αντλίας πρωτονίων (βλέπε παράγραφο 4.5). Εφόσον ο συνδυασμός
αταζαναβίρης με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων δεν μπορεί να
αποφευχθεί, συνιστάται στενή κλινική παρακολούθηση (π.χ. του ιικού
φορτίου) σε συνδυασμό με αύξηση της δόσης της αταζαναβίρης σε 400 mg
μαζί με 100 mg ριτοναβίρης. Η ομεπραζόλη δεν πρέπει να ξεπερνά τα 20
mg.
Η ομεπραζόλη, όπως όλοι οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, μπορεί
να μειώσει την απορρόφηση της βιταμίνης Β12 (κυανοκοβαλαμίνη) λόγω
της υπο- ή αχλωρυδρίας. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς με
μειωμένες αποθήκες ή αυξημένο κίνδυνο για μειωμένη απορρόφηση
βιταμίνης Β12 σε περίπτωση μακροχρόνιας θεραπείας.
Η ομεπραζόλη είναι αναστολέας του CYP2C19. Κατά την έναρξη ή τη
διακοπή της θεραπείας με ομεπραζόλη, πρέπει να εξετάζεται η ενδεχόμενη
αλληλεπίδραση με φάρμακα που μεταβολίζονται μέσω του CYP2C19.
Αλληλεπίδραση παρατηρείται μεταξύ κλοπιδογρέλης και ομεπραζόλης
(βλέπε παράγραφο 4.5). Η κλινική σημασία αυτής της αλληλεπίδρασης
είναι αμφίβολη. Προληπτικά, η ταυτόχρονη χρήση ομεπραζόλης και
κλοπιδογρέλης πρέπει να αποθαρρύνεται.
Η θεραπεία με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να οδηγήσει σε
ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης γαστρεντερικών λοιμώξεων όπως
από
Salmonella
και
Campylobacter
ενώ σε νοσηλευόμενους ασθενείς
πιθανώς να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη λοίμωξης από
Clostridium
difficile (βλέπε παράγραφο 5.1).
Σοβαρή υπομαγνησιαιμία έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία
με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, όπως oμεπραζόλη για διάστημα
τουλάχιστον τριών μηνών, και στις περισσότερες περιπτώσεις, για ένα
χρόνο. Σοβαρά συμπτώματα υπομαγνησιαιμίας όπως κόπωση, τετανία,
παραλήρημα, σπασμοί, ζάλη και κοιλιακή αρρυθμία μπορεί να
εμφανισθούν, αλλά μπορεί να ξεκινήσουν ύπουλα και να αγνοηθούν.
Στην πλειονότητα των προσβεβλημένων ασθενών, η υπομαγνησιαιμία
βελτιώθηκε μετά την αναπλήρωση του μαγνησίου και τη διακοπή του
αναστολέα της αντλίας πρωτονίων.
Για τους ασθενείς που αναμένεται να λάβουν παρατεταμένη θεραπεία ή
που λαμβάνουν αναστολείς της αντλίας πρωτονίων με διγοξίνη ή φάρμακα
που μπορεί να προκαλέσουν υπομαγνησιαιμία (π.χ. διουρητικά), οι
επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να εξετάζουν το ενδεχόμενο μέτρησης
των επιπέδων μαγνησίου πριν την έναρξη της θεραπείας με αναστολείς
της αντλίας πρωτονίων και περιοδικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, ιδίως αν χρησιμοποιηθούν σε
υψηλές δόσεις και για μεγάλα χρονικά διαστήματα (>1 έτους), μπορεί να
αυξήσουν ελαφρώς τον κίνδυνο κατάγματος του ισχίου, του καρπού και
της σπονδυλικής στήλης, κυρίως σε ηλικιωμένους ή παρουσία άλλων
αναγνωρισμένων παραγόντων κινδύνου. Οι μελέτες παρατήρησης
δείχνουν ότι οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να αυξήσουν
τον συνολικό κίνδυνο κατάγματος κατά 10-40%. Μέρος αυτής της