
4.6 Κύηση και γαλουχία
Χρήση κατά την κύηση
Επειδή δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία και καλώς ελεγχόμενες μελέτες σε εγκύους, το φάρμακο
δεν πρέπει να χορηγείται κατά την κύηση, εκτός εάν τα δυνητικά οφέλη για τη μητέρα
αντισταθμίζουν τους πιθανούς κινδύνους για το έμβρυο. Δεν είναι γνωστό αν το μεφαιναμικό οξύ ή
οι μεταβολίτες του διαπερνούν τον πλακούντα. Εξαιτίας των συνεπειών των φαρμάκων αυτής της
κατηγορίας (αναστολείς της σύνθεσης προσταγλανδίνης) στο καρδειαγγειακό σύστημα του
εμβρύου (π.χ. πρώιμη σύγκλειση του αρτηριακού πόρου), η χρήση του μεφαιναμικού οξέος
αντενδείκνυται κατά την κύηση. Το μεφαιναμικό οξύ αναστέλλει τη σύνθεση προσταγλανδίνης, με
πιθανό αποτέλεσμα την παράταση της κύησης και την παρέμβαση στον τοκετό, όταν χορηγείται σε
προχωρημένο στάδιο της κύησης.
Χρήση κατά τη γαλουχία
Ελάχιστες ποσότητες μεφαιναμικού οξέος μπορεί να ανευρεθούν στο μητρικό γάλα και να
μεταβιβασθούν στο νεογνό. Επομένως το μεφαιναμικό οξύ δεν πρέπει να λαμβάνεται από
γυναίκες σε γαλουχία.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Επειδή μπορεί να προκαλέσει υπνηλία και ζάλη συνιστάται να αποφεύγεται η οδήγηση και η
χρήση επικίνδυνων μηχανημάτων τουλάχιστον έως ότου ο ασθενής βεβαιωθεί ότι οι ικανότητες του
δεν έχουν επηρεασθεί.
48 Ανεπιθύμητες ενέργειες :
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες του μεφαιναμικού οξέος εμφανίζονται στο γαστρεντερικό
σωλήνα. Η διάρροια είναι η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια και συνήθως είναι δοσοεξαρτώμενη.
Γενικώς υποχωρεί με την μείωση της δοσολογίας και παύει με την διακοπή της λήψεως.
Συχνές επίσης είναι η ναυτία με ή χωρίς έμετο και το κοιλιακό άλγος.
Λιγότερο συχνές γαστρεντερικές/ήπατος χοληφόρων ανεπιθύμητες ενέργειες συμπεριλαμβάνουν:
ανορεξία, αίσθημα καύσου, μετεωρισμός εντεροκολίτις, κολίτις, στεατόρροια, χολοστατικός
ίκτερος, ηπατίτις, παγκρεατίτις, ηπατονεφρικό σύνδρομο, διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας,
δυσκοιλιότητα, αιμορραγική γαστρίτις, πεπτικό έλκος με ή χωρίς γαστρορραγία.
Διαταραχές του Αιμοποιητικού και του Λεμφικού Συστήματος: Αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία (μετά
από μακρά λήψη, υποχωρεί με την διακοπή), πτώση του αιματοκρίτου, λευκοπενία, ηωσινοφιλία,
θρομβοπενική πορφύρα, ακοκκιοκυτταραιμία, πανκυττοπενία, απλαστική αναιμία και υποπλασία
μυελού των οστών.
Διαταραχές του Ανοσοποιητικού Συστήματος: Αναφυλαξία.
Διαταραχές του Μεταβολισμού και της Θρέψης: Δυσανεξία στη γλυκόζη σε διαβητικούς ασθενείς,
υπονατριαιμία.
Ψυχιατρικές Διαταραχές: Νευρικότητα.
Διαταραχές του Νευρικού Συστήματος: Υπνηλία, ζάλη, κεφαλαλγία, θάμβος οράσεως, σπασμοί και
αϋπνία.
Οφθαλμικές Διαταραχές: Ερεθισμός των οφθαλμών, αναστρέψιμη απώλεια της ικανότητας
διακρίσεως των χρωμάτων.
Διαταραχές του Ωτός και του Λαβυρίνθου: Ωταλγία.
Καρδιακές Διαταραχές: Αίσθημα παλμών, οίδημα, υπέρταση και καρδιακή ανεπάρκεια έχουν
αναφερθεί σε σχέση με τη θεραπεία με ΜΣΑΦ. Δεδομένα από κλινικές δοκιμές και επιδημιολογικές
μελέτες, υποδεικνύουν ότι η χρήση κάποιων ΜΣΑΦ (ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις και σε
μακροχρόνιες θεραπείες) μπορεί να συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση θρομβωτικών
αρτηριακών συμβάντων (π.χ. έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο – βλέπε παρ.4.4)
Αγγειακές Διαταραχές: Υπόταση.
Διαταραχές των Νεφρών και των Ουροφόρων οδών: Νεφρική ανεπάρκεια περιλαμβανομένης της
νέκρωσης των θηλών, αιματουρία, δυσουρία.
Διαταραχές του Αναπνευστικού Συστήματος, του Θώρακα και του Μεσοθωρακίου: Άσθμα,
δύσπνοια.
Διαταραχές του Δέρματος και του Υποδόριου Ιστού: Αγγειοοίδημα, οίδημα λάρυγγα, σύνδρομο
Stevens-Johnson, τοξική επιδερμική νεκρόλυση (σύνδρομο του Lyell), πολύμορφο ερύθημα,
εφίδρωση, κνησμός, κνίδωση, εξάνθημα, οίδημα προσώπου.
49 Υπερδοσολογία
Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο.
Μετά από τυχαία υπερδοσολογία, θα πρέπει αμέσως να προκληθεί έμετος ή να γίνει πλύση
στομάχου και να ακολουθήσει χορήγηση ενεργού άνθρακα. Οι ζωτικές λειτουργίες θα πρέπει να