ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
TOBRADEX 0,1% w/v + 0,3% w/v, οφθαλμικές σταγόνες, εναιώρημα
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε mL εναιωρήματος περιέχει 1 mg δεξαμεθαζόνης (0,1% w/v) και 3 mg
τομπραμυκίνης (0,3% w/v).
Έκδοχ o με γνωστή δράση:
Κάθε mL εναιωρήματος περιέχει 0,1 mg χλωριούχου βεναζαλκώνιουλ.
παράγραφο 4.4).
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Οφθαλμικές σταγόνες, εναιώρημα (οφθαλμικές σταγόνες).
Λευκό έως υπόλευκο εναιώρημα.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το TOBRADEX ενδείκνυται σε φλεγμονώδεις καταστάσεις του οφθαλμού που
ανταποκρίνονται στα κορτικοστεροειδή και όπου υπάρχει μικροβιακή
επιμόλυνση ή κίνδυνος μικροβιακής επιμόλυνσης σε ενήλικες και παιδιά
ηλικίας 2 ετών ή μεγαλύτερα.
Τα οφθαλμικά κορτικοστεροειδή ενδείκνυνται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
αλλεργικές καταστάσεις επιπεφυκότα, κερατοειδούς και βλεφάρου,
ανεξαρτήτως αλλεργιογόνου αιτίου, για συμπτωματική αγωγή. Φλεγμονώδεις
καταστάσεις ραγοειδούς, σκληρού και επισκληρίου, όπως και κερατοειδούς.
Επίσης, χορηγούνται μετεγχειρητικά σε ενδοβολβικές κυρίως επεμβάσεις,
τραύματα του βολβού και κερατοπλαστικές. Μπορούν να χορηγηθούν με μεγάλη
προσοχή σε λοιμώξεις από αδενοϊούς και κοινά βακτήρια (επιπεφυκίτιδες) στις
πρώιμες έντονες φάσεις της φλεγμονής, αλλά κάτω από γενική
χημειοθεραπευτική κάλυψη.
2
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Έφηβοι και ενήλικες, συμπεριλαμβανομένων των ηλικιωμένων ατόμων
Η δόση είναι μία έως δύο σταγόνες στον επιπεφυκικό σάκο του πάσχοντος
οφθαλμού(ών).
Η συχνότητα χορήγησης μπορεί να καθοριστεί ως ακολούθως:
Σε σοβαρές παθήσεις μία ή δύο σταγόνες κάθε ώρα μέχρι τον πλήρη έλεγχο
της φλεγμονής (συνήθως 24 έως 48 ώρες). Η συχνότητα πρέπει να μειώνεται
βαθμιαία, σύμφωνα με τη βελτίωση της κλινικής εικόνας. Συνιστάται
προσοχή για να μην διακοπεί η θεραπεία πρόωρα.
Σε ήπιες παθήσεις, η ενστάλαξη γίνεται 6 φορές την ημέρα. Δεν πρέπει να
συνταγογραφούνται αρχικά περισσότερες από 4 φιάλες και δεν πρέπει να
επαναλαμβάνεται η συνταγογράφηση χωρίς περαιτέρω αξιολόγηση (βλ.
παράγραφο 4.4).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Το TOBRADEX μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παιδιά ηλικίας 2 ετών και άνω στην
ίδια δόση με τους ενήλικες. Τα υπάρχοντα διαθέσιμα δεδομένα περιγράφονται
στην παράγραφο 5.1.
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του TORBADEX σε παιδιά ηλικίας κάτω των
2 ετών δεν έχουν τεκμηριωθεί. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα.
Χρήση σε ασθενείςµε ηπατική και/ή νεφρική δυσλειτουργία
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες με το TOBRADEX σε ασθενείς με ηπατική
και/ή νεφρική δυσλειτουργία. Ωστόσο, λόγω της χαµηλής συστηµατικής
απορρόφησης της τοµπραµυκίνης και της δεξαμεθαζόνης µετά από την τοπική
χορήγηση αυτού του προϊόντος, δεν απαιτείται ρύθµιση της δοσολογίας.
Τρόπος χορήγησης
Για οφθαλμική χρήση μόνο. Δεν χρησιμοποιείται για ένεση στον οφθαλμό.
Οι ασθενείς θα πρέπει να καθοδηγούνται, ώστε να ανακινούν καλά τη φιάλη
πριν από τη χρήση.
Μετά την αφαίρεση του πώματος, και εφόσον το περιλαίμιο ασφάλειας είναι
χαλαρό, θα πρέπει να αφαιρείται προτού χρησιμοποιηθεί το φάρμακο.
Για να προληφθεί η επιμόλυνση του σταγονομετρικού ρύγχους και του
εναιωρήματος πρέπει να δίνεται προσοχή, ώστε να μην αγγίζονται τα βλέφαρα,
οι γύρω περιοχές ή άλλες επιφάνειες με το σταγονομετρικό ρύγχος της φιάλης.
3
Συνιστάται απαλό κλείσιμο των βλεφάρων και ρινοδακρυική απόφραξη μετά
από τη χορήγηση. Αυτό μπορεί να μειώσει τη συστηματική απορρόφηση των
φαρμακευτικών προϊόντων που χορηγούνται μέσω της οφθαλμικής οδού και να
οδηγήσει σε μείωση των συστηματικών ανεπιθύμητων ενεργειών.
Σε περίπτωση ταυτόχρονης θεραπείας µε άλλα τοπικά οφθαλµικά φαρµακευτικά
προϊόντα, θα πρέπει να μεσολαβεί χρονικό διάστηµα τουλάχιστον πέντε λεπτών
µμεταξύ των διαδοχικών χορηγήσεων. Οι οφθαλμικές αλοιφές θα πρέπει να
χορηγούνται τελευταίες.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στις δραστικές ουσίες ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Κερατίτιδα από ιό του απλού έρπητα.
Ευλογιά, ανεμοβλογιά και άλλη ιογενής λοίμωξη του κερατοειδούς ή του
επιπεφυκότα.
Tράχωμα, πυώδεις φλεγμονές χωρίς χημειοθεραπευτική κάλυψη, έλκος και
απόστημα κερατοειδούς.
Μυκητιασικές παθήσεις των οφθαλμικών δομών ή μη θεραπευμένες
παρασιτικές λοιμώξεις των οφθαλμών.
Μυκοβακτηριακές οφθαλμικές λοιμώξεις
Μετά από απομάκρυνση ξένου σώματος από τον κερατοειδή χωρίς
επιπλοκές.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Αντενδείκνυται η μακροχρόνια χορήγηση σε παιδιά, γιατί τα κορτικοειδή
απορροφούμενα επιδρούν στον άξονα επινεφριδίων-υπόφυσης και σπάνια μπορούν
να παρατηρηθούν σημεία συνδρόμου Cushing.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
- Η αρχική συνταγογράφηση του σκευάσματος και η ανανέωσή της θα πρέπει
να γίνεται από ιατρό μόνο μετά την εξέταση του ασθενούς με τη βοήθεια
σχισμοειδούς λυχνίας ή, όπου χρειάζεται, χρωστικής φλουορεσκεΐνης.
- Χρήση στεροειδών στη θεραπεία του απλού έρπητα απαιτεί μεγάλη προσοχή.
- Μπορεί να προκληθεί ευαισθησία σε μερικούς ασθενείς, όταν χορηγούνται
τοπικά αμινογλυκοσίδες. Η σοβαρότητα των αντιδράσεων
υπερευαισθησίας μπορεί να ποικίλλει από τοπικές επιδράσεις έως
γενικευμένες αντιδράσεις, όπως ερύθημα, κνησμός, κνίδωση, εξάνθημα,
4
αναφυλαξία, αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις ή πομφολυγώδεις
αντιδράσεις (βλ. παράγραφο 4.8). Αν παρατηρηθεί αντίδραση
υπερευαισθησίας, η χρήση θα πρέπει να διακοπεί.
- Διασταυρούμενη ευαισθησία σε άλλες αμινογλυκοσίδες μπορεί να συμβεί και
θα πρέπει να εξετάζεται η πιθανότητα ότι οι ασθενείς που είναι ευαίσθητοι
στην τοπική τομπραμυκίνη μπορεί να είναι ευαίσθητοι και σε άλλες τοπικά
και/ή συστηματικά χορηγούμενες αμινογλυκοσίδες.
- Σοβαρές ανεπιθύμητες αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένης νευροτοξικότητας,
ωτοτοξικότητας και νεφροτοξικότητας έχουν παρατηρηθεί σε ασθενείς που
λαμβάνουν συστηματική θεραπεία με αμινογλυκοσίδη. Συνιστάται προσοχή,
όταν χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με άλλα φάρμακα.
- Σε οξείες πυώδεις παθήσεις του οφθαλμού τα στεροειδή μπορεί να καλύψουν
τη λοίμωξη ή να αυξήσουν την ήδη υπάρχουσα.
- Η παρατεταμένη χρήση τοπικών οφθαλμικών κορτικοστεροειδών μπορεί να
οδηγήσει σε αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης και/ή σε γλαύκωμα, με βλάβη
στο οπτικό νεύρο, μειωμένη οπτική οξύτητα και ελλείμματα στο οπτικό πεδίο,
και σχηματισμό οπίσθιου υποκαψικού καταρράκτη. Σε ασθενείς που
λαμβάνουν παρατεταμένη οφθαλμική θεραπεία με κορτικοστεροειδή για
περισσότερο από 10 ημέρες, η ενδοφθάλμια πίεση πρέπει να ελέγχεται σε
τακτά χρονικά διαστήματα και συχνά. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε
παιδιατρικούς ασθενείς, καθώς ο κίνδυνος αύξησης της ενδοφθάλμιας πίεσης
προκαλούμενης από στεροειδή μπορεί να είναι μεγαλύτερος σε παιδιά και
μπορεί να συμβεί νωρίτερα από ό,τι μια απόκριση στα στεροειδή σε ενήλικες.
Η συχνότητα και η διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να μελετηθεί
προσεκτικά και η ενδοφθάλμια πίεση θα πρέπει να παρακολουθείται από την
αρχή της θεραπείας, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο στους παιδιατρικούς
ασθενείς για πιο πρώιμες και μεγαλύτερες αυξήσεις της ενδοφθάλμιας πίεσης
προκαλούμενες από στεροειδή.
- Ο κίνδυνος αυξημένης ενδοφθάλμιας πίεσης και/ή σχηματισμού καταρράκτη
λόγω κορτικοστεροειδών είναι αυξημένος σε προδιατεθειμένους ασθενείς
(π.χ. διαβήτης). Το σύνδρομο Cushing και/ή η καταστολή των επινεφριδίων που
σχετίζεται με τη συστηματική απορρόφηση της οφθαλμικής δεξαμεθαζόνης
μπορεί να συμβεί μετά από εντατική ή μακροχρόνια συνεχή θεραπεία σε
ασθενείς με προδιάθεση, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των
ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία με ριτοναβίρη (βλ. παράγραφο 4.5). Σε
αυτές τις περιπτώσεις η θεραπεία δεν θα πρέπει να διακόπτεται απότομα,
αλλά να μειώνεται σταδιακά.
5
- Τα κορτικοστεροειδή μπορεί να μειώσουν την αντίσταση και να συμβάλουν
στη δημιουργία βακτηριακών, ιογενών, μυκητιασικών ή παρασιτικών
λοιμώξεων και να καλύψουν τα κλινικά σημεία μιας λοίμωξης.
- Η μυκητιασική λοίμωξη θα πρέπει να εξετάζεται σε ασθενείς με επίμονα έλκη
του κερατοειδούς. Εάν συμβεί μυκητιασική λοίμωξη, η θεραπεία με
κορτικοστεροειδή θα πρέπει να διακόπτεται. Η πιθανότητα μυκητιασικής
λοίμωξης του κερατοειδούς θα πρέπει να εξετάζεται σοβαρά μετά από
παρατεταμένη χορήγηση στεροειδών.
- Όπως και με άλλα σκευάσματα αντιβιοτικών, συμπεριλαμβανομένης και της
τομπραμυκίνης, παρατεταμένη χρήση μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη μη
ευαίσθητων μικροοργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των μυκήτων. Αν
συμβεί επιμόλυνση, θα πρέπει να αρχίσει η κατάλληλη θεραπεία.
- Τα τοπικά οφθαλμικά κορτικοστεροειδή μπορεί να επιβραδύνουν την
επούλωση πληγών του κερατοειδούς. Τα τοπικά μη στεροειδή
αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) είναι επίσης γνωστό ότι επιβραδύνουν ή
καθυστερούν την επούλωση. Η ταυτόχρονη χρήση τοπικών ΜΣΑΦ και
τοπικών στεροειδών μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα προβλημάτων
επούλωσης (βλ. παράγραφο 4.5).
- Στις παθήσεις που προκαλούν λέπτυνση του κερατοειδούς και του σκληρού
έχουν παρατηρηθεί διατρήσεις μετά από χρήση τοπικών κορτικοστεροειδών.
- Η διακοπή του φαρμάκου μετά από μακρά χρήση πρέπει να γίνεται
προοδευτικά, όπως και στην περίπτωση της συστηματικής χορήγησης
κορτικοστεροειδούς.
- Η χρήση φακών επαφής δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια της θεραπείας μιας
οφθαλμικής φλεγμονής ή λοίμωξης. Το TOBRADEX περιέχει χλωριούχο
βενζαλκώνιο ως συντηρητικό, το οποίο μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό στους
οφθαλμούς και είναι γνωστό ότι αποχρωματίζει τους μαλακούς φακούς
επαφής. Η επαφή με μαλακούς φακούς επαφής θα πρέπει να αποφεύγεται.
Στην περίπτωση που επιτρέπεται στους ασθενείς να φορούν φακούς επαφής,
πρέπει να τους συμβουλεύετε να βγάζουν τους φακούς επαφής πριν από την
εφαρμογή του TOBRADEX και να περιμένουν τουλάχιστον 15 λεπτά πριν τους
ξαναφορέσουν.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
6
Η ταυτόχρονη χρήση τοπικών στεροειδών και τοπικών ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσει
την πιθανότητα προβλημάτων επούλωσης του κερατοειδούς.
Αλληλεπιδράσεις του TOBRADEX με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα αφορούν κυρίως
στη συστηματική χορήγηση. Τα κορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τη δραστικότητα
των βαρβιτουρικών και των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών και να ελαττώσουν
τη δραστικότητα των αντι-χολινεστερασικών, σαλικυλικών και αντιπηκτικών. Τα
σαλικυλικά μπορούν να αυξήσουν τη δράση των κορτικοστεροειδών, ενώ τα
αντιισταμινικά, τα βαρβιτουρικά, η φαινυλοβουταζόνη και η ριφαμπικίνη μπορούν
να αυξήσουν τον μεταβολισμό τους και, κατά συνέπεια, να μειώσουν τα
αποτελέσματά τους. Πάντως, σκευάσματα που περιέχουν τομπραμυκίνη θα πρέπει
να αποφεύγεται να χορηγούνται ταυτόχρονα με τετρακυκλίνες.
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες αλληλεπιδράσεων.
Σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με ριτοναβίρη, οι συγκεντρώσεις της
δεξαμεθαζόνης στο πλάσμα μπορεί να αυξηθούν (βλ. παράγραφο 4.4).
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν είναι διαθέσιμα ή είναι περιορισμένα τα κλινικά δεδομένα από την τοπική
οφθαλμική χρήση της τομπραμυκίνης και της δεξαμεθαζόνης σε έγκυες
γυναίκες. Η τομπραμυκίνη και η δεξαμεθαζόνη περνούν από τον πλακούντα στο
έμβρυο μετά από συστηματική χορήγηση σε έγκυες γυναίκες. Η τομπραμυκίνη
δεν αναμένεται να προκαλέσει ωτοτοξικότητα λόγω έκθεσης
in
utero. Η
παρατεταμένη ή επαναλαμβανόμενη συστηματική χορήγηση κορτικοειδών κατά
τη διάρκεια της κύησης έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο ενδομήτριας
επιβράδυνσης της ανάπτυξης. Τα βρέφη που γεννιούνται από μητέρες που έχουν
λάβει σημαντικές δόσεις κορτικοστεροειδών κατά τη διάρκεια της κύησης θα
πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά για σημεία υποαδρεναλινισμού.
Μελέτες σε πειραματόζωα μετά από συστηματική χορήγηση τομπραμυκίνης και
δεξαμεθαζόνης κατέδειξαν αναπαραγωγική τοξικότητα. Αυτές οι επιδράσεις
παρατηρήθηκαν σε επίπεδα έκθεσης που θεωρούνταν αρκετά υψηλότερα από τη
μέγιστη οφθαλμική δόση στον άνθρωπο που μεταφέρεται από την τοπική χρήση
του προϊόντος. Η τομπραμυκίνη δεν έχει αποδειχθεί ότι επάγει τερατογένεση σε
αρουραίους ή κουνέλια. Η οφθαλμική χορήγηση 0,1% w/v δεξαμεθαζόνης
οδήγησε σε εμβρυικές ανωμαλίες σε κουνέλια (βλ. παράγραφο 5.3).
7
Το TOBRADEX δε συνιστάται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς και σε
γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας χωρίς αντισύλληψη.
Θηλασμός
Η τομπραμυκίνη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα μετά από συστηματική
χορήγηση. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με την απέκκριση της
δεξαμεθαζόνης στο ανθρώπινο γάλα. Δεν είναι γνωστό εάν η τοπική οφθαλμική
τομπραμυκίνη ή δεξαμεθαζόνη απεκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα μετά από
τοπική οφθαλμική χορήγηση. Δεν είναι πιθανό η ποσότητα της τομπραμυκίνης και
της δεξαμεθαζόνης να είναι ανιχνεύσιμη στο ανθρώπινο γάλα ή ικανή να
προκαλέσει κλινικές επιδράσεις στο βρέφος μετά από τοπική οφθαλμική χορήγηση.
Δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος στα θηλάζοντα νεογνά ή βρέφη.
Πρέπει να αποφασιστεί εάν θα διακοπεί ο θηλασμός ή εάν θα διακοπεί/αποφευχθεί
η θεραπεία με TOBRADEX, λαμβάνοντας υπόψη το όφελος του θηλασμού για το
παιδί και το όφελος της θεραπείας για τη γυναίκα.
Γονιμότητα
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες για να αξιολογήσουν την επίδραση από
τοπική οφθαλμική χορήγηση της τομπραμυκίνης στη γονιμότητα ανθρώπων ή
ζώων. Υπάρχουν περιορισμένα κλινικά δεδομένα για την αξιολόγηση της
επίδρασης της δεξαμεθαζόνης στην ανδρική ή γυναικεία γονιμότητα. Η
δεξαμεθαζόνη δεν παρουσίασε ανεπιθύμητες ενέργειες στη γονιμότητα σε ένα
μοντέλο αρουραίου προετοιμασμένου με χοριακή γοναδοτροπίνη.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Παροδικά θαμπή όραση ή άλλες διαταραχές της όρασης μπορεί να επηρεάσουν την
ικανότητα οδήγησης ή χειρισμού μηχανημάτων. Αν παρουσιαστεί θαμπή όραση
μετά από την ενστάλαξη, ο ασθενής πρέπει να περιμένει μέχρις ότου καθαρίσει η
όρασή του πριν οδηγήσει ή χειριστεί μηχανήματα.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφάλειας
Σε κλινικές δοκιμές, οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν ο πόνος του
οφθαλμού, ενδοφθάλμια πίεση αυξημένη, ερεθισμός του οφθαλμού, και κνησμός
του οφθαλμού που εμφανίζονται σε λιγότερο από 1% των ασθενών.
8
Περίληψη των ανεπιθύμητων ενεργειών σε μορφή πίνακα
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατίθενται στον παρακάτω πίνακα
έχουν παρατηρηθεί σε κλινικές μελέτες ή από την εμπειρία μετά από την
κυκλοφορία του TOBRADEX στην αγορά, και ταξινομούνται σύμφωνα με τον
εξής κανόνα: πολύ συχνές (≥ 1/10), συχνές (≥ 1/100 έως <1/10), όχι συχνές ( ≥
1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (≥ 1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες
(<1/10.000) ή μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα). Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες
ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
Κατηγορία Οργανικού
Συστήματος
Συχνότητ
α
Ανεπιθύμητες ενέργειες
μ Οφθαλ ικές διαταραχές Όχι συχνές
αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση, πόνος
του οφθαλμού, κνησμός του
οφθαλμού, δυσφορία του οφθαλμού,
ερεθισμός του οφθαλμού
Σπάνιες
κερατίτιδα, αλλεργία οφθαλμού,
όραση θαμπή, ξηροφθαλμία, υπεραιμία
του οφθαλμού
Μη
γνωστές
λέπτυνση του σκληρού, οίδημα
βλεφάρου, βλεφαρόπτωση, ερύθημα
βλεφάρου, μυδρίαση, δακρύρροια
αυξημένη
Δ ιαταραχές του
μγαστρεντερικού συστή ατος
Σπάνιες
δυσγευσία
Μη
γνωστές
, ναυτία κοιλιακή δυσφορία
Δ ιαταραχές του
μανοσοποιητικού συστή ατος
Μη
γνωστές
αναφυλακτική αντίδραση,
υπερευαισθησία
Δ ιαταραχές του νευρικού
μσυστή ατος
Μη
γνωστές
, ζάλη κεφαλαλγία
Διαταραχές του δέρματος και
του υποδόριου ιστού
Μη
γνωστές
πολύμορφο ερύθημα, εξάνθημα,
διόγκωση προσώπου, κνησμός
Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών
9
Η παρατεταμένη χρήση τοπικών οφθαλμικών κορτικοστεροειδών μπορεί να
οδηγήσει σε αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση με βλάβη στο οπτικό νεύρο, μειωμένη
οπτική οξύτητα και ελλείμματα στο οπτικό πεδίο, σχηματισμό οπίσθιου
υποκαψικού καταρράκτη και καθυστέρηση στην επούλωση πληγών (βλ.
παράγραφο 4.4).
Λόγω του κορτικοστεροειδούς που περιέχεται, σε ασθένειες που προκαλούν
λέπτυνση του κερατοειδούς ή του σκληρού υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος
διάτρησης, ειδικά μετά από θεραπεία μακράς διάρκειας (βλ. παράγραφο 4.4).
Ανάπτυξη δευτερογενών λοιμώξεων έχει συμβεί μετά από χρήση συνδυασμών
που περιείχαν κορτικοστεροειδή και αντιμικροβιακά. Οι μυκητιασικές
λοιμώξεις του κερατοειδούς έχουν ιδιαίτερα την τάση να αναπτύσσονται επί
παρατεταμένης χορήγησης στεροειδών (βλ. ενότητα 4.4).
Σοβαρές ανεπιθύμητες αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένης της
νευροτοξικότητας, ωτοτοξικότητας και νεφροτοξικότητας, έχουν παρατηρηθεί
σε ασθενείς που λαμβάνουν συστηματική θεραπεία με τομπραμυκίνη (βλ.
παράγραφο 4.4).
Ευαισθησία σε τοπικώς χορηγούμενες αμινογλυκοσίδες μπορεί να συμβεί σε
μερικούς ασθενείς (βλ. παράγραφο 4.4).
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού
συστήματος αναφοράς:
Ελλάδα
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
10
Κύπρος
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Υπουργείο Υγείας
CY-1475 Λευκωσία
Φαξ: + 357 22608649
Ιστότοπος: www.moh.gov.cy/phs
4.9 Υπερδοσολογία
Λόγω των χαρακτηριστικών αυτού του ιδιοσκευάσματος, καμία τοξική επίδραση
δεν αναμένεται με μια οφθαλμική υπερδοσολογία αυτού του προϊόντος ή σε
περίπτωση τυχαίας κατάποσης του περιεχομένου μιας φιάλης. Η κλινική εικόνα
των συμπτωμάτων μετά από λήψη υπερβολικής δόσης TOBRADEX, όπως στικτή
κερατίτιδα, ερύθημα, αυξημένη δακρύρροια, οίδημα και κνησμός βλεφάρων, μπορεί
να είναι παρόμοια με τις ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρούνται σε μερικούς
ασθενείς.
Μια οφθαλμική υπερδοσολογία του TOBRADEX μπορεί να εκπλυθεί από
τον(τους) οφθαλμό(ούς) με χλιαρό νερό.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιφλεγμονώδη και αντιλοιμώδη σε
συνδυασμό, κορτικοστεροειδή και αντιλοιμώδη σε συνδυασμό.
Κωδικός ATC: S01CA01
Μηχανισμός δράσης
Το TOBRADEX περιέχει δύο δραστικές ουσίες: δεξαμεθαζόνη και τομπραμυκίνη.
Η δεξαμεθαζόνη είναι ένα ισχυρό κορτικοειδές. Τα κορτικοειδή αναστέλλουν τη
φλεγμονώδη απόκριση σε διάφορους παράγοντες και μπορούν να καθυστερήσουν ή
να επιβραδύνουν την επούλωση. Καθώς τα κορτικοειδή μπορούν να αναστείλουν
τον μηχανισμό άμυνας του οργανισμού κατά της λοίμωξης, μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ταυτόχρονα ένα αντιμικροβιακό φάρμακο όταν αυτή η αναστολή
θεωρείται κλινικά σημαντική. Η τομπραμυκίνη είναι ένα αντιβακτηριακό φάρμακο
που δρα αναστέλλοντας την πρωτεϊνική σύνθεση.
Δεξαμεθαζόνη
11
Τα τοπικά κορτικοστεροειδή ασκούν αντιφλεγμονώδη δράση και έχουν
χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της φλεγμονής του πρόσθιου θαλάμου από τη
δεκαετία του 1950. Τα κορτικοστεροειδή είναι ουσίες που δρουν πολλαπλά στις
φλεγμονές και στις αλλεργίες. Χαρακτηριστικά της φλεγμονώδους διεργασίας
όπως είναι το οίδημα, η εναπόθεση ινώδους, η διαστολή των τριχοειδών αγγείων, η
μετακίνηση λευκοκυττάρων, ο πολλαπλασιασμός των τριχοειδών αγγείων, η
εναπόθεση κολλαγόνου, η ουλοποίηση και ο πολλαπλασιασμός των ινοβλαστών
καταστέλλονται. Τα τοπικά κορτικοστεροειδή είναι αποτελεσματικά σε οξείες
φλεγμονώδεις καταστάσεις του επιπεφυκότα, του σκληρού χιτώνα, του
κερατοειδούς, των βλεφάρων, της ίριδας και του πρόσθιου τμήματος του οφθαλμού
καθώς και σε οφθαλμικές αλλεργικές καταστάσεις.
Η δεξαμεθαζόνη είναι ένα από τα ισχυρότερα κορτικοστεροειδή. Είναι 6 φορές
δραστικότερη από την πρεδνιζολόνη και 25 φορές δραστικότερη από την κορτιζόνη
και την υδροκορτιζόνη. Ο ακριβής μηχανισμός της αντιφλεγμονώδους δράσης της
δεξαμεθαζόνης δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως. Αναστέλλει πολλές φλεγμονώδεις
κυτοκίνες και παρουσιάζει πολλαπλές γλυκοκορτικοειδείς επιδράσεις. Αναστέλλει
τη φλεγμονώδη απόκριση σε ερεθιστικούς παράγοντες μηχανικής, χημικής ή
ανοσολογικής φύσης, το οίδημα, τη νεοαγγείωση, τον πολλαπλασιασμό των
ινοβλαστών και λοιπά παραγωγικά φαινόμενα που συνοδεύουν τις τελικές φάσεις
της φλεγμονώδους διαδικασίας. Επίσης, αναστέλλει τη φαγοκυττάρωση και την
αντίδραση του λεμφικού ιστού. Τέλος, έχει πολύ καλή διαπερατότητα στον πρόσθιο
θάλαμο.
Τομπραμυκίνη
Η τομπραμυκίνη είναι γνωστό αντιβιοτικό που ανήκει στην κατηγορία των
αμινογλυκοσιδών. Είναι αποτελεσματική σε λοιμώξεις από ευρύ φάσμα Gram-
θετικών και Gram-αρνητικών μικροβίων, αλλά και σε σοβαρές λοιμώξεις από
Pseudomonas
spp., Proteus
spp., Klebsiella
spp., E
.
coli και Staphylococcus
spp.
Μηχανισμός αντίστασης
Η αντίσταση στην τομπραμυκίνη συμβαίνει μέσω δύο κύριων μηχανισμών: (α) της
παρεμβολής στη μεταφορά της τομπραμυκίνης μέσα στο κύτταρο, και (β) της
απενεργοποίησης της τομπραμυκίνης από διάφορα τροποποιητικά των
αμινογλυκοσιδών ένζυμα, όπως αδενυλάσες, φωσφορυλάσες και ακετυλάσες. Οι
γενετικές πληροφορίες για την παραγωγή ενζύμων απενεργοποίησης μπορούν να
βρίσκονται στο βακτηριακό χρωμόσωμα ή σε πλασμίδια. Μπορεί να εμφανιστεί
διασταυρούμενη αντίσταση μεταξύ των αμινογλυκοσιδών.
Όρια ευαισθησίας και αντίστασης
Τα όρια ευαισθησίας και αντίστασης, καθώς και το
in vitro
εύρος, όπως
αναφέρεται παρακάτω, βασίζονται στη συστηματική χρήση. Αυτά τα όρια
ευαισθησίας και αντίστασης μπορεί να μην ισχύουν για την τοπική οφθαλμική
χρήση του φαρμακευτικού προϊόντος, καθώς τοπικά προκύπτουν υψηλότερες
συγκεντρώσεις και οι τοπικές φυσικές/χημικές καταστάσεις μπορούν να
επηρεάσουν τη δραστικότητα του προϊόντος στο σημείο χορήγησης. Σύμφωνα με το
EUCAST, τα ακόλουθα όρια ευαισθησίας και αντίστασης ορίζονται για την
τομπραμυκίνη:
Enterobacteriaceae: S 2 mg/L, R > 4 mg/ L
Pseudomonas spp.: S 4 mg/L, R > 4 mg/L
Acinetobacter spp.: S 4 mg/L, R > 4 mg/L
Staphylococcus spp.: S 1 mg/L, R > 1 mg/L
Ανεξαρτήτου είδους S ≤ 2 mg/L, R > 4 mg/L
Αποτελεσματικότητα έναντι συγκεκριμένων παθογόνων
Οι πληροφορίες που αναφέρονται παρακάτω παρέχουν μόνο κατά προσέγγιση
οδηγίες για το κατά πόσο είναι πιθανό οι μικροοργανισμοί να είναι ευαίσθητοι
12
στην τομπραμυκίνη που περιέχεται στο TOBRADEX. Εδώ παρουσιάζονται τα
βακτηριακά είδη που έχουν ανακτηθεί από το δέρμα και από εξωτερικές
οφθαλμικές λοιμώξεις, όπως αυτές που παρατηρούνται στην επιπεφυκίτιδα. Η
αποτελεσματικότητα της τομπραμυκίνης έναντι των μικροοργανισμών που
αναφέρονται παρακάτω καταδείχθηκε σε in
vitro μελέτες.
Η εξάπλωση της επίκτητης αντοχής μπορεί να ποικίλλει γεωγραφικά και με το
χρόνο για επιλεγμένα είδη, και είναι επιθυμητές τοπικές πληροφορίες για την
αντοχή, ιδιαίτερα κατά τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων. Εάν αυτό είναι
απαραίτητο, θα πρέπει να ζητηθεί η συμβουλή ειδικού όταν η τοπική εξάπλωση της
αντοχής είναι τέτοια, ώστε να είναι αμφισβητήσιμο το όφελος της τομπραμυκίνης,
σε ορισμένους τουλάχιστον τύπους λοιμώξεων.
ΣΥΧΝΑ ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ ΕΙΔΗ
Αερόβιοι Gram-θετικοί μικροοργανισμοί:
Corynobacterium spp.
Stapylococcus
aureus
(ευαίσθητος στη μεθικιλλίνη – MSSA)
Staphylococcus epidermidis
(ευαίσθητος στη μεθικιλλίνη)
Άλλοι κοαγκουλάση-αρνητικοί σταφυλόκοκκοι
Gram- μ μ :Αερόβιοι αρνητικοί ικροοργανισ οί
Acinetobacter calcoaceticus
Citrobacter spp.
Enterobacter aerogenes
Escherichia coli
Haemophilus aegyptius
Haemophilus influenzae
Klebsiella pneumoniae
Morganella morganii
Moraxella lacunata
μ Neisseria Ορισ ένα είδη
Proteus mirabilis
Τα περισσότερα στελέχη του Proteus
vulgaris
Pseudomonas aeruginosa
ΕΓΓΕΝΩΣ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ
Αερόβιοι Gram-θετικοί μικροοργανισμοί
Enterococcus
spp.
Staphylococcus aureus
(ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη – MRSA)
Staphylococcus
epidermidi
s
(ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη)
Streptococcus pneumoniae
Streptococcus
spp.
Αερόβιοι Gram-αρνητικοί μικροοργανισμοί
Burkholderia cepacia
Stenotrophomonas maltophilia
Αναερόβιοι μικροοργανισμοί
Αυστηρά αναερόβιοι μικροοργανισμοί
Άλλοι μικροοργανισμοί
13
Chlamydia spp.
Mycoplasma spp.
Rickettsia spp.
Μελέτες βακτηριακής ευαισθησίας δείχνουν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι
μικροοργανισμοί που είναι ανθεκτικοί στη γενταμικίνη διατηρούν την
ευαισθησία στην τομπραμυκίνη.
Δεδομένα από κλινικές μελέτες
Αθροιστικά δεδομένα ασφάλειας από κλινικές μελέτες παρουσιάζονται στην
παράγραφο 4.8.
Πληθυσμός ηλικιωμένων
Δεν έχουν παρατηρηθεί συνολικές κλινικές διαφορές στην ασφάλεια ή την
αποτελεσματικότητα μεταξύ των ηλικιωμένων και άλλων πληθυσμών ενηλίκων.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του TOBRADEX σε παιδιά έχουν
τεκμηριωθεί από ευρεία κλινική εμπειρία, ωστόσο τα διαθέσιμα δεδομένα είναι
περιορισμένα. Σε μια κλινική μελέτη με TOBRADEX οφθαλμικές σταγόνες,
εναιώρημα για τη θεραπεία βακτηριακής επιπεφυκίτιδας, 29 παιδιατρικοί
ασθενείς, ηλικίας από 1 έως 17 ετών, υποβλήθηκαν σε θεραπεία με 1 ή 2 σταγόνες
TOBRADEX οφθαλμικές σταγόνες, εναιώρημα κάθε 4 ή 6 ώρες για 5 έως 7 ημέρες.
Στη μελέτη αυτή, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στο προφίλ ασφάλειας μεταξύ
ενηλίκων και παιδιατρικών ασθενών.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Το TOBRADEX χορηγείται απευθείας στον επιπεφυκικό σάκο. .
Η τομπραμυκίνη απορροφάται σε χαμηλά επίπεδα στον κερατοειδή και τον
επιπεφυκότα, όταν χορηγείται μέσω της τοπικής οφθαλμικής οδού. Μετά από
τοπική χορήγηση 0,3% w/v τομπραμυκίνης σε ανθρώπους, επιτεύχθηκε μέγιστη
συγκέντρωση 3 µg/mL στο υδατοειδές υγρό μετά από 2 ώρες, η οποία
ακολουθήθηκε από ταχεία μείωση.
Ωστόσο, το TOBRADEX παρέχει 542 ± 425 µg/mL τομπραμυκίνης στα
ανθρώπινα δάκρυα σε 2 λεπτά μετά από τη χορήγηση της οφθαλμικής δόσης,
συγκέντρωση η οποία γενικά υπερβαίνει τη ελάχιστη ανασταλτική
συγκέντρωση (MIC) των περισσότερων ανθεκτικών στελεχών που έχουν
απομονωθεί (MIC > 64 µg/mL).
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της δεξαμεθαζόνης στο υδατοειδές υγρό μετά από
14
τη χορήγηση του TOBRADEX επιτυγχάνονται στις 2 ώρες περίπου, με μέση τιμή
32 ng/mL.
Η συστηματική απορρόφηση της τομπραμυκίνης μετά από τη χορήγηση του
TOBRADEX είναι χαμηλή, με τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα να είναι σε
γενικές γραμμές κάτω από το όριο ποσοτικοποίησης (62.5-250 ng/mL).
Συγκεντρώσεις δεξαμεθαζόνης παρατηρούνται στο πλάσμα μετά από τη
χορήγηση του TOBRADEX, αλλά είναι πολύ χαμηλές, κάτω από το 1 ng/mL.
Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της από του στόματος δεξαμεθαζόνης είναι
περίπου 80% στα φυσιολογικά άτομα και τους ασθενείς.
Κατανομή
Για την τομπραμυκίνη, ο συστηματικός όγκος κατανομής είναι 0,26 L/kg στον
άνθρωπο. Η σύνδεση της τομπραμυκίνης στις πρωτεΐνες του πλάσματος στον
άνθρωπο είναι χαμηλή, σε ποσοστό 0-30%.
Για τη δεξαμεθαζόνη, ο όγκος κατανομής σε σταθεροποιημένη κατάσταση ήταν
0,58 L/kg μετά από ενδοφλέβια χορήγηση. Η σύνδεση της δεξαμεθαζόνης στις
πρωτεΐνες του πλάσματος είναι 77%.
Βιομετασχηματισμός
Η τομπραμυκίνη δεν μεταβολίζεται, ενώ η δεξαμεθαζόνη μεταβολίζεται κυρίως
σε 6β-υδροξυδεξαμεθαζόνη και δευτερευόντως σε 6β-υδροξυ-20-
διυδροδεξαμεθαζόνη.
Αποβολή
Η τομπραμυκίνη απεκκρίνεται ταχέως και σε μεγάλο βαθμό στα ούρα μέσω της
σπειραματικής διήθησης, κυρίως ως αμετάβλητο φάρμακο. Η συστηματική
κάθαρση της τομπραμυκίνης ήταν 1,45 ± 0,19 mL/min×kg για τους ασθενείς με
φυσιολογικό βάρος μετά από ενδοφλέβια χορήγηση και η συστηματική της
κάθαρση μειώθηκε αναλογικά προς τη νεφρική λειτουργία. Ο χρόνος ημίσειας
ζωής της τομπραμυκίνης είναι περίπου 2 ώρες.
Με τη δεξαμεθαζόνη μετά από συστηματική χορήγηση, η συστηματική κάθαρση
ήταν 1,85 L/min×kg, με το 2,6% της δόσης να ανακτάται ως το αμετάβλητο
αρχικό φάρμακο, ενώ το 70% της δόσης ανακτήθηκε με τη μορφή μεταβολιτών.
Ο χρόνος ημίσειας ζωής έχει αναφερθεί ότι είναι περίπου 2,5-3,5 ώρες, αλλά
διαπιστώθηκε ότι ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη στους άνδρες. Η παρατηρηθείσα
αυτή διαφορά δεν αποδίδεται σε μεταβολές στη συστηματική κάθαρση της
δεξαμεθαζόνης, αλλά σε διαφορές στον όγκο κατανομής και στο βάρος του
σώματος.
15
Γραμμική/μη γραμμική φαρμακοκινητική
Η οφθαλμική ή η συστηματική έκθεση σε αυξανόμενες συγκεντρώσεις
τομπραμυκίνης μετά από τοπική οφθαλμική χορήγηση δεν έχουν ελεγχθεί.
Επομένως, η γραμμικότητα της έκθεσης με την τοπική οφθαλμική δόση δεν
μπορεί να καθοριστεί. Η μέση C
max
στο υδατοειδές υγρό για τη δεξαμεθαζόνη σε
τοπική οφθαλμική χορηγούμενη συγκέντρωση 0,033% w/v μαζί με 0,3% w/v
τομπραμυκίνης φάνηκε να είναι μικρότερη σε σχέση με το TOBRADEX, έχοντας
τιμή περίπου 25 ng/mL, αλλά η μείωση αυτή δεν ήταν αναλογική προς τη δόση.
Σχέση Φαρμακοκινητικής/Φαρμακοδυναμικής (ΦΚ/ΦΔ)
Δεν έχει προσδιοριστεί συγκεκριμένη σχέση ΦΚ/ΦΔ για το TOBRADEX. Η
δεξαμεθαζόνη έχει επιδείξει φαρμακοκινητική ανεξάρτητη από τη δόση σε
πειραματόζωα μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, ενώ σε υγιείς εθελοντές η AUC
δεν αυξήθηκε ανάλογα με τη δόση μετά από χορήγηση από του στόματος
.
Δημοσιευμένες
in vitro
και
in vivo
μελέτες έχουν δείξει ότι η τομπραμυκίνη
παρουσιάζει παρατεταμένη δράση μετά από τη χορήγησή της, η οποία
καταστέλλει αποτελεσματικά τη βακτηριακή ανάπτυξη, παρά τις χαμηλές
συγκεντρώσεις στο πλάσμα. Μελέτη συστηματικής χορήγησης της
τομπραμυκίνης έχει αναφέρει υψηλότερες μέγιστες συγκεντρώσεις με το σχήμα
μίας εφάπαξ ημερήσιας δόσης σε σύγκριση με το σχήμα πολλαπλών ημερήσιων
δόσεων. Ωστόσο, με βάση τις τρέχουσες ενδείξεις, η συστηματική χορήγηση
μίας εφάπαξ ημερήσιας δόσης είναι εξίσου αποτελεσματική με τη χορήγηση
πολλαπλών ημερήσιων δόσεων. Η τομπραμυκίνη παρουσιάζει αντιμικροβιακή
δράση εξαρτώμενη από τη συγκέντρωση και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα
επιτυγχάνεται με αυξανόμενα επίπεδα αντιβιοτικού πάνω από την ελάχιστη
ανασταλτική συγκέντρωση (MIC) ή την ελάχιστη βακτηριοκτόνο συγκέντρωση
(MBC).
Χρήση σε ασθενείς με ηπατική και νεφρική δυσλειτουργία
Η φαρμακοκινητική της τομπραμυκίνης ή της δεξαμεθαζόνης με τη χορήγηση
TOBRADEX δεν έχει μελετηθεί στους συγκεκριμένους πληθυσμούς ασθενών.
Επίδραση της ηλικίας στη φαρμακοκινητική
Δεν υπάρχει αλλαγή στη φαρμακοκινητική της τομπραμυκίνης στους
ηλικιωμένους ασθενείς σε σύγκριση με τους νεότερους ενήλικες. Δενέχει
παρατηρηθεί συσχέτιση ανάμεσα στην ηλικία (μέχρι τα 70 έτη) και τις
συγκεντρώσεις της δεξαμεθαζόνης στο πλάσμα μετά την από του στόματος
16
χορήγηση δεξαμεθαζόνης.
Παιδιατρική χρήση
Οι αμινογλυκοσίδες, συμπεριλαμβανομένης της τομπραμυκίνης για τοπική
οφθαλμική χρήση, έχουν χρησιμοποιηθεί συχνά σε παιδιά, βρέφη και νεογνά για
τη θεραπεία σοβαρών Gram-αρνητικών λοιμώξεων. Η κλινική φαρμακολογία
της τομπραμυκίνης σε παιδιά έχει περιγραφεί μετά από τη συστηματική
χορήγηση. Η ολική κάθαρση αυξανόταν και ο όγκος κατανομής μειωνόταν με
την ηλικία, ενώ βρέθηκαν χαμηλότερες τιμές C
max
σε σχέση με τους ενήλικες. Η
φαρμακοκινητική της δεξαμεθαζόνης στους παιδιατρικούς ασθενείς φαίνεται
να μην διαφέρει από αυτή των ενηλίκων μετά από την ενδοφλέβια χορήγηση
δόσης.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τομπραμυκίνη
Μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι το τοξικό προφίλ της τομπραμυκίνης είναι
ποιοτικά παρόμοιο με αυτό της γενταμυκίνης, παρόλο που η ρινική και η
οφθαλμική τοξικότητα της τομπραμυκίνης είναι πιο ήπιες. Δεν έχει παρατηρηθεί
σοβαρή οφθαλμική τοξικότητα σε μελέτες με κουνέλια στις οποίες χορηγήθηκε
διάλυμα τομπραμυκίνης τοπικά στον οφθαλμό ή με ένεση κάτω από τον
επιπεφυκότα σε υγιείς οφθαλμούς και σε οφθαλμούς που είχαν προσβληθεί από
κερατίτιδα. Επιδράσεις σε μη κλινικές αναπαραγωγικές και αναπτυξιακές μελέτες
με τομπραμυκίνη παρατηρήθηκαν μόνο σε επίπεδα έκθεσης που θεωρήθηκαν
αρκετά υψηλότερα από τη μέγιστη οφθαλμική δόση στον άνθρωπο,
καταδεικνύοντας μικρή συσχέτιση με την κλινική χρήση.
Δεξαμεθαζόνη
Η τοξικότητα της δεξαμεθαζόνης έχει τεκμηριωθεί πολύ καλά, όπως προκύπτει από
τη βιβλιογραφία. Όπως όλα τα κορτικοστεροειδή, όταν χορηγείται συνεχώς σε
υψηλές δόσεις, η δεξαμεθαζόνη μπορεί να προκαλέσει καταστολή στην έκκριση των
ορμονών των επινεφριδίων, διαταραχές ύδατος και ηλεκτρολυτών, υπεργλυκαιμία
και γλυκοζουρία, αυξημένη ευαισθησία στις λοιμώξεις, έλκος πεπτικού
συστήματος, σύνδρομο Cushing, καταρράκτη του οπισθίου υποπεριφάκιου κ.ά. Η
συγκέντρωση όμως της δεξαμεθαζόνης στο TOBRADEX (0,1% w/v) και η συχνότητα
των εφαρμογών έχουν ως συνέπεια πολύ χαμηλή συχνότητα συστηματικών
επιδράσεων, ως αποτέλεσμα της κλινικής χρήσης του προϊόντος. Τοπική οφθαλμική
17
χρήση 0,1% δεξαμεθαζόνης σε κουνέλια κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
προκάλεσε ανωμαλίες στην ανάπτυξη των βρεφών.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Xλωριούχο βενζαλκώνιο.
Αιθυλενοδιαμινοτετραοξικό δινάτριο άλας.
Χλωριούχο νάτριο.
Θειικό νάτριο άνυδρο.
Τυλοξαπόλη.
Υδροξυαιθυλοκυτταρίνη.
Θειικό οξύ και/ή Υδροξείδιο του νατρίου (για ρύθμιση του pH) .
Κεκαθαρμένο ύδωρ.
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 έτη
Απορρίπτεται 4 εβδομάδες μετά το πρώτο άνοιγμα του φιαλιδίου.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Να μη φυλάσσεται σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C. Να μην καταψύχεται.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Το TOBRADEX διατίθενται σε συσκευασία που περιέχει ένα πλαστικό φιαλίδιο
(DROP-TAINER) των 5 mL με σταγονομετρικό ρύγχος και βιδωτό πώμα.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλοι χειρισμοί
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορρίπτεται
σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
18
7. Δ ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Κάτοχος άδειας κυκλοφορίας
στην Ελλάδα και στην Κύπρο
ΑΛΚΟΝ ΛΑΜΠΟΡΑΤΟΡΙΣ ΕΛΛΑΣ
ΑΕΒΕ,
Λεωφ. Κηφισίας 18,
151 25 Μαρούσι, Ελλάδα
Τηλ.: +30 210 6878300
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Ελλάδα:
Ανανέωση: 43179/10/12-05-2011
Κύπρος:
17329
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ελλάδα:
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 10 Οκτωβρίου 1990
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: 12 Μαΐου 2011
Κύπρος:
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 2 Οκτωβρίου 1997
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: 5 Νοεμβρίου 2008
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
ΗΗ μήνας ΕΕΕΕ
19