ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Το φάρμακο αυτό τελεί υπό συμπληρωματική παρακολούθηση. Αυτό θα
επιτρέψει τον ταχύ προσδιορισμό νέων πληροφοριών ασφάλειας. Ζητείται από
τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες. Βλ. παράγραφο 4.8
για τον τρόπο αναφοράς ανεπιθύμητων ενεργειών.
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
TARGOCID
200 mg κόνις και διαλύτης για παρασκευή ενεσίμου διαλύματος ή
διαλύματος προς έγχυση ή πόσιμου διαλύματος
TARGOCID
400 mg κόνις και διαλύτης για παρασκευή ενεσίμου διαλύματος ή
διαλύματος προς έγχυση ή πόσιμου διαλύματος
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ & ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε φιαλίδιο περιέχει 200 mg τεϊκοπλανίνης που ισοδυναμεί με όχι λιγότερες
από 200.000 IU
Μετά από την ανασύσταση, τα διαλύματα θα περιέχουν 200 mg τεϊκοπλανίνης
σε 3,0 mL.
Κάθε φιαλίδιο περιέχει 400 mg τεϊκοπλανίνης που ισοδυναμεί με όχι λιγότερες
από 400.000 IU
Μετά από την ανασύσταση, τα διαλύματα θα περιέχουν 400 mg τεϊκοπλανίνης
σε 3,0 mL.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις και διαλύτης για παρασκευή ενεσίμου διαλύματος ή διαλύματος προς
έγχυση ή πόσιμου διαλύματος
Κόνις για ενέσιμο διάλυμα/διάλυμα προς έγχυση ή πόσιμο διάλυμα:
σπογγώδης, ομογενής μάζα κρεμ (ιβουάρ) χρώματος.
Διαλύτης: διαυγές, άχρωμο υγρό.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
To Targocid ενδείκνυται σε ενήλικες και παιδιά από τη γέννηση για την
παρεντερική θεραπεία των παρακάτω λοιμώξεωνλέπε παράγραφο 4.2, 4.4
και 5.1):
επιπεπλεγμένες λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων,
λοιμώξεις των οστών και αρθρώσεων,
νοσοκομειακή πνευμονία,
πνευμονία της κοινότητας,
επιπεπλεγμένες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος,
1
λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα,
περιτονίτιδα συσχετιζόμενη με συνεχή φορητή περιτοναϊκή κάθαρση,
μικροβιαιμία συσχετιζόμενη με οποιαδήποτε από τις παραπάνω ενδείξεις.
Το Targocid επίσης ενδείκνυται ως εναλλακτική από του στόματος θεραπεία για
διάρροια οφειλόμενη σε Clostridium
difficile και κολίτιδα. Όπου κρίνεται
κατάλληλο, η τεϊκοπλανίνη μπορεί να χορηγηθεί σε συνδυασμό με άλλους
αντιμικροβιακούς παράγοντες.
Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες οδηγίες για την ορθή χρήση των
αντιβιοτικών.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η δόση και η διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να ρυθμίζονται σύμφωνα με το
είδος και τη βαρύτητα της υποκείμενης λοίμωξης, την κλινική ανταπόκριση
του ασθενούς καθώς και παράγοντες του ασθενούς όπως η ηλικία και η
νεφρική λειτουργία.
Μέτρηση των συγκεντρώσεων του πλάσματος
Οι ελάχιστες συγκεντρώσεις τεϊκοπλανίνης στο πλάσμα θα πρέπει να
παρακολουθούνται σε σταθερή κατάσταση έπειτα από την ολοκλήρωση του
σχήματος της δόσης εφόδου, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι έχει επιτευχθεί η
ελάχιστη συγκέντρωση στο πλάσμα:
Για τις περισσότερες Gram-θετικές λοιμώξεις, τα ελάχιστα θεραπευτικά
επίπεδα τεϊκοπλανίνης είναι τουλάχιστον 10 mg/L όταν μετρούνται με High
Performance Liquid Chromatography (HPLC) ή τουλάχιστον 15 mg/L όταν
μετρούνται με τη μέθοδο Fluorescence Polarization Immunoassay (FPIA).
Για την ενδοκαρδίτιδα και άλλες σοβαρές λοιμώξεις, τα ελάχιστα
θεραπευτικά επίπεδα τεϊκοπλανίνης είναι 15-30 mg/L όταν μετρούνται με
HPLC ή 30-40 mg/L όταν μετρούνται με τη μέθοδο FPIA.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας συντήρησης, η μέτρηση των ελάχιστων
συγκεντρώσεων πλάσματος της τεϊκοπλανίνης θα πρέπει να γίνεται
τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα για να διασφαλιστεί ότι αυτές οι
συγκεντρώσεις είναι σταθερές.
Ενήλικες και ηλικιωμένοι ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία
Ενδείξεις Δ όση εφόδου Δ όση συντήρησης
μ Σχή α
δόσης
εφόδου
Στοχευόμενες
ελάχιστες
συγκεντρώσεις
την 3
η
με 5
η
ημέρα
Δ όση
συντήρη
σης
Στοχευόμενες
ελάχιστες
συγκεντρώσεις
στη συντήρηση
-
Επιπεπλεγμ
έ-νες
λοιμώξεις
του
δέρματος
και των
μαλακών
μορίων
6 mg/kg
βάρους
σώματος
κάθε 12
ώρες για 3
ενδοφλέβιε
ς ή
ενδομυϊκές
χορηγήσεις
>15 mg/L
1
6 mg/kg
βάρους
σώματος
ενδοφλέβι
α ή
ενδομυϊκ
ά μία
φορά την
ημέρα
>15 mg/L
1
μία φορά
την εβδομάδα
2
Ενδείξεις Δ όση εφόδου Δ όση συντήρησης
μ Σχή α
δόσης
εφόδου
Στοχευόμενες
ελάχιστες
συγκεντρώσεις
την 3
η
με 5
η
ημέρα
Δ όση
συντήρη
σης
Στοχευόμενες
ελάχιστες
συγκεντρώσεις
στη συντήρηση
- Πνευμονία
-
Επιπεπλεγμ
έ-νες
λοιμώξεις
του
ουροποιη-
τικού
συστή-
ματος
- μ Λοι ώξεις
των οστών
και
αρθρώσεων
12 mg/kg
βάρους
σώματος
κάθε 12
ώρες για 3
έως 5
ενδοφλέ-
βιες
χορηγή-σεις
>20 mg/L
1
12 mg/kg
βάρους
σώματος
ενδοφλέβι
α ή
ενδομυϊκ
ά μία
φορά την
ημέρα
>20 mg/L
1
- μ Λοι ώδης
ενδοκαρδίτι
δα
12 mg/kg
βάρους
σώματος
κάθε 12
ώρες για 3
έως 5
ενδοφλέ-
βιες
χορηγή-σεις
30-40 mg/L
1
12 mg/kg
βάρους
σώματος
ενδοφλέβι
α ή
ενδομυϊκ
ά μία
φορά την
ημέρα
>30 mg/L
1
1
μ FPIAΜέτρηση ε
Η δόση πρέπει να προσαρμόζεται με το βάρος σώματος όποιο και αν είναι το
βάρος του ασθενούς.
Δ ιάρκεια της θεραπείας
Η διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να καθορίζεται από την κλινική
ανταπόκριση. Σε περιπτώσεις λοιμώδους ενδοκαρδίτιδας αγωγή για
τουλάχιστον 21 ημέρες θεωρείται συνήθως κατάλληλη. Η θεραπεία δεν θα
πρέπει να υπερβαίνει τους 4 μήνες.
Θεραπεία συνδυασμού
Η τεϊκοπλανίνη έχει περιορισμένο φάσμα αντιμικροβιακής δράσης (Gram-
θετική). Δεν είναι κατάλληλη για χρήση ως μονοθεραπεία σε ορισμένες
λοιμώξεις εκτός εάν ο παθογόνος οργανισμός είναι ήδη τεκμηριωμένος και
είναι γνωστή η ευαισθησία του στην τεϊκοπλανίνη ή υπάρχει ισχυρή υποψία
ότι το/τα πιο πιθανά παθογόνα θα ήταν κατάλληλα για θεραπεία με
τεϊκοπλανίνη.
3
Διάρροια από αντιβιοτικά οφειλόμενη σε
Clostridium
difficile
και κολίτιδα
Η συνιστώμενη δόση είναι 100-200 mg, από του στόματος, 2 φορές την ημέρα
για 7 έως 14 ημέρες.
Ηλικιωμένοι
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης, εκτός της περίπτωσης νεφρικής
δυσλειτουργίας (βλέπε παρακάτω).
Ενήλικες και ηλικιωμένοι ασθενείς με διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας
Δεν απαιτείται ρύθμιση της δοσολογίας μέχρι την τέταρτη ημέρα θεραπείας,
οπότε η δοσολογία πρέπει να ρυθμιστεί έτσι ώστε να διατηρείται ελάχιστη
συγκέντρωση στο πλάσμα τουλάχιστον 10 mg/L όταν μετράται με HPLC ή
τουλάχιστον 15 mg/L όταν μετράται με τη μέθοδο FPIA.
Μετά την τέταρτη ημέρα θεραπείας:
Σε ήπια και μέτρια νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης 30-80 ml/min):
η δόση συντήρησης πρέπει να μειώνεται στο ήμισυ είτε με τη χορήγηση της
δόσης κάθε 2 ημέρες ή με τη χορήγηση του ημίσεως αυτής της δόσης μία
φορά την ημέρα.
Σε σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης μικρότερη από 30
mL/min) και σε ασθενείς σε αιμοκάθαρση: η δόση πρέπει να μειώνεται στο
ένα τρίτο της συνηθισμένης, είτε με τη χορήγηση της αρχικής μονάδας
δόσης κάθε τρίτη ημέρα ή με τη χορήγηση του ενός τρίτου αυτής της δόσης
μία φορά την ημέρα.
Η τεϊκοπλανίνη δεν απομακρύνεται με την αιμοκάθαρση.
Ασθενείς με συνεχή φορητή περιτοναϊκή κάθαρση
Μετά από μία εφάπαξ ενδοφλέβια δόση εφόδου των 6 mg/kg βάρους σώματος,
χορηγούνται 20 mg/L στο σάκο με το διάλυμα της κάθαρσης την πρώτη
εβδομάδα και έπειτα 20 mg/L σε διαφορετικούς σάκους τη δεύτερη εβδομάδα
και έπειτα 20 mg/L στο σάκο με το διάλυμα της νυκτός την τρίτη εβδομάδα.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Οι συνιστώμενες δοσολογίες είναι οι ίδιες για ενήλικες και παιδιά άνω των 12
ετών.
Νεογέννητα και βρέφη έως 2 μηνών:
Δόση εφόδου
Μία εφάπαξ δόση 16 mg/kg βάρους σώματος, με ενδοφλέβια έγχυση την πρώτη
ημέρα.
Δόση συντήρησης
Μία εφάπαξ δόση 8 mg/kg βάρους σώματος, με ενδοφλέβια έγχυση μία φορά την
ημέρα.
Παιδιά (2 μηνών έως 12 ετών):
Δόση εφόδου
Μία εφάπαξ δόση 10 mg/kg βάρους σώματος χορηγούμενη ενδοφλέβια ανά 12
ώρες, που επαναλαμβάνεται μέχρι 3 φορές.
Δόση συντήρησης
Μία εφάπαξ δόση 6-10 mg/kg βάρους σώματος, χορηγούμενη ενδοφλέβια μία
φορά την ημέρα.
Τρόπος χορήγησης
4
Η τεϊκοπλανίνη μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλέβια ή ενδομυϊκά. Ενδοφλέβια
μπορεί να χορηγηθεί είτε με γρήγορη ένεση (bolus) σε 3-5 λεπτά ή με έγχυση σε
30 λεπτά.
Στα νεογέννητα χορηγείται μόνο με ενδοφλέβια έγχυση.
Για διάρροια οφειλόμενη σε Clostridium
difficile και κολίτιδα, πρέπει να
χρησιμοποιείται η από του στόματος χορήγηση.
Για οδηγίες σχετικά με την ανασύσταση και την αραίωση του φαρμακευτικού
προϊόντος πριν από τη χορήγηση, βλέπε παράγραφο 6.6.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην τεϊκοπλανίνη ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας
Έχουν αναφερθεί σοβαρές, απειλητικές για τη ζωή, ορισμένες φορές
θανατηφόρες, αντιδράσεις υπερευαισθησίας με την τεϊκοπλανίνη (π.χ.
αναφυλακτικό σοκ). Σε περίπτωση αλλεργικής αντίδρασης στην τεϊκοπλανίνη,
η θεραπεία πρέπει να διακοπεί αμέσως και να ληφθούν τα απαραίτητα
επείγοντα μέτρα.
Η τεϊκοπλανίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με γνωστή
υπερευαισθησία στη βανκομυκίνη, καθώς μπορεί να εμφανιστεί
διασταυρούμενη υπερευαισθησία, συμπεριλαμβανομένου του θανατηφόρου
αναφυλακτικού σοκ.
Εν τούτοις, προηγούμενο ιστορικό αντίδρασης τύπου red man syndromeκατά τη
χορήγηση βανκομυκίνης δεν αποτελεί αντένδειξη για τη χρήση τεϊκοπλανίνης.
Αντιδράσεις που σχετίζονται με την έγχυση
Σε σπάνιες περιπτώσεις (ακόμα και από την πρώτη δόση), έχει παρατηρηθεί
αντίδραση τύπου ‘red man syndrome’ (ένα σύνολο συμπτωμάτων που
περιλαμβάνει κνησμό, κνίδωση, ερύθημα, αγγειονευρωτικό οίδημα,
ταχυκαρδία, υπόταση, δύσπνοια).
Διακοπή ή επιβράδυνση της έγχυσης μπορεί να εξαλείψει αυτές τις
αντιδράσεις. Οι αντιδράσεις που σχετίζονται με την έγχυση μπορούν να
περιοριστούν αν η ημερήσια δόση δοθεί με έγχυση σε 30 λεπτά αντί για
γρήγορη ένεση (bolus).
Σοβαρές πομφολυγώδεις αντιδράσεις
Έχουν αναφερθεί απειλητικές για τη ζωή ακόμα και θανατηφόρες δερματικές
αντιδράσεις συνδρόμου Stevens-Johnson SJ) και Τοξικής Επιδερμικής
Νεκρόλυσης (ΤΕΝ) με τη χρήση της τεϊκοπλανίνης. Σε περίπτωση που
εμφανιστούν συμπτώματα ή σημεία ΣSJ ή ΤΕΝ (π.χ. προοδευτικό εξάνθημα του
δέρματος συχνά με φλύκταινες ή βλάβες του βλεννογόνου) η θεραπεία με
τεϊκοπλανίνη πρέπει να διακοπεί αμέσως.
Φάσμα αντιμικροβιακής δράσης
Η τεϊκοπλανίνη έχει περιορισμένο φάσμα αντιμικροβιακής δράσης (Gram
-
θετική)
. Δεν είναι κατάλληλη για χρήση ως μονοθεραπεία σε ορισμένες
λοιμώξεις εκτός εάν το παθογόνο είναι ήδη τεκμηριωμένο και είναι γνωστή η
ευαισθησία του στην τεϊκοπλανίνη ή υπάρχει ισχυρή υποψία ότι το/τα πιο
πιθανά παθογόνα θα ήταν κατάλληλα για θεραπεία με τεϊκοπλανίνη.
5
Η ορθή χρήση της τεϊκοπλανίνης πρέπει να βασίζεται στο φάσμα της
αντιμικροβιακής δράσης, το προφίλ ασφάλειας και την καταλληλότητα της
τυπικής αντιβακτηριακής θεραπείας για κάθε ασθενή. Σε αυτή τη βάση
αναμένεται ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η τεϊκοπλανίνη θα
χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση σοβαρών λοιμώξεων σε ασθενείς για τους
οποίους η τυπική αντιβακτηριακή θεραπεία κρίνεται ακατάλληλη.
Σχήμα δόσης εφόδου
Λόγω του ότι τα δεδομένα ασφάλειας είναι περιορισμένα, οι ασθενείς στους
οποίους χορηγείται τεϊκοπλανίνη σε δόση 12mg/kg βάρους σώματος 2 φορές
την ημέρα θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά για ανεπιθύμητες
αντιδράσεις. Στο συγκεκριμένο σχήμα, θα πρέπει να ελέγχονται τα επίπεδα
κρεατινίνης επιπλέον των συνιστώμενων περιοδικών αιματολογικών
εξετάσεων.
Η τεϊκοπλανίνη δεν πρέπει να χορηγείται ενδοκοιλιακά.
Θρομβοπενία
Έχει αναφερθεί θρομβοπενία με την τεϊκοπλανίνη. Συνιστώνται περιοδικές
αιματολογικές εξετάσεις κατά τη διάρκεια της θεραπείας,
συμπεριλαμβανομένου του ολικού αριθμού αιματοκυττάρων.
Νεφροτοξικότητα
Έχει αναφερθεί νεφρική ανεπάρκεια σε ασθενείς που χορηγήθηκε θεραπεία με
τεϊκοπλανίνη (βλέπε παράγραφο 4.8). Οι ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια,
και/ή εκείνοι που λαμβάνουν τεϊκοπλανίνη με
ταυτόχρονη ή επακόλουθη χρήση άλλων φαρμακευτικών προϊόντων με
γνωστές νεφροτοξικές ιδιότητες (αμινογλυκοσίδες, κολιστίνη, αμφοτερικίνη Β,
κυκλοσπορίνη και σισπλατίνη) θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά
και να ελέγχονται για την ακουστική τους λειτουργία.
Λόγω του ότι η τεϊκοπλανίνη αποβάλλεται κυρίως από τους νεφρούς, η
δοσολογία της τεϊκοπλανίνης πρέπει να ρυθμίζεται σε ασθενείς με μειωμένη
νεφρική λειτουργία (βλέπε παράγραφο 4.2).
Ωτοτοξικότητα
Όπως και με άλλα γλυκοπεπτίδια, έχει αναφερθεί ωτοτοξικότητα (κώφωση και
εμβοές) σε ασθενείς που έλαβαν τεϊκοπλανίνη (βλέπε παράγραφο 4.8).
Συνιστάται προσεκτικός έλεγχος και παρακολούθηση των ασθενών που
εμφανίζουν σημεία και συμπτώματα μειωμένης ακουστικής λειτουργίας ή
διαταραχές του έσω ωτός κατά τη διάρκεια θεραπείας με τεϊκοπλανίνη, ειδικά
σε περίπτωση παρατεταμένης αγωγής και σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.
Ασθενείς που λαμβάνουν τεϊκοπλανίνη με ταυτόχρονη ή επακόλουθη χρήση
άλλων φαρμακευτικών προϊόντων με γνωστές νευροτοξικές/ωτοτοξικές
ιδιότητες (αμινογλυκοσίδες, κυκλοσπορίνη, σισπλατίνη, φουροσεμίδη και
εθακρυνικό οξύ) θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά με αξιολόγηση
του οφέλους της τεϊκοπλανίνης σε περίπτωση επιδείνωσης της ακουστικής
λειτουργίας.
Πρέπει να λαμβάνονται ιδιαίτερες προφυλάξεις όταν χορηγείται τεϊκοπλανίνη
σε ασθενείς στους οποίους απαιτείται ταυτόχρονη θεραπεία με ωτοτοξικά
και/ή νεφροτοξικά φαρμακευτικά προϊόντα για τους οποίους συνιστάται
τακτικός έλεγχος του αιματολογικού τύπου καθώς και της ηπατικής και
νεφρικής λειτουργίας.
Επιλοίμωξη
Όπως και με άλλα αντιβιοτικά, η χρήση της τεϊκοπλανίνης, ιδιαίτερα η
παρατεταμένη, μπορεί να οδηγήσει σε υπερανάπτυξη ανθεκτικών
6
μικροοργανισμών. Εάν συμβεί επιλοίμωξη κατά τη διάρκεια της θεραπείας
πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ειδικές μελέτες αλληλεπιδράσεων.
Τα διαλύματα τεϊκοπλανίνης και αμινογλυκοσιδών είναι ασύμβατα και δεν
πρέπει να αναμιγνύονται για ένεση. Ωστόσο, είναι συμβατά σε διαλύματα
αιμοκάθαρσης και μπορούν ελεύθερα να χρησιμοποιηθούν στη θεραπεία
περιτονίτιδας συσχετιζόμενης με συνεχή φορητή περιτοναϊκή κάθαρση.
Η τεϊκοπλανίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ταυτόχρονη ή
επακόλουθη χορήγηση με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα με γνωστές
νεφροτοξικές ή ωτοτοξικές ιδιότητες. Αυτά περιλαμβάνουν τις
αμινογλυκοσίδες, την κολιστίνη, την αμφοτερικίνη Β, την κυκλοσπορίνη, τη
σισπλατίνη, τη φουροσεμίδη και το εθακρυνικό οξύ (βλέπε παράγραφο 4.4).
Ωστόσο, δεν υπάρχουν αποδείξεις για συνεργική τοξικότητα στους
συνδυασμούς με τεϊκοπλανίνη.
Σε κλινικές μελέτες, η τεϊκοπλανίνη χορηγήθηκε σε πολλούς ασθενείς που
ελάμβαναν ήδη διάφορα φαρμακευτικά προϊόντα όπως άλλα αντιβιοτικά,
αντιυπερτασικά, αναισθητικά, καρδιολογικά και αντιδιαβητικά φάρμακα
χωρίς να εμφανιστούν ανεπιθύμητες αλληλεπιδράσεις.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Μελέτες αλληλεπιδράσεων έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ενήλικες.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα από τη χρήση της τεϊκοπλανίνης σε έγκυες
γυναίκες. Μελέτες σε ζώα κατέδειξαν τοξικότητα στην αναπαραγωγική
ικανότητα σε υψηλές δόσεις (βλέπε παράγραφο 5.3). Στους αρουραίους υπήρξε
αυξημένη συχνότητα γέννησης νεκρών εμβρύων και νεογνικής θνησιμότητας.
Ο ενδεχόμενος κίνδυνος για τον άνθρωπο είναι άγνωστος.
Ως εκ τούτου, η τεϊκοπλανίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια
της εγκυμοσύνης κτός εάν είναι απολύτως απαραίτητο. Δεν μπορεί να
αποκλεισθεί ενδεχόμενος κίνδυνος βλάβης του έσω ωτός και των νεφρών στο
έμβρυο (βλέπε παράγραφο 4.4).
Θηλασμός
Δεν είναι γνωστό εάν η τεϊκοπλανίνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα στον
άνθρωπο. Δεν υπάρχει πληροφόρηση σχετικά με την έκκριση της τεϊκοπλανίνης
στο γάλα στα ζώα.. Η απόφαση αν θα συνεχιστεί/διακοπεί ο θηλασμός ή θα
συνεχιστεί/διακοπεί η θεραπεία με τεϊκοπλανίνη πρέπει να ληφθεί
λαμβάνοντας υπόψη το όφελος του θηλασμού για το παιδί και το όφελος της
θεραπείας με τεϊκοπλανίνη για τη μητέρα.
Γονιμότητα
Μελέτες αναπαραγωγής σε ζώα δεν έδειξαν διαταραχή στη γονιμότητα.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
7
To Targocid έχει μικρή επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων.
Η τεϊκοπλανίνη μπορεί να προκαλέσει ζάλη και κεφαλαλγία. Η ικανότητα
οδήγησης ή χειρισμού μηχανημάτων μπορεί να επηρεαστεί. Οι ασθενείς που
παρουσιάζουν αυτές τις ανεπιθύμητες ενέργειες δεν πρέπει να οδηγούν ή να
χειρίζονται μηχανήματα.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Λίστα ανεπιθύμητων ενεργειών σε πίνακα
Στον παρακάτω πίνακα καταγράφονται όλες οι ανεπιθύμητες ενέργειες, με
συχνότητα εμφάνισης μεγαλύτερη από το placebo και σε περισσότερους από
έναν ασθενή, χρησιμοποιώντας την παρακάτω συνθήκη:
Πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως
<1/100), σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000), μη
γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Σε κάθε κατηγορία συχνότητας, οι ανεπιθύμητες ενέργειες εμφανίζονται με
σειρά φθίνουσας σοβαρότητας.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες πρέπει να παρακολουθούνται όταν η τεϊκοπλανίνη
χορηγείται σε δόσεις 12 mg/kg βάρους σώματος 2 φορές την ημέρα (βλέπε
παράγραφο 4.4).
Κατηγορία
οργάνου
συστήματος
Πολύ
συχνές
(≥1/10)
Συχνές
(≥1/100
έως
<1/10)
Όχι συχνές
(≥1/1.000 έως
<1/100)
Σπάνιες
(≥1/10.0
00
έως
<1/1.000
)
Πολύ
σπάνιες
(<1/10.0
00)
Μη γνωστές
( μδεν πορούν
μνα εκτι ηθούν
μ ε βάση τα
μ διαθέσι α
μ )δεδο ένα
Λοιμώξεις και
παρασιτώσεις
Απόστημ
α
Επιλοίμωξη
(υπερανάπτυξη
ανθεκτικών
μικροοργανισμ
ών)
Διαταραχές
του
αιμοποιητικού
και του
λεμφικού
συστήματος
Λευκοπενία,
θρομβοπενία,
ηωσινοφιλία
Ακοκκιοκυτταραι
μία,
ουδετεροπενία
Διαταραχές
του
ανοσοποιητικ
ού
συστήματος
Αναφυλακτική
αντίδραση
(αναφυλαξία)
(βλέπε
παράγραφο
4.4)
Αντίδραση στο
φάρμακο με
συμπτώματα
ηωσινοφιλίας
και συστημικού
συνδρόμου
(DRESS),
αναφυλακτικό
σοκ (βλέπε
παράγραφο 4.4)
Διαταραχές
του νευρικού
συστήματος
Ζάλη,
κεφαλαλγία
Σπασμοί
Διαταραχές Κώφωση,
8
του ωτός και
του
λαβυρίνθου
απώλεια
ακοής (βλέπε
παράγραφο
4.4), εμβοές,
αιθουσαία
διαταραχή
Αγγειακές
διαταραχές
Φλεβίτιδα Θρομβοφλεβίτιδ
α
Διαταραχές
του
αναπνευστικο
ύ συστήματος,
του θώρακα
και του
μεσοθωράκιου
Βρογχόσπασμο
ς
Διαταραχές
του
γαστρεντερικο
ύ συστήματος
Διάρροια,
έμετος,
ναυτία
Διαταραχές
του δέρματος
και του
υποδόριου
ιστού
Εξάνθημα
,
ερύθημα,
κνησμός
Σύνδρο
μο ‘Red
man
(π.χ.
έξαψη
στο
πάνω
μέρος
του
σώματο
ς)
(βλέπε
παράγρ
α-φο
4.4)
Τοξική
επιδερμική
νεκρόλυση,
σύνδρομο
Stevens-Johnson,
πολύμορφο
ερύθημα,
αγγειοοίδημα,
αποφολιδωτική
δερματίτιδα,
κνίδωση (βλ.
παράγραφο 4.4)
Διαταραχές
των νεφρών
και των
ουροφόρων
οδών
Αυξημένη
κρεατινίνη
ορού
Νεφρική
ανεπάρκεια
(συμπεριλαμβαν
ο-μένης της
οξείας νεφρικής
ανεπάρκειας)
Γενικές
διαταραχές
και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
Πόνος,
πυρεξία
Απόστημα στο
σημείο της
ένεσης, φρίκια
(ρίγη)
Εργαστηριακέ
ς εξετάσεις
Αυξημένες
τρανσαμινάσε
ς (παροδική
διαταραχή
τρανσαμινασώ
ν), αυξημένες
τιμές
αλκαλικής
φωσφατάσης
(παροδική
διαταραχή
αλκαλικής
φωσφατάσης),
9
αύξηση
κρεατινίνης
ορού
(παροδική
αύξηση
κρεατινίνης
ορού)
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες στον Εθνικό
Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284 GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30
21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις κατά λάθος χορήγησης υπερβολικών δόσεων σε
παιδιατρικούς ασθενείς. Σε μία περίπτωση αναφέρθηκε ανησυχία σε ένα
νεογέννητο 29 ημερών που του χορηγήθηκε ενδοφλέβια δόση 400 mg (95 mg/kg).
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας από τεϊκοπλανίνη πρέπει να είναι
συμπτωματική. Η τεϊκοπλανίνη δεν απομακρύνεται με την αιμοκάθαρση και
μόνο αργά με περιτοναιοδιύλιση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Γλυκοπεπτίδιο, Αντιβακτηριακά, κωδικός ATC:
J01XA 02
Μηχανισμός δράσης
Η τεϊκοπλανίνη αναστέλλει την ανάπτυξη των ευαίσθητων μικροοργανισμών
παρεμβαίνοντας στη βιοσύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος σε διαφορετικό
σημείο από τις βήτα-λακτάμες. Η σύνθεση της πεπτιδογλυκάνης αναστέλλεται
με ειδική σύνδεση με τα D-alanyl-D-alanine υπολείμματα.
Μηχανισμός αντοχής
Η αντοχή στην τεϊκοπλανίνη μπορεί να βασιστεί στους ακόλουθους
μηχανισμούς:
Τροποποιημένη δομή στόχου: αυτή η μορφή αντοχής έχει εμφανιστεί
ιδιαίτερα στον Enterococcus faecium. Η τροποποίηση αυτή βασίζεται στην
ανταλλαγή του τερματικού D-alanine-D-alanine στην αλυσίδα του αμινοξέων
με D-Ala-D-lactate σε έναν πρόδρομο μουρεΐνης, μειώνοντας έτσι τη
συγγένεια στη βανκομυκίνη. Τα υπεύθυνα ένζυμα είναι μια νέα
συντεθειμένη D-lactate dehydrogenase ή ligase.
Η μειωμένη ευαισθησία ή αντοχή των σταφυλόκοκκων στην τεϊκοπλανίνη
βασίζεται στην αυξημένη παραγωγή προδρόμων μουρεΐνης στους οποίους
δεσμεύεται η τεϊκοπλανίνη.
10
Μπορεί να συμβεί διασταυρούμενη ανθεκτικότητα μεταξύ της τεϊκοπλανίνης
και της γλυκοπρωτεΐνης βανκομυκίνης. Υπάρχουν αρκετοί εντερόκοκκοι
ανθεκτικοί στη βανκομυκίνη, οι οποίοι είναι ευαίσθητοι στην τεϊκοπλανίνη
(Van-B φαινότυπος).
Έλεγχος οριακών σημείων ευαισθησίας
Οι ελάχιστες ανασταλτικές συγκεντρώσεις (MICs) σύμφωνα με την European
Committee on Antimicrobial Susceptibility Testing (EUCAST), έκδοση7.1, 10 Μαρτίου, 2017
εμφανίζονται στον παρακάτω πίνακα:
μΜικροοργανισ ός Ευαίσθητος Ανθεκτικός
Staphylococcus aureus
a
,
b
2 mg/L >2 mg/L
Πηκτάση-αρνητικοί σταφυλόκοκκοι
a
,
b
4 mg/L >4 mg/L
Είδη Enterococcus 2 mg/L >2 mg/L
O
μάδες
Streptococcus A, B, C, G
b
2 mg/L >2 mg/L
Streptococcus pneumoniae
b
2 mg/L >2 mg/L
Πρασινίζοντες στρεπτόκοκκοι
b
2 mg/L >2 mg/L
Gram-θετικά αναερόβια εκτός από Clostridium
difficile
ΦΚ/ΦΔ (Μη σχετιζόμενα με είδη) οριακά σημεία
c
IE
IE
IE
IE
α
Οι γλυκοπεπτιδικές MICs εξαρτώνται από τη μέθοδο που χρησιμοποιείται και
πρέπει να καθορίζονται με μικροαραίωση ζωμού (reference ISO 20776). S
.
aureus με
τιμές MIC βανκομυκίνης 2 mg/L είναι στο όριο της κατανομής MIC του άγριου τύπου
και ενδέχεται να εμφανιστεί μειωμένη κλινική ανταπόκριση. Το όριο
ανθεκτικότητας για τον S
.
aureus έχει μειωθεί σε 2 mg/L για να αποφευχθούν
αναφορές ενδιάμεσων στελεχών GISA από τη στιγμή που σοβαρές λοιμώξεις με
στελέχη GISA δεν είναι θεραπεύσιμες με υψηλές δόσεις βανκομυκίνης ή
τεϊκοπλανίνης.
b Μη-ευαίσθητα στελέχη είναι σπάνια ή δεν έχουν ακόμη αναφερθεί. Η ταυτοποίηση
και το αποτέλεσμα της αντιμικροβιακής δοκιμής ευαισθησίας σε κάθε ένα τέτοιο
στέλεχος πρέπει να επιβεβαιώνεται και το στέλεχος πρέπει να αποστέλλεται σε ένα
εργαστήριο αναφοράς. c IE δηλώνει πως υπάρχουν ανεπαρκή στοιχεία ότι ο
μικροοργανισμός ή η ομάδα αποτελεί καλό στόχο για θεραπεία με το φάρμακο.
Μπορεί να αναφερθεί MIC με σχόλιο αλλά χωρίς να συνοδεύεται από
κατηγοριοποίηση E, IE ή A.
Φαρμακοκινητική/Φαρμακοδυναμική σχέση
Η αντιμικροβιακή δράση της τεϊκοπλανίνης βασίζεται κυρίως στο χρονικό
διάστημα στο οποίο τα επίπεδα του φαρμάκου είναι υψηλότερα από την
ελάχιστη ανασταλτική συγκέντρωση (MIC) του παθογόνου.
Ευαισθησία
Ο επιπολασμός της αντοχής μπορεί να ποικίλλει γεωγραφικά και χρονικά για
επιλεγμένα είδη και τα τοπικά δεδομένα αντοχής είναι επιθυμητά, ιδιαίτερα
κατά τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων. Είναι απαραίτητη η συμβουλή
εμπειρογνωμόνων όταν ο τοπικός επιπολασμός της αντοχής είναι τέτοιος ώστε
η χρήση του φαρμάκου να είναι αμφίβολη τουλάχιστον σε κάποιους τύπους
λοιμώξεων.
11
Συνήθως ευαίσθητα είδη
Gram
-θετικά αερόβια βακτήρια
Corynebacterium
jeikeium
a
Enterococcus
faecalis
Staphylococcus
aureus
(συμπεριλαμβανομένων των ανθεκτικών στη μεθικιλλίνη
στελεχών)
Streptococcus agalactiae
Streptococcus dysgalactiae subsp. equisimilis
a
( μ C & G)Στρεπτόκοκκοι ο άδας
Streptococcus pneumoniae
Streptococcus pyogenes
Πρασινίζοντες στρεπτόκοκκοι
a b
Gram-θετικά αναερόβια βακτήρια
Clostridium difficile
a
Peptostreptococcus spp.
a
Είδη για τα οποία η επίκτητη ανθεκτικότητα μπορεί να αποτελέσει
πρόβλημα
Gram-
θετικά αερόβια βακτήρια
Enterococcus faecium
Staphylococcus epidermidis
Staphylococcus haemolyticus
Staphylococcus hominis
Βακτήρια με εγγενή ανθεκτικότητα
Όλα τα Gram-αρνητικά βακτήρια
Άλλα βακτήρια
Chlamydia spp.
Chlamydophila spp.
Legionella pneumophila
Mycoplasma spp.
a
Δεν υπήρχαν διαθέσιμα δεδομένα κατά τη δημοσιοποίηση των πινάκων. Η
κύρια βιβλιογραφία, οι τυπικοί όγκοι και οι θεραπευτικές συστάσεις
συμπεραίνουν ευαισθησία
b
Συνολικός όρος για μια ετερογενή ομάδα των ειδών του στρεπτόκοκκου. Ο
ρυθμός αντοχής μπορεί να διαφέρει για κάθε είδος στρεπτόκοκκου
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η τεϊκοπλανίνη χορηγείται παρεντερικά (ενδοφλέβια ή ενδομυϊκά). Η
βιοδιαθεσιμότητα της τεϊκοπλανίνης έπειτα από ενδομυϊκή χορήγηση
(συγκριτικά με την ενδοφλέβια χορήγηση) είναι σχεδόν πλήρης (90%). Έπειτα
από έξι ημερήσιες ενδομυϊκές δόσεις των 200 mg η μέση (SD) μέγιστη
συγκέντρωση τεϊκοπλανίνης (C
max
) είναι 12,1 (0,9) mg/L και παρατηρείται 2
ώρες μετά τη χορήγηση.
Έπειτα από ενδοφλέβια δόση εφόδου 6mg/kg κάθε 12 ώρες για 3 έως 5
χορηγήσεις, οι τιμές C
max
ποικίλλουν από 60 έως 70 mg/L και οι τιμές C
trough
είναι
συνήθως πάνω από 10 mg/L. Έπειτα από ενδοφλέβια δόση εφόδου 12 mg/kg κάθε
12 ώρες για 3 χορηγήσεις, οι μέσες τιμές C
max
και C
trough
υπολογίζονται περίπου
100 mg/L και 20 mg/L, αντίστοιχα.
12
Έπειτα από χορήγηση εφάπαξ ημερήσιας δόσης συντήρησης 6 mg/kg οι τιμές
C
max
και C
trough
είναι περίπου 70 mg/L και 15 mg/L, αντίστοιχα. Έπειτα από
χορήγηση εφάπαξ ημερήσιας δόσης συντήρησης 12 mg/kg οι τιμές C
trough
κυμαίνονται από 18 ως 30 mg/L.
Μετά τη χορήγηση από το στόμα, η τεϊκοπλανίνη δεν απορροφάται από το
γαστρεντερικό σωλήνα. Κατά τη χορήγηση από το στόμα 250 ή 500 mg εφάπαξ
δόσης σε υγιείς εθελοντές, η τεϊκοπλανίνη δεν ανιχνεύεται στον ορό ή στα
ούρα, παρά μόνο στα κόπρανα (περίπου 45% της χορηγούμενης δόσης) σε
αμετάβλητη μορφή.
Κατανομή
Η σύνδεση με τις ανθρώπινες πρωτεΐνες ορού ποικίλλει από 87,6 έως 90,8%
χωρίς διακύμανση στις συγκεντρώσεις τεϊκοπλανίνης. Η τεϊκοπλανίνη
συνδέεται κυρίως με την ανθρώπινη λευκωματίνη. Η τεϊκοπλανίνη δεν
κατανέμεται στα ερυθροκύτταρα.
Ο όγκος κατανομής σε σταθερή κατάσταση (Vss) ποικίλλει από 0,7 έως 1,4 L/kg.
Οι υψηλότερες τιμές Vss παρατηρήθηκαν σε πρόσφατες μελέτες όταν η
περίοδος δειγματοληψίας ήταν πάνω από 8 ημέρες.
Η τεϊκοπλανίνη κατανέμεται κυρίως στους ιστούς των πνευμόνων, του
μυοκαρδίου και των οστών με αναλογίες ιστού/ορού μεγαλύτερες από 1. Στο
υγρό των φυσαλίδων, στο αρθρικό υγρό και στο περιτοναϊκό υγρό οι αναλογίες
ιστού/ορού κυμαίνονταν από 0,5 έως 1. Η αποβολή της τεϊκοπλανίνης από το
περιτοναϊκό υγρό λαμβάνει χώρα με τον ίδιο ρυθμό όπως από τον ορό. Στο
πλευριτικό υγρό και στον υποδόριο ιστό οι αναλογίες ιστού/ορού κυμαίνονται
μεταξύ 0,2 και 0,5. Η τεϊκοπλανίνη δεν διεισδύει εύκολα στο εγκεφαλονωτιαίο
υγρό.
Βιομετασχηματισμός
Η αμετάβλητη μορφή της τεϊκοπλανίνης είναι η κύρια ουσία που ανιχνεύεται
στον ορό και στα ούρα, γεγονός που υποδηλώνει ελάχιστο μεταβολισμό. Οι
δύο μεταβολίτες που δημιουργούνται πιθανόν από υδροξυλίωση
αντιπροσωπεύουν το 2 με 3% της χορηγούμενης δόσης.
Αποβολή
Η αμετάβλητη μορφή της τεϊκοπλανίνης κυρίως αποβάλλεται από την
ουροποιητική οδό (80% μέσα σε 16 ημέρες) ενώ 2,7% της χορηγούμενης δόσης
αποβάλλεται από τα κόπρανα (μέσω της έκκρισης της χολής) μέσα σε 8 ημέρες
μετά τη χορήγηση.
Ο χρόνος ημιζωής της απομάκρυνσης της τεϊκοπλανίνης ποικίλλει από 100
έως 170 ώρες στις πιο πρόσφατες μελέτες όπου η αιματολογική
δειγματοληπτική περίοδος είναι περίπου 8 με 35 ημέρες.
Η τεϊκοπλανίνη έχει μικρή ολική κάθαρση από 10 έως 14 mL/h/kg και νεφρική
κάθαρση από 8 έως 12 mL/h/kg που υποδηλώνει ότι η τεϊκοπλανίνη
αποβάλλεται κυρίως με νεφρικούς μηχανισμούς.
Γραμμικότητα
Η τεϊκοπλανίνη παρουσιάζει γραμμική φαρμακοκινητική για δόσεις από 2 έως
25 mg/kg.
13
μΕιδικοί πληθυσ οί
μ Μειω ένη νεφρική λειτουργία:
Καθώς η τεϊκοπλανίνη αποβάλλεται μέσω της νεφρικής οδού, η αποβολή
μειώνεται ανάλογα με το βαθμό της νεφρικής ανεπάρκειας. Η ολική και
νεφρική κάθαρση της τεϊκοπλανίνης εξαρτάται από την κάθαρση της
κρεατινίνης.
μ Ηλικιω ένοι ασθενείς:
Στους ηλικιωμένους, η φαρμακοκινητική της τεϊκοπλανίνης δεν μεταβάλλεται
εκτός από την περίπτωση νεφρικής ανεπάρκειας.
μ : Παιδιατρικός πληθυσ ός
Παρατηρείται υψηλότερη ολική κάθαρση (15,8 mL/h/kg για τα νεογέννητα,
14,8 mL/h/kg για μέσο όρο ηλικίας 8 ετών) και μικρότερος χρόνος ημιζωής
απομάκρυνσης (40 ώρες για νεογέννητα, 58 ώρες για 8 ετών) σε σχέση με τους
ενήλικες ασθενείς.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Έπειτα από επανειλημμένες παρεντερικές χορηγήσεις σε αρουραίους και
σκύλους, παρατηρήθηκαν επιπτώσεις στον νεφρό οι οποίες ήταν
δοσοεξαρτώμενες και αναστρέψιμες. Σε μελέτες για την πιθανότητα
ωτοτοξικότητας σε ινδικά χοιρίδια διαπιστώθηκε πιθανή ελαφρά βλάβη στην
κοχλιακή και αιθουσαία λειτουργία, χωρίς ανατομική βλάβη.
Η υποδόρια χορήγηση της τεϊκοπλανίνης έως και 40 mg/kg/ημέρα δεν προκαλεί
διαταραχές στη γονιμότητα αρσενικών και θηλυκών αρουραίων. Σε μελέτες
εμβρυϊκής ανάπτυξης, δεν παρατηρήθηκαν ανωμαλίες έπειτα από υποδόρια
χορήγηση έως και 200 mg/kg/ημέρα σε αρουραίους και ενδομυϊκή χορήγηση έως
και 15 mg/kg/ημέρα σε κουνέλια. Ωστόσο, στους αρουραίους υπήρξε αυξημένη
συχνότητα γέννησης νεκρών εμβρύων σε δόσεις 100 mg/kg/ημέρα και άνω και
νεογνικής θνησιμότητας σε δόσεις 200 mg/kgμέρα. Αυτή η επίδραση δεν
αναφέρθηκε για τη δόση των 50 mg/kgμέρα. Μια περιγεννητική και
μεταγεννητική μελέτη σε αρουραίους δεν έδειξε επίδραση στην γονιμότητα της
F1 γενεάς ή στην επιβίωση και ανάπτυξη της F2 γενεάς έπειτα από υποδόρια
χορήγηση έως και 40 mg/kg/ημέρα.
Η τεϊκοπλανίνη δεν έδειξε να προκαλεί αντιγονικότητα (σε ποντίκια, ινδικά
χοιρίδια ή κουνέλια), γονοτοξικότητα ή τοπικό ερεθισμό.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Κόνις για ενέσιμο διάλυμα/διάλυμα προς έγχυση ή πόσιμο διάλυμα
Νάτριο χλωριούχο
Υδροξείδιο του νατρίου (για τη ρύθμιση του pH)
Διαλύτης
Ύδωρ για ενέσιμα
6.2 Ασυμβατότητες
Η τεϊκοπλανίνη και η αμινογλυκοσίδη είναι ασύμβατες όταν αναμειγνύονται
κατευθείαν και δεν πρέπει να αναμειγνύονται πριν την ένεση.
Αν η τεϊκοπλανίνη χορηγείται ως θεραπεία συνδυασμού με άλλα αντιβιοτικά,
το διάλυμα πρέπει να χορηγείται ξεχωριστά.
14
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα εκτός αυτών που αναφέρονται στο λήμμα 6.6.
6.3 Διάρκεια ζωής
Διάρκεια ζωής της συσκευασμένης κόνεως προς πώληση:
3 χρόνια.
Διάρκεια ζωής του ανασυσταμένου διαλύματος:
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση του ανασυσταμένου,
σύμφωνα με τις οδηγίες, διαλύματος έχει αποδειχθεί για 24 ώρες στους 2-C.
Από μικροβιολογικής άποψης, το φαρμακευτικό προϊόν πρέπει να
χρησιμοποιείται αμέσως. Αν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, ο χρόνος φύλαξης
κατά τη χρήση και οι συνθήκες πριν τη χρήση είναι ευθύνη του χρήστη και δεν
θα πρέπει φυσιολογικά να ξεπερνούν τις 24 ώρες στους 2-8°C, εκτός εάν η
ανασύσταση έχει γίνει σε ελεγχόμενες και επικυρωμένες άσηπτες συνθήκες.
Διάρκεια ζωής του αραιωμένου φαρμακευτικού προϊόντος:
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση του ανασυσταμένου,
σύμφωνα με τις οδηγίες, διαλύματος έχει αποδειχθεί για 24 ώρες στους 2-C.
Από μικροβιολογικής άποψης, το φαρμακευτικό προϊόν πρέπει να
χρησιμοποιείται αμέσως. Αν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, ο χρόνος φύλαξης
κατά τη χρήση και οι συνθήκες πριν τη χρήση είναι ευθύνη του χρήστη και δεν
θα πρέπει φυσιολογικά να ξεπερνούν τις 24 ώρες στους 2-8°C, εκτός εάν η
ανασύσταση έχει γίνει σε ελεγχόμενες και επικυρωμένες άσηπτες συνθήκες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προΐόντος
Κόνις συσκευασμένη προς πώληση:
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό.
Για τις συνθήκες διατήρησης του ανασυσταμένου/αραιωμένου φαρμακευτικού
προϊόντος βλ. παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Πρωτογενής συσκευασία:
Το λυόφιλο φαρμακευτικό προϊόν είναι συσκευασμένο σε:
Tύπου I, άχρωμο γυάλινο φιαλίδιο χρήσιμου όγκου 10 mL για 200 mg με
ελαστικό πώμα από βρωμοβουτύλιο σφραγισμένο με flip-off κίτρινο κάλυμμα
αλουμινίου.
Tύπου I, άχρωμο γυάλινο φιαλίδιο χρήσιμου όγκου 22 mL για 400 mg με
ελαστικό πώμα από βρωμοβουτύλιο σφραγισμένο με flip-off πράσινο κάλυμμα
αλουμινίου.
Το ύδωρ για ενέσιμα είναι συσκευασμένο σε Τύπου Ι, άχρωμη γυάλινη
φύσιγγα.
Συσκευασίες:
- 1 φιαλίδιο κόνεως με 1 φύσιγγα διαλύτη
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Το φαρμακευτικό προϊόν αυτό είναι για εφάπαξ χρήση μόνο.
15
Παρασκευή μτου ανασυστα ένου μ :διαλύ ατος
- Ενέστε αργά όλο το περιεχόμενο του διαλύτη που παρέχεται στο φιαλίδιο
της κόνεως.
- Κυλήστε απαλά το φιαλίδιο ανάμεσα στα χέρια μέχρι να διαλυθεί τελείως
η κόνις. Αν δημιουργηθεί αφρός στο διάλυμα, θα πρέπει να αφεθεί σε
ηρεμία για περίπου 15 λεπτά. μ μ Θα πρέπει να χρησι οποιούνται όνο διαυγή
μ .και υποκίτρινα διαλύ ατα
Τα ανασυσταμένα διαλύματα θα περιέχουν 200 mg τεϊκοπλανίνης σε 3,0 mL και
400 mg σε 3,0 mL.
Ονομαστικό περιεχόμενο του φιαλιδίου
σε τεϊκοπλανίνη
200 mg 400 mg
Όγκος του φιαλιδίου της κόνεως 10 mL 22 mL
Εξαγόμενος όγκος από τη φύσιγγα του
διαλύτη για την ανασύσταση
3,14 mL 3,14 mL
Όγκος που περιέχει την ονομαστική δόση
τεϊκοπλανίνης (που εξάγεται με σύριγγα
5 mL με βελόνα 23 G)
3,0 mL 3,0 mL
Το ανασυσταμένο διάλυμα μπορεί να ενεθεί απευθείας ή εναλλακτικά
περαιτέρω αραιωμένο ή να χορηγηθεί από του στόματος.
Παρασκευή του αραιωμένου διαλύματος πριν την έγχυση:
Το Targocid μπορεί να χορηγηθεί στα ακόλουθα διαλύματα έγχυσης:
διάλυμα χλωριούχου νατρίου 9 mg/mL (0,9%)
μ Ringerδιάλυ α
μ Ringerγαλακτικό διάλυ α
5% ενέσιμη δεξτρόζη
10% ενέσιμη δεξτρόζη
διάλυμα 0,18% χλωριούχου νατρίου & 4% γλυκόζης
διάλυμα 0,45% χλωριούχου νατρίου και 5% γλυκόζης
διάλυμα περιτοναϊκής κάθαρσης με 1,36% ή 3,86% διάλυμα γλυκόζης
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε., Οδός Τατοΐου, 146 71 Ν. Ερυθραία Τηλ. 210 8009111
8. ( ) Δ ΑΡΙΘΜΟΣ ΟΙ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
TARGOCID 200MG/VIAL 32401/13-4-2016
TARGOCID 400MG/VIAL 32402/13-4-2016
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
16
10.6.1993 / 1-10-2008
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Λεπτομερή πληροφοριακά στοιχεία για το παρόν προϊόν είναι διαθέσιμα στο
δικτυακό τόπο www.eof.gr
17