Η μιλρινόνη ενισχύει την ινότροπη δράση των β-αδρενεργικών αγωνιστών. Τα
αποτελέσματα αγγειοχάλασης της μιλρινόνης μετριάζονται από την ουαβαΐνη.
Φαρμακοδυναμικές μελέτες σε ασθενείς με κοιλιακή δυσλειτουργία έδειξαν
ένα άμεσο αποτέλεσμα στη συσταλτικότητα, π.χ. ένα θετικό ινότροπο
αποτέλεσμα και ένα άμεσο αγγειοδιασταλτικό αποτέλεσμα. Αναστολή
διέγερσης του συμπαθητικού μπορεί επίσης να συμβάλλει ακόμα περισσότερο
στο αγγειοδιασταλτικό αποτέλεσμα στους υπό θεραπεία ασθενείς.
Η ινότροπη και αγγειοδιασταλτική δράση έχουν παρατηρηθεί στα επίπεδα
μιλρινόνης στο πλάσμα που κυμαίνονται μεταξύ 100 και 300 ng/mL.
Σε ασθενείς με μειωμένη λειτουργικότητα του μυοκαρδίου, η χορήγηση της
μιλρινόνης βελτίωσε τον όγκο παλμού, την πνευμονική τριχοειδή πίεση
εσφήνωσης, και τις συστηματικές αγγειακές αντιστάσεις με μόνο ελάχιστες
μεταβολές στον καρδιακό ρυθμό (αύξηση) και τη μέση συστηματική αρτηριακή
πίεση (μείωση). Οι δόσεις που μελετήθηκαν κυμαίνονται από 12,5 έως 125
μg/kg χορηγούμενες ανά 100 μg/sec. Αυτές οι αιμοδυναμικές βελτιώσεις
εμφανίζονται χωρίς σημαντικές αυξήσεις στην κατανάλωση οξυγόνου από το
μυοκάρδιο.
Η μιλρινόνη μειώνει την αντίσταση των πνευμονικών αγγείων.
Επιπροσθέτως με την αύξηση της συσταλτικότητας του μυοκαρδίου, η
μιλρινόνη βελτιώνει τη διαστολική λειτουργία όπως αποδεικνύεται από τις
βελτιώσεις στη διαστολική χάλαση της αριστερής κοιλίας.
Κλινικές μελέτες
Σε μια μελέτη εξαρτωμένη από το δοσολογικό σχήμα σε 189 ασθενείς με
καρδιακή ανεπάρκεια η γαλακτική μιλρινόνη αφού χορηγήθηκε σε δόση
φόρτισης ακολουθούμενη από δόση συντήρησης, επέφερε σημαντικές μέσες
αρχικές αυξήσεις στον καρδιακό δείκτη 25%, 38% και 42% σε δοσολογικά
σχήματα των 37,5 μg/kg (δόση φόρτισης) - 0,375 μg/kg/min (ρυθμός έγχυσης)
(n=26), 50 μg/kg (δόση φόρτισης) - 0,5 μg/kg/min (ρυθμός έγχυσης) (n=95) και 75
μg/kg (δόση φόρτισης) - 0,75 μg/kg/min (ρυθμός έγχυσης) (n=15), αντίστοιχα.
Η πνευμονική τριχοειδική πίεση ενσφήνωσης μειώνεται σημαντικά κατά 17%,
21% και 36%, αντίστοιχα, ενώ η συστηματική αγγειακή αντίσταση μειώνεται
σημαντικά κατά 17%, 21%, και 37%, αντίστοιχα. Η δόση συντήρησης των 0,25
μg/kg/min βρέθηκε ότι ήταν αναποτελεσματική (n=53). Η μεγάλη πλειοψηφία
των ασθενών παρουσίασε βελτίωση στις αιμοδυναμικές λειτουργίες εντός 5
έως 15 λεπτών από την έναρξη της θεραπείας.
Ο καρδιακός ρυθμός γενικά δεν μεταβλήθηκε (αυξήσεις 3, 3 και 10%,
αντίστοιχα). Η μέση αρτηριακή πίεση μειώθηκε έως και 5% στα δύο
χαμηλότερα δοσολογικά σχήματα, αλλά κατά 17% στην υψηλότερη δόση. Η
συνδυασμένη θεραπεία περιελάμβανε διουρητικά και παράγωγα δακτυλίτιδας
για τη συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών.
Ασθενείς που παρακολουθήθηκαν για 48 ώρες (και ένας μικρότερος αριθμός
που παρακολουθήθηκε για διάστημα μέχρι 72 ώρες) διατήρησαν τις βελτιώσεις
των αιμοδυναμικών λειτουργιών, χωρίς στοιχεία ελαττωμένης ανταπόκρισης
(ταχεία ανοσοποίηση). Η αιμοδυναμική βελτίωση συνοδευόταν από βελτίωση
της κλινικής συμπτωματολογίας. Τα αποτελέσματα δύο πρόσθετων κλινικών
μελετών σε 40 και 105 ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια συμφωνούν με αυτές
που περιγράφηκαν πιο πάνω.