υπέρβαση της δοσολογίας. Η αγωγή σε υπέρβαση της δοσολογίας
πρέπει να γίνεται σε νοσοκομείο.
ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ: 210 7793777
2.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η συχνότερη και σπουδαιότερη είναι η νεφροτοξικότητα σχετιζόμενη
με σωληναριακή βλάβη. Εκδηλώνεται με αύξηση της ουρίας,
κρεατινίνης, ουρικού οξέος ή και με μείωση της κάθαρσης της
κρεατινίνης. Εμφανίζεται τη δεύτερη εβδομάδα από τη χορήγηση του
φαρμάκου και είναι συνάρτηση της δόσης (αθροιστικού τύπου). Άλλη
συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια σχετιζόμενη με τη δόση είναι η
ωτοτοξικότητα, που παρατηρείται στο 1/3 περίπου των αρρώστων.
Εκδηλώνεται με εμβοές και με μείωση της ακουστικής οξύτητας
στους υψηλούς τόνους (4.000-8.000 Hz). Μπορεί να είναι
αμφοτερόπλευρη ή ετερόπλευρη. Είναι συνήθως σοβαρότερη στα
παιδιά, σε επανειλημμένες χορηγήσεις του φαρμάκου. Καταστολή
του μυελού των οστών παρατηρείται στο 25-30% των αρρώστων και
σχετίζεται επίσης με τη δόση (συνήθως πάνω από 50 mg/m
2
).
Εκδηλώνεται με λευκοπενία και θρομβοπενία, συνήθως μεταξύ της
18
ης
και 23
ης
ημέρας. Επανέρχεται στο φυσιολογικό συνήθως την 39
η
ημέρα. Αναιμία παρατηρείται επίσης στην ίδια περίπου συχνότητα
και στον ίδιο χρόνο με την λευκοπενία και θρομβοπενία. Η
μυελοκαταστολή μπορεί να καταστήσει τον ασθενή που λαμβάνει
σισπλατίνη πιο ευπαθή σε λοιμώξεις και πυρεξία. Διαταραχές από το
πεπτικό, όπως ναυτία και έμετοι ποικίλης βαρύτητας παρατηρούνται
σχεδόν σε όλους τους αρρώστους. Εμφανίζονται 1-4 ώρες μετά τη
χορήγηση του φαρμάκου και διαρκούν περίπου 24 ώρες. Ναυτία και
ανορεξία όμως μπορεί να επιμείνουν και για διάστημα εβδομάδων.
Διάρροια έχει επίσης αναφερθεί. Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι
η νευροτοξικότητα εκδηλούμενη με περιφερική νευροπάθεια
συνήθως μετά από θεραπεία 4-7 μηνών που μπορεί να είναι
αναστρέψιμη.
Έχουν επίσης αναφερθεί μείωση ή απώλεια της γεύσης και σπασμοί.
Επίσης έχουν αναφερθεί αναφυλακτικές αντιδράσεις με οίδημα
προσώπου, βρογχόσπασμο, ταχυκαρδία και πτώση της αρτηριακής
πίεσης, συνήθως λίγα λεπτά μετά τη χορήγηση του φαρμάκου.
Υπερουριχαιμία έχει αναφερθεί με την ίδια συχνότητα όπως η
αύξηση της ουρίας και κρεατινίνης. Είναι μάλιστα περισσότερο
έκδηλη με δόση > 50 mg/m
2
και το μέγιστο της τιμής του ουρικού
οξέος παρατηρείται μεταξύ της 3
ης
και της 5
ης
ημέρας από τη
χορήγηση του φαρμάκου. Έχουν επίσης αναφερθεί διαταραχές των
ηλετρολυτών (υπασβεστιαιμία, υπομαγνησιαιμία, ενίοτε με κρίσεις
τετανίας, υποκαλιαιμία, υπονατριαιμία) οφειλόμενες σε αυξημένη
χορήγηση υγρών ή αυξημένη αποβολή τους από τους νεφρούς λόγω
σωληναριακής βλάβης, καθώς επίσης καρδιακές διαταραχές ως και
αυξήσεις των ηπατικών ενζύμων και χολερυθρίνης. Σπάνια έχουν
αναφερθεί διαταραχές της όρασης, εξασθένιση, αίσθημα κακουχίας,
αφυδάτωση και αλωπεκία. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς μπορεί να είναι
περισσότερο ευπαθείς σε νεφροτοξικότητα, μυελοκαταστολή και
περιφερική νεφροπάθεια.