προσοχή σε ασθματικούς ασθενείς με ιστορικό βρογχόσπασμου ή βαριά
αναπνευστική ανεπάρκεια ή ενεργό φυματίωση.
Δεν πρέπει να λάβει χώρα η αγωγή σε περιπτώσεις παραγωγικού βήχα, αφού
είναι ένας ουσιαστικός παράγοντας βρογχοπνευμονικής άμυνας.
Δεν συνιστάται η συνδυασμένη χρήση των βρογχικών αποχρεμπτικών και των
αντιβηχικών ή/και ουσιών που ξηραίνουν τις βρογχικές εκκρίσεις ή με
φάρμακα που έχουν ατροπινική δράση.
Προφυλάξεις
Αυτό το σκεύασμα πρέπει να χορηγείται με ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με
ιστορικό πεπτικού έλκους. Συνιστάται προσοχή στους ηλικιωμένους, στους
ασθενείς με ιστορικό γαστροδωδεκαδακτυλικών ελκών, ή σε εκείνους που
λαμβάνουν ταυτόχρονα φάρμακα που είναι γνωστό ότι προκαλούν
γαστρεντερική αιμορραγία. Εάν εμφανιστεί γαστρεντερική αιμορραγία, οι
ασθενείς πρέπει να διακόπτουν την αγωγή.
Υπήρξαν αναφορές σοβαρών δερματικών αντιδράσεων όπως πολύμορφο
ερύθημα, σύνδρομο Stevens-Johnson (SJS)/τοξική επιδερμική νεκρόλυση (ΤΕΝ)
και οξεία γενικευμένη εξανθηματική φλυκταίνωση (AGEP) που σχετίζονται με
τη χορήγηση δραστικών ουσιών με βλεννολυτική δράση. Εάν υπάρχουν
συμπτώματα ή σημεία ενός εξελισσόμενου δερματικού εξανθήματος (που ενίοτε
σχετίζεται με φυσαλίδες ή βλάβες βλεννογόνων), η θεραπεία με καρβοκυστεΐνη
θα πρέπει να διακοπεί αμέσως και να αναζητηθεί ιατρική συμβουλή.
Οι περισσότερες περιπτώσεις μπορούν να εξηγηθούν από τη σοβαρότητα άλλων
υποκείμενων ασθενειών και/ή συγχορηγούμενης φαρμακευτικής αγωγής.
Επιπρόσθετα, κατά την πρώιμη φάση του συνδρόμου Steven Johnson ή της
τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης, ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει αρχικά μη
εξειδικευμένα πρόδρομα συμπτώματα που να προσομοιάζουν με γρίπη, όπως
πυρετός, πόνοι στο σώμα, ρινίτιδα, βήχας και πονόλαιμος. Αυτά τα μη
εξειδικευμένα πρόδρομα συμπτώματα που προσομοιάζουν με γρίπη είναι
πιθανόν να οδηγήσουν παραπλανητικά στην έναρξη συμπτωματικής αγωγής
για το βήχα και το κρυολόγημα.
Ως εκ τούτου, εάν εμφανιστούν νέες αλλοιώσεις του δέρματος ή των
βλεννογόνων, θα πρέπει να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και ως
προφύλαξη να διακοπεί η αγωγή με καρβοκυστεΐνη.
Σε περίπτωση επηρεασμένης νεφρικής λειτουργίας ή σοβαρής ηπατοπάθειας το
PULMOCLASE μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο μετά από ιατρική συμβουλή.
Όπως με όλα τα φάρμακα που μεταβολίζονται από το ήπαρ και ακολουθεί
νεφρική απέκκριση τους, ενδέχεται να εμφανιστεί συσσώρευση των
μεταβολιτών της καρβοκυστεΐνης που σχηματίσθηκαν στο ήπαρ, όταν υπάρχει
σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια.
Το PULMOCLASE 250 mg/5 ml σιρόπι περιέχει σουκρόζη 9 g ανά δόση ενηλίκων
(15 ml). Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη
γλυκόζη, κακή απορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης ή ανεπάρκεια σουκράσης-
ισομαλτάσης δεν πρέπει να πάρουν αυτό το φάρμακο. Αυτό πρέπει επίσης να
ληφθεί υπόψη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη.
Το PULMOCLASE 250 mg/5 ml περιέχει παραϋδροξυβενζοϊκό μεθυλεστέρα (Ε218)
και παραϋδροξυβενζοϊκό προπυλεστέρα (Ε216), οι οποίοι μπορεί να
προκαλέσουν αλλεργικές
αντιδράσεις (πιθανόν με καθυστέρηση).