Σιμετιδίνη, υδραλαζίνη και αλκοόλ: μπορεί να προκαλέσουν την αύξηση των επιπέδων της τιμολόλης
στο πλάσμα.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Το LITHIMOLE δεν έχει μελετηθεί στην ανθρώπινη εγκυμοσύνη. Επιπλέον, μπορεί να εμφανιστούν
ανεπιθύμητες ενέργειες (ιδίως υπογλυκαιμία και βραδυκαρδία) στο έμβρυο και το νεογνό. Υπάρχει
αυξημένος κίνδυνος καρδιακών και πνευμονικών επιπλοκών στο νεογνό κατά τη μετεμβρυϊκή περίοδο.
Έτσι το LITHIMOLE δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στην εγκυμοσύνη, εκτός εάν υπάρχει εμφανές
όφελος.
Το LITHIMOLE μπορεί να απορροφηθεί συστηματικά και να αποβληθεί στο μητρικό γάλα. Με ορατή
την πιθανότητα πρόκλησης σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών στο βρέφος, ο θηλασμός πρέπει να
διακόπτεται πριν την έναρξη θεραπείας με LITHIMOLE στη μητέρα.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν υπάρχουν μελέτες για την επίδραση του LITHIMOLE στην ικανότητα οδήγησης. Πιθανές
παρενέργειες όπως θάμβος οράσεως, ζάλη ή κόπωση μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα μερικών
ασθενών για οδήγηση ή/καιχειρισμό μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Αισθητήρια όργανα: «Ξηρά μάτια», ενδείξεις και συμπτώματα οφθαλμικού ερεθισμού που
περιλαμβάνουν επιπεφυκίτιδα, βλεφαρίτιδα, κερατίτιδα και μειωμένη ευαισθησία του
κερατοειδούς.
Οπτικές διαταραχές συμπεριλαμβανομένων διαθλαστικών αλλαγών (λόγω διακοπής της
μυωτικής θεραπείας σε μερικές περιπτώσεις), διπλωπίας, βλεφαρόπτωσης, εμβοών και
αποκόλλησης του χοριοειδούς μετά από χειρουργικές διαδικασίες διήθησης.
Καρδιαγγειακό σύστημα: Βραδυκαρδία, μειωμένη κολποκοιλιακή αγωγιμότητα ή επιδείνωση
υπάρχοντος κολποκοιλιακού αποκλεισμού, υπόταση, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια,
αρρυθμία, συγκοπή, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, εγκεφαλική ισχαιμία, αίσθημα παλμών.
Φαινόμενο Raynaud και χωλότητα.
Αναπνευστικό σύστημα: Βρογχόσπασμος (κυρίως σε ασθενείς με προϋπάρχουσα
βρογχοσπαστική νόσο), αναπνευστική ανεπάρκεια, δύσπνοια και βήχας.
Γενικά συμπτώματα: Κόπωση, κεφαλαλγία, αδυναμία, οπισθοστερνικό άλγος.
Δέρμα: Αλωπεκία, αλλοιώσεις τύπου ψωρίασης ή επιδείνωση προϋπάρχουσας ψωρίασης.
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας, που περιλαμβάνουν τοπικό και γενικευμένο εξάνθημα και
κνίδωση, αγγειοοίδημα.
Υπάρχουν αναφορές δερματικών εξανθημάτων ή/και ξηροφθαλμία που συνοδεύουν τη χρήση
φαρμάκων αναστολέων των β-αδρενεργικών υποδοχέων. Η αναφερόμενη συχνότητα είναι
μικρή και στις περισσότερες περιπτώσεις τα συμπτώματα υπεχώρησαν με τη διακοπή της
θεραπείας. Πρέπει να μελετάται η διακοπή του φαρμάκου, όταν οποιαδήποτε τέτοια αντίδραση
δεν μπορεί να εξηγηθεί με άλλο τρόπο. Η θεραπεία δεν πρέπει να σταματά απότομα.
Κεντρικό νευρικό σύστημα: Ζάλη, κατάθλιψη, επίταση των σημείων και συμπτωμάτων της
βαρείας μυασθένειας, παραισθήσεις, εφιάλτες, αϋπνία, απώλεια μνήμης.
Πεπτικό σύστημα: Ναυτία, διάρροια, δυσπεψία, ξηροστομία
Ανοσολογικό: Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος.
Ουρογεννητικό: Πτώση της libido και νόσος Peyronie.
Άγνωστη αιτιολογική σχέση: Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί, χωρίς όμως να
αποδειχθεί η αιτιολογική τους σχέση με το LITHIMOLE. Αφακικό κυστικό κηλιδώδες οίδημα, ρινική
συμφόρηση, ανορεξία, επίδραση στο ΚΝΣ (περιλαμβάνονται σύγχυση, ψευδαισθήσεις, άγχος,
αποπροσανατολισμός, νευρικότητα, υπνηλία και άλλες ψυχιατρικές διαταραχές), υπέρταση,