Κατανομή, Βιομετασχηματισμός και Αποβολή
In vitro: Μελέτες in vitro έδειξαν ότι η κλαριθρομυκίνη δεσμεύεται με τις
πρωτείνες του πλάσματος στον άνθρωπο κατά 70% περίπου σε θεραπευτικές
συγκεντρώσεις των 0,45 έως 4,5 mcg/ml. Η μείωση της δέσμευσής της στο 41%
για συγκεντρώσεις των 45,0 mcg/ml μπορεί να ερμηνεύεται ως κορεσμός των
σημείων δέσμευσης. Αλλά, το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε μόνο σε
συγκεντρώσεις της κλαριθρομυκίνης κατά πολύ μεγαλύτερες από τα
θεραπευτικά επίπεδα του φαρμάκου.
In vivo: Τα αποτελέσματα μελετών σε ζώα έδειξαν ότι η στάθμη της
κλαριθρομυκίνης σε όλους τους ιστούς εκτός του κεντρικού νευρικού
συστήματος ήταν πολλαπλάσια της στάθμης του φαρμάκου στην κυκλοφορία.
Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις παρατηρήθηκαν κυρίως στο ήπαρ και στον
πνεύμονα όπου η αναλογία ιστού προς πλάσμα (Ι/Π) έφθασε 10 ως 20.
Yγιείς εθελοντές: Η βιοδιαθεσιμότητα και η φαρμακοκινητική των
παιδιατρικών εναιωρημάτων κλαριθρομυκίνης μελετήθηκαν σε ενήλικες και σε
παιδιατρικούς ασθενείς.
Η μελέτη μιας δόσεως σε ενήλικες, έδειξε ότι η συνολική βιοδιαθεσιμότητα της
παιδιατρικής μορφής είναι ισοδύναμη ή ελαφρώς μεγαλύτερη από εκείνη του
δισκίου (η δόση εκάστου ήταν 250 mg). Η χορήγηση της παιδιατρικής μορφής,
όπως και του δισκίου, συγχρόνως με την τροφή οδηγεί σε ελαφρά καθυστέρηση
της απορρόφησης αλλά δεν επηρεάζει τη συνολική απορρόφηση της
κλαριθρομυκίνης. Συγκριτικά η C
max
, AUC και ο χρόνος ημίσειας ζωής του
παιδιατρικού εναιωρήματος της κλαριθρομυκίνης (παρουσία τροφής) ήταν
0,95 mcg/ml, 6,5 mcg x h/ml και 3,7 ώρες ενώ για το δισκίο (νήστεως) ήταν
αντίστοιχα 1,10 mcg/ml, 6,3 mcg x h/ml και 3,3 ώρες.
Σε μελέτη πολλαπλών δόσεων σε ενήλικες, όπου χορηγήθηκαν 250 mg
παιδιατρικού εναιωρήματος κλαριθρομυκίνης, κάθε 12 ώρες, η
σταθεροποιημένη κατάσταση διαπιστώθηκε κατά την πέμπτη δόση. Οι
φαρμακοκινητικές παράμετροι μετά την πέμπτη δόση του παιδιατρικού
εναιωρήματος της κλαριθρομυκίνης ήταν: C
max
1,98 mcg/ml, AUC 11,5 mcg x h/ml
και T
max
2,8 ώρες και ο χρόνος ημίσειας ζωής 3,2 ώρες για την κλαριθρομυκίνη
και για το μεταβολίτη 14-ΟΗ-clarithromycin 0,67, 5,33, 2,9 και 4,9 αντίστοιχα.
Οι υγιείς εθελοντές σε κατάσταση νήστεως παρουσιάζουν μέγιστα επίπεδα στο
πλάσμα στις 2 ώρες μετά τη λήψη. Με τη χορήγηση δισκίων των 250 mg ανά
12ωρο, οι μέγιστες στάθμες κλαριθρομυκίνης στο πλάσμα, σε σταθεροποιημένη
κατάσταση, επιτυγχάνονται μετά από 2 έως 3 ημέρες και είναι της τάξης του
1 mcg/ml. Με τη χορήγηση δισκίων των 500 mg ανά 12ωρο, οι μέγιστες
αντίστοιχες συγκεντρώσεις είναι 2 έως 3 mcg/ml.
Η ημιπερίοδος ζωής της απομάκρυνσης της κλαριθρομυκίνης είναι της τάξεως
των 3 έως 4 ωρών με το δισκίο των 250 mg χορηγούμενο ανά 12ωρο και των 5
έως 7 ωρών με δισκίο των 500 mg χορηγούμενο επίσης ανά 12ωρο. Ο κύριος
μεταβολίτης της κλαριθρομυκίνης, η 14-ΟΗ-κλαριθρομυκίνη, παρουσιάζει σε
σταθεροποιημένη κατάσταση μέγιστα επίπεδα στο πλάσμα γύρω στο 0,6 mcg/ml
και χρόνο υποδιπλασιασμού στις 5 έως 6 ώρες μετά από χορήγηση 250 mg ανά
12ωρο. Κατά τη χορήγηση 500 mg ανά 12ωρο, οι μέγιστες, σε σταθεροποιημένη
κατάσταση, συγκεντρώσεις της 14-ΟΗ-κλαριθρομυκίνης στο πλάσμα είναι
ελαφρώς αυξημένες έως 1 mcg/ml και ο χρόνος ημίσειας ζωής της είναι γύρω
στις 7 ώρες. Και με τις δύο δόσεις αυτές, η κινητική συμπεριφορά του
δραστικού μεταβολίτη σταθεροποιείται μετά από 2 έως 3 ημέρες χορήγησης.
Μετά από Per Οs λήψη 250 mg κάθε 12 ώρες, το 20% της αρχικής δόσης
απεκκρίνεται υπό αναλλοίωτη μορφή στα ούρα. Αντίστοιχα με δόσεις 500 mg
ανά 12ωρο, η αναλλοίωτη κλαριθρομυκίνη απεκκρίνεται στα ούρα στο 30% της