2.4 Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση
2.4.1 Γενικά
Ενημερώστε το γιατρό σας εάν πάσχετε από ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια. Σε
ασθενείς με βαρεία ηπατική ανεπάρκεια το φάρμακο αυτό αντενδείκνυται (βλ.
λήμμα 2.3) και σε ασθενείς με βαρεία νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση
κρεατινίνης κάτω των 35m1/ λεπτό) συνιστάται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη
χρήση του φαρμάκου και ο γιατρός σας θα εκτιμήσει τη σχέση
οφέλους/κινδύνου.
Τα αντιβηχικά είναι φάρμακα για συμπτωματική θεραπεία και θα πρέπει να
χρησιμοποιούνται μόνο για όσο διάστημα αναμένεται η διάγνωση της αιτίας
που προκάλεσε το βήχα και / ή να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της
θεραπείας της υποκείμενης νόσου.
Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή όταν χορηγείται Levodropropizine σε
ηλικιωμένους ασθενείς. Συνεπώς να χρησιμοποιείται για χρονική περίοδο (7
ημέρες το ανώτερο).
2.4.2 Χρήση κατά την κύηση
Η χρήση του αντενδείκνυται σε γυναίκες που επιθυμούν να μείνουν έγκυες ή
ευρίσκονται ήδη σε κατάσταση εγκυμοσύνης, επειδή δεν έχει τεκμηριωθεί η
ασφάλεια σ'αυτές τις περιπτώσεις
2.4.3 Χρήση κατά το θηλασμό
Η χορήγηση του φαρμάκου αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του θηλασμού
2.4.4 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Επειδή το φάρμακο μπορεί έστω και σπανίως, να προκαλέσει υπνηλία,
θεωρείται σκόπιμο να προειδοποιούνται οι ασθενείς που οδηγούν ή χειρίζονται
μηχανήματα για αυτήν την πιθανότητα.
2.4.7 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις για τα περιεχόμενα έκδοχα:
Το προϊόν περιέχει ως έκδοχα Methylparaben E218 και Propylparaben E216, τα
οποία μπορούν να προκαλέσουν αλλεργικές αντιδράσεις (πιθανώς επιβραδυνομένου
τύπου).
2.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες
Φαρμακολογικές μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι η Levodropropizine δεν
ενισχύει την φαρμακολογική δράση ουσιών, οι οποίες δρουν στο Κ.Ν.Σ. (π.χ,
βενζοδιαζεπίνες, οινόπνευμα, φενυτοϊνη, ιμιπραμίνη).
Παρόλα αυτά είναι απαραίτητο να δοθεί προσοχή σε περίπτωση σύγχρονης
χορήγησης κατασταλτικών φαρμάκων σε ιδιαίτερα ευαίσθητους ασθενείς
Στα πειραματόζωα το φάρμακο δεν τροποποιεί τη δραστικότητα των από του
στόματος χορηγούμενων αντιπηκτικών, όπως η βαρφαρίνη, ούτε παρεμβαίνει
στην υπογλυκαιμική δράση της ινσουλίνης.
Σε κλινικές μελέτες δεν έχουν παρατηρηθεί αλληλεπιδράσεις με σύγχρονη
χορήγηση φαρμάκων για βρογχοπνευμονικές παθήσεις, όπως β
2
αγωνιστές,
3