4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την χρήση
Το UTEL
®
πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική βλάβη
(βλέπε 4.2).
Τα δισκία UTEL
®
περιέχουν λακτόζη. Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα
δυσανεξίας στη γαλακτόζη, έλλειψη λακτάσης Lapp ή κακή απορρόφηση γλυκόζης –
γαλακτόζης δεν πρέπει να πάρουν αυτό το φάρμακο.
Το σιρόπι UTEL
®
περιέχει 0,3g σακχαρόζης ανά 1ml. Αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη σε
ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη. Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα
δυσανεξίας σε γλυκόζη, κακή απορρόφηση γλυκόζης – γαλακτόζης ή ανεπάρκεια
σουκράσης – ισομαλτάσης δεν πρέπει να πάρουν αυτό το φάρμακο.
Η χορήγηση του UTEL
®
θα πρέπει να διακόπτεται τουλάχιστον 48 ώρες πριν από
δερματικές δοκιμασίες, αφού τα αντισταμινικά μπορεί να αναστείλουν ή να καταστείλουν
θετικές αντιδράσεις στους δείκτες δερματικής αντιδραστικότητας.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Όταν λαμβάνεται μαζί με αλκοόλ, το UTEL
®
δεν παρουσιάζει ενισχυμένη δράση, όπως
προκύπτει από μελέτες ψυχοκινητικής απόδοσης.
Λόγω του μεγάλου θεραπευτικού εύρους της λοραταδίνης, δεν αναμένονται κλινικά
σημαντικές αλληλεπιδράσεις και δεν παρατηρήθηκαν τέτοιες, στις πραγματοποιηθείσες
κλινικές δοκιμές (βλέπε 5.2).
4.6. Κύηση και γαλουχία
Η λοραταδίνη δεν παρουσίασε τερατογονικότητα σε μελέτες σε πειραματόζωα. Η ασφαλής
χρήση της λοραταδίνης κατά την κύηση δεν έχει αποδειχθεί. Επομένως, η χρήση του
UTEL
®
δεν συνιστάται κατά την κύηση.
Η λοραταδίνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα και επομένως η χρήση της λοραταδίνης δεν
συνιστάται κατά τη γαλουχία.
4.7. Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Σε κλινικές δοκιμές στις οποίες εκτιμήθηκε η ικανότητα οδήγησης, δεν παρατηρήθηκε
μείωση της ικανότητας οδήγησης στους ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν λοραταδίνη.
Ωστόσο, οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται ότι, πολύ σπάνια, παρουσιάζεται
υπνηλία σε ορισμένα άτομα, η οποία μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα οδήγησης και
χειρισμού μηχανημάτων.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Σε κλινικές δοκιμές σε παιδιατρικό πληθυσμό, παιδιά ηλικίας 2 ως 12 ετών, συνήθεις
ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες αναφέρθηκαν πλέον του placebo ήταν κεφαλαλγία
(2,7%), νευρικότητα (2,3%) και κόπωση (1%).
Σε κλινικές δοκιμές με ενήλικες και εφήβους, με ενδείξεις που περιελάμβαναν την
αλλεργική ρινίτιδα και τη χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση, στη συνιστώμενη δόση των 10 mg
ημερησίως, αναφέρθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες με τη λοραταδίνη σε 2% περισσότερους
ασθενείς σε σχέση με εκείνους που έλαβαν το placebo. Οι συχνότερες ανεπιθύμητες
ενέργειες πλέον του placebo ήταν υπνηλία (1,2%), κεφαλαλγία (0,6%), αυξημένη όρεξη
(0,5%) και αϋπνία (0,1%). Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες αναφέρθηκαν πολύ
σπάνια μετά την κυκλοφορία του προϊόντος παρουσιάζονται στον ακόλουθο πίνακα.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Αναφυλαξία
2