Τα τοπικά κορτικοστεροειδή ασκούν αντιφλεγμονώδη δράση και έχουν
χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της φλεγμονής του πρόσθιου θαλάμου από τη
δεκαετία του 1950. Τα κορτικοστεροειδή είναι ουσίες που δρουν πολλαπλά στις
φλεγμονές και στις αλλεργίες. Χαρακτηριστικά της φλεγμονώδους διεργασίας
όπως είναι το οίδημα, η εναπόθεση ινώδους, η διαστολή των τριχοειδών αγγείων, η
μετακίνηση λευκοκυττάρων, ο πολλαπλασιασμός των τριχοειδών αγγείων, η
εναπόθεση κολλαγόνου, η ουλοποίηση και ο πολλαπλασιασμός των ινοβλαστών
καταστέλλονται. Τα τοπικά κορτικοστεροειδή είναι αποτελεσματικά σε οξείες
φλεγμονώδεις καταστάσεις του επιπεφυκότα, του σκληρού χιτώνα, του
κερατοειδούς, των βλεφάρων, της ίριδας και του πρόσθιου τμήματος του οφθαλμού
καθώς και σε οφθαλμικές αλλεργικές καταστάσεις.
Η δεξαμεθαζόνη είναι ένα από τα ισχυρότερα κορτικοστεροειδή. Είναι 6 φορές
δραστικότερη από την πρεδνιζολόνη και 25 φορές δραστικότερη από την κορτιζόνη
και την υδροκορτιζόνη. Ο ακριβής μηχανισμός της αντιφλεγμονώδους δράσης της
δεξαμεθαζόνης δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως. Αναστέλλει πολλές φλεγμονώδεις
κυτοκίνες και παρουσιάζει πολλαπλές γλυκοκορτικοειδείς επιδράσεις. Αναστέλλει
τη φλεγμονώδη απόκριση σε ερεθιστικούς παράγοντες μηχανικής, χημικής ή
ανοσολογικής φύσης, το οίδημα, τη νεοαγγείωση, τον πολλαπλασιασμό των
ινοβλαστών και λοιπά παραγωγικά φαινόμενα που συνοδεύουν τις τελικές φάσεις
της φλεγμονώδους διαδικασίας. Επίσης, αναστέλλει τη φαγοκυττάρωση και την
αντίδραση του λεμφικού ιστού. Τέλος, έχει πολύ καλή διαπερατότητα στον πρόσθιο
θάλαμο.
Τομπραμυκίνη
Η τομπραμυκίνη είναι γνωστό αντιβιοτικό που ανήκει στην κατηγορία των
αμινογλυκοσιδών. Είναι αποτελεσματική σε λοιμώξεις από ευρύ φάσμα Gram-
θετικών και Gram-αρνητικών μικροβίων, αλλά και σε σοβαρές λοιμώξεις από
Pseudomonas
spp., Proteus
spp., Klebsiella
spp., E
.
coli και Staphylococcus
spp.
Μηχανισμός αντίστασης
Η αντίσταση στην τομπραμυκίνη συμβαίνει μέσω δύο κύριων μηχανισμών: (α) της
παρεμβολής στη μεταφορά της τομπραμυκίνης μέσα στο κύτταρο, και (β) της
απενεργοποίησης της τομπραμυκίνης από διάφορα τροποποιητικά των
αμινογλυκοσιδών ένζυμα, όπως αδενυλάσες, φωσφορυλάσες και ακετυλάσες. Οι
γενετικές πληροφορίες για την παραγωγή ενζύμων απενεργοποίησης μπορούν να
βρίσκονται στο βακτηριακό χρωμόσωμα ή σε πλασμίδια. Μπορεί να εμφανιστεί
διασταυρούμενη αντίσταση μεταξύ των αμινογλυκοσιδών.
Όρια ευαισθησίας και αντίστασης
Τα όρια ευαισθησίας και αντίστασης, καθώς και το
in vitro
εύρος, όπως
αναφέρεται παρακάτω, βασίζονται στη συστηματική χρήση. Αυτά τα όρια
ευαισθησίας και αντίστασης μπορεί να μην ισχύουν για την τοπική οφθαλμική
χρήση του φαρμακευτικού προϊόντος, καθώς τοπικά προκύπτουν υψηλότερες
συγκεντρώσεις και οι τοπικές φυσικές/χημικές καταστάσεις μπορούν να
επηρεάσουν τη δραστικότητα του προϊόντος στο σημείο χορήγησης. Σύμφωνα με το
EUCAST, τα ακόλουθα όρια ευαισθησίας και αντίστασης ορίζονται για την
τομπραμυκίνη:
Enterobacteriaceae: S ≤ 2 mg/L, R > 4 mg/ L
Pseudomonas spp.: S ≤ 4 mg/L, R > 4 mg/L
Acinetobacter spp.: S ≤ 4 mg/L, R > 4 mg/L
Staphylococcus spp.: S ≤ 1 mg/L, R > 1 mg/L
Ανεξαρτήτου είδους S ≤ 2 mg/L, R > 4 mg/L
Αποτελεσματικότητα έναντι συγκεκριμένων παθογόνων
Οι πληροφορίες που αναφέρονται παρακάτω παρέχουν μόνο κατά προσέγγιση
οδηγίες για το κατά πόσο είναι πιθανό οι μικροοργανισμοί να είναι ευαίσθητοι
12