στόματος, είχε σαν αποτέλεσμα σημαντική αναστολή του μεταβολισμού της
κλαριθρομυκίνης. Η C
max
της κλαριθρομυκίνης αυξήθηκε κατά 31 %, η C
min
κατά
182% και η AUC κατά 77% κατά τη σύγχρονη χορήγηση με ριτοναβίρη.
Παρατηρήθηκε πλήρης αναστολή της βιοσύνθεσης της 14-R-ΟΗ
κλαριθρομυκίνης. Σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία δεν
απαιτείται μείωση της δοσολογίας λόγω του μεγάλου θεραπευτικού παράθυρου
της κλαριθρομυκίνης. Ωστόσο, σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση
κρεατινίνης 30 έως 60 ml/min), η δόση της κλαριθρομυκίνης θα πρέπει να
μειωθεί κατά 50%. Για ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης <30 ml / min, η δόση
της κλαριθρομυκίνης θα πρέπει να μειωθεί κατά 75%, χορηγώντας την
κατάλληλη φαρμακοτεχνική μορφή κλαριθρομυκίνης, ή Klaricid
κοκκία για
πόσιμο διάλυμα, ή Klaricid
παιδιατρικό κοκκία για πόσιμο εναιώρημα (μπορεί
να μην κυκλοφορούν όλες οι μορφές). Δόσεις κλαριθρομυκίνης μεγαλύτερες από
1g (1000mg) την ημέρα δεν πρέπει να χορηγούνται συγχρόνως με ριτοναβίρη.
Παρόμοιες αναπροσαρμογές των δόσεων θα πρέπει να εξετάζονται σε ασθενείς
με μειωμένη νεφρική λειτουργία όταν το ritonavir χρησιμοποιείται ως
φαρμακοκινητικός ενισχυτής με άλλους HIV αναστολείς πρωτεάσης
συμπεριλαμβανομένων του atazanavir και saquinavir (βλέπε παρακάτω, Αμφίδρομες
Φαρμακευτικές Αλληλεπιδράσεις).
Επίδραση της κλαριθρομυκίνης σε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
Αλληλεπιδράσεις σχετιζόμενες με το CYP 3 A
Η συγχορήγηση της κλαριθρομυκίνης, γνωστού αναστολέα του CYP3A, και ενός
φαρμάκου που μεταβολίζεται κυρίως μέσω του CYP3A ενδέχεται να συνοδεύεται
από αύξηση της συγκέντρωσης του φαρμάκου που μπορεί να αυξήσει ή να
παρατείνει, αμφότερες, τις θεραπευτικές δράσεις και τις ανεπιθύμητες
ενέργειες του συγχορηγούμενου φαρμάκου.Η κλαριθρομυκίνη πρέπει να
χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με άλλα
φάρμακα που είναι γνωστά ως υπόστρωμα του ενζύμου CYP3A, ειδικά εάν το
CYP3A υπόστρωμα έχει περιορισμένo όριο ασφάλειας (π.χ. καρβαμαζεπίνη) και/ή
το υπόστρωμα μεταβολίζεται εκτενώς από το ένζυμο αυτό.
Πρέπει να προσαρμόζεται η δοσολογία και, όταν είναι εφικτό, πρέπει να
ελέγχονται στενά οι συγκεντρώσεις στον ορό των φαρμάκων που
μεταβολίζονται κυρίως μέσω του CYP3A σε ασθενείς που λαμβάνουν
ταυτόχρονα κλαριθρομυκίνη.
Τα ακόλουθα φάρμακα ή κατηγορίες φαρμάκων είναι γνωστό ή πιθανό ότι
μεταβολίζονται από το ίδιο ισοένζυμο CYP3A: αλπραζολάμη, αστεμιζόλη,
καρβαμαζεπίνη, σιλοσταζόλη, σιζαπρίδη, κυκλοσπορίνη, δισοπυραμίδη,
αλκαλοειδή της ερυσιβώδους όλυρας, μεθυλπρεδνιζολόνη, λοβαστατίνη,
σιμβαστατίνη, σιρόλιμους, μιδαζολάμη, ομεπραζόλη, από του στόματος
αντιπηκτικά (π.χ. βαρφαρίνη), πιμοζίδη, κινιδίνη, ριφαμπουτίνη, σιλδεναφίλη,
τακρόλιμους, τερφεναδίνη, τριαζολάμη και βινβλαστίνη, αλλά δεν
περιλαμβάνονται μόνο αυτά στη λίστα.
Έχουν αναφερθεί μετά την κυκλοφορία περιστατικά υπογλυκαιμίας κατά την
ταυτόχρονη χορήγηση κλαριθρομυκίνης και δισοπυραμίδης. Συνεπώς, κατά την
ταυτόχρονη χορήγηση κλαριθρομυκίνης και δισοπυραμίδης, θα πρέπει να
παρακολουθούνται τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
Φάρμακα που αλληλεπιδρούν με παρόμοιους μηχανισμούς μέσω άλλων
ισοενζύμων του κυτοχρώματος Ρ450 περιλαμβάνουν τη φαινυτοΐνη, θεοφυλλίνη
και βαλπροάτη.
Αντιαρρυθμικά
Έχουν αναφερθεί μετά την κυκλοφορία περιστατικά κοιλιακής ταχυκαρδίας
δίκην ριπιδίου (torsades de pointes) κατά την ταυτόχρονη χορήγηση
κλαριθρομυκίνης και κινιδίνης ή δισοπυραμίδης. Θα πρέπει να ελέγχεται το