σταθερό έναντι των β-λακταμασών. Το Ceftibuten μπορεί να αναστείλει τον πολλαπλασιασμό
πολλών μικροοργανισμών που παράγουν β-λακταμάσες, οι οποίοι είναι ανθεκτικοί στις
πενικιλλίνες ή σε άλλες κεφαλοσπορίνες.
Το Ceftibuten εμφανίζει υψηλή σταθερότητα έναντι των πλασμιδιακής προέλευσης
πενικιλλινασών και κεφαλοσπορινασών. Εν τούτοις, δεν είναι σταθερό έναντι ορισμένων
κεφαλοσπορινασών χρωμοσωμιακής προελεύσεως, που παράγονται σε διάφορους
μικροοργανισμούς όπως οι Citrobacter, Enterobacter και ο Bacteroides. Όπως ισχύει και για
άλλους βήτα-λακταμικούς παράγοντες, το Ceftibuten δεν πρέπει να χρησιμοποιείται έναντι
στελεχών που είναι ανθεκτικά στις βήτα-λακτάμες μέσω μη ειδικών μηχανισμών αντοχής όπως
αντοχής λόγω ελαττωμένης κυτταρικής διαπερατότητας, αντοχής λόγω ανάπτυξης πενικιλλο-
δεσμευτικών πρωτεϊνών (PBP), όπως π.χ. έναντι του ανθεκτικού στην πενικιλλίνη S.
pneumoniae. To Ceftibuten συνδέεται εκλεκτικά με την PBP-3 της E. coli, με αποτέλεσμα τη
δημιουργία νηματωδών μορφών σε συγκεντρώσεις 1/4 έως 1/2 της ελάχιστης ανασταλτικής
συγκεντρώσεως (MIC) και τη λύση των μικροβίων σε συγκέντρωση δύο φορές υψηλότερη της
MIC. Η ελάχιστη μικροβιοκτόνος συγκέντρωση (ΜBC) για την ευαίσθητη και την ανθεκτική
στην αμπικιλλίνη E. coli είναι σχεδόν ίση με την MIC.
Το Ceftibuten έχει αποδειχθεί δραστικό in vitro, καθώς και σε κλινικές λοιμώξεις έναντι των
περισσοτέρων στελεχών των ακόλουθων μικροοργανισμών : Gram-θετικοί μικροοργανισμοί:
Streptococcus pyogenes, Streptococcus pneumoniae (εξαιρουμένων των ανθεκτικών στην
πενικιλλίνη στελεχών). - Gram-αρνητικοί μικροοργανισμοί: Haemophilus influenzae (β-
λακταμάση θετικά και αρνητικά στελέχη), Haemophilus parainfluenzae (β-λακταμάση θετικά
και αρνητικά στελέχη), Moraxella (Branhamella) catarrhalis (τα οποία είναι ως επί το πλείστον
β-λακταμάση θετικά), Escherichia coli, είδη Klebsiella (συμπεριλαμβανομένων των Κ.
pneumoniae και K. oxytoca), Proteus ινδόλη θετικός (συμπεριλαμβανομένου του P. vulgaris),
καθώς και άλλα είδη Proteae π.χ. Providencia, P. mirabilis, είδη Enterobacter
(συμπεριλαμβανομένων των E. cloacae και E. aerogenes), είδη Salmonella, είδη Shigella.
Το Ceftibuten έχει δείξει in vitro δραστικότητα έναντι των περισσοτέρων στελεχών των
παρακάτω μικροοργανισμών, η κλινική όμως αποτελεσματικότητα δεν έχει τεκμηριωθεί: Gram-
θετικοί μικροοργανισμοί: Στρεπτόκοκκοι ομάδας C και ομάδας G. Gram-αρνητικοί
μικροοργανισμοί: Brucella, Neiserria, Aeromonas hydrophilia, Yersinia enterocolitica,
Providencia rettgeri, Providencia rettgeri, Providencia stuartii, και στελέχη Citrobacter,
Morganella, και Serratia που δεν υπερπαράγουν χρωμοσωματικές κεφαλοσπορινάσες.
Το Ceftibuten δεν είναι δραστικό έναντι των σταφυλοκόκκων, των εντεροκόκκων, του
Acinetobacter, της Listeria, του Flavobacterium και των ειδών Pseudomonas. Επιπλέον,
παρουσιάζει μικρή δραστικότητα έναντι των περισσοτέρων αναεροβίων,
συμπεριλαμβανομένων των περισσοτέρων ειδών Bacteroides. To Ceftibuten-trans είναι
αδρανές μικροβιολογικά in vitro και in vivo έναντι αυτών των στελεχών.
Δοκιμασίες Ευαισθησίας: Τεχνική Διαχύσεως: Τα εργαστηριακά αποτελέσματα του ελέγχου,
που προκύπτουν με δίσκους που περιέχουν 30 mcg Ceftibuten, πρέπει να ερμηνεύονται
σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:
- Ζώνη διαμέτρου ≥ 21 mm = Ευαίσθητο στέλεχος (S)
- Ζώνη διαμέτρου 18 - 20 mm = Μετρίως ευαίσθητο στέλεχος (MS)
- Ζώνη διαμέτρου ≤ 17 mm = Ανθεκτικό στέλεχος(R)
Οι κλασικές τεχνικές απαιτούν τη χρήση στελεχών εργαστηριακού ελέγχου. Ο δίσκος των 30
mcg πρέπει να δίνει ζώνη διαμέτρου 29-35 mm για την E. coli ATCC 25922.
Ο δίσκος 30 mcg Ceftibuten πρέπει να χρησιμοποιείται για τον in vitro έλεγχο όλων των
απομονουμένων στελεχών. Ο κλασικός δίσκος κεφαλοθίνης για τον έλεγχο της ευαισθησίας
στις κεφαλοσπορίνες δεν είναι κατάλληλος λόγω των υφισταμένων διαφορών στο φάσμα με το
Ceftibuten.