Ενήλικες:
Βραχεία θεραπεία σοβαρής συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, όταν έχουν
αποτύχει η δακτυλίτιδα, τα διουρητικά και τα αγγειοδιασταλτικά.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
Το Corotrope μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παιδιά για:
- Βραχείας διάρκειας θεραπεία (έως 35 ώρες) της σοβαρής συμφορητικής
καρδιακής ανεπάρκειας που δεν ανταποκρίνεται στη συμβατική θεραπεία
συντήρησης
- Βραχείας διάρκειας θεραπεία (έως 35 ώρες) της οξείας καρδιακής
ανεπάρκειας, περιλαμβανομένων των καταστάσεων χαμηλής παροχής μετά
από καρδιοχειρουργική επέμβαση.
2.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη μιλρινόνη ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται
στην παράγραφο 1.2.
Σοβαρή υποογκαιμία.
2.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
2.4.1
Γενικά
Απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
Corotrope, περιλαμβανομένης της αρτηριακής πίεσης, της καρδιακής συχνότητας,
της κλινικής κατάστασης, του ηλεκτροκαρδιογραφήματος, της ισορροπίας των
υγρών, των ηλεκτρολυτών και της νεφρικής λειτουργίας (π.χ. κρεατινίνη ορού).
Το Corotrope δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με σοβαρή αποφρακτική
νόσο της αορτικής ή της πνευμονικής βαλβίδας ή σε υπερτροφική υποαορτική
στένωση, αντικαθιστώντας τη χειρουργική αντιμετώπιση της απόφραξης. Όπως
ισχύει και με άλλα φάρμακα που έχουν ινότροπες/ αγγειοδιασταλτικές
ιδιότητες, μπορεί να επιδεινώσει την απόφραξη του χώρου εξόδου σε τέτοιες
καταστάσεις.
H χρήση θετικών ινότροπων παραγόντων όπως το Corotrope, κατά την οξεία
φάση μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητη
αύξηση της κατανάλωσης οξυγόνου στο μυοκάρδιο (MVO
2
). Αυξημένη προσοχή
χρειάζεται σε ασθενείς κατά την οξεία φάση του εμφράγματος του μυοκαρδίου
παρά το γεγονός ότι το Corotrope δεν αυξάνει την κατανάλωση του οξυγόνου στο
μυοκάρδιο (MVO
2
) σε ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια.
Το Corotrope ενδέχεται να προκαλέσει υπόταση, ως επακόλουθο της
αγγειοδιασταλτικής του δράσης. Γι’ αυτό απαιτείται προσοχή σε ασθενείς που
είναι υποτασικοί πριν από τη θεραπεία. Στους ασθενείς που εκδηλώνουν
υπερβολική μείωση της αρτηριακής πίεσης μετά από τη χορήγηση του Corotrope,
η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται και κατόπιν να επαναλαμβάνεται με
μειωμένο ρυθμό έγχυσης, εάν αυτό κρίνεται αναγκαίο.
Υπερκοιλιακές και κοιλιακές αρρυθμίες έχουν παρατηρηθεί κατά τη θεραπεία
πληθυσμού υψηλού κινδύνου με Corotrope. Σε μερικούς ασθενείς, το Corotrope
φαίνεται να αυξάνει την έκτοπη κοιλιακή δραστηριότητα, περιλαμβανομένης
της μη εμμένουσας κοιλιακής ταχυκαρδίας. Η δυνατότητα εμφάνισης
αρρυθμίας, που παρουσιάζεται στην καρδιακή ανεπάρκεια αυτή καθεαυτή, θα
μπορούσε να αυξηθεί από πολλά φάρμακα ή από συνδυασμούς φαρμάκων.