ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Trileptal 60 mg/ml Πόσιμο εναιώρημα.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
1ml πόσιμου εναιωρήματος περιέχει 60 mg oxcarbazepine.
Έκδοχα: Κάθε ml περιέχει επίσης 0,30 mg propylparahydroxybenzoate (E216),
1,20 mg methylparahydroxybenzoate (E218), 250 mg sorbitol 70 % liquid (non
crystallising) και 0,9 mg ethanol.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Πόσιμο εναιώρημα.
Υπόλευκο έως ελαφρώς κοκκινωπό καφέ πόσιμο εναιώρημα
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Trileptal ενδείκνυται για την θεραπεία των εστιακών επιληπτικών
σπασμών με ή χωρίς δευτερογενείς γενικευμένους τονικοκλονικούς
επιληπτικούς σπασμούς.
Το Trileptal ενδείκνυται για χρήση σαν μονοθεραπεία ή σαν
συμπληρωματική θεραπεία, σε ενήλικες και σε παιδιά από 6 ετών και άνω.
4.2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης.
Δοσολογία
Στην μονοθεραπεία και στην συμπληρωματική θεραπεία, η θεραπευτική
αγωγή με Trileptal αρχίζει με μία κλινικά αποτελεσματική δόση, η οποία
χορηγείται σε δύο διηρημένες δόσεις. Η δόση μπορεί να αυξηθεί ανάλογα
με την κλινική ανταπόκριση του ασθενούς. Όταν άλλo αντιεπιληπτικó/ά
φαρμακευτικó/ά προϊόν/ντα αντικαθίστανται με Trileptal, η δόση του/των
συγχρόνως χορηγουμένου/ων αντιεπιληπτικού/ών προϊόντος/ων θα πρέπει
να μειώνεται βαθμιαία με την έναρξη της θεραπείας με Trileptal. Όταν
χορηγείται σαν συμπληρωματική αγωγή, καθώς αυξάνεται η συνολική
ποσότητα των αντιεπιληπτικών φαρμακευτικών προϊόντων του ασθενή, η
δόση του/των συγχρόνως χορηγουμένου/ών αντιεπιληπτικού/ών
φαρμακευτικού/ών προϊόντος/ων μπορεί να χρειασθεί να μειωθεί και /ή η
δόση του Trileptal να αυξηθεί με πιο αργούς ρυθμούς(βλ. παράγραφο 4.5 ).
Η συνταγή για το πόσιμο εναιώρημα Trileptal θα πρέπει να χορηγείται σε
milliliters (ml) χιλιοστόλιτρα (ml) (βλ. παρακάτω τον πίνακα μετατροπής ο
οποίος δείχνει την αντιστοιχία της δόσης από χιλιοστόγραμμα (mg) σε
χιλιοστόλιτρα (ml). Η συνταγογραφούμενη δόση σε χιλιοστόλιτρα (ml)
είναι στρογγυλοποιημένη προς το πλησιέστερο 0,5ml.
Οι δοσολογίες που παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα βρίσκουν
εφαρμογή μόνο σε ασθενείς ηλικίας 6 ετών και άνω. Αυτές οι δοσολογίες
πρέπει να χορηγούνται δύο φορές ημερησίως.
Δοσολογία σε χιλιοστογραμμάρια
(mg), (να χορηγείται 2 φορές
ημερησίως)
Δοσολογία σε χιλιοστόλιτρα (ml), (να
χορηγείται 2 φορές ημερησίως)
45 - 75 mg 1.0 ml
76 - 105 mg 1.5 ml
106 - 135 mg 2.0 ml
136 - 165 mg 2.5 ml
166 - 195 mg 3.0 ml
196 - 225 mg 3.5 ml
226 - 255 mg 4.0 ml
256 – 285 mg 4.5 ml
286 – 315 mg 5.0 ml
316 – 345 mg 5.5 ml
346 – 375 mg 6.0 ml
376 – 405 mg 6.5 ml
406 – 435 mg 7.0 ml
436 – 465 mg 7.5 ml
466 – 495 mg 8.0 ml
496 – 525 mg 8.5 ml
526 – 555 mg 9.0 ml
556 – 585 mg 9.5 ml
586 – 615 mg 10.0 ml
616 – 645 mg 10.5 ml
646 – 675 mg 11.0 ml
676 – 705 mg 11.5 ml
706 – 735 mg 12.0 ml
736 – 765 mg 12.5 ml
766 – 795 mg 13.0 ml
796 – 825 mg 13.5 ml
826 – 855 mg 14.0 ml
856 – 885 mg 14.5 ml
886 – 915 mg 15.0 ml
916 – 945 mg 15.5 ml
946 – 975 mg 16.0 ml
976 – 1,005 mg 16.5 ml
1,006 – 1,035 mg 17.0 ml
1,036 – 1,065 mg 17.5 ml
1,066 – 1,095 mg 18.0 ml
1,096 – 1,125 mg 18.5 ml
1,126 – 1,155 mg 19.0 ml
1,156 – 1,185 mg 19.5 ml
1,186 – 1,215 mg 20.0 ml
Παρακολούθηση θεραπευτικής αγωγής
Η θεραπευτική επίδραση της oxcarbazepine ασκείται κυρίως μέσω του
ενεργού μεταβολίτη 10- παράγωγο μονοϋδροξέος (MHD) της oxcarbazepine
(βλ. παράγραφο 5).
Η παρακολούθηση των συγκεντρώσεων της oxcarbazepine ή του MHD στο
πλάσμα του αίματος δεν κρίνεται αναγκαία σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Ωστόσο, μπορεί να είναι χρήσιμη σε περιπτώσεις όπου αναμένεται
μεταβολή στην κάθαρση του ΜΗD (βλ. παράγραφο 4.4).
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η δοσολογία του Trileptal μπορεί να προσαρμοστεί
(με βάση τις μετρήσεις των συγκεντρώσεων 2 - 4 ώρες μετά τη λήψη) ώστε
να διατηρηθούν τα υψηλά επίπεδα του MHD στο πλάσμα του αίματος σε
μικρότερα από 35 mg/L.
Ενήλικες
Μονοθεραπεία
Συνιστώμενη δόση έναρξης
Η θεραπεία με Trileptal πρέπει να αρχίζει με δόση 600 mg/ημερησίως (8-10
mg/kg/ημέρα), χορηγούμενα σε δύο διηρημένες δόσεις.
Δόση συντήρησης
Εάν ενδείκνυται κλινικά, η δοσολογία μπορεί να αυξάνεται κατά 600 mg
το μέγιστο ημερησίως ανά διαστήματα εβδομάδος από την αρχική δόση,
έως ότου επιτευχθεί η επιθυμητή κλινική ανταπόκριση.
Καλά θεραπευτικά αποτελέσματα παρατηρούνται σε δόσεις μεταξύ 600
mg/ημέρα και 2400 mg/ημέρα.
Ελεγχόμενες κλινικές μελέτες μονοθεραπείας σε ασθενείς που δεν
βρίσκονταν σε θεραπεία με αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα,
έδειξαν ότι τα 1200 mg/ημερησίως είναι μία αποτελεσματική δόση. Ωστόσο
η δόση των 2400 mg/ημέρα έχει φανεί ότι είναι αποτελεσματική στους
περισσότερους ανθεκτικούς ασθενείς που άλλαξαν αγωγή από άλλα
αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα σε μονοθεραπεία με Trileptal.
Μέγιστη συνιστώμενη δόση
Σε ελεγχόμενο νοσοκομειακό περιβάλλον, έχουν πραγματοποιηθεί
αυξήσεις της δόσης μέχρι τα 2.400 mg/ημέρα μέσα σε 48 ώρες.
Συμπληρωματική θεραπεία
Συνιστώμενη δόση έναρξης
Η αγωγή με Trileptal θα πρέπει να αρχίζει με μία δόση 600 mg/ημερησίως (8-
10 mg/kg/ημέρα), χορηγούμενη σε δύο διηρημένες δόσεις.
Δόση συντήρησης
Εάν ενδείκνυται κλινικά, η δοσολογία μπορεί να αυξάνεται κατά 600 mg
το μέγιστο ημερησίως ανά διαστήματα εβδομάδος από την αρχική δόση,
έως ότου επιτευχθεί η επιθυμητή κλινική ανταπόκριση. Καλή θεραπευτική
ανταπόκριση έχει παρατηρηθεί σε δόσεις μεταξύ 600 mg/ημέρα και 2400
mg/ημέρα.
Μέγιστη συνιστώμενη δόση
Σε μία ελεγχόμενη κλινική μελέτη συμπληρωματικής θεραπείας, φάνηκε
ότι ημερήσιες δόσεις από 600 έως 2400 mg/ημέρα είναι αποτελεσματικές,
παρόλο που οι περισσότεροι ασθενείς δεν μπορούν να ανεχτούν τη δόση
των 2400 mg/ημέρα χωρίς μείωση των συγχορηγούμενων αντιεπιληπτικών
φαρμακευτικών προϊόντων, κυρίως λόγω των ανεπιθύμητων ενεργειών που
σχετίζονται με το Κ.Ν.Σ. Δεν έχουν συστηματικά μελετηθεί, σε κλινικές
μελέτες, ημερήσιες δόσεις άνω των 2400 mg/ημέρα.
Άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (65 ετών και άνω)
Στους ηλικιωμένους ασθενείς δεν απαιτούνται συστάσεις για τη
δοσολογία καθώς οι θεραπευτικές δόσεις εξατομικεύονται. Στους
ηλικιωμένους ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία συνιστάται προσαρμογή
της δόσης (κάθαρση κρεατινίνης μικρότερη από 30 ml/λεπτό) (βλ.
παρακάτω πληροφορίες για τη δοσολογία στη νεφρική ανεπάρκεια). Για
ασθενείς με κίνδυνο υπονατριαιμίας απαιτείται στενή παρακολούθηση των
επιπέδων νατρίου (βλ. παράγραφο 4.4).
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
Δεν χρειάζεται προσαρμογή της δοσολογίας για ασθενείς με ήπια έως
μέτρια ηπατική δυσλειτουργία. Το Trileptal δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς
με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία και επομένως χρειάζεται προσοχή σε
ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο 5.2.).
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης
μικρότερη από 30 ml/λεπτό), η θεραπεία με Trileptal θα πρέπει να αρχίζει με
το ήμισυ της συνήθους δόσης έναρξης (300 mg/ημερησίως) και να
αυξάνεται ανά διαστήματα το λιγότερο μιας εβδομάδας μέχρις ότου
επιτευχθεί η επιθυμητή κλινική ανταπόκριση (βλ. παράγραφο 5.2).
Στους ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία πιθανόν να απαιτηθεί
μεγαλύτερη προσοχή κατά την βαθμιαία αύξηση των δόσεων.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Συνιστώμενη δόση έναρξης
Σε μονοθεραπεία και σε συμπληρωματική θεραπεία, η χορήγηση του Trileptal
θα πρέπει να αρχίζει με δόση 8-10 mg/kg/ημέρα, χορηγούμενη σε 2
διηρημένες δόσεις.
Δόση συντήρησης
Η επιθυμητή δόση συντήρησης κατά τη διάρκεια συμπληρωματικής
θεραπείας με Trileptal είναι 30-46 mg/kg/ημέρα και θα πρέπει να επιτευχθεί
σε δύο εβδομάδες. Θεραπευτικά αποτελέσματα παρατηρήθηκαν με μέση
δόση συντήρησης περίπου 30 mg/kg/ημέρα.
Μέγιστη συνιστώμενη δόση
Εάν ενδείκνυται κλινικά, η δοσολογία μπορεί να αυξάνεται κατά 10 mg/kg
το μέγιστο ημερησίως ανά διαστήματα μιας εβδομάδος από την αρχική
δόση, μέχρι την μέγιστη δόση των 46 mg/kg/ημέρα, έως ότου επιτευχθεί η
επιθυμητή κλινική ανταπόκριση. (βλ. παράγραφο 5.2.).
Το Trileptal συνιστάται για χρήση σε παιδιά ηλικίας από 6 ετών και άνω. Η
ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά του έχει αξιολογηθεί σε ελεγχόμενες
κλινικές δοκιμές που συμμετείχαν περίπου 230 παιδιά ηλικίας μικρότερης
των 6 ετών (μέχρι 1 μηνός). Το Trileptal δεν συνιστάται σε παιδιά ηλικίας
μικρότερης των 6 ετών λόγω του ότι η ασφάλεια και η
αποτελεσματικότητά του δεν έχουν αποδειχθεί επαρκώς.
Όλες οι παραπάνω συνιστώμενες δόσεις (ενηλίκων, ηλικιωμένων και
παιδιών) βασίζονται σε δόσεις μελετημένες σε κλινικές μελέτες για όλες
τις ηλικίες ασθενών. Ωστόσο χαμηλότερες αρχικές δόσεις μπορεί να
χρησιμοποιηθούν όπου χρειάζεται.
Τρόπος χορήγησης
Πριν λάβετε το πόσιμο εναιώρημα Trileptal, η φιάλη πρέπει να ανακινείται
καλά και η δόση θα πρέπει να ετοιμάζεται αμέσως μετά. Η ποσότητα που
έχει συνταγογραφηθεί πρέπει να αφαιρείται από τη φιάλη με τη χρήση της
σύριγγας που παρέχεται. Το πόσιμο εναιώρημα Trileptal μπορεί να
καταποθεί απευθείας από τη σύριγγα ή μπορεί να αναμιχθεί με νερό σε ένα
μικρό ποτήρι, πριν τη χορήγηση. Μετά από κάθε χρήση, η φιάλη πρέπει να
κλείνεται και η εξωτερική πλευρά της σύριγγας πρέπει να καθαρίζεται με
στεγνό καθαρό πανί.
Το Trileptal μπορεί να ληφθεί με ή χωρίς τροφή.
4.3. Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα.
4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Υπερευαισθησία
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας τύπου Ι (άμεσες) οι οποίες περιλαμβάνουν
εξάνθημα, κνησμό κνήδωση, αγγειοοίδημα και περιστατικά αναφυλαξίας
έχουν αναφερθεί κατά την περίοδο μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου.
Περιστατικά αναφυλαξίας και αγγειοοιδήματος που εμπλέκουν το
λάρυγγα, τη γλωττίδα, τα χείλη και τα βλέφαρα έχουν αναφερθεί σε
ασθενείς που έλαβαν την πρώτη ή επακόλουθη δόση Trileptal. Αν κάποιος
ασθενείς παρουσιάσει αυτές τις αντιδράσεις μετά οπό θεραπεία με Trileptal
το φάρμακο πρέπει να διακόπτεται και να ξεκινά μια εναλλακτική
θεραπεία Ασθενείς που εμφάνισαν αντιδράσεις υπερευαισθησίας στην
carbamazepine, θα πρέπει να ενημερώνονται για το ότι ποσοστό περίπου 25-
30 % αυτών των ασθενών μπορεί να παρουσιάσουν αντιδράσεις
υπερευαισθησίας (π.χ. σοβαρές δερματικές αντιδράσεις) με το Trileptal (βλ.
παράγραφο 4.8).
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας, περιλαμβανομένων πολυοργανικών
αντιδράσεων, μπορεί επίσης να συμβούν και σε ασθενείς χωρίς ιστορικό
υπερευαισθησίας στην καρβαμαζεπίνη. Τέτοιες αντιδράσεις μπορεί να
επηρεάσουν το δέρμα το ήπαρ, το αίμα και το λεμφικό σύστημα, ή άλλα
όργανα είτε μεμονωμένα είτε μαζί στο πλαίσιο μιας συστηματικής
αντίδρασης. (βλ. παράγραφο 4.8). Γενικά, εάν εμφανισθούν σημεία και
συμπτώματα που υποδηλώνουν αντιδράσεις υπερευαισθησίας, το Trileptal
θα πρέπει να διακόπτεται αμέσως.
Δερματολογικές αντιδράσεις
Πολύ σπάνια, έχουν αναφερθεί σοβαρές δερματολογικές αντιδράσεις, που
περιλαμβάνουν σύνδρομο Stevens-Johnson, τοξική επιδερμική νεκρόλυση
(σύνδρομο Lyells) και πολύμορφο ερύθημα με τη χρήση του Trileptal. Οι
ασθενείς με σοβαρές δερματολογικές αντιδράσεις μπορεί να χρειαστεί να
νοσηλευτούν, καθώς αυτές οι αντιδράσεις μπορεί να είναι απειλητικές για
τη ζωή τους και σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να είναι
θανατηφόρες. Τα περιστατικά που συσχετίστηκαν με τη χρήση του Trileptal
αφορούσαν τόσο παιδιά όσο και ενήλικες. Ο διάμεσος χρόνος έναρξης των
συμπτωμάτων ήταν 19 ημέρες. Έχουν αναφερθεί αρκετές μεμονωμένες
περιπτώσεις επανεμφάνισης σοβαρών δερματολογικών αντιδράσεων, όταν
επαναχορηγήθηκε Trileptal. Εάν ο ασθενής εμφανίσει δερματολογικές
αντιδράσεις με το Trileptal θα πρέπει αυτός άμεσα να αξιολογηθεί και να
διακοπεί το Trileptal εκτός εάν το εξάνθημα δεν συσχετίζεται με το
φάρμακο. Σε περίπτωση που διακοπεί η θεραπεία, θα πρέπει να
αντικατασταθεί το Trileptal με ένα άλλο αντιεπιληπτικό φάρμακο ώστε να
αποφευχθεί η εμφάνιση επιληπτικών κρίσεων λόγω διακοπής. Το Trileptal
δεν πρέπει να επαναχορηγείται σε ασθενείς που διέκοψαν την θεραπεία
λόγω αντιδράσεων υπερευαισθησίας (βλ. παράγραφο 4.3).
HLA -Β*1502 αλληλόμορφο σε πληθυσμούς Κινέζων Han , Ταϊλανδών και
άλλων Ασιατικών πληθυσμών
Έχει αποδειχθεί ότι η παρουσία του αλληλόμορφου Ανθρώπινου
Λευκοκυτταρικού Αντιγόνου HLA-B*1502 συσχετίζεται ισχυρά με τον
κίνδυνο ανάπτυξης σοβαρών δερματικών ανεπιθύμητων αντιδράσεων που
είναι γνωστές ως σύνδρομο Stevens-Johnson (SJS) σε ασθενείς Κινεζικής Han
και Ταϊλανδικής καταγωγής, που υποβάλλονται σε θεραπεία με
καρβαμαζεπίνη. Η χημική δομή της οξκαρβαζεπίνης είναι παρόμοια με
αυτή της καρβαμαζεπίνης και υπάρχει πιθανότητα ασθενείς θετικοί για το
HLA-B*1502 να διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης συνδρόμου Stevens-Johnson
(SJS) όταν υποβάλλονται σε θεραπεία με οξκαρβαζεπίνη. Υπάρχουν
ορισμένα δεδομένα που υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας τέτοιας συσχέτισης
με την οξκαρβαζεπίνη. Η συχνότητα εμφάνισης του HLA-B*1502 είναι
περίπου 10 % σε πληθυσμούς Κινέζων Han και Ταϊλανδών. Όποτε είναι
δυνατόν αυτοί οι ασθενείς θα πρέπει να εξετάζονται για την παρουσία
αυτού του αλληλόμορφου πριν την έναρξη θεραπείας με καρβαμαζεπίνη ή
με κάποια χημικά σχετιζόμενη δραστική ουσία. Εάν οι ασθενείς αυτής της
καταγωγής διαγνωστούν θετικοί για το αλληλόμορφο HLA-B*1502, θα
πρέπει να εξετάζεται η χρήση οξκαρβαμαζεπίνης, εάν τα οφέλη υπερτερούν
των σχετικών κινδύνων.
Εξαιτίας της συχνότητας εμφάνισης αυτού του αλληλόμορφου και σε
άλλους Ασιατικούς πληθυσμούς (π.χ. πάνω από 15 % στις Φιλιππίνες και
τη Μαλαισία) θα πρέπει να εξετάζεται η διεξαγωγή γενετικού ελέγχου σε
πληθυσμούς υψηλού κινδύνου για την παρουσία του HLA-B*1502
αλληλόμορφου.
Η συχνότητα εμφάνισης του αλληλόμορφου HLA-B*1502 είναι αμελητέα σε
πληθυσμούς π.χ. Ευρωπαϊκής καταγωγής, σε Αφρικάνικους και δείγμα
Ισπανικών πληθυσμών και σε Γιαπωνέζους και Κορεάτες (<1 %).
Η συχνότητα εμφάνισης του εν λόγω αλληλόμορφου αντιπροσωπεύει το
ποσοστό των χρωμοσωμάτων στους συγκεκριμένους πληθυσμούς που
φέρουν το συγκεκριμένο αλληλόμορφο. Καθώς ένα άτομο φέρει δύο
αντίγραφα από κάθε χρωμόσωμα, αλλά ακόμα και ένα αντίγραφο του
αλληλόμορφου HLA-B*1502 μπορεί να είναι αρκετό για την αύξηση του
κινδύνου του SJS, ποσοστό των ασθενών που μπορεί να βρίσκονται σε
κίνδυνο είναι σχεδόν διπλάσιο της συχνότητας εμφάνισης του
αλληλόμορφου.
HLA -Α*3101 αλληλόμορφο σε πληθυσμούς Ευρωπαϊκής καταγωγής και
Ιαπωνικούς πληθυσμούς
Υπάρχουν ορισμένα δεδομένα που υποστηρίζουν ότι η παρουσία του
αλληλόμορφου Ανθρώπινου Λευκοκυτταρικού Αντιγόνου HLA-Α*3101
συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης δερματικών ανεπιθύμητων
αντιδράσεων λόγω χρήσης καρβαμαζεπίνης, συμπεριλαμβανομένων
συνδρόμου Stevens-Johnson (SJS), φαρμακευτικού εξανθήματος με
ηωσινοφιλία ή λιγότερο σοβαρή οξεία γενικευμένη εξανθηματική
φλυκταίνωση και κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα σε ασθενείς Ευρωπαϊκής
και Ιαπωνικής καταγωγής.
Η συχνότητα εμφάνισης του HLA-Α*3101 αλληλομόρφου ποικίλει αρκετά
μεταξύ των εθνικοτήτων. Η συχνότητα εμφάνισης του HLA-Α*3101
αλληλομόρφου είναι 2 έως 5 % σε Ευρωπαϊκούς πληθυσμούς και περίπου
10% σε Ιαπωνικούς πληθυσμούς.
Η συχνότητα εμφάνισης του HLA-Α*3101 αλληλομόρφου μπορεί να αυξήσει
τον κίνδυνο εμφάνισης δερματικών αντιδράσεων λόγω της χρήσης
καρβαμαζεπίνης (κυρίως λιγότερο σοβαρές) από 5 % στο γενικότερο
πληθυσμό έως 26 % μεταξύ ασθενών με Ευρωπαϊκή καταγωγή, ενώ η
απουσία του μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο από 5,0 % έως 3,8 %.
HLA -Α*3101 αλληλόμορφο – Άλλες εθνότητες
Η συχνότητα εμφάνισης του αλληλόμορφου έχει εκτιμηθεί ότι είναι
μικρότερη από 5 % στην πλειοψηφία των πληθυσμών Αυστραλιανής,
Ασιατικής, Αφρικανικής και Βόρειας Αμερικανικής καταγωγής με μικρές
αποκλίσεις μεταξύ 5 και 12 %. Συχνότητα μεγαλύτερη από 15 % έχει
εκτιμηθεί σε κάποιες εθνοτικές ομάδες στη Νότια Αμερική (Αργεντινή και
Βραζιλία), Βόρεια Αμερική (US, Navajo και Sioux, και Μεξικό Sonora Seri) και
τη Νότια Ινδία (Tamil Νadu) και μεταξύ 10 % και 15 % σε άλλες τοπικές
εθνότητες στις ίδιες περιοχές.
Η συχνότητα εμφάνισης του εν λόγω αλληλόμορφου αντιπροσωπεύει το
ποσοστό των χρωμοσωμάτων στους συγκεκριμένους πληθυσμούς που
φέρουν το συγκεκριμένο αλληλόμορφο. Καθώς ένα άτομο φέρει δύο
αντίγραφα από κάθε χρωμόσωμα, αλλά ακόμα και ένα αντίγραφο του
αλληλόμορφου HLA-Α*3101 μπορεί να είναι αρκετό για την αύξηση του
κινδύνου του SJS, ποσοστό των ασθενών που μπορεί να βρίσκονται σε
κίνδυνο είναι σχεδόν διπλάσιο της συχνότητας εμφάνισης του
αλληλόμορφου.
Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα τα οποία να υποστηρίζουν τη σύσταση για
έλεγχο του αλληλόμορφου HLA-Α*3101 πριν από την έναρξη της θεραπείας
με καρβαμαζεπίνη ή με κάποια χημικά σχετιζόμενη δραστική ουσία.
Εάν οι ασθενείς Ευρωπαϊκής ή Ιαπωνικής καταγωγής γνωρίζουν ότι είναι
θετικοί για το αλληλόμορφο HLA-Α*3101, θα πρέπει να εξετάζεται η χρήση
καρβαμαζεπίνης, εάν τα οφέλη υπερτερούν των σχετικών κινδύνων.
Περιορισμός γενετικής παρακολούθησης
Τα αποτελέσματα της γενετικής παρακολούθησης δε θα πρέπει ποτέ να
αντικαθιστούν την κλινική ετοιμότητα και το χειρισμό του ασθενούς.
Πολλοί ασθενείς ασιατικής καταγωγής που είναι θετικοί στο αλληλόμορφο
HLA-B*1502 και βρίσκονται σε θεραπεία με Trileptal δεν θα εμφανίσουν
SJS/TEN, και ασθενείς που είναι αρνητικοί στο αλληλόμορφο HLA-Β*1502
οποιασδήποτε εθνότητας μπορούν να εμφανίσουν SJS/TEN. Το ίδιο ισχύει
και για το HLA-Α*3101, σε ότι αφορά τον κίνδυνο εμφάνισης SJS, TEN,
DRESS, AGEP ή κάποιο δερματικό εξάνθημα. Η ανάπτυξη αυτών των
σοβαρών δερματικών ανεπιθύμητων ενεργειών και η σχετική νοσηρότητα
εξαιτίας άλλων πιθανών παραγόντων όπως η δόση ΑΕD, η συμμόρφωση, οι
συγχορηγούμενες αγωγές, οι συνύπαρχουσες νοσηρότητες και το επίπεδο
της δερματολογικής παρακολούθησης δεν έχουν μελετηθεί.
Πληροφορίες για επαγγελματίες υγείας
Σε περίπτωση ελέγχου της παρουσίας του αλληλόμορφου HLA-B*1502,
συνιστάται υψηλής ανάλυσης “γονοτυπικός έλεγχος HLA-B*1502”. Το
αποτέλεσμα του ελέγχου είναι θετικό είτε σε περίπτωση ανίχνευσης του
ενός είτε των δύο HLA-B*1502 αλληλόμορφων, και αρνητικό σε περίπτωση
μη ανίχνευσης των HLA-B*1502 αλληλόμορφων. Με παρόμοιο τρόπο, σε
περίπτωση ελέγχου της παρουσίας του αλληλόμορφου HLA-Α*3101,
συνιστάται υψηλής ανάλυσης “γονοτυπικός έλεγχος HLA-Α*3101”. Το
αποτέλεσμα του ελέγχου είναι θετικό είτε σε περίπτωση ανίχνευσης του
ενός είτε των δύο HLA-Α*3101 αλληλόμορφων, και αρνητικό σε περίπτωση
μη ανίχνευσης των HLA-Α*3101 αλληλόμορφων.
Κίνδυνος αιφνίδιας επιδείνωσης επιληπτικών σπασμών
Έχει αναφερθεί κίνδυνος αιφνίδιας επιδείνωσης επιληπτικών σπασμών
κατά τη διάρκεια της θεραπείας με Trileptal. Ο συγκεκριμένος κίνδυνος
εμφανίζεται κυρίως σε παιδιά ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί και σε
ενήλικες. Στην περίπτωση αυτή, η θεραπεία θα πρέπει να διακοπεί.
Υπονατριαιμία
Σε ποσοστό μέχρι 2,7 % των ασθενών που λαμβάνουν Trileptal, έχουν
παρατηρηθεί επίπεδα νατρίου του ορού κάτω από 125 mmol/l, συνήθως
χωρίς συμπτωματολογία και χωρίς να απαιτείται ρύθμιση της θεραπείας.
Η εμπειρία από κλινικές μελέτες δείχνει ότι τα επίπεδα νατρίου του ορού
επιστρέφουν στο φυσιολογικό, όταν μειωθεί η δόση του Trileptal, όταν
διακόπτεται η αγωγή ή όταν ο ασθενής αντιμετωπίζεται συντηρητικά (π.χ.
περιορισμός λήψης υγρών). Σε ασθενείς με προϋπάρχουσες νεφρικές
καταστάσεις που συσχετίζονται με χαμηλό νάτριο (σύνδρομο που
προσομοιάζει σε μη φυσιολογική έκκριση της ADH) ή σε ασθενείς που
λαμβάνουν ταυτόχρονη θεραπεία με φαρμακευτικά προϊόντα που μειώνουν
το νάτριο (π.χ. διουρητικά, desmopressin) καθώς επίσης και Μη Στεροειδή
Αντιφλεγμονώδη Φάρμακα (π.χ. ινδομεθακίνη), πρέπει τα επίπεδα του
νατρίου του ορού να προσδιορίζονται πριν από την έναρξη της θεραπείας.
Εν συνεχεία, τα επίπεδα νατρίου του ορού πρέπει να προσδιορίζονται μετά
από περίπου δύο εβδομάδες και στη συνέχεια ανά μηνιαία διαστήματα για
τους τρείς πρώτους μήνες της θεραπείας ή σύμφωνα με τις κλινικές
ανάγκες. Πιθανόν αυτοί οι παράγοντες κινδύνου να ισχύουν ιδιαίτερα
στους υπερήλικες ασθενείς. Για ασθενείς σε θεραπεία με Trileptal όταν
ξεκινούν να παίρνουν φαρμακευτικά προϊόντα που μειώνουν το νάτριο,
πρέπει να ακολουθείται η ίδια αντιμετώπιση ως προς τον έλεγχο του
νατρίου. Γενικά εάν κατά τη θεραπεία με Trileptal εμφανισθούν κλινικά
συμπτώματα που υποδηλώνουν υπονατριαιμία (βλ. Κεφ. 4.8 «Ανεπιθύμητες
ενέργειες»), θα πρέπει να γίνεται μέτρηση του νατρίου του ορού. Οι άλλοι
ασθενείς θα πρέπει να κάνουν μέτρηση του νατρίου του ορού, σαν ένα
μέρος των συνήθων εργαστηριακών εξετάσεων.
Όλοι οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και δευτερογενή καρδιακή
ανεπάρκεια πρέπει να ζυγίζονται τακτικά για να γίνεται αντιληπτή η
τυχόν κατακράτηση υγρών. Σε περίπτωση κατακράτησης υγρών ή
επιδείνωσης της καρδιακής λειτουργίας, πρέπει να ελέγχεται το νάτριο
ορού. Εάν παρατηρηθεί υπονατριαιμία, ο περιορισμός της λήψης υγρών
είναι αποτελεσματικό μέτρο αντιμετώπισης. Καθώς η oxcarbazepine, πολύ
σπάνια, μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχή της καρδιακής αγωγιμότητας,
ασθενείς με προϋπάρχουσες διαταραχές αγωγιμότητας (π.χ.
κολποκοιλιακός αποκλεισμός, αρρυθμία) πρέπει να παρακολουθούνται
προσεκτικά.
Υποθυρεοειδισμός
Ο υποθυρεοειδισμός αποτελεί ανεπιθύμητη ενέργεια (με μη γνωστή
συχνότητα, βλ. παράγραφο 4.8) της oxcarbazepine. Λαμβάνοντας υπόψη τη
σημασία των θυρεοειδικών ορμονών στην ανάπτυξη των παιδιών μετά τη
γέννηση, συνιστάται η παρακολούθηση της λειτουργίας του θυρεοειδούς
αδένα στον παιδιατρικό πληθυσμό που υποβάλλεται σε θεραπεία με το
Trileptal.
Ηπατική λειτουργία
Έχουν αναφερθεί, πολύ σπάνια, περιπτώσεις ηπατίτιδας, οι οποίες τις
περισσότερες φορές, αντιμετωπίσθηκαν ικανοποιητικά. Όταν υπάρχει
υποψία ηπατίτιδας, θα πρέπει να εξετάζεται η ηπατική λειτουργία και αν
απαιτείται να διακόπτεται το Trileptal. Θα πρέπει να δίνεται προσοχή στην
περίπτωση ασθενών με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο 4.2
και 5.2)
Νεφρική λειτουργία
Σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης μικρότερη
των 30 ml/λεπτό), θα πρέπει να δίνεται προσοχή κατά τη διάρκεια της
θεραπευτικής αγωγής με Trileptal, ιδιαίτερα στη δόση έναρξης και την
τιτλοποίηση προς τα πάνω της δόσης. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η
παρακολούθηση των επιπέδων MHD στο πλάσμα (βλ. παράγραφο 4.2 και
5.2)
Αιματολογικές επιδράσεις
Πολύ σπάνια περιστατικά ακοκιοκυτταραιμίας, απλαστικής αναιμίας και
πανκυτταροπενίας έχουν παρατηρηθεί σε ασθενείς που ελάμβαναν Trileptal
κατά την περίοδο μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου. (βλ. παράγραφο
4.8). Θα πρέπει να εξετάζεται η διακοπή του φαρμάκου σε περίπτωση που
παρουσιαστούν στοιχεία σοβαρής καταστολής του μυελόυ των οστών.
Αυτοκτονικός ιδεασμός
Αυτοκτονικός ιδεασμός και συμπεριφορά έχουν αναφερθεί σε ασθενείς υπό
αγωγή με αντιεπιληπτικά φάρμακα για διάφορες ενδείξεις. Μια μετα-
ανάλυση των τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων με εικονικό φάρμακο
κλινικών μελετών αντιεπιληπτικών φαρμάκων έχει επίσης δείξει μικρή
αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης αυτοκτονικού ιδεασμού και
συμπεριφοράς (βλ. παράγραφο 5.1). Οι μηχανισμοί ανάπτυξης αυτού του
κινδύνου δεν είναι γνωστοί και τα διαθέσιμα δεδομένα δεν αποκλείουν
την πιθανότητα εμφάνισης αυξημένου κινδύνου.
Κατά συνέπεια οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για συμπτώματα
αυτοκτονικού ιδεασμού και συμπεριφορών και να εφαρμόζεται η
κατάλληλη θεραπεία. Συνιστάται στους ασθενείς (και σε αυτούς που τους
φροντίζουν) να αναζητούν ιατρική συμβουλή σε περίπτωση εμφάνισης
συμπτωμάτων αυτοκτονικού ιδεασμού ή συμπεριφοράς.
Ορμονικά αντισυλληπτικά
Γυναίκες ασθενείς αναπαραγωγικής ηλικίας θα πρέπει να
προειδοποιούνται ότι η σύγχρονη χρήση του Trileptal με ορμονικά
αντισυλληπτικά, μπορεί να καταστήσει αυτό τον τύπο αντισυλληπτικής
μεθόδου αναποτελεσματικό (βλ. παράγραφο 4.5). Όταν γίνεται χρήση του
Trileptal, συνιστώνται πρόσθετοι, μη ορμονικοί τρόποι αντισύλληψης.
Οινόπνευμα
Επιβάλλεται προσοχή, εάν λαμβάνεται οινόπνευμα κατά την θεραπεία με
Trileptal, λόγω πιθανού πρόσθετου κατασταλτικού αποτελέσματος.
Διακοπή
Όπως συμβαίνει με όλα τα αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα, το
Trileptal θα πρέπει να διακόπτεται βαθμιαίως, για να ελαχιστοποιείται η
πιθανότητα αυξημένης συχνότητας επιληπτικών σπασμών.
Άλλα
Το πόσιμο εναιώρημα Trileptal περιέχει αιθανόλη, λιγότερη από 100 mg ανά
δόση. Περιέχει parabenes, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν αλλεργικές
αντιδράσεις (πιθανόν με καθυστέρηση). Περιέχει σορβιτόλη, και ως εκ
τούτου δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με σπάνια κληρονομικά
προβλήματα της ανοχής στη φρουκτόζη.
Παρακολούθηση των επιπέδων πλάσματος
Παρά το γεγονός ότι οι συσχετίσεις μεταξύ δόσης και επιπέδων
οξυκαρβαζεπίνης στο πλάσμα, και μεταξύ των επιπέδων στο πλάσμα και
κλινικής αποτελεσματικότητας ή ανεκτικότητας είναι μάλλον αδύναμες, η
παρακολούθηση των επιπέδων στο πλάσμα μπορεί να είναι χρήσιμη στις
ακόλουθες περιπτώσεις, προκειμένου να αποκλειστεί η μη συμμόρφωση ή
σε περιπτώσεις όπου θα πρέπει να αναμένεται μεταβολή στην κάθαρση
MHD, όπως οι εξής:
αλλαγές στη νεφρική λειτουργία (βλέπε νεφρική δυσλειτουργία στην
παράγραφο 4.2).
κύηση ( 4.6 βλέπε παράγραφο και 5).
ταυτόχρονη χρήση φαρμάκων που προκαλούν επαγωγή των ηπατικών
ενζύμων (βλέπε
παράγραφο 4.5).
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
E παγωγή ενζύμων
H oxcarbazepine και ο φαρμακολογικά ενεργός μεταβολίτης της (το παράγωγο
μονοϋδροξέος, MHD) είναι ασθενείς επαγωγείς in vitro και in vivo, των
ενζύμων του κυττοχρώματος P450 CYP3A4 και CYP3A5, που είναι
υπεύθυνα για τον μεταβολισμό πολύ μεγάλου αριθμού φαρμάκων όπως για
παράδειγμα, των ανοσοκατασταλτικών (π.χ. κυκλοσπορίνη, τακρόλιμους),
των από του στόματος αντισυλληπτικών (βλέπε παρακάτω), και μερικών
άλλων αντιεπιληπτικών φαρμακευτικών προϊόντων (π.χ. καρβαμαζεπίνη)
με αποτέλεσμα χαμηλότερη συγκέντρωση στο πλάσμα αυτών των
φαρμάκων (βλ. τον πίνακα παρακάτω που συνοψίζει τα αποτελέσματα με
άλλα αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα).
In
vitro, η oxcarbazepine και το ΜHD είναι ασθενείς επαγωγείς των UDP-
γλυκουρονυλ- τρανσφερασών (δεν είναι γνωστή η επίδραση των ειδικών
ενζύμων σε αυτή την οικογένεια). Επομένως in
vivo η oxcarbazepine και το
ΜHD μπορεί να έχουν μια μικρή επαγωγική δράση στον μεταβολισμό των
φαρμακευτικών προϊόντων τα οποία αποβάλλονται κυρίως με σύζευξη
μέσω των UDP-γλυκουρονυλ- τρανσφερασών. Όταν ξεκινάει η θεραπεία με
Trileptal ή αλλάξει η δοσολογία, θα χρειαστούν 2 με 3 εβδομάδες για να
φτάσουμε τα νέα επίπεδα της επαγωγής.
Σε περίπτωση διακοπής της αγωγής με Trileptal, ενδέχεται να είναι
αναγκαία η μείωση της δόσης της συγχορηγούμενης φαρμακευτικής
αγωγής. Αυτό θα πρέπει να αποφασίζεται βάση του κλινικού ελέγχου και /
ή του ελέγχου των επιπέδων στο πλάσμα. Η επαγωγή είναι πιθανό να
μειώνεται σταδιακά μετά από 2 με 3 εβδομάδες μετά την διακοπή.
Ορμονικά αντισυλληπτικά:
Το
Trileptal έχει δείξει ότι έχει επίδραση και στα
δύο συστατικά, ethinylestradiol (EE) και levonorgestrel (LNG), των από του
στόματος αντισυλληπτικών. Οι μέσες τιμές AUC των EE και LNG ήταν
μειωμένες κατά 48-52 % και 32-52 % αντίστοιχα. Επομένως, η ταυτόχρονη
χρήση του Trileptal με τα ορμονικά αντισυλληπτικά μπορεί να τα
καταστήσει μη αποτελεσματικά (βλέπε παράγραφο 4.4). Θα πρέπει να
χρησιμοποιείται κάποια άλλη αξιόπιστη μέθοδος αντισύλληψης.
Αναστολή ενζύμων
Η oxcarbazepine και το MHD αναστέλλουν το CYP2C19. Κατά συνέπεια, θα
μπορούσαν να προκύψουν αλληλεπιδράσεις με την σύγχρονη χορήγηση
υψηλών δόσεων Trileptal και φαρμακευτικών προϊόντων που μεταβολίζονται
από το CYP2C19 (π.χ. φαινυτοΐνη). Τα επίπεδα της φαινυτοΐνης στο
πλάσμα αυξήθηκαν μέχρι 40 % όταν το
Trileptal χορηγήθηκε σε δόσεις
μεγαλύτερες των 1200 mg/ημερησίως (βλέπε τον παρακάτω πίνακα που
συνοψίζει τα αποτελέσματα με άλλα αντιεπληπτικά). Σε αυτή την
περίπτωση, μπορεί να χρειαστεί μείωση της δόσης της συγχορηγούμενης
φαινυτοΐνης (βλέπε παράγραφο 4.2).
Αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα
Σε κλινικές μελέτες έγινε αξιολόγηση των πιθανών αλληλεπιδράσεων
μεταξύ του Trileptal και άλλων αντιεπιληπτικών φαρμακευτικών προϊόντων.
Στον ακόλουθο πίνακα, συνοψίζονται τα αποτελέσματα αυτών των
αλληλεπιδράσεων επί της μέσης AUC και της Cmin.
Περίληψη αλληλεπιδράσεων αντιεπιληπτικών φαρμακευτικών προϊόντων
με
Trileptal
Αντιεπιληπτικά
μ φαρ ακευτικά
προϊόντα
μΣυγχορηγού ενα
Επίδραση του
Trileptal στα
αντιεπιληπτικά
φαρμακευτικά
προϊόντα
Συγκέντρωση
Επίδραση
αντιεπιληπτικών
φαρμακευτικών
προϊόντων στο
ΜΗD
Συγκέντρωση
K μαρβα αζεπίνη 0-22 % μείωση (30
% αύξηση του
εποξειδίου της
καρβαμαζεπίνης)
40 % μείωση
μ μΚλο παζά η Δ μεν έχει ελετηθεί μ Κα ία επίδραση
μ μΦελ πα άτη Δ μεν έχει ελετηθεί μ Κα ία επίδραση
Λαμοτριγίνη Καμία επίδραση Καμία επίδραση
Φαινοβαρβιτόν
η
14-15 % αύξηση 30-31 % μείωση
Φαινυτοΐνη 0-40 % αύξηση 29-35 % μείωση
Βαλπροϊκό οξύ μ Κα ία επίδραση 0-18 % μείωση
Έχει αποδειχθεί, ότι ισχυροί επαγωγείς των ενζύμων του κυττοχρώματος
Ρ450 (δηλ. καρβαμαζεπίνη, φαινυτοϊνη και φαινοβαρβιτόνη), μειώνουν τα
επίπεδα του MHD στο πλάσμα (29-40 %) ενηλίκων. Σε παιδιά ηλικίας 4 έως
12 ετών, η κάθαρση του MHD αυξάνεται, σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία,
μέχρι περίπου 35 % όταν δίνεται ένα από τα τρία αντιεπιληπτικά
φαρμακευτικά προϊόντα που επάγουν τα ένζυμα.
Η ταυτόχρονη χορήγηση του Trileplal με λαμοτριγίνη έχει συσχετιστεί με
έναν αυξημένο κίνδυνο ανεπιθυμήτων ενεργειών (ναυτία, υπνηλία, ζάλη
και κεφαλαλγία). Όταν ένα ή περισσότερα αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά
προϊόντα χορηγούνται ταυτόχρονα με το Trileplal, θα πρέπει να εξετάζεται
κατά περίπτωση η προσεκτική ρύθμιση της δοσολογίας και / ή ο έλεγχος
των επιπέδων του πλάσματος, ιδιαίτερα στους παιδιατρικούς ασθενείς
στους οποίους χορηγείται ταυτόχρονα λαμοτριγίνη.
Με το Trileptal, δεν έχει παρατηρηθεί αυτο-επαγωγή.
Άλλες φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις
Η σιμετιδίνη, η ερυθρομυκίνη, η βιλοξαζίνη, η βαρφαρίνη και η
δεξτροπροποξυφαίνη δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα επί της
φαρμακοκινητικής του MHD.
Η αλληλεπίδραση μεταξύ της oxcarbazepine και των αναστολέων της
μονοαμινοξειδάσης (ΜΑΟΙs) πιθανόν βασίζεται στη δομική σχέση της
oxcarbazepine με τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά.
Ασθενείς σε θεραπεία με τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά είχαν περιληφθεί
σε κλινικές μελέτες και δεν παρατηρήθηκε καμιά κλινική σχέση
αλληλεπίδρασης. Πιθανά ο συνδυασμός του λιθίου με την oxcarbazepine να
προκαλέσει αυξημένη νευροτοξικότητα.
4.6. Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία και αντισυλληπτικά μέτρα
Το Trileptal μπορεί να καταστήσει αναποτελεσματική τη θεραπεία με από
του στόματος χορηγούμενα αντισυλληπτικά φάρμακα που περιέχουν
ethinylestradiol (EE) και levonorgestrel (LNG) (βλ. παράγραφο 4.4 και 4.5).
Γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία θα πρέπει να συμβουλεύονται να
χρησιμοποιούν υψηλής αποτελεσματικότητας αντισύλληψη (κυρίως μη
ορμονικά αντισυλληπτικά (π.χ. εσωουρηθρικά εμφυτεύματα) κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με Trileptal.
Κύηση
Κίνδυνος σχετικός με την επιληψία και με αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά
προϊόντα γενικά:
Έχει παρατηρηθεί αύξηση των δυσπλασιών, σε πληθυσμό που βρίσκεται σε
θεραπεία με πολλά φάρμακα, ειδικότερα με βαλπροϊκό.
Επιπλέον, η αποτελεσματική αντιεπιληπτική θεραπεία δεν θα πρέπει να
διακόπτεται, καθώς η επιδείνωση της νόσου είναι επιζήμια για την μητέρα
και το έμβρυο.
Κίνδυνος σχετικός με την
oxcarbazepine
:
Υπάρχει μέτρια ποσότητα δεδομένων από έγκυες γυναίκες (300-1000
εκβάσεις της κύησης). Ωστόσο, τα δεδομένα σχετικά με τη συσχέτιση της
οξκαρβαζεπίνης με τη συγγενή δυσπλασία είναι περιορισμένα. Δεν υπάρχει
αύξηση στο συνολικό ποσοστό των δυσπλασιών με Trileptal σε σύγκριση
με το ποσοστό που παρατηρείται στο γενικό πληθυσμό (2-3 %). Παρ 'όλα
αυτά, με αυτή την ποσότητα δεδομένων, ένας μέτριος κίνδυνος
τερατογένεσης δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα:
Εάν οι γυναίκες που λαμβάνουν Trileptal μείνουν έγκυες ή
προγραμματίζουν να μείνουν έγκυες, η χρησιμοποίηση αυτού του
προϊόντος θα πρέπει προσεκτικά να επανεξεταστεί. Θα πρέπει να
χορηγείται η μικρότερη αποτελεσματική δόση και όπου είναι
δυνατόν, θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως μονοθεραπεία
τουλάχιστον κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών της
εγκυμοσύνης.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μια αποτελεσματική
αντιεπιληπτική θεραπεία με οξκαρβαζεπίνη δεν θα πρέπει να
διακόπτεται, καθώς η επιδείνωση της νόσου είναι επιζήμια για την
μητέρα και το έμβρυο.
Παρακολούθηση και πρόληψη:
Ορισμένα αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα μπορούν να
συμβάλλουν στην ανεπάρκεια του φυλλικού οξέος, που είναι πιθανόν η
αιτία που προκαλεί τις εμβρυακές ανωμαλίες. Συνιστάται η
συμπληρωματική χορήγηση φυλλικού οξέος πριν και κατά την διάρκεια της
εγκυμοσύνης. Καθώς δεν έχει αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα αυτών
των συμπληρωμάτων, μια ειδική προγεννητική διάγνωση πρέπει να
γίνεται, ακόμη και για τις γυναίκες που λαμβάνουν συμπληρωματική
θεραπεία με φυλλικό οξύ.
Για το νεογνό
:
Έχουν αναφερθεί αιμορραγικές διαταραχές σε νεογέννητα με
αντιεπιληπτικά φάρμακα που επάγουν τα ηπατικά ένζυμα.. Σαν προφύλαξη
πρέπει να χορηγείται βιταμίνη Κ1 τις τελευταίες εβδομάδες της
εγκυμοσύνης καθώς επίσης και στο νεογέννητο.
Γαλουχία
Η oxcarbazepine και ο δραστικός της μεταβολίτης (MHD) απεκκρίνονται στο
ανθρώπινο γάλα. Βρέθηκε μια αναλογία συγκέντρωσης γάλακτος προς
πλάσμα 0,5 και για τους δύο. Είναι άγνωστα τα αποτελέσματα στο νεογνό
το οποίο εκτίθεται στο Trileptal μέσω αυτής της οδού. Συνεπώς, το Trileptal
δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας.
Γονιμότητα
Στους αρουραίους, η oxcarbazepine δεν είχε επιπτώσεις στη γονιμότητα.
Επιπτώσεις σε αναπαραγωγικές παραμέτρους σε θυληκούς αρουραίους
παρατηρήθηκαν με MHD σε δόσεις συγκρίσιμες με αυτές των ανθρώπων
(βλ. παράγραφο 5.3).
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Ανεπιθύμητες ενέργειες όπως ζάλη, υπνηλία, αταξία, διπλωπία, θάμβος
όρασης, διαταραχές της όρασης, υπονατριαιμία και μειωμένο επίπεδο
συνείδησης έχουν αναφερθεί με το Trileptal (για την πλήρη λίστα
ανεπιθύμητων ενεργειών βλ. παράγραφο 4.8), ειδικότερα κατά την έναρξη
της θεραπείας ή σε σχέση με τις προσαρμογές της δόσης (πιο συχνά κατά
τη διάρκεια της φάσης τιτλοποίησης προς τα πάνω). Οι ασθενείς θα πρέπει
συνεπώς να ασκούν τη δέουσα προσοχή κατά την οδήγηση οχήματος ή το
χειρισμό μηχανημάτων.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφάλειας
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι υπνηλία,
κεφαλαλγία, ζάλη, διπλωπία, ναυτία, έμετος και κόπωση και συμβαίνουν
σε περισσότερους από το 10% των ασθενών.
Το φάσμα των ανεπιθύμητων ενεργειών ανά οργανικό σύστημα, βασίζεται
στις ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν κατά τις κλινικές
μελέτες και οι οποίες κρίθηκαν ότι είχαν σχέση με το Trileptal. Επί πλέον,
ελήφθησαν υπ’ όψιν αναφορές με κλινική σημασία σχετικές με
ανεπιθύμητες ενέργειες από προγράμματα παρακολούθησης μεμονωμένων
ασθενών καθώς και η εμπειρία μετά την κυκλοφορία του προϊόντος.
Λίστα των ανεπιθύμητων ενεργειών σε μορφή πίνακα
Υπολογισμός συχνότητας* : πολύ συχνές: 1/10, συχνές: 1/100 - <1/10,
όχι συχνές: 1/1,000 - <1/100, σπάνιες: 1/10,000 - <1/1,000, πολύ
σπάνιες: <1/10,000 μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα
διαθέσιμα δεδομένα).
Εντός κάθε κατηγορίας οργανικού συστήματος, οι ανεπιθύμητες ενέργειες
του φαρμάκου κατατάσσονται σύμφωνα με τη συχνότητα, με την πιο συχνή
ανεπιθύμητη ενέργεια πρώτη. Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας
εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά
σοβαρότητας.
Διαταραχές του αίματος
και του λεμφικού
συστήματος
Όχι συχνές
Πολύ σπάνιες
Μη γνωστές
Λευκοπενία
Θρομβοπενία
Καταστολή του μυελού των οστών,
απλαστική αναιμία,
ακοκιοκυτταραιμία,
πανκυτταροπενία, ουδετεροπενία
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Πολύ σπάνιες
Μη γνωστές
Υπερευαισθησία
#
.
Αναφυλακτικές αντιδράσεις
Διαταραχές του
ενδοκρινικού συστήματος
Μη γνωστές υποθυρεοειδισμός
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της
διατροφής
Συχνές
Πολύ σπάνιες
Μη γνωστές
υπονατριαιμία
υπονατριαιμία που συνοδεύεται
από σημεία και συμπτώματα όπως
επιληπτικοί σπασμοί,
εγκεφαλοπάθεια, μειωμένο επίπεδο
συνείδησης, σύγχυση (βλ. επίσης
διαταραχές του νευρικού
συστήματος για επιπλέον
ανεπιθύμητες δράσεις),
διαταραχές της όρασης (π.χ.
θάμβος όρασης),
υποθυρεοειδισμός, έμετοι, ναυτία†
Σύνδρομο που προσομοιάζει με μη
φυσιολογική έκκριση ADH με
σημεία και συμπτώματα λήθαργου,
ναυτίας, ζάλης, μειωμένης
όσμωσης του ορού (αίματος),
εμέτου, κεφαλαλγίας, κατάστασης
σύγχισης ή άλλα νευρολογικά
σημεία και συμπτώματα.
Ψυχιατρι κές διαταραχές
Συχνές
ανησυχία (π.χ. νευρικότητα),
συναισθηματική αστάθεια,
κατάσταση σύγχυσης, κατάθλιψη,
απάθεια
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Πολύ συχνές
Συχνές
Μη γνωστές
υπνηλία, κεφαλαλγία, ζάλη
αταξία, μυϊκός τρόμος,
νυσταγμός, διαταραχές στη
συγκέντρωση, αμνησία
Διαταραχές στην ομιλία
(συμπεριλαμβανομένης της
δυσαρθρίας): πιο συχνά κατά τη
διάρκεια της τιτλοποίησης του
Trileptal προς τα πάνω.
Οφθαλμικές διαταραχές
Πολύ συχνές
Συχνές
διπλωπία
θάμβος όρασης, διαταραχές
όρασης
Διαταραχές του ωτός και
του λαβυρίνθου
Συχνές
ίλιγγος
Καρδιακές διαταραχές
Πολύ σπάνιες
κολποκοιλιακός αποκλεισμός,
αρρυθμία
Αγγειακές διαταραχές
υπέρταση
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
συστήματος
Πολύ συχνές
Συχνές
Πολύ σπάνιες
Έμετος, ναυτία
διάρροια, κοιλιακά άλγη,
δυσκοιλιότητα, παγκρεατίτιδα
και /ή αύξηση της λιπάσης και /ή
της αμυλάσης
Διαταραχές του ήπατος
και των χοληφόρων
Πολύ σπάνιες
ηπατίτιδα
Διαταραχές του δέρματος
και του υποδόριου ιστού
Συχνές
Όχι συχνές
Πολύ σπάνιες
Μη γνωστές
εξάνθημα, αλωπεκία, ακμή
κνίδωση
σύνδρομο Stevens-Johnson, τοξική
επιδερμική νεκρόλυση (σύνδρομο
Lyells), αγγειοίδημα, πολύμορφο
ερύθημα (βλ. παράγραφο 4.4 )
Φαρμακευτικό εξάνθημα με
ηωσινοφιλία και συστηματικά
συμπτώματα (DRESS)**, Οξεία
γενικευμένη εξανθηματική
φλυκταίνωση (AGEP) **
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και του
συνδετικού ιστού
Πολύ σπάνιες
Μη γνωστές
συστηματικός ερυθηματώδης
λύκος
Έχουν υπάρξει αναφορές για
μειωμένη οστική πυκνότητα,
οστεοπενία, οστεοπόρωση και
κατάγματα σε ασθενείς που
λαμβάνουν μακροχρόνια
θεραπεία με Trileptal. Ο
μηχανισμός με τον οποίο το
Trileptal επηρεάζει το
μεταβολισμό των οστών δεν έχει
προσδιοριστεί.
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Πολύ συχνές
Συχνές
κόπωση
μαδυνα ία
Εργαστηριακές
εξετάσεις
Όχι συχνές
Μη γνωστές
αύξηση των ηπατικών ενζύμων,
αύξηση της αλκαλικής
φωσφατάσης του αίματος
μείωση της Τ4 (δεν είναι ξεκάθαρη
η κλινική σημαντικότητα)
Τραυματισμός,
δηλητηρίαση και
επιπλοκές κατά την
επέμβαση
Μη γνωστές
Πέσιμο
* Σύμφωνα με την ταξινόμηση συχνότητας CIOMS III
†Πολύ σπάνια, κατά την διάρκεια χρήσης του Trileptal, μπορεί να
αναπτυχθεί κλινικά σημαντική υπονατριαιμία (νάτριο <125 mmol/l). Αυτό
γενικά συμβαίνει κατά τους 3 πρώτους μήνες της θεραπείας με Trileptal.
Όμως υπήρξαν ασθενείς που αρχικά εμφάνισαν νάτριο ορού <125 mmol/l
για περισσότερο από 1 χρόνο μετά την έναρξη της θεραπείας (βλ.
παράγραφο 4.4).
** Ανεπιθύμητες ενέργειες από αυθόρμητες αναφορές και
βιβλιογραφικές περιπτώσεις (η συχνότητα δεν είναι γνωστή)
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν προέλθει από την εμπειρία
μετά την κυκλοφορία του Trileptal μέσω αυθόρμητων αναφορών και
βιβλιογραφικών περιπτώσεων. Εφόσον αυτές οι αντιδράσεις αναφέρθηκαν
εθελοντικά από έναν πληθυσμό αβέβαιου μεγέθους, δεν είναι εφικτό να
εκτιμηθεί η συχνότητά τους αξιόπιστα, και ως εκ τούτου
κατηγοριοποιείται ως μη γνωστή.
#
Υπερευαισθησία (συμπεριλαμβανομένης της πολυοργανικής
υπερευαισθησίας) που χαρακτηρίζεται από στοιχεία όπως το εξάνθημα και
ο πυρετός. Άλλα όργανα ή συστήματα μπορεί να επηρεαστούν όπως το
αίμα και το λεμφικό σύστημα (π.χ. ηωσινοφιλία, θρομβοκυτοπενία,
λευκοπενία, λεμφαδενοπάθεια, σπληνομεγαλία), το ήπαρ (π.χ. ηπατίτιδα,
μη φυσιολογικές δοκιμασίες της ηπατικής λειτουργίας,), οι μύες και οι
αρθρώσεις (π.χ.οίδημα των αρθρώσεων, μυαλγία, αρθραλγία), το νευρικό
σύστημα, (π.χ. ηπατική εγκεφαλοπάθεια), οι νεφροί (π.χ. νεφρική
ανεπάρκεια, , διάμεση νεφρίτιδα, πρωτεϊνουρία,), οι πνεύμονες, (π.χ.
πνευμονικό οίδημα, άσθμα, βρογχόσπασμος, διάμεση πνευμονική νόσος,
δύσπνοια), αγγειοοίδημα.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες
του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε
πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες στον:
Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9. Υπερδοσολογία
Έχουν αναφερθεί μεμονωμένες περιπτώσεις υπερδοσολογίας. Η μέγιστη
δόση που ελήφθη ήταν περίπου 48.000 mg
Σημεία και συμπτώματα
Καταστάσεις που αφορούν την ισορροπία ηλεκτρολυτών & υγρών:
υπονατριαιμία
Οφθαλμικές διαταραχές: διπλωπία, μύση, θάμβος όρασης
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος: ναυτία, έμετος, υπερκινησία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης: κόπωση
Ερευνες: καταστολή του αναπνευστικού ρυθμού, παράταση του QTc
Διαταραχές του νευρικού συστήματος: νύστα, υπνηλία, ζάλη, αταξία και
νυσταγμός τρόμος, διαταραχή στον συντονισμό (ακανόνιστος
συντονισμός), σπασμοί, κεφαλαλγία, κώμα, απώλεια συνείδησης,
δυσκινησία.
Ψυχιατρικές διαταραχές: επιθετικότητα, ανησυχία, κατάσταση σύγχισης
Αγγειακές διαταραχές: υπόταση
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος,του θώρακα και του
μεσοθωράκιου: δύσπνοια
Διαχείριση
Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο. Θα πρέπει να εφαρμόζεται η κατάλληλη
συμπτωματική και υποστηρικτική θεραπευτική αγωγή. Το φαρμακευτικό
προϊόν θα πρέπει να απομακρύνεται με πλύση στομάχου και /ή
αδρανοποίηση με την χορήγηση ενεργού άνθρακα.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΈΣ ΙΔΙΌΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Αντιεπιληπτικά, Κωδικός ΑΤC: N03A F 02
Φαρμακοδυναμικά αποτελέσματα
Η φαρμακολογική δράση της oxcarbazepine, ασκείται κυρίως μέσω του
μεταβολίτη της oxcarbazepine (MHD) (βλ. παράγραφο 5.2. Ο μηχανισμός
δράσης της oxcarbazepine και του MΗD πιστεύεται ότι βασίζεται κυρίως στον
αποκλεισμό των διαύλων νατρίου που είναι ευαίσθητοι στις διαφορές
δυναμικού, προκαλώντας έτσι σταθεροποίηση των υπερδιεγερμένων
μεμβρανών των νευρώνων, αναστολή της επαναληπτικής πυροδότησης των
νευρώνων και περιορισμό της εξάπλωσης των συναπτικών ώσεων.
Επιπροσθέτως, η αυξημένη αγωγιμότητα του καλίου και η τροποποίηση
των διαύλων ασβεστίου που ενεργοποιούνται από υψηλή διαφορά
δυναμικού, μπορεί να συμβάλουν επίσης στην αντιεπιληπτική δράση. Δεν
βρέθηκαν σημαντικές αλληλεπιδράσεις με νευροδιαβιβαστές του
εγκεφάλου ή με θέσεις τροποποιητικών υποδοχέων.
Η οxcarbazepine και ο δραστικός μεταβολίτης της (MHD), είναι ισχυρά και
αποτελεσματικά αντιεπιληπτικά φάρμακα στα πειραματόζωα.
Προστατεύουν τα πειραματόζωα (τρωκτικά) έναντι των γενικευμένων
τονικοκλονικών και, σε μικρότερο βαθμό, κλονικών επιληπτικών σπασμών
και καταργούν ή μειώνουν την συχνότητα των χρονίως υποτροπιαζόντων
μερικών επιληπτικών σπασμών, σε πιθήκους Rhesus με εμφυτεύματα
αργιλίου. Δεν παρετηρήθη ανοχή (δηλ. εξασθένηση της αντιεπιληπτικής
δράσης) σε τονικοκλονικούς σπασμούς, όταν ποντικοί και αρουραίοι
ετέθησαν υπό ημερίσια χορήγηση επί 5 ημέρες ή 4 εβδομάδες, αντίστοιχα,
με oxcarbazepine ή MHD.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Μετά την από του στόματος χορήγηση του Trileptal πόσιμου εναιωρήματος,
η οxcarbazepine απορροφάται πλήρως και υφίσταται εκτεταμένο μεταβολισμό
προς τον φαρμακολογικά δραστικό μεταβολίτη της (MHD).
Μετά από εφ’άπαξ χορήγηση δόσης 600 mg Trileptal σε υγιείς άρρενες
εθελοντές κάτω από συνθήκες νηστείας, η μέση τιμή Cmax του MHD ήταν
24,9 μmol/l, με αντίστοιχη μέση τιμή t
max
6 ωρών.
Σε μια μελέτη ποσοτικής σχέσης επί ανθρώπων, μόνον το 2 % της
συνολικής ραδιενέργειας στο πλάσμα, οφειλόταν σε αμετάβλητη
οxcarbazepine, περίπου 70 % οφειλόταν σε MHD και το υπόλοιπο θα μπορούσε
να αποδοθεί σε ελάσσονες δευτερογενείς μεταβολίτες, οι οποίοι
απεβλήθησαν ταχέως.
Η τροφή δεν έχει κανένα αποτέλεσμα στον ρυθμό και την έκταση
απορρόφησης της oxcarbazepine, συνεπώς τo Trileptal μπορεί να ληφθεί με ή
χωρίς τροφή.
Κατανομή
Ο φαινόμενος όγκος κατανομής του MHD, είναι 49 λίτρα. Περίπου το 40 %
του ΜΗD συνδέεται με τις πρωτεΐνες του ορού, κατά κύριο λόγο την
αλβουμίνη. Η δέσμευση ήταν ανεξάρτητη από την συγκέντρωση στον ορό,
εντός των σχετικών θεραπευτικών ορίων. Η oxcarbazepine και ο ΜΗD, δεν
συνδέονται με την αλφα-1-οξυ- γλυκοπρωτεΐνη.
Η oxcarbazepine και το MHD διαπερνούν τον πλακούντα. Η συγκέντρωση
στο πλάσμα του MHD στη μητέρα και στο νεογέννητο σε μια περίπτωση
ήταν ίδιες.
Βιομετατροπή
Η οxcarbazepine ανάγεται γρήγορα από κυτταροπλασματικά ένζυμα στο ήπαρ
σε ΜHD, το οποίο είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνο για το φαρμακολογικό
αποτέλεσμα του Trileptal. Το MHD μεταβολίζεται περαιτέρω μέσω σύζευξης
με γλυκουρονικό οξύ. Μικρές ποσότητες (4 % της δόσης) οξειδώνονται
προς τον φαρμακολογικά αδρανή μεταβολίτη (10,11-διυδροξύ παράγωγο,
DHD).
A ποβολή
Η oxcarbazepine αποβάλλεται από το σώμα κυρίως υπό την μορφή
μεταβολιτών, οι οποίοι κυρίως απεκκρίνονται δια των νεφρών.
Περισσότερο από το 95 % της δόσης εμφανίζεται στα ούρα, με λιγότερο
από 1 % υπό την μορφή αμετάβλητης oxcarbazepine. H αποβολή δια των
κοπράνων είναι λιγότερη από το 4 % της χορηγηθείσης δόσης. Περίπου το
80 % της δόσης απεκκρίνεται στα ούρα, είτε σαν γλυκουρονίδια του ΜΗD
(49 %), είτε σαν αμετάβλητο MHD (27 %), ενώ το αδρανές DHD αποτελεί
περίπου το 3% και οι συνεζευγμένες ενώσεις της oxcarbazepine ανέρχονται
στο 13 % περίπου της δόσης.
Η oxcarbazepine αποβάλλεται γρήγορα από το πλάσμα, με φαινόμενες τιμές
χρόνου υποδιπλασιασμού ανάμεσα στις 1,3 και 2,3 ώρες. Αντιθέτως, ο
φαινόμενος χρόνος υποδιπλασιασμού του MHD είναι κατά μέσον όρο
9,31,8 ώρες.
Αναλογικότητα της δόσης
Συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης ισορροπίας του ΜΗD στο πλάσμα,
επιτυγχάνονται εντός 2-3 ημερών στους ασθενείς, όταν το Trileptal
χορηγείται δύο φορές την ημέρα. Σε σταθερή κατάσταση ισορροπίας, η
φαρμακοκινητική του MHD είναι γραμμική και δείχνει αναλογικότητα προς
την δόση, σε όλο το εύρος δόσης, από 300 έως 2400 mg ημερησίως.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
Η φαρμακοκινητική και ο μεταβολισμός της oxcarbazepine και του MHD,
υπολογίσθηκαν σε υγιείς εθελοντές και σε άτομα με ηπατική
δυσλειτουργία, μετά από εφ’ άπαξ δόση 900 mg από το στόμα. Ήπια έως
μέτρια ηπατική δυσλειτουργία, δεν επηρέασε την φαρμακοκινητική της
oxcarbazepine και του MHD. To Trileptal δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με
σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία.
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Υπάρχει γραμμική συσχέτιση ανάμεσα στην κάθαρση κρεατινίνης και την
νεφρική κάθαρση του ΜΗD. Όταν το Trileptal χορηγείται σαν εφ’ άπαξ δόση
300 mg σε άτομα με νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης < 30
ml/min), ο χρόνος ημίσειας ζωής αποβολής του ΜΗD, παρατείνεται κατά 60-
90 % (16 με 19 ώρες) με διπλάσια αύξηση της AUC σε σύγκριση με
ενήλικες με φυσιολογική νεφρική λειτουργία (10 ώρες).
Παιδιά
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες του Trileptal αξιολογήθηκαν σε κλινικές
μελέτες παιδιατρικών ασθενών που λάμβαναν Trileptal σε δοσολογίες
μεταξύ των 10-60 mg/Kg/ημερησίως. Η προσαρμοσμένη ως προς το βάρος
κάθαρση του MHD μειώνεται καθώς η ηλικία και το βάρος αυξάνονται
πλησιάζοντας αυτό των ενηλίκων. Η μέση προσαρμοσμένη ως προς το
βάρος κάθαρση σε παιδιά ηλικίας 4 έως 12 ετών είναι περίπου 40 %
υψηλότερη από ότι των ενηλίκων. Επομένως, η έκθεση του MHD σε αυτά τα
παιδιά αναμένεται να είναι περίπου τα δύο-τρίτα από ότι των ενηλίκων με
παρόμοια προσαρμοσμένη ως προς το βάρος δόση. Καθώς αυξάνεται το
βάρος, για ασθενείς ηλικίας 13 χρόνων και άνω, η προσαρμοσμένη ως προς
το βάρος κάθαρση του MHD αναμένεται να φτάσει αυτή των ενηλίκων.
Άτομα μεγαλύτερης ηλικίας
Μετά από χορήγηση εφ’ άπαξ (300 mg) και πολλαπλών δόσεων (600
mg/ημέρα) Τrileptal σε ηλικιωμένους εθελοντές (60-82 ετών), οι μέγιστες
συγκεντρώσεις στο πλάσμα και οι τιμές AUC του ΜΗD ήσαν 30 %-60 %
υψηλότερες από ό,τι σε νεότερους εθελοντές (18-32 ετών). Συγκρίσεις των
τιμών της κάθαρσης κρεατινίνης σε νέους και ηλικιωμένους εθελοντές,
δείχνουν ότι η διαφορά οφείλεται σε μειωμένη κάθαρση κρεατινίνης που
σχετίζεται με την ηλικία. Δεν είναι αναγκαίες ειδικές συστάσεις για την
δόση, αφού οι θεραπευτικές δόσεις εξατομικεύονται.
Φύλο
Δεν έχουν παρατηρηθεί φαρμακοκινητικές διαφορές που να οφείλονται στο
φύλο, σε παιδιά, ενήλικες ή στους ηλικιωμένους.
5.3 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Προκλινικά δεδομένα βασιζόμενα σε μελέτες, φαρμακολογικής ασφάλειας
και μελέτες γονιδιοτοξικότητας με την oxcarbazepine και τον φαρμακολογικά
ενεργό μεταβολίτη, μονοϋδρόξυ παράγωγο (MHD), δεν έδειξαν ιδιαίτερη
βλάβη στους ανθρώπους.
Στοιχεία νεφροτοξικότητας παρατηρήθηκαν σε μελέτες
επαναλαμβανόμενων δόσεων τοξικότητας σε αρουραίους, αλλά όχι σε
σκύλους ή ποντίκια.
Ανοσοτοξικότητα
Ελεγχοι ανοσοδιέγερσης σε ποντίκια, έδειξαν ότι το MHD (και σε
μικρότερη έκταση η oxcarbazepine) μπορεί να επιφέρει καθυστερημένη
υπερευαισθησία.
Μεταλλαξιογόνος δράση
Η oxcarbazepine αύξησε τις συχνότητες μετάλλαξης σε έναν έλεγχο Ames
in vitro απουσία μεταβολικής ενεργοποίσης σε ένα από πέντε βακτηριακά
στελέχη. Η oxcarbazepine και το MHD προκάλεσαν αυξήσεις στην
χρωμοσωμιακή παρέκκλιση και/ή πολυπλοειδία στον in vitro έλεγχο των
οωθηκών στα κινέζικα χάμστερ απουσία μεταβολικής ενεργοποίσης. Το
MHD ήταν αρνητικό στον έλεγχο Ames και δεν βρέθηκε μεταλλαξιογόνος ή
κλαστογόνος δραση με oxcarbazepine ή MHD in vitro σε κύτταρα V79
Κινέζικου χαμστερ. Η oxcarbazepine και το MHD ήταν και τα δύο
αρνητικά στην κλαστογόνο ή ανευπλοειδογόνο επίδραση (σχηματισμός
μικροπυρήνων) σε έναν in vivo προσδιορισμό μυελού των οστών στους
αρουραίους.
Αναπαραγωγική τοξικότητα
Σε αρουραίους, η γονιμότητα και στα δύο φύλα δεν επηρεάστηκεα από
oxcarbazepine σε από του στόματος δόσεις έως 150mg/kg/ημέρα, κατά την
οποία δεν υπάρχει όριο ασφαλείας. Διακοπή της κυκλικότητας του οίστρου
και μείωση του αριθμού των κίτρινων σωμάτων, εμφυτεύσεις και ζώντα
έμβρυα παρατηρήθηκαν στα θηλυκά ζώα για το MHD σε δόσεις
συγκρίσιμες με εκείνες στον άνθρωπο (βλ. παράγραφο 4.6).
Τυπικές μελέτες αναπαραγωγικής τοξικότητας σε τρωκτικά και κουνέλια
έδειξαν ότι η χορήγηση τοξικών δόσεων στις μητέρες προκαλούσε αύξηση
της θνησιμότητας των εμβρύων και/ή καθυστέρηση της περιγγενητικής
και/ή μεταγεννητικής ανάπτυξης των απογόνων.
Σε μία από τις οκτώ μελέτες εμβρυοτοξικότητας που έγιναν είτε με
οξκαρβαμαζεπίνη είτε με τον MHD υπήρξε αύξηση των δυσπλασιών των
νεογνών των αραουραίων όταν οι χορηγούμενες δόσεις προκαλούσαν
τοξικότητα στις μητέρες.(βλ. παράγραφο 4.6.).
Καρκινογένεση
Σε μελέτες καρκινογέννεσης σε ζώα προκλήθηκαν όγκοι του ήπατος (σε
αρουραίους και ποντικούς) των όρχεων και εκ των κοκκιωδών κυττάρων
του θήλεος γεννητικού συστήματος (σε αρουραίους). Η εμφάνιση των
όγκων του ήπατος είναι πιθανόν το αποτέλεσμα της επαγωγής των
ηπατικών μικροσωματικών ενζύμων, μία δράση η οποία αν και δεν μπορεί
να αποκλεισθεί, είναι ασθενής ή απούσα σε ασθενείς που χρησιμοποιούν
το Trileptal. Οι όγκοι των όρχεων πιθανόν να προκαλούνται από αυξημένες
συγκεντρώσεις της ωχρινοτρόπου ορμόνης. Λόγω της απουσίας τέτοιας
αύξησης στους ανθρώπους, οι όγκοι αυτοί δεν θεωρούνται κλινικής
σημασίας. Σε μία μελέτη καρκινογέννεσης με αρουραίους με MHD
σημειώθηκε δοσοεξαρτώμενη αύξηση στην επίπτωση των εκ κοκκιωδών
κυττάρων όγκων του θήλεος γεννητικού συστήματος (στο κόλπο και στον
τράχηλο της μήτρας). Αυτές οι επιδράσεις παρουσιάστηκαν σε επίπεδα
έκθεσης συγκρίσιμα με την αναμενόμενη κλινική έκθεση. Ο μηχανισμός
για την ανάπτυξη αυτών των όγκων δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί, αλλά
θα μπορούσε να συσχετισθεί με αυξημένα επίπεδα εστραδιόλης ειδικά για
τους αρουραίους. Η κλινική σημασία αυτών των όγκων είναι ασαφής.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΆ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Propyl parahydroxybenzoate (E 216),
Saccharin sodium,
Sorbic acid (E 200),
Macrogol stearate 400,
Methyl parahydroxybenzoate (E 218),
Yellow-plum-lemon flavour (περιέχει αιθανόλη),
Ascorbic acid (E 300),
Dispersible cellulose (περιέχει microcrystalline cellulose και carmellose sodium),
Propylene glycol,
Sorbitol 70 % liquid (non-crystallising),
Water purified.
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
Να χρησιμοποιείται εντός 7 εβδομάδων από την αποσφράγιση της φιάλης.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Για το προϊόν αυτό δεν απαιτούνται ιδιαίτερες συνθήκες φύλαξης.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Καφέ (φαιοκίτρινα) γυάλινα φιαλίδια τύπου ΙΙΙ που περιέχουν 250 ml
πόσιμου εναιωρήματος. Τα φιαλίδια διαθέτουν καπάκι ασφαλείας για τα
παιδιά και είναι συσκευασμένα σε συσκευασία από χαρτόνι μαζί με μια
σύριγγα των 10 mL, για από του στόματος χορήγηση, από πολυπροπυλένιο
και με προσαρμογέα φιάλης με πίεση.
Συσκευασία: 1 φιάλη
6.6 Οδηγίες χρήσης/χειρισμού.
Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες οδηγίες.
7. KATOΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
NOVARTIS (Hellas) A.E.B.E.
Εθνική Οδός Νο. 1 (12
ο
χλμ.)
144 51 Μεταμόρφωση
Τηλ.: +30 210 28 11 712
8. AΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ