καρβοπλατίνη.
Ηλεκτρολυτικές
Μειώσεις της στάθμης των ηλεκτρολυτών του ορού σημειώθηκαν για το νάτριο
στο 29%, το κάλιο στο 20%, το ασβέστιο στο 22% και το μαγνήσιο στο 29%
των ασθενών. Καμία πρόσθετη χορήγηση ηλεκτρολυτών δεν έγινε μαζί με την
καρβοπλατίνη. Η συνδυασμένη χημειοθεραπεία δεν αύξησε την συχνότητα
αυτών των ηλεκτρολυτικών μεταβολών. Αναφέρθηκαν αρκετές μορφές
πρώιμης υπονατριαιμίας. Ενώ η συμβολή της καρβοπλατίνης δεν είναι σαφής
αν ληφθούν υπόψη άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν (διούρηση,
αναπνευστική δυσχέρεια, κακοήθεια κ.α.) η δυνατότητα προκλήσεως
υπονατριαιμίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ιδιαίτερα σε ασθενείς με άλλους
επιβαρυντικούς παράγοντες, όπως η σύγχρονη θεραπεία με διουρητικά. Η
χορήγηση νατρίου ή ο περιορισμός του νερού ανέστρεψε γενικά την
υπονατριαιμία.
Ηπατικές
Οι μεταβολές της ηπατικής λειτουργίας συνίσταντο σε αύξηση της ολικής
χολερυθρίνης στο 5%, της SGOT στο 15% και της αλκαλικής φωσφατάσης
στο 24% των ασθενών με φυσιολογικές αρχικές τιμές. Οι μεταβολές αυτές
ήταν γενικά ήπιες και αναστρέψιμες στους μισούς περίπου ασθενείς.
Σε περιορισμένη σειρά ασθενών στους οποίους χορηγήθηκαν πολύ υψηλές
δόσεις καρβοπλατίνης και έγινε μεταμόσχευση αυτόλογου μοσχεύματος
μυελού των οστών, σημειώθηκε μεγάλη αύξηση των τιμών των δοκιμασιών
της ηπατικής λειτουργίας.
Αλλεργικές αντιδράσεις
Υπερευαισθησία στην καρβοπλατίνη αναφέρθηκε στο 2% των ασθενών.
Αναφυλακτικού τύπου αντιδράσεις συνέβησαν μέσα σε λίγα λεπτά από τη
χορήγηση. Οι αλλεργικές αυτές αντιδράσεις, ανάλογες στα γνωρίσματα και την
έκβαση με όσα έχουν αναφερθεί στην περίπτωση των άλλων ενώσεων που
περιέχουν πλατίνη (εξάνθημα, κνίδωση, ερύθημα, κνησμός, σπάνια
βρογχόσπασμος και υπόταση) αντιμετωπίσθηκαν θεραπευτικά με επιτυχία με
την συνήθη θεραπεία με αδρεναλίνη, κορτικοστεροειδή και αντιϊσταμινικά.
Άλλα σπάνια συμβάντα
Δευτερογενείς κακοήθειες έχουν σχετισθεί με συνδυασμένη θεραπεία με
πολλαπλά φάρμακα. Ωστόσο, η σχέση με την καρβοπλατίνη δεν είναι βέβαιη.
Παρενέργειες του αναπνευστικού, του κυκλοφορικού, των βλεννογόνων, του
ουροποιογεννητικού, του δέρματος και του μυοσκελετικού συστήματος
σημειώθηκαν στο 5% ή λιγότερο των ασθενών. Μολονότι σημειώθηκε θάνατος
λόγω κυκλοφορικών ανωμαλιών (καρδιακή ανεπάρκεια, εμβολή, εγκεφαλικό
επεισόδιο) σε λιγότερο από το 1% των ασθενών, είναι ασαφές το κατά πόσο
αυτός οφείλονταν στην χημειοθεραπεία ή στην γενική παθολογική κατάσταση
του ασθενούς. Αρτηριακή υπέρταση έχει αναφερθεί μετά τη κυκλοφορία του
φαρμάκου.
Μεταξύ των διαφόρων παρενεργειών συχνότερες υπήρξαν η αδυναμία (8%)
και η αλωπεκία (3%). Η συχνότητά τους εμφανίζονταν πολύ αυξημένη σε
ασθενείς που υποβάλλονταν σε θεραπεία με καρβοπλατίνη σε συνδυασμό με
άλλα φάρμακα.
Σπάνια αναφέρθηκε αιμολυτικό-ουραιμικό σύνδρομο. Αίσθημα κακουχίας,
αφυδάτωση, στοματίτιδα καθώς επίσης αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης,
που περιλαμβάνουν ερυθρότητα, οίδημα και πόνο έχουν αναφερθεί μετά την