2.4. Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση:
2.4.1. Γενικά: Πριν από την έναρξη της θεραπείας πρέπει να ληφθεί προσεκτικά ιστορικό
προκειμένου να καθοριστεί εάν ο ασθενής είχε εμφανίσει αντιδράσεις υπερευαισθησίας
στις κεφαλοσπορίνες, τις πενικιλλίνες, ή σε άλλα φάρμακα κατά το παρελθόν. Το
συγκεκριμένο φάρμακο πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς ευαίσθητους στην
πενικιλλίνη.
Σε περίπτωση εκδήλωσης αλλεργικής αντίδρασης από τη χορήγηση, η λήψη του
φαρμάκου πρέπει να διακοπεί και μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση
κορτικοστεροειδών ή αντιισταμινικών. Σε σοβαρές περιπτώσεις οξείας
υπερευαισθησίας μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση αδρεναλίνης και η λήψη άλλων
μέτρων επείγουσας αντιμετώπισης.
Τα αντιβιοτικά συμπεριλαμβανομένου και της κεφουροξίμης αξετίλης, πρέπει να
χορηγούνται με προσοχή σε κάθε ασθενή ο οποίος έχει εμφανίσει κάποια μορφή
αλλεργίας, ιδίως σε φάρμακα.
Όπως και με άλλα αντιβιοτικά, η χρήση της κεφουροξίμης αξετίλης μπορεί να προκαλέσει
Candida. Η παρατεταμένη χρήση μπορεί επίσης να προκαλέσει ανάπτυξη μη-ευαίσθητων
σε αυτή μικροοργανισμών (π.χ. Enterococci και Clostridium Difficile), οπότε μπορεί να
χρειασθεί διακοπή της θεραπείας. Ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα έχει αναφερθεί με τη
χρήση αντιβιοτικών ευρέως φάσματος, επομένως πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ως
πιθανή σε περιπτώσεις ασθενών οι οποίοι εκδηλώνουν διάρροια με τη χρήση αντιβιοτικών.
Σε ασθενείς που παίρνουν κεφουροξίμη αξετίλη συνιστάται ο προσδιορισμός της γλυκόζης
στο αίμα να γίνεται με τις μεθόδους που χρησιμοποιείται η οξειδάση της γλυκόζης ή η
εξοκινάση. Η κεφουροξίμη αξετίλη δεν επηρεάζει τη δοκιμασία της κρεατινίνης με πικρικά
αλκάλια.
Μετά από χορήγηση στην νόσο του Lyme, έχει παρατηρηθεί η αντίδραση Jarish-
Herxheimer. Είναι αποτέλεσμα άμεσα συνδεόμενο με τη βακτηριοκτόνο δράση στον
οργανισμό που προκαλεί την νόσο Lyme, την σπειροχαίτη Borrelia burgdorferi. Οι
ασθενείς θα πρέπει να καθησυχάζονται ότι αυτό είναι σύνηθες και συνήθως αυτοιώμενο
επακόλουθο της θεραπείας της νόσου του Lyme με αντιβιοτικά.
2.4.2. Ηλικιωμένοι: Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ηλικιωμένους ασθενείς.
2.4.3. Κύηση: Σε πειραματικές μελέτες δεν εμφανίστηκαν εμβρυοπάθειες ή τερατογένεση
που να οφείλονται στη κεφουροξίμη αξετίλη αλλά όπως και με όλα τα φάρμακα θα πρέπει
να χορηγείται με προσοχή τους πρώτους μήνες της κυήσεως.
2.4.4. Γαλουχία: Η κεφουροξίμη απεκκρίνεται και από το μητρικό γάλα, γι΄ αυτό
χρειάζεται προσοχή όταν η κεφουροξίμη αξετίλη χορηγείται σε μητέρα που θηλάζει.
2.4.5. Παιδιά: Βλέπε δοσολογία και χορήγηση.
2.4.6. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων: Επειδή το
φάρμακο μπορεί να προκαλέσει ζάλη, πρέπει να είστε προσεκτικοί όταν οδηγείται η
χειρίζεστε μηχανές.
2.4.7. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις για τα περιεχόμενα έκδοχα: Δεν αναφέρονται
2.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες: Όπως και με άλλα αντιβιοτικά που
περιέχουν το δακτύλιο της β-λακτάμης, η νεφρική απέκκριση της κεφουροξίμης αξετίλης
αναστέλλεται από την προβενεσίδη. Φάρμακα που μειώνουν τη γαστρική οξύτητα μπορεί
να έχουν σαν αποτέλεσμα τη μείωση της βιοδιαθεσιμότητας σε σύγκριση με άτομα σε
κατάσταση νηστείας ενώ τείνει να μειωθεί η αυξημένη απορρόφηση του φαρμάκου που
παρατηρείται μετά το φαγητό.
Σύγχρονη χορήγηση κεφαλοσπορινών με τετρακυκλίνες ή χλωραμφενικόλη έχει
ανταγωνιστικό αποτέλεσμα.
Όταν χορηγείται σε μεγάλες δόσεις μαζί με νεφροτοξικά φάρμακα όπως οι
αμινογλυκοσίδες, αυξάνει ο κίνδυνος νεφροτοξικότητας.
2