ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Veralox 40mg κόνις και διαλύτης για ενέσιμο διάλυμα
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε φιαλίδιο περιέχει μετά νατρίου άλας ομεπραζόλης 42,6 mg, που
ισοδυναμεί με ομεπραζόλη 40 mg. Μετά την ανασύσταση, 1 ml περιέχει
μετά νατρίου άλας ομεπραζόλης 4,26 mg, που ισοδυναμεί με ομεπραζόλη 4
mg.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις και διαλύτης για ενέσιμο διάλυμα (κόνις για ενέσιμο διάλυμα και
διαλύτης για ενέσιμο διάλυμα)
Το pH είναι από 8.8 έως 9.2.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Veralox για ενδοφλέβια χρήση ενδείκνυνται ως εναλλακτικό της από
του στόματος θεραπείας για τις ακόλουθες ενδείξεις δηλαδή,
Ενήλικες
Θεραπεία δωδεκαδακτυλικών ελκών
Πρόληψη υποτροπής δωδεκαδακτυλικών ελκών
Θεραπεία γαστρικών ελκών
Πρόληψη υποτροπής γαστρικών ελκών
Σε συνδυασμό με κατάλληλα αντιβιοτικά, εκρίζωση του
Ελικοβακτηριδίου του πυλωρού σε πεπτικό έλκος
Θεραπεία γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών που σχετίζονται
με ΜΣΑΦ
Πρόληψη ανάπτυξης γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών έλκη που
σχετίζονται με ΜΣΑΦ, σε ασθενείς υψηλού κινδύνου
Θεραπεία οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση
Μακροχρόνια θεραπευτική αγωγή ασθενών με επουλωμένη
οισοφαγίτιδα από παλινδρόμηση
Θεραπεία συμπτωματικής γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης
Θεραπεία συνδρόμου Zollinger-Ellison
4.2 Δοσολογία & τρόπος χορήγησης
Ενήλικες
μ Εναλλακτικά της από του στό ατος θεραπείας
μ μ Σε ασθενείς όπου η από του στό ατος χρήση φαρ ακευτικών προϊόντων δεν
, είναι κατάλληλη συνιστάται Veralox μ μ . μία φορά η ερησίως Σε ασθενείς ε
μ σύνδρο ο Zollinger-Ellison συνιστάται αρχική δόση Veralox 60 mg ημερησίως
μ χορηγού ενη ενδοφλεβίως. Μπορεί να απαιτούνται υψηλότερες ημερήσιες
δόσεις και η δόση πρέπει να εξατομικεύεται. Όταν η δόση υπερβαίνει τα
60 mg ημερησίως, τότε πρέπει να μοιράζεται και να λαμβάνεται δύο φορές
ημερησίως
Ειδικοί πληθυσμοί
Ασθενείς με διαταραγμένη νεφρική λειτουργία
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με διαταραγμένη
νεφρική λειτουργία (βλέπε παράγραφο 5.2).
Ασθενείς με διαταραγμένη ηπατική λειτουργία
Σε ασθενείς με διαταραγμένη ηπατική λειτουργία μία ημερήσια δόση των
10-20 mg μπορεί να είναι ικανοποιητική (βλέπε παράγραφο 5.2).
Ηλικιωμένοι ασθενείς
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης στους ηλικιωμένους (βλέπε
παράγραφο 5.2).
Παιδιατρικοί ασθενείς
Η εμπειρία με Veralox για ενδοφλέβια χρήση σε παιδιά είναι περιορισμένη.
Τρόπος χορήγησης
Το Veralox, ενέσιμο διάλυμα πρέπει να χορηγείται μόνο ως ενδοφλέβιο
διάλυμα και δεν πρέπει να προστίθεται σε διαλύματα εγχύσεων. Μετά την
ανασύσταση, η ένεση θα πρέπει να χορηγείται αργά σε περίοδο
τουλάχιστον 2,5 λεπτά με μέγιστο ρυθμό χορήγησης 4 ml ανά λεπτό. Για
οδηγίες σχετικά με την ανασύσταση του φαρμακευτικού προϊόντος πριν
από τη χορήγηση, βλ. παράγραφο 6.6.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην ομεπραζόλη, τα υποκατεστημένα βενζιμιδαζόλια ή
κάποιο από τα έκδοχα 6.1που αναφέρονται στην παράγραφο .
Η ομεπραζόλη όπως και άλλοι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (PPIs)
δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα με νελφιναβίρη (βλέπε
παράγραφο 4.5).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Παρουσία κάποιων προειδοποιητικών συμπτωμάτων (π.χ. σημαντική
ακούσια απώλεια βάρους, υποτροπιάζων έμετος, δυσφαγία, αιματέμεση ή
μέλαινα) και επί υποψίας ή παρουσίας γαστρικού έλκους, πρέπει να
αποκλείεται η κακοήθεια, καθώς η θεραπεία μπορεί να ανακουφίσει τα
συμπτώματα και να καθυστερήσει τη διάγνωση.
Δεν συνιστάται η ταυτόχρονη χορήγηση αταζαναβίρης με αναστολείς της
αντλίας πρωτονίων (βλέπε παράγραφο 4.5). Εφόσον ο συνδυασμός
αταζαναβίρης με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων δεν μπορεί να
αποφευχθεί, συνιστάται στενή κλινική παρακολούθηση (π.χ. του ιικού
φορτίου) σε συνδυασμό με αύξηση της δόσης της αταζαναβίρης σε 400 mg
μαζί με 100 mg ριτοναβίρης. Η ομεπραζόλη δεν πρέπει να ξεπερνά τα 20
mg.
Η ομεπραζόλη, όπως όλοι οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, μπορεί
να μειώσει την απορρόφηση της βιταμίνης Β12 (κυανοκοβαλαμίνη) λόγω
της υπο- ή αχλωρυδρίας. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς με
μειωμένες αποθήκες ή αυξημένο κίνδυνο για μειωμένη απορρόφηση
βιταμίνης Β12 σε περίπτωση μακροχρόνιας θεραπείας.
Η ομεπραζόλη είναι αναστολέας του CYP2C19. Κατά την έναρξη ή τη
διακοπή της θεραπείας με ομεπραζόλη, πρέπει να εξετάζεται η ενδεχόμενη
αλληλεπίδραση με φάρμακα που μεταβολίζονται μέσω του CYP2C19.
Αλληλεπίδραση παρατηρείται μεταξύ κλοπιδογρέλης και ομεπραζόλης
(βλέπε παράγραφο 4.5). Η κλινική σημασία αυτής της αλληλεπίδρασης
είναι αμφίβολη. Προληπτικά, η ταυτόχρονη χρήση ομεπραζόλης και
κλοπιδογρέλης πρέπει να αποθαρρύνεται.
Η θεραπεία με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να οδηγήσει σε
ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης γαστρεντερικών λοιμώξεων όπως
από
Salmonella
και
Campylobacter
ενώ σε νοσηλευόμενους ασθενείς
πιθανώς να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη λοίμωξης από
Clostridium
difficile (βλέπε παράγραφο 5.1).
Σοβαρή υπομαγνησιαιμία έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία
με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, όπως oμεπραζόλη για διάστημα
τουλάχιστον τριών μηνών, και στις περισσότερες περιπτώσεις, για ένα
χρόνο. Σοβαρά συμπτώματα υπομαγνησιαιμίας όπως κόπωση, τετανία,
παραλήρημα, σπασμοί, ζάλη και κοιλιακή αρρυθμία μπορεί να
εμφανισθούν, αλλά μπορεί να ξεκινήσουν ύπουλα και να αγνοηθούν.
Στην πλειονότητα των προσβεβλημένων ασθενών, η υπομαγνησιαιμία
βελτιώθηκε μετά την αναπλήρωση του μαγνησίου και τη διακοπή του
αναστολέα της αντλίας πρωτονίων.
Για τους ασθενείς που αναμένεται να λάβουν παρατεταμένη θεραπεία ή
που λαμβάνουν αναστολείς της αντλίας πρωτονίων με διγοξίνη ή φάρμακα
που μπορεί να προκαλέσουν υπομαγνησιαιμία (π.χ. διουρητικά), οι
επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να εξετάζουν το ενδεχόμενο μέτρησης
των επιπέδων μαγνησίου πριν την έναρξη της θεραπείας με αναστολείς
της αντλίας πρωτονίων και περιοδικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, ιδίως αν χρησιμοποιηθούν σε
υψηλές δόσεις και για μεγάλα χρονικά διαστήματα (>1 έτους), μπορεί να
αυξήσουν ελαφρώς τον κίνδυνο κατάγματος του ισχίου, του καρπού και
της σπονδυλικής στήλης, κυρίως σε ηλικιωμένους ή παρουσία άλλων
αναγνωρισμένων παραγόντων κινδύνου. Οι μελέτες παρατήρησης
δείχνουν ότι οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να αυξήσουν
τον συνολικό κίνδυνο κατάγματος κατά 10-40%. Μέρος αυτής της
αύξησης μπορεί να οφείλεται σε άλλους παράγοντες κινδύνου. Ασθενείς
με κίνδυνο οστεοπόρωσης πρέπει να λαμβάνουν μέριμνα, σύμφωνα με τις
ισχύουσες κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες και θα πρέπει να έχουν
επαρκή πρόσληψη της βιταμίνης D και ασβεστίου.
Υποξύς δερματικός ερυθηματώδης λύκος (ΥΔΕΛ)
Οι αποκλειστές αντλίας πρωτονίων σχετίζονται με σπάνια περιστατικά
υποξέος δερματικού ερυθηματώδους λύκου. Εάν παρατηρηθούν βλάβες,
ιδίως σε περιοχές του δέρματος που εκτίθενται στον ήλιο, συνοδευόμενες
από αρθραλγία, ο ασθενής πρέπει να αναζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια
και οι επαγγελματίες του τομέα της υγείας πρέπει να εξετάσουν το
ενδεχόμενο διακοπής της χορήγησης VERALOX. Η εμφάνιση υποξέος
δερματικού ερυθηματώδους λύκου μετά από τη χορήγηση ενός αποκλειστή
αντλίας πρωτονίων ενδέχεται να αυξάνει τον κίνδυνο υποξέος δερματικού
ερυθηματώδους λύκου και με άλλους αποκλειστές αντλίας πρωτονίων.
Επίδραση στις εργαστηριακές εξετάσεις
Τα αυξημένα επίπεδα χρωμογρανίνης Α (CgA) μπορεί να επηρεάσουν τις
εξετάσεις για τη διάγνωση νευροενδοκρινών όγκων. Για να αποφευχθεί
αυτή η επίδραση, θα πρέπει, η θεραπεία με ομεπραζόλη, να διακόπτεται
τουλάχιστον 5 ημέρες πριν από τις μετρήσεις της CgA (βλέπε παράγραφο
5.1). Εάν οι τιμές της CgA και της γαστρίνης δεν επανέλθουν εντός του
εύρους των τιμών αναφοράς μετά την αρχική μέτρηση, οι μετρήσεις πρέπει
να επαναληφθούν 14 ημέρες μετά τη διακοπή της χρήσης αναστολέα
αντλίας πρωτονίων.
Όπως σε όλες τις μακροχρόνιες θεραπείες, ειδικά όταν ξεπερνούν σε
διάρκεια τον 1 χρόνο θεραπείας, οι ασθενείς πρέπει να βρίσκονται υπό
τακτική παρακολούθηση.
4.5 μ μ Αλληλεπιδράσεις ε άλλα φαρ ακευτικά προϊόντα και άλλες
μ ορφές αλληλεπίδρασης
Επιδράσεις της ομεπραζόλης στη φαρμακοκινητική άλλων δραστικών
ουσιών
Δραστικές ουσίες που η απορρόφηση τους εξαρτάται από το pH.
Η μειωμένη γαστρική οξύτητα κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
ομεπραζόλη μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει την απορρόφηση των
δραστικών ουσιών των οποίων η απορρόφηση εξαρτάται από το γαστρικό
pΗ.
Νελφιναβίρη, αταζαναβίρη
Τα επίπεδα νελφιναβίρης και αταζαναβίρης στο πλάσμα μειώνονται σε
περίπτωση συγχορήγησης με ομεπραζόλη.
Ταυτόχρονη χορήγηση ομεπραζόλης με νελφιναβίρη αντενδείκνυται.
(βλέπε παράγραφο 4.3). Η συγχορήγηση με ομεπραζόλη (40 mg μία φορά
ημερησίως) μείωσε τη μέση έκθεση νελφιναβίρης κατά 40% περίπου και η
μέση έκθεση του φαρμακολογικά δραστικού μεταβολίτη Μ8 μειώθηκε κατά
75-90% περίπου. Η αλληλεπίδραση αυτή πιθανόν επίσης να εμπλέκει την
αναστολή του CYP2C19.
Ταυτόχρονη χορήγηση ομεπραζόλης με αταζαναβίρη δε συνιστάται (βλέπε
παράγραφο 4.4).
Συγχορήγηση ομεπραζόλης (40 mg μία φορά ημερησίως) και αταζαναβίρης
300 mg/ριτοναβίρης 100 mg σε υγιείς εθελοντές είχε ως αποτέλεσμα 75%
μείωση της έκθεσης αταζαναβίρης. Αύξηση της δόσης της αταζαναβίρης
στα 400 mg δεν αντιστάθμισε την επίδραση της ομεπραζόλης στην έκθεση
αταζαναβίρης. Η συγχορήγηση ομεπραζόλης (20 mg μία φορά ημερησίως)
με αταζαναβίρη 400 mg/ριτοναβίρη 100 mg σε υγιείς εθελοντές είχε ως
αποτέλεσμα τη μείωση κατά 30% περίπου στην έκθεση αταζαναβίρης σε
σύγκριση με αταζαναβίρη 300 mg/ριτοναβίρη 100 mg μία φορά ημερησίως.
Διγοξίνη
Ταυτόχρονη θεραπεία με ομεπραζόλη (20 mg ημερησίως) και διγοξίνη σε
υγιή άτομα αυξάνει τη βιοδιαθεσιμότητα της διγοξίνης κατά 10%.
Τοξικότητα διγοξίνης σπάνια έχει αναφερθεί. Ωστόσο, πρέπει να δίνεται
προσοχή όταν η ομεπραζόλη χορηγείται σε υψηλές δόσεις σε ηλικιωμένα
άτομα. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να ενισχύεται η θεραπευτική
παρακολούθηση (TDM) της διγοξίνης.
Κλοπιδογρέλη
Αποτελέσματα από μελέτες σε υγιή άτομα έχουν δείξει μια
φαρμακοκινητική (ΡΚ)/ φαρμακοδυναμική (PD) αλληλεπίδραση μεταξύ
κλοπιδογρέλης (300 mg δόση εφόδου/75 mg ημερήσια δόση συντήρησης) και
ομεπραζόλης (80 mg από του στόματος ημερησίως) έχοντας ως
αποτέλεσμα μειωμένη έκθεση στο δραστικό μεταβολίτη της κλοπιδογρέλης
κατά μέσο όρο 46% και μειωμένη μέγιστη αναστολή της (ADP επαγόμενης)
συσσώρευσης αιμοπεταλίων κατά μέσο όρο 16%.
Έχει αναφερθεί ασυμφωνία δεδομένων επί των κλινικών επιπλοκών της
PK/PD αλληλεπίδρασης της ομεπραζόλης σε όρους μειζόνων
καρδιαγγειακών συμβαμάτων από μελέτες παρατήρησης και κλινικές
μελέτες. Προληπτικά, η ταυτόχρονη χρήση ομεπραζόλης και
κλοπιδογρέλης πρέπει να αποθαρρύνεται (βλ. παράγραφο 4.4).
Άλλες δραστικές ουσίες
Η απορρόφηση ποσακοναζόλης, ερλοτινίμπης, κετοκοναζόλης και
ιτρακοναζόλης μειώνεται σημαντικά και έτσι η κλινική
αποτελεσματικότητα μπορεί να είναι επηρεασμένη. Για την ποσακοναζόλη
και την ερλοτινίμπη η ταυτόχρονη χρήση πρέπει να αποφεύγεται.
Δραστικές ουσίες που μεταβολίζονται από το CYP 2 C 19
Η ομεπραζόλη είναι ήπιος αναστολέας του CYP2C19, κύριο ένζυμο του
μεταβολισμού της ομεπραζόλης. Έτσι, ο μεταβολισμός συγχορηγούμενων
δραστικών ουσιών που επίσης μεταβολίζονται από το CYP2C19, μπορεί να
είναι μειωμένος και η συστηματική έκθεση σε αυτές τις ουσίες αυξημένη.
Παράδειγμα τέτοιων ουσιών είναι η R-βαρφαρίνη και άλλοι ανταγωνιστές
της βιταμίνης Κ, η σιλοσταζόλη, η διαζεπάμη και η φαινυτοΐνη.
Σιλοσταζόλη
Η ομεπραζόλη χορηγούμενη σε δόσεις των 40 mg σε υγιή άτομα σε μία
διασταυρούμενη μελέτη, αύξησε το C
max
και την AUC για την σιλοσταζόλη
κατά 18% και 26% αντίστοιχα, και για έναν από τους δραστικούς
μεταβολίτες της κατά 29% και 69% αντίστοιχα.
Φαινυτοΐνη
Συνιστάται η παρακολούθηση της συγκέντρωσης φαινυτοΐνης στο πλάσμα
κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο εβδομάδων μετά την έναρξη της
θεραπείας με ομεπραζόλη και, αν έχει γίνει προσαρμογή της δόσης της
φαινυτοΐνης, πρέπει να λάβει χώρα παρακολούθηση και περαιτέρω
προσαρμογή της δόσης μετά το πέρας της θεραπείας με ομεπραζόλη.
Άγνωστοι μηχανισμοί
Σακουιναβίρη
Ταυτόχρονη χορήγηση ομεπραζόλης με σακουιναβίρη/ριτοναβίρη είχε ως
αποτέλεσμα την αύξηση στα επίπεδα του πλάσματος μέχρι και 70%
περίπου για την σακουιναβίρη σε συνδυασμό με καλή ανοχή σε ασθενείς
με HIV μόλυνση.
Τακρόλιμους
Η ταυτόχρονη χορήγηση ομεπραζόλης έχει αναφερθεί ότι αυξάνει τα
επίπεδα της τακρόλιμους στον ορό.
Θα πρέπει να εφαρμόζεται ενισχυμένη παρακολούθηση της συγκέντρωσης
της τακρόλιμους καθώς και της νεφρικής λειτουργίας (κάθαρση
κρεατινίνης), και να προσαρμόζεται η δόση της τακρόλιμους εφόσον
χρειάζεται.
Μεθοτρεξάτη
Σε ορισμένους ασθενείς έχει αναφερθεί αύξηση των επιπέδων της
μεθοτρεξάτης όταν συγχορηγείται με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων.
Σε χορήγηση υψηλών δόσεων μεθοτρεξάτης μπορεί να χρειαστεί να
εξεταστεί η παροδική διακοπή της ομεπραζόλης.
Επιδράσεις άλλων δραστικών ουσιών στη φαρμακοκινητική της
ομεπραζόλης
Αναστολείς του
CYP
2
C
19 και/ή του
CYP
3
A
4
Καθώς η ομεπραζόλη μεταβολίζεται μέσω των CYP2C19 και CYP3A4,
δραστικές ουσίες που είναι γνωστό ότι αναστέλλουν το CYP2C19 ή το
CYP3A4 (όπως η κλαριθρομυκίνη και η βορικοναζόλη) μπορεί να
οδηγήσουν σε αυξημένα επίπεδα ομεπραζόλης στον ορό διότι μειώνεται ο
ρυθμός μεταβολισμού της ομεπραζόλης. Ταυτόχρονη θεραπεία με
βορικοναζόλη είχε ως αποτέλεσμα την μεγαλύτερη από τη διπλάσια
έκθεση στην ομεπραζόλη. Καθώς υψηλές δόσεις ομεπραζόλης ήταν καλά
ανεκτές, γενικώς δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης της ομεπραζόλης.
Ωστόσο, πρέπει να εξετάζεται η προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με
σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία και εφόσον ενδείκνυται μακροχρόνια
θεραπεία.
Επαγωγείς του
CYP
2
C
19 και/ή του
CYP
3
A
4
Δραστικές ουσίες που είναι γνωστό ότι διεγείρουν το CYP2C19 ή το
CYP3A4 ή και τα δύο (όπως η ριφαμπικίνη και το St Johns wort) μπορεί να
οδηγήσουν σε μειωμένα επίπεδα ομεπραζόλης στον ορό αυξάνοντας το
ρυθμό μεταβολισμού της ομεπραζόλης.
4.6 μ , Γονι ότητα κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Αποτελέσματα από τρεις προοπτικές επιδημιολογικές μελέτες
(περισσότερα από 1.000 αποτελέσματα έκθεσης) δεν έδειξαν ανεπιθύμητες
ενέργειες της ομεπραζόλης στην κύηση ή την υγεία του
εμβρύου/νεογέννητου παιδιού. Η ομεπραζόλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί
κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Γαλουχία
Η ομεπραζόλη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα αλλά δε φαίνεται να
επηρεάζει το παιδί όταν λαμβάνεται σε θεραπευτικές δόσεις.
Γονιμότητα
Μελέτες σε πειραματόζωα με το ρακεμικό μίγμα της ομεπραζόλης, δεν
έδειξαν επιδράσεις αναφορικά με τη γονιμότητα.
4.7 μΕπιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισ ού
μ μηχανη άτων
Το Veralox δεν έχει επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών. Ανεπιθύμητες ενέργειες όπως ζάλη και οπτικές διαταραχές
μπορεί να συμβούν (βλέπε παράγραφο 4.8). Εάν αυτό συμβεί, οι ασθενείς
δεν πρέπει να οδηγούν ή να χειρίζονται μηχανές.
4.8 μ Ανεπιθύ ητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφαλείας
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες (1-10% των ασθενών) είναι
κεφαλαλγία, κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα, διάρροια, μετεωρισμός και
ναυτία/έμετος.
Ανεπιθύμητες ενέργειες υπό μορφή πίνακα
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου έχουν εξακριβωθεί ή
πιθανολογηθεί από κλινικές μελέτες για την ομεπραζόλη και μετά την
κυκλοφορία του φαρμάκου. Καμία από τις ανεπιθύμητες ενέργειες δε
φάνηκε να είναι δοσοεξαρτώμενη. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που
αναφέρονται στην παρακάτω λίστα κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με τη
συχνότητα και την Κατηγορία Οργάνου Συστήματος (ΚΟΣ). Οι κατηγορίες
συχνότητας ορίζονται σύμφωνα με την παρακάτω συνθήκη: Πολύ συχνές
(≥1/10), Συχνές (≥1/100, <1/10), Όχι συχνές (≥1/1.000, <1/100), Σπάνιες
(≥1/10.000, <1/1.000), Πολύ σπάνιες (<1/10.000), Μη γνωστές (δεν
μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
ΚΟΣ/συχνότητα Ανεπιθύμητη ενέργεια
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Σπάνιες:
Λευκοπενία, θρομβοπενία
Πολύ σπάνιες:
Ακοκκιοκυτταραιμία, πανκυτταροπενία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες:
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας π.χ. πυρετός,
αγγειοοίδημα και αναφυλακτική
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Σπάνιες:
Υπονατριαιμία
Μη γνωστές
Υπομαγνησιαιμία, σοβαρή υπομαγνησιαιμία
μπορεί να προκαλέσει υπασβεστιαιμία
Η υπομαγνησιαιμία επίσης σχετίζεται με
υποκαλιαιμία.
Ψυχιατρικές διαταραχές
ι>«/ές
Όχι συχνές:
Αϋπνία
Σπάνιες:
Διέγερση, σύγχυση, κατάθλιψη
Πολύ σπάνιες:
Επιθετικότητα, παραισθήσεις
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Συχνές:
Κεφαλαλγία
Όχι συχνές:
Ζάλη, παραισθησία, υπνηλία
Σπάνιες:
Διαταραχή της γεύσης
Οφθαλμικές διαταραχές
Σπάνιες:
Θάμβος οράσεως
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Όχι συχνές:
Ίλιγγος
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωρακίου
Σπάνιες:
Βρογχόσπασμος
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Συχνές:
Κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα, διάρροια,
μετεωρισμός, ναυτία/έμετος
Σπάνιες:
Ξηροστομία, στοματίτιδα, γαστρεντερική
καντιντίαση
Μη γνωστές:
Μικροσκοπική κολίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Όχι συχνές:
Αυξημένα ηπατικά ένζυμα
Σπάνιες:
Ηπατίτιδα με ή χωρίς ίκτερο
Πολύ σπάνιες:
Ηπατική ανεπάρκεια, εγκεφαλοπάθεια σε ασθενείς
με προϋπάρχουσα νόσο του ήπατος
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές:
Δερματίτιδα, κνησμός, εξάνθημα, κνίδωση
Σπάνιες:
Αλωπεκία, φωτοευαισθησία
Πολύ σπάνιες:
Πολύμορφο ερύθημα, σύνδρομο Stevens-Johnson,
τοξική επιδερμική νεκρόλυση
Μη γνωστές
Yποξύς δερματικός ερυθηματώδης λύκος (βλέπε
παράγραφο 4.4)
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού
ιστού
Όχι συχνές:
Κάταγμα ισχίου, καρπού ή σπονδυλικής στήλης
Σπάνιες:
Αρθραλγία, μυαλγία
Πολύ σπάνιες: Μυϊκή αδυναμία
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Σπάνιες: Διάμεση νεφρίτιδα
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
Πολύ σπάνιες:
Γυναικομαστία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Όχι συχνές:
Αίσθημα κακουχίας, περιφερικό οίδημα
Σπάνιες:
Αυξημένη εφίδρωση
Μη αναστρέψιμη οπτική δυσλειτουργία έχει αναφερθεί σε μεμονωμένες
περιπτώσεις ασθενών σε κρίσιμη κατάσταση που έλαβαν ομεπραζόλη με
ενδοφλέβια ένεση, ειδικά σε υψηλές δόσεις, αλλά δεν έχει αποδειχθεί
αιτιολογική σχέση.
μ μ Αναφορά πιθανολογού ενων ανεπιθύ ητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες
του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε
πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος
αναφοράς απευθείας στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων , Μεσογείων 284,
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, τηλ +30 213 240380/337, Φαξ +30
2106549585, Ιστότοπος: http :// www . eof . gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες διαθέσιμες για τις επιπτώσεις από
την υπερδοσολογία με ομεπραζόλη στον άνθρωπο. Στη βιβλιογραφία,
έχουν περιγραφεί δόσεις μέχρι και 560 mg, και υπήρξαν περιστασιακές
αναφορές όπου εφάπαξ χορηγούμενες από του στόματος δόσεις έφτασαν
μέχρι και τα 2.400 mg ομεπραζόλης (120 φορές μεγαλύτερη από τη συνήθη
κλινικά συνιστώμενη δόση). Ναυτία, έμετος, ζάλη, κοιλιακό άλγος,
διάρροια και κεφαλαλγία έχουν αναφερθεί. Επίσης, απάθεια, κατάθλιψη
και σύγχυση έχουν περιγραφεί σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
Τα συμπτώματα που περιγράφηκαν σε σχέση με την υπερδοσολογία
ομεπραζόλης ήταν παροδικά, και δεν αναφέρθηκε δυσμενής έκβαση. Ο
ρυθμός απομάκρυνσης παρέμεινε αμετάβλητος (κινητική πρώτης τάξεως)
με αυξανόμενες δόσεις. Η θεραπεία, εφόσον χρειάζεται, είναι
συμπτωματική.
Ενδοφλέβιες δόσεις μέχρι και 270 mg σε μία μέρα και μέχρι 650 mg σε
περίοδο τριών ημερών έχουν δοθεί σε κλινικές μελέτες χωρίς την
εμφάνιση καμίας δοσοεξαρτώμενης ανεπιθύμητης ενέργειας.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Φάρμακα για διαταραχές της γαστρικής
έκκρισης, αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, κωδικός ATC: Α02BC01
Μηχανισμός δράσης
Η ομεπραζόλη, ένα ρακεμικό μίγμα δύο εναντιομερών, μειώνει τη
γαστρική έκκριση οξέος μέσω ενός μηχανισμού δράσης υψηλής
εκλεκτικότητας. Είναι ένας ειδικός αναστολέας της αντλίας πρωτονίων
του τοιχωματικού κυττάρου. Δρα ταχέως και προσφέρει έλεγχο μέσω της
αναστρέψιμης αναστολής της γαστρικής έκκρισης οξέος, με μία δόση
ημερησίως.
Η ομεπραζόλη είναι μία ασθενής βάση που συγκεντρώνεται και
μετατρέπεται στη δραστική μορφή μέσα στο ισχυρά όξινο περιβάλλον των
ενδοκυτταρικών σωληνίσκων του τοιχωματικού κυττάρου, όπου
αναστέλλει το ένζυμο H
+
K
+
-ATPάση, την αντλία πρωτονίων. Η επίδραση
αυτή στο τελικό στάδιο της διαδικασίας σχηματισμού του γαστρικού
οξέος είναι δοσοεξαρτώμενη και παρέχει αναστολή υψηλής απόδοσης τόσο
στην βασική έκκριση οξέος όσο και σε αυτήν μετά από διέγερση,
ανεξαρτήτως του παράγοντα διέγερσης.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Όλες οι φαρμακοδυναμικές επιδράσεις που παρατηρούνται μπορούν να
εξηγηθούν από τη δράση της ομεπραζόλης στην έκκριση οξέος.
Επίδραση στη γαστρική έκκριση οξέος
Η ενδοφλέβια ομεπραζόλη παράγει μία δοσοεξαρτώμενη αναστολή της
γαστρικής έκκρισης οξέος στον άνθρωπο. Για την άμεση επίτευξη
παρόμοιας μείωσης της ενδογαστρικής οξύτητας με αυτή της
επαναλαμβανόμενης χορήγησης 20 mg από του στόματος, συνιστάται μία
πρώτη δόση 40 mg ενδοφλεβίως. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την άμεση
μείωση της ενδογαστρικής οξύτητας και μία μέση μείωση σε διάστημα 24
ωρών περίπου κατά 90% τόσο με την ενδοφλέβια ένεση όσο και για την
ενδοφλέβια έγχυση.
Η αναστολή της έκκριση του οξέος σχετίζεται με το εμβαδό κάτω από την
καμπύλη της συγκέντρωσης στο πλάσμα ως προς το χρόνο (AUC) της
ομεπραζόλης και όχι με την πραγματική συγκέντρωση στο πλάσμα σε
δεδομένο χρόνο.
Δεν έχει παρατηρηθεί ταχυφυλαξία κατά τη διάρκεια θεραπείας με
ομεπραζόλη.
Επίδραση στο Helicobacter pylori
Το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού σχετίζεται με τα πεπτικά έλκη,
συμπεριλαμβανομένων του δωδεκαδακτυλικού και γαστρικού έλκους. Το
Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού είναι ο κύριος παράγοντας ανάπτυξης
γαστρίτιδας. Το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού μαζί με το γαστρικό οξύ
αποτελούν τους κύριους παράγοντες ανάπτυξης πεπτικού έλκους. Το
Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού είναι ο κύριος παράγοντας ανάπτυξης
ατροφικής γαστρίτιδας η οποία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο
ανάπτυξης γαστρικού καρκινώματος.
Η εκρίζωση του Ελικοβακτηριδίου του πυλωρού με ομεπραζόλη και
αντιβιοτικά σχετίζεται με υψηλά ποσοστά επούλωσης και μακροχρόνια
ύφεση των πεπτικών ελκών.
Άλλες επιδράσεις που σχετίζονται με την αναστολή έκκρισης του
γαστρικού οξέος
Κατά τη διάρκεια της μακράς διάρκειας θεραπείας έχει αναφερθεί
εμφάνιση γαστρικών αδενικών κυστών με κάποια αυξημένη συχνότητα. Οι
αλλαγές αυτές αποτελούν φυσιολογικό επακόλουθο της έντονης
αναστολής της έκκρισης οξέος, είναι καλοήθεις και φαίνεται να είναι
αναστρέψιμες.
Η με οποιοδήποτε τρόπο μείωση της γαστρικής οξύτητας,
συμπεριλαμβανομένης της χορήγησης αναστολέων της αντλίας
πρωτονίων, αυξάνει τον αριθμό των γαστρικών βακτηριδίων που
φυσιολογικά υπάρχουν στο γαστρεντερικό σωλήνα. Η θεραπεία με
φάρμακα που μειώνουν την έκκριση οξέος μπορεί να οδηγήσει σε ελαφρώς
αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης γαστρεντερικών λοιμώξεων π.χ. από
Salmonella
και
Campylobacter
.
Κατά τη θεραπεία με αντιεκκριτικά φαρμακευτικά προϊόντα, η μείωση της
έκκρισης οξέων προκαλεί αύξηση των επιπέδων γαστρίνης στον ορό.
Ομοίως, αυξάνονται τα επίπεδα CgA λόγω της μειωμένης γαστρικής
οξύτητας. Τα αυξημένα επίπεδα CgA ενδέχεται να επηρεάζουν τη
διερεύνηση νευροενδοκρινικών όγκων.
Από τα διαθέσιμα δημοσιευμένα στοιχεία προκύπτει ότι η χρήση
αναστολέων αντλίας πρωτονίων θα πρέπει να διακόπτεται 5 ημέρες έως
και 2 εβδομάδες πριν από τις μετρήσεις της CgA. Σκοπός της διακοπής
είναι να διευκολυνθεί η επάνοδος τυχόν ψευδώς αυξημένων τιμών της
CgA, λόγω της θεραπείας με PPI, εντός του εύρους των τιμών αναφοράς.
Αύξηση στον αριθμό των ECL-κυττάρων που πιθανά σχετίζεται με την
αύξηση των επιπέδων της γαστρίνης στον ορό έχει παρατηρηθεί σε
μερικούς ασθενείς (παιδιά και ενήλικες), κατά τη διάρκεια μακροχρόνιας
θεραπείας με ομεπραζόλη. Θεωρείται ότι τα ευρήματα δεν έχουν κλινική
σημασία.
5.2 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Κατανομή
Ο φαινομενικός όγκος κατανομής σε υγιή άτομα είναι περίπου 0,31/kg
βάρους σώματος. Η ομεπραζόλη βρίσκεται κατά 97% συνδεδεμένη σε
πρωτεΐνες του πλάσματος.
Βιομετασχηματισμός
Η ομεπραζόλη μεταβολίζεται πλήρως από το ενζυμικό σύστημα του
κυτοχρώματος P450 (CYP). Το κυριότερο τμήμα του μεταβολισμού της
εξαρτάται από την πολυμορφικά εκφραζόμενη ειδική ισομορφή CYP2C19,
που είναι υπεύθυνη για το σχηματισμό της υδροξυομεπραζόλης, τον κύριο
μεταβολίτη στο πλάσμα. Το εναπομείναν μέρος εξαρτάται από μία άλλη
ειδική ισομορφή, CYP3A4, υπεύθυνη για το σχηματισμό της σουλφονικής
ομεπραζόλης. Ως αποτέλεσμα της υψηλής συγγένειας της ομεπραζόλης με
το CYP2C19, υπάρχει η πιθανότητα συναγωνιστικής αναστολής και
μεταβολικής αλληλεπίδρασης με άλλα υποστρώματα του CYP2C19.
Ωστόσο, λόγω της μικρής συγγένειας με το CYP3A4, η ομεπραζόλη δεν έχει
τη δυνατότητα να αναστείλει το μεταβολισμό άλλων υποστρωμάτων του
CYP3A4. Επιπλέον, η ομεπραζόλη δεν διαθέτει ανασταλτική δράση επί των
κύριων CYP ενζύμων.
Περίπου το 3% του Καυκάσιου πληθυσμού και το 15-20% του Ασιατικού
πληθυσμού έχουν έλλειψη του λειτουργικού ενζύμου CYP2C19 και
ονομάζονται άτομα με πτωχούς μεταβολιστές. Σε αυτόν τον πληθυσμό ο
μεταβολισμός της ομεπραζόλης πιθανόν να πραγματοποιείται κυρίως από
το CYP3A4. Μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση 20 mg ομεπραζόλης
μία φορά ημερησίως, η μέση τιμή της AUC ήταν 5 με 10 φορές υψηλότερη
σε άτομα με πτωχό μεταβολισμό σε σχέση με τα άτομα που έχουν
λειτουργικό CYP2C19 ένζυμο (άτομα με εκτεταμένο μεταβολισμό). Η μέση
μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα ήταν επίσης υψηλότερη, κατά 3 έως 5
φορές. Τα ευρήματα αυτά δεν έχουν επιπτώσεις στην δοσολογία της
ομεπραζόλης.
Αποβολή
Η συνολική κάθαρση του πλάσματος είναι περίπου 30-40 l/ώρα μετά από
εφάπαξ δόση. Ο χρόνος ημιζωής της απομάκρυνσης της ομεπραζόλης από
το πλάσμα είναι συνήθως μικρότερος από μία ώρα τόσο μετά από εφάπαξ
όσο και μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση μία φορά την ημέρα. Η
ομεπραζόλη απομακρύνεται πλήρως από το πλάσμα στα μεσοδιαστήματα
μεταξύ των δόσεων χωρίς τάση συσσώρευσης κατά τη διάρκεια χορήγησης
μια φορά την ημέρα. Σχεδόν το 80% μίας δόσης ομεπραζόλης αποβάλλεται
υπό τη μορφή μεταβολιτών με τα ούρα και το υπόλοιπο ανευρίσκεται στο
κόπρανα, απεκκρινόμενο πρωτίστως με τη χολή.
Γραμμικότητα/μη γραμμικότητα
Το AUC της ομεπραζόλης αυξάνεται με την επαναλαμβανόμενη χορήγηση.
Αυτή η αύξηση είναι δοσοεξαρτώμενη και έχει ως αποτέλεσμα μία μη-
γραμμική σχέση δόσης-AUC μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Η
χρονο- και δοσο-εξάρτηση οφείλεται στη μείωση του μεταβολισμού πρώτης
διόδου και της συστηματικής κάθαρσης που πιθανόν προκαλείται από την
αναστολή του ενζύμου CYP2C19 από την ομεπραζόλη και/ή τους
μεταβολίτες της (π.χ. τη σουλφονική).
Δεν έχει βρεθεί μεταβολίτης που να έχει επίδραση στην έκκριση του
γαστρικού οξέος.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ηπατική δυσλειτουργία
Ο μεταβολισμός της ομεπραζόλης σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
είναι εξασθενημένος, έχοντας ως αποτέλεσμα αυξημένο AUC. Δεν έχει
αποδειχθεί να έχει η ομεπραζόλη οποιαδήποτε τάση για συσσώρευση όταν
χορηγείται μία φορά την ημέρα.
Νεφρική δυσλειτουργία
Η φαρμακοκινητική της ομεπραζόλης, συμπεριλαμβανομένης της
συστηματικής βιοδιαθεσιμότητας και του ποσοστού απομάκρυνσης, είναι
αμετάβλητες σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία.
Ηλικιωμένοι ασθενείς
Το ποσοστό μεταβολισμού της ομεπραζόλης είναι κάπως μειωμένο σε
ηλικιωμένα άτομα (ηλικίας 75-79 ετών).
5.3 μ Προκλινικά δεδο ένα για την ασφάλεια
Γαστρική ECL-κυτταρική υπερπλασία και καρκινοειδή, έχουν παρατηρηθεί
σε δια-βίου μελέτες σε αρουραίους στους οποίους χορηγήθηκε ομεπραζόλη.
Αυτές οι μεταβολές είναι αποτέλεσμα της παρατεταμένης
υπεργαστριναιμίας ως επακόλουθο της αναστολής έκκρισης του οξέος.
Παρόμοια ευρήματα έχουν υπάρξει μετά από θεραπεία με ανταγωνιστές
των Η
2
-υποδοχέων, αναστολείς της αντλίας πρωτονίων και μετά από
μερική εκτομή του θόλου του στομάχου. Έτσι, αυτές οι μεταβολές δεν
οφείλονται στην άμεση δράση συγκεκριμένης δραστικής ουσίας.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος των εκδόχων
Φιαλίδιο της δραστικής ουσίας :
1NΥδροξείδιο του Νατρίου
Φιαλίδιο διαλύτη:
Πολυαιθυλενογλυκόλη 400, Κιτρικό οξύ μονοϋδρικό, Υδροξείδιο του
Νατρίου 1N και/ή Υδροχλωρικό οξύ 1N, Ύδωρ για ενέσιμα
6.2 Ασυμβατότητες
Το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα πέρα από αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο
6.6.
6.3 Διάρκεια ζωής
24 μήνες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Το VERALOX φυλάσσεται σε θερμοκρασία όχι μεγαλύτερη από 25°C. Μετά
την ανασύσταση πρέπει να φυλάσσεται σε θερμοκρασία όχι μεγαλύτερη
από 25°C και να χρησιμοποιείται εντός 4 ωρών.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Το VERALOX περιέχεται σε υάλινα φιαλίδια τύπου Ι και σε κουτί από
χαρτόνι. Συνοδεύεται από διαλύτη σε υάλινες φύσιγγες των 10ml πρώτης
υδρολυτικής κλάσεως ή σε πλαστικές από πολυπροπυλένιο φύσιγγες των
10ml .
ΒT x 1 vial + 1 amp x 10ml solv.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Οδηγίες για την ανασύσταση του διαλύματος
Το Veralox ενέσιμο διάλυμα παραλαμβάνεται με διάλυση της λυόφιλης
ουσίας στον διαλύτη που την συνοδεύει. Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται
άλλος διαλύτης.
Η σταθερότητα της ομεπραζόλης επηρεάζεται από το pH του ενέσιμου
διαλύματος, γι’ αυτό το λόγο δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται άλλοι
διαλύτες ή άλλες ποσότητες. Εσφαλμένη παρασκευή του διαλύματος
μπορεί να αναγνωριστεί από τον κίτρινο έως καφέ χρωματισμό και δεν
πρέπει να χρησιμοποιηθεί.
Χρησιμοποιήστε μόνο διαυγή, άχρωμα ή απαλά κίτρινο-καφέ διαλύματα.
Παρασκευή του διαλύματος
Σημείωση: Η διαδικασία παρασκευής του διαλύματος πρέπει να γίνεται
όπως περιγράφεται παρακάτω, διαδοχικά, ακολουθώντας τις οδηγίες 1
έως 5 χωρίς ενδιάμεση διακοπή ή καθυστέρηση.
1. Με μια σύριγγα αναρροφούνται τα 10ml του διαλύτη.
2. Προστίθενται αργά 5ml, περίπου, από τον διαλύτη στο φιαλίδιο με
το VERALOX.
3. Με τη βοήθεια της σύριγγας απομακρύνεται όσο γίνεται
περισσότερος αέρας από το φιαλίδιο ώστε να μειωθεί η θετική πίεση
και να διευκολυνθεί η προσθήκη και του υπόλοιπου διαλύτη.
4. Προστίθεται η υπόλοιπη ποσότητα του διαλύτη στο φιαλίδιο, ώστε
τελικά να χρησιμοποιηθεί όλη η ποσότητα του διαλύτη (10ml).
5. Πριν από τη χρήση ανακινείται επανειλημμένα το φιαλίδιο, ώστε να
εξασφαλιστεί η πλήρης διάλυση του φαρμάκου.
Το ανασυσταθέν ενέσιμο διάλυμα διατηρείται σε θερμοκρασία κάτω των
25°C και πρέπει να χρησιμοποιείται μέσα σε 4 ώρες από την παρασκευή
του.
Το Veralox ενέσιμο διάλυμα πρέπει να δίνεται μόνο ως ενδοφλέβια ένεση
και δεν πρέπει να προστίθεται στο διάλυμα έγχυσης. Μετά την
ανασύσταση η ένεση πρέπει να δίνεται αργά για ένα διάστημα
τουλάχιστον 2,5 λεπτών με μέγιστο ρυθμό 4 ml ανά λεπτό.
μ μ μμ Κάθε αχρησι οποίητο φαρ ακευτικό προϊόν ή υπόλει α πρέπει να
μ μ .απορρίπτεται σύ φωνα ε τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Δικαιούχος:
DEMO μ μΑΒΕΕ Βιο ηχανία Φαρ άκων
21ο χλμ Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαμίας
145 68 Κρυονέρι, Αττικής, Ελλάδα
Τηλ: +30 210 8161802
Φαξ: +30 210 8161587
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
7555/05
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΔΕΙΑΣ
4-2-2005/6-2-2007
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ