ψευδώς θετική αντίδραση της γλυκόζης στα ούρα με τις αντιδράσεις αναγωγής
του χαλκού (με διάλυμα Benedict ή Fehling ή με δισκία Clinitest) αλλά όχι με τις
ενζυμικές αντιδράσεις (οξείδωση της γλυκόζης) για γλυκοσουρία.
Ψευδώς αρνητική αντίδραση μπορεί να προκύψει με την δοκιμασία
σιδηροκυανιούχου για το σάκχαρο του αίματος.
Η παρουσία του PROCEF στο αίμα δεν παρεμποδίζει τον προσδιορισμό της
κρεατινίνης του πλάσματος ή των ούρων με τη μέθοδο του αλκαλικού πικρικού
άλατος.
4.6 Kύηση και γαλουχία
Μελέτες αναπαραγωγής σε κουνέλια, ποντικούς και σε αρουραίους με δόσεις
0,8, 8,5 και 18,5 φορές, αντιστοίχως, τη μέγιστη ημερήσια δόση σε ανθρώπους
(1000 mg), με βάση τα mg/m
2
της σωματικής επιφάνειας, δεν απεκάλυψαν
ένδειξη βλάβης στο έμβρυο που να οφείλεται στο PROCEF. Ωστόσο, δεν
υπάρχουν επαρκείς και καλά ελεγμένες μελέτες σε έγκυες γυναίκες. Επειδή οι
μελέτες αναπαραγωγής σε ζώα δεν προβλέπουν πάντα τις ανταποκρίσεις στον
άνθρωπο, να χρησιμοποιείται κατά την εγκυμοσύνη μόνο εάν είναι εντελώς
απαραίτητο.
Δεν μελετήθηκε η χρήση του PROCEF κατά τον τοκετό. Πρέπει να χορηγείται
θεραπευτικά μόνο εάν σαφώς απαιτείται.
Λιγότερο από 0,3% της δόσεως της μητέρας απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα.
Πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή όταν χορηγείται το PROCEF σε μητέρα που
θηλάζει.
Η επίδραση στα βρέφη που θηλάζουν δεν είναι γνωστή. Να χρησιμοποιείται
κατά τη γαλουχία μόνο εάν είναι εντελώς απαραίτητο.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
PROCEF είναι όμοιες με εκείνες που έχουν παρατηρηθεί με άλλες από του
στόματος χορηγούμενες κεφαλοσπορίνες.
Το PROCEF ήταν συνήθως καλά ανεκτό σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες.
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες αντιδράσεις που παρατηρήθηκαν σε ασθενείς που
τους χορηγήθηκε κεφπροζίλη σε κλινικές μελέτες ήταν:
Γαστρεντερικές:
Διάρροια (2,9%), ναυτία (3,5%), έμετος (1%) και κοιλιακός
πόνος (1%).
Ηπατοχολικές:
Αυξήσεις της AST (SGOT) (2%), της ALT (SGPT) (2%), της
αλκαλικής φωσφατάσης (0,2%) και των τιμών της χολερυθρίνης (<0,1%). Όπως
και με μερικές πενικιλλίνες και μερικές κεφαλοσπορίνες, χολοστατικός ίκτερος
έχει αναφερθεί σπάνια.
Υπερευαισθησία:
Εξάνθημα (0,9%) και κνίδωση (0,1%). Οι αντιδράσεις αυτές
έχουν αναφερθεί πιο συχνά σε παιδιά από ότι σε ενήλικες. Οι ενδείξεις και τα
συμπτώματα συνήθως εμφανίζονται μερικές ημέρες μετά την έναρξη της
θεραπείας και υποχωρούν μέσα σε λίγες ημέρες μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Κεντρικό Νευρικό Σύστημα:
Ζάλη (1%), υπερδιέγερση, κεφαλαλγία,
νευρικότητα, αϋπνία, σύγχυση και υπνηλία έχουν αναφερθεί σπάνια (<1%) και