Η λανσοπραζόλη, όπως όλοι οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (PPIs), μπορεί
να αυξήσει τους πληθυσμούς των μικροβίων που ανευρίσκονται φυσιολογικά
στον γαστρεντερικό σωλήνα. Αυτό μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο λοιμώξεων
του γαστρεντερικού που προκαλούνται από μικρόβια όπως Salmonella, Campylobacter
και Clostridium
difficile.
Σε ασθενείς με γαστρο-δωδεκαδακτυλικά έλκη, πρέπει να εξετάζεται η
πιθανότητα λοίμωξης από H
.
pylori ως αιτιολογικός παράγοντας.
Εάν η λανσοπραζόλη χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με αντιβιοτικά για τη
θεραπεία εκρίζωσης του
H
.
pylori, τότε πρέπει να ακολουθούνται οι οδηγίες
χρήσης αυτών των αντιβιοτικών.
Λόγω των περιορισμένων στοιχείων ασφάλειας σε ασθενείς σε θεραπεία
συντήρησης για διάστημα μεγαλύτερο του 1 έτους, πρέπει να πραγματοποιείται
τακτική επανεξέταση της θεραπείας και προσεκτική αξιολόγηση του
κινδύνου/οφέλους σε αυτούς τους ασθενείς.
Πολύ σπάνιες περιπτώσεις κολίτιδας έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που
λαμβάνουν λανσοπραζόλη. Επομένως, στην περίπτωση βαριάς και/ή επίμονης
διάρροιας, πρέπει να εξετάζεται η διακοπή της θεραπείας.
Η αγωγή για την πρόληψη του πεπτικού έλκους σε ασθενείς που απαιτούν
συνεχή αγωγή με ΜΣΑΦ πρέπει να περιορίζεται στους ασθενείς υψηλού κινδύνου
(π.χ. προηγούμενη αιμορραγία του γαστρεντερικού, διάτρηση ή έλκος,
προχωρημένη ηλικία, ταυτόχρονη χρήση φαρμάκων που είναι γνωστό ότι
αυξάνουν την πιθανότητα ανεπιθύμητων ενεργειών από το ανώτερο
γαστρεντερικό [π.χ. κορτικοστεροειδή ή αντιπηκτικά], την παρουσία ενός
σημαντικού παράγοντα συν-νοσηρότητας ή παρατεταμένη χρήση ΜΣΑΦ στις
μέγιστες συνιστώμενες δόσεις).
Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, ιδιαίτερα εάν χρησιμοποιούνται σε
υψηλές δόσεις και για μεγάλο διάστημα (>1 έτος), μπορεί να αυξήσουν μέτρια
τον κίνδυνο κατάγματος του ισχίου, του καρπού και της σπονδυλικής στήλης,
ειδικά σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας ή παρουσία άλλων αναγνωρισμένων
παραγόντων κινδύνου. Μελέτες παρατήρησης δείχνουν ότι οι αναστολείς
αντλίας πρωτονίων μπορεί να αυξήσουν το συνολικό κίνδυνο κατάγματος κατά
10-40%. Μέρος αυτής της αύξησης μπορεί να οφείλεται σε άλλους παράγοντες
κινδύνου. Ασθενείς με κίνδυνο οστεοπόρωσης πρέπει να λαμβάνουν φροντίδα
σύμφωνα με τις ισχύουσες κλινικές κατευθυντήριες γραμμές και επαρκή
πρόσληψη βιταμίνης D και ασβεστίου.
Υποξύς δερματικός ερυθηματώδης λύκος (ΥΔΕΛ)
Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων σχετίζονται με σπάνια περιστατικά
υποξέως δερματικού ερυθηματώδους λύκου. Εάν παρατηρηθούν βλάβες, ιδίως σε
περιοχές του δέρματος που εκτίθενται στον ήλιο, συνοδευόμενες από αρθραλγία,
ο ασθενής πρέπει να αναζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια και οι επαγγελματίες
του τομέα της υγείας πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο διακοπής της
χορήγησης λανσοπραζόλης. Η εμφάνιση υποξέως δερματικού ερυθηματώδους
λύκου μετά από τη χορήγηση αναστολέα της αντλίας πρωτονίων ενδέχεται να
αυξάνει τον κίνδυνο υποξέως δερματικού ερυθηματώδους λύκου με άλλους
αναστολείς της αντλίας πρωτονίων.
Αλληλεπίδραση με εργαστηριακές εξετάσεις
6