p =
0,0019
*Βάσει της ακριβούς δοκιμασίας Fisher.
Η πρωτεύουσα παράμετρος την αξιολόγηση της αντικαρκινικής
αποτελεσματικότητας ήταν η συχνότητα εμφάνισης του τοποπεριοχικού ελέγχου
στο έτος 1. Ο τοποπεριοχικός έλεγχος, η ελεύθερη νόσου επιβίωση και η
συνολική επιβίωση ήταν συγκρίσιμα στις δύο ομάδες θεραπείας μετά από ένα
χρόνο παρακολούθησης.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Κλινικές μελέτες φαρμακοκινητικής έχουν δείξει ότι η αμιφοστίνη αποβάλλεται
ταχέως από το πλάσμα, με αποτέλεσμα 6 λεπτά μετά τη χορήγηση του
φαρμάκου, να παραμένει στο πλάσμα ποσοστό μικρότερο του 10 %. Η
αμιφοστίνη μεταβολίζεται γρήγορα στον ενεργό μεταβολίτη WR-1065 (ελεύθερη
θειόλη). Ο WR-33278 (δισουλφίδιο) είναι ο επακόλουθος, ανενεργός
μεταβολίτης. Δεν είναι γνωστό εάν η αμιφοστίνη διαπερνά το φραγμό αίματος
πλακούντος.
Μετά από έγχυση δόσης 910 mg/m
2
διάρκειας 15 λεπτών, ο χρόνος ημιζωής α
είναι μικρότερος από 1 λεπτό, ενώ ο χρόνος ημίσειας ζωής της απέκκρισης της
αμιφοστίνης είναι μικρότερος από 10 λεπτά.
Κατά τη διάρκεια έγχυσης 910 mg/m
2
οι μέγιστες συγκεντρώσεις της
αμιφοστίνης στο πλάσμα είναι περίπου 200 μmol/L, η Vd
ss
είναι 7 L και η
κάθαρση 2 L/λεπτό. Οι μέγιστες τιμές στο πλάσμα του ενεργού μεταβολίτη WR-
1065 κατά την έγχυση διάρκειας 15 λεπτών είναι περίπου 35 μmol/L. Μετρήσεις
του WR-1065 σε κύτταρα του μυελού των οστών 5-8 λεπτά μετά την έγχυση σε
3 ασθενείς ήταν 82, 121 και 227 μmol/kg.
Ο κύριος μηχανισμός κάθαρσης του Ethyol είναι μέσω μεταβολισμού παρά μέσω
νεφρικής ή γαστρεντερικής απέκκρισης. Μετά από μία 15λεπτη ενδοφλέβια
έγχυση 740 mg/m
2
Ethyol, η νεφρική απέκκριση του μητρικού φαρμάκου και των
δύο γνωστών μεταβολιτών του ήταν χαμηλή κατά τη διάρκεια της πρώτης ώρας
μετά τη χορήγηση του φαρμάκου, με μέσες τιμές 1,05 %, 1,38 % και 4,2 % της
χορηγηθείσας δόσης του μητρικού φαρμάκου, της θειόλης και του δισουλφιδίου,
αντίστοιχα.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το Ethyol συνδυάζεται με παράγοντες που
έχουν οι ίδιοι δυναμικό καρκινογένεσης δεν διεξήχθησαν ειδικές μελέτες
καρκινογένεσης. Η δοκιμασία Ames με
salmonella typhimurium
δεν αποκάλυψε
μεταλλαξιογόνο δράση.
Έχει δειχθεί ότι το Ethyol έχει δοσοεξαρτώμενη εμβρυοτοξικότητα σε
αρουραίους σε δόσεις μεγαλύτερες από 200 mg/kg.
Σε μια μελέτη τοξικότητας της ενδοφλέβιας χορήγησης Ethyol διάρκειας
90 ημερών σε αρουραίους, παρατηρήθηκε αμφοτερόπλευρη εκφύλιση του
σπερματικού επιθηλίου των όρχεων και αμφοτερόπλευρη υποσπερμία στις
επιδιδυμίδες μετά από δόσεις περίπου 10 φορές (50 mg/kg/ημέρα) υψηλότερες
από τη μέγιστη κλινική δόση χρησιμοποιούμενη για ακτινοπροστασία
(5 mg/kg/ημέρα) σε ανθρώπους. Οι αλλαγές αυτές δεν ανεστράφησαν μετά από
4 εβδομάδες.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Δεν εφαρμόζεται.
6.2 Ασυμβατότητες
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα εκτός από εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο
6.6.
Ο σωλήνας για την ενδοφλέβια χορήγηση πρέπει να εκπλένεται με φυσιολογικό
ορό πριν από τη χορήγηση άλλων φαρμακευτικών προϊόντων.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 έτη.
Ανασυσταμένο διάλυμα
Η χημική και φυσική σταθερότητα του ανασυσταμένου διαλύματος κατά τη
χρήση έχει αποδειχθεί για 24 ώρες στους 2-8°C και 6 ώρες στους 25°C. Από
μικροβιολογική άποψη το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσετε σε θερμοκρασία μικρότερη των 25°C.
Ανασυσταμένο διάλυμα
Για τις συνθήκες φύλαξης του ανασυσταμένου προϊόντος, βλ. παράγραφο 6.3
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Η λυοφιλοποιημένη κόνις για έγχυση Ethyol (αμιφοστίνη) παρέχεται σε ένα
διαφανές γυάλινο φιαλίδιο των 10 ml με γκρίζο πώμα από καουτσούκ
σφραγισμένο με κάψα αλουμινίου με ένα πλαστικό κάλυμμα τύπου ƒip-o„. Κάθε
φιαλίδιο περιέχει 500 mg αμιφοστίνης. Tο πλαστικό κάλυμμα τύπου ƒip-o„
είναι μπλε.
Συσκευασία: Τα φιαλίδια των 500 mg διατίθενται σε συσκευασία των 3
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Πριν από την ενδοφλέβια χορήγηση, το διάλυμα για έγχυση Ethyol πρέπει να
ανασυσταθεί με στείρο διάλυμα χλωριούχου νατρίου 0,9% (9,7 ml για το
φιαλίδιο των 500 mg).
Μετά την ανασύσταση, το Ethyol είναι ένα άχρωμο διάλυμα.
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Κάτοχος Αδείας Κυκλοφορίας:
Clinigen Healthcare Ltd.
Pitcairn House, Crown Square
First Avenue, Burton on Trent
Staffordshire, DE14 2WW, UK
To :πικός αντιπρόσωπος
Specialty Therapeutics ΙΚΕ
16 , 152 34 ,Παρνασσού β Χαλάνδρι
Ελλάδα
Τηλ.: 2130233913
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
500mg/ml: 35745/19-11-2015
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 23 Νοεμβρίου 1994
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: 16 Ιανουαρίου 2012
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ