ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Fungustatin 50 mg σκληρά καψάκια
Fungustatin 100 mg σκληρά καψάκια
Fungustatin 150 mg σκληρά καψάκια
Fungustatin 200 mg σκληρά καψάκια
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 50 mg φλουκοναζόλης.
Έκδοχο(α) με γνωστές δράσεις: κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει επίσης 49,70 mg
μονοϋδρικής λακτόζης.
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 100 mg φλουκοναζόλης.
Έκδοχο(α) με γνωστές δράσεις: κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει επίσης 99,41 mg
μονοϋδρικής λακτόζης.
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 150 mg φλουκοναζόλης.
Έκδοχο(α) με γνωστές δράσεις: κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει επίσης 149,12 mg
μονοϋδρικής λακτόζης.
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 200 mg φλουκοναζόλης.
Έκδοχο(α) με γνωστές δράσεις: κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει επίσης 198,82 mg
μονοϋδρικής λακτόζης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Καψάκιο σκληρό.
Το σκληρό καψάκιο ζελατίνης 50 mg έχει λευκό κύριο μέρος και τυρκουάζ-μπλε
κάλυμμα και φέρει τυπωμένη με μαύρο μελάνι την ένδειξη “P@zer” και τον κωδικό
“FLU-50”. Το καψάκιο είναι μεγέθους 4.
Το σκληρό καψάκιο ζελατίνης 100 mg έχει λευκό κύριο μέρος και μπλε κάλυμμα και
φέρει τυπωμένη με μαύρο μελάνι την ένδειξη “P@zer” και τον κωδικό “FLU-100”. Το
καψάκιο είναι μεγέθους 2.
Το σκληρό καψάκιο ζελατίνης 150 mg έχει τυρκουάζ-μπλε κύριο μέρος και
τυρκουάζ-μπλε κάλυμμα και φέρει τυπωμένη με μαύρο μελάνι την ένδειξη “P@zer”
και τον κωδικό “FLU-150”. Το καψάκιο είναι μεγέθους 1.
Το σκληρό καψάκιο ζελατίνης 200 mg έχει λευκό κύριο μέρος και πορφυρό κάλυμμα
και φέρει τυπωμένη με μαύρο μελάνι την ένδειξη “P@zer” και τον κωδικό “FLU-200”.
Το καψάκιο είναι μεγέθους 0.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
1
Το Fungustatin ενδείκνυται στις παρακάτω μυκητιασικές λοιμώξεις (βλ. παράγραφο
5.1).
Το Fungustatin ενδείκνυται σε ενήλικες για τη θεραπεία των:
Κρυπτοκοκκικής μηνιγγίτιδας (βλ. παράγραφο 4.4).
Κοκκιδιοειδομυκητίασης (βλ. παράγραφο 4.4).
Διηθητικής καντιντίασης.
Καντιντίασης των βλεννογόνων, συμπεριλαμβανομένων της
στοματοφαρυγγικής και οισοφαγικής καντιντίασης, της καντιντουρίας και της
χρόνιας βλεννογονοδερματικής καντιντίασης.
Χρόνιας ατροφικής στοματικής καντιντίασης (στοματίτιδα εξ οδοντοστοιχιών),
εάν η οδοντική υγιεινή ή η τοπική θεραπεία δεν είναι επαρκείς.
Κολπικής καντιντίασης, οξείας ή υποτροπιάζουσας, όταν δεν είναι κατάλληλη
η τοπική θεραπεία.
Καντιντιασικής βαλανίτιδας όταν δεν είναι κατάλληλη η τοπική θεραπεία.
Δερματομυκητιάσεων που περιλαμβάνουν τη
δερματοφυτία των ποδών, τη
δερματοφυτία του ψιλού δέρματος, τη δερματοφυτία των μηρογεννητικών
πτυχών, την ποικιλόχρου πιτυρίαση
και δερματικές λοιμώξεις οφειλόμενες
στην
Candida,
όταν ενδείκνυται η συστηματική θεραπεία.
Δερματοφυτίας των ονύχων (ονυχομυκητίαση)
όταν άλλοι παράγοντες δεν
θεωρούνται κατάλληλοι.
Το Fungustatin ενδείκνυται σε ενήλικες για την προφύλαξη από:
Υποτροπή κρυπτοκοκκικής μηνιγγίτιδας σε ασθενείς με υψηλό κίνδυνο
επανεμφάνισής της.
Υποτροπή στοματοφαρυγγικής ή οισοφαγικής καντιντίασης, σε ασθενείς με HIV
λοίμωξη, οι οποίοι βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο εμφάνισης υποτροπής.
Να μειώσουν την επίπτωση της υποτροπιάζουσας κολπικής καντιντίασης (4 ή
περισσότερα επεισόδια ετησίως).
Προφύλαξη από καντιντιασικές λοιμώξεις σε ασθενείς με παρατεταμένη
ουδετεροπενία (όπως ασθενείς με κακοήθη νεοπλάσματα του αιμοποιητικού
που λαμβάνουν χημειοθεραπεία ή σε ασθενείς υπό Μεταμόσχευση
Αιμοποιητικών Βλαστικών Κυττάρων (βλ. παράγραφο 5.1)).
Το Fungustatin ενδείκνυται σε νεογέννητα βρέφη, βρέφη, νήπια, παιδιά και εφήβους
ηλικίας 0 έως 17 ετών:
Το Fungustatin χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της καντιντίασης των βλεννογόνων
(στοματοφαρυγγική, οισοφαγική), της διηθητικής καντιντίασης, της κρυπτοκοκκικής
μηνιγγίτιδας και για την προφύλαξη από καντιντιασικές λοιμώξεις σε
ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς. Το Fungustatin μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως
θεραπεία συντήρησης για την πρόληψη της υποτροπής της κρυπτοκοκκικής
μηνιγγίτιδας σε παιδιά με υψηλό κίνδυνο υποτροπής (βλ. παράγραφο 4.4).
Η θεραπεία μπορεί να αρχίσει πριν τη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων των
καλλιεργειών και των άλλων εργαστηριακών εξετάσεων, ωστόσο, αμέσως μετά τη
λήψη των ανωτέρω αποτελεσμάτων, η αντιλοιμώδης θεραπεία πρέπει να
προσαρμόζεται ανάλογα.
Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες οδηγίες για την ορθολογική χρήση
των αντιμυκητιασικών παραγόντων.
2
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η δόση πρέπει να καθορίζεται με βάση τη φύση και τη βαρύτητα της μυκητιασικής
λοίμωξης. Για τις μορφές λοιμώξεων που απαιτούν χορήγηση πολλαπλών δόσεων
του φαρμάκου, η θεραπεία πρέπει να συνεχίζεται έως ότου οι κλινικές παράμετροι ή
οι εργαστηριακές δοκιμασίες δείξουν υποχώρηση της ενεργού μυκητιασικής
λοίμωξης. Η ανεπαρκής χρονική διάρκεια της θεραπείας δύναται να οδηγήσει σε
υποτροπή της ενεργού λοίμωξης.
Ενήλικες
Ενδείξεις Δοσολογία Διάρκεια της
θεραπείας
Κρυπτοκόκκωση - Θεραπεία της
κρυπτοκοκκικής
μηνιγγίτιδας.
Δόση εφόδου:
400 mg την
Ημέρα 1
Επόμενη δόση:
200 mg έως
400 mg
ημερησίως
Συνήθως είναι
τουλάχιστον 6-8
εβδομάδες. Σε
απειλητικές για τη
ζωή λοιμώξεις η
ημερήσια δόση
μπορεί να αυξηθεί
μέχρι τα 800 mg
- Θεραπεία
συντήρησης για
την πρόληψη
υποτροπών
κρυπτοκοκκικής
μηνιγγίτιδας σε
ασθενείς με
υψηλό κίνδυνο
υποτροπής.
200 mg
ημερησίως
Επ’ αόριστον σε
ημερήσια δόση των
200 mg
Κοκκιδιοειδομυκη
τίαση
200 mg έως
400 mg
ημερησίως
11 έως 24 μήνες ή
και περισσότερο με
βάση τον ασθενή.
Μπορεί να
χρησιμοποιηθεί και
ημερήσια δόση των
800 mg για
κάποιες λοιμώξεις
και ειδικά για
μηνιγγική νόσο.
Διηθητική
καντιντίαση
Δόση εφόδου:
800 mg την
Ημέρα 1
Επόμενη δόση:
400 mg
ημερησίως
Γενικά, η
συνιστώμενη
διάρκεια της
θεραπείας της
καντινταιμίας
είναι για 2
εβδομάδες μετά τα
πρώτα αρνητικά
αποτελέσματα της
καλλιέργειας
αίματος και της
υποχώρησης των
σημείων και
3
Ενδείξεις Δοσολογία Διάρκεια της
θεραπείας
συμπτωμάτων που
οφείλονται στην
καντινταιμία.
Θεραπεία της
καντιντίασης των
βλεννογόνων
-
Στοματοφαρυγγι
κή καντιντίαση
Δόση εφόδου:
200 mg έως
400 mg την
Ημέρα 1
Επόμενη δόση:
100 mg έως
200 mg
ημερησίως
7 έως 21 ημέρες
(μέχρι η
στοματοφαρυγγική
καντιντίαση να
είναι σε ύφεση).
Σε σοβαρά
ανοσοκατεσταλμέν
ους ασθενείς,
μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για
μεγαλύτερες
χρονικές
περιόδους.
- Οισοφαγική
καντιντίαση
Δόση εφόδου:
200 mg έως
400 mg την
Ημέρα 1
Επόμενη δόση:
100 mg έως
200 mg
ημερησίως
14 έως 30 ημέρες
(μέχρι η
οισοφαγική
καντιντίαση να
είναι σε ύφεση).
Σε σοβαρά
ανοσοκατεσταλμέν
ους ασθενείς,
μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για
μεγαλύτερες
χρονικές
περιόδους.
- Καντιντουρία 200 mg έως
400 mg
ημερησίως
7 έως 21 ημέρες. Σε
σοβαρά
ανοσοκατεσταλμέν
ους ασθενείς,
μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για
μεγαλύτερες
χρονικές
περιόδους.
- Χρόνια
ατροφική
καντιντίαση
50 mg
ημερησίως
14 ημέρες
- Χρόνια
βλεννογονοδερμ
ατική
καντιντίαση
50 mg έως
100 mg
ημερησίως
Έως 28 ημέρες.
Μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για
μεγαλύτερες
χρονικές περιόδους
βάσει τόσο της
σοβαρότητας της
λοίμωξης ή της
υποκείμενης
ανοσοκαταστολής
και της λοίμωξης
Πρόληψη - 100 mg έως Επ’ αόριστον σε
4
Ενδείξεις Δοσολογία Διάρκεια της
θεραπείας
υποτροπών
καντιντίασης των
βλεννογόνων σε
ασθενείς με HIV
λοίμωξη, οι οποίοι
βρίσκονται σε
υψηλό κίνδυνο
εμφάνισης
υποτροπής
Στοματοφαρυγγι
κή καντιντίαση
200 mg
ημερησίως ή
200 mg 3
φορές ανά
εβδομάδα.
ασθενείς με χρόνια
ανοσοκαταστολή
- Οισοφαγική
καντιντίαση
100 mg έως
200 mg
ημερησίως ή
200 mg 3
φορές ανά
εβδομάδα.
Επ’ αόριστον σε
ασθενείς με χρόνια
ανοσοκαταστολή
Καντιντίαση των
γεννητικών
οργάνων
- Οξεία κολπική
καντιντίαση
- Καντιντιασική
βαλανίτιδα
150 mg Άπαξ δόση
- Θεραπεία και
προφύλαξη της
υποτροπιάζουσα
ς κολπικής
καντιντίασης (4
ή περισσότερα
επεισόδια
ετησίως).
150 mg κάθε
τρίτη ημέρα
για συνολικά 3
δόσεις (ημέρα
1, 4, και 7) και
στη συνέχεια
δόση
συντήρησης
150 mg μία
φορά την
εβδομάδα
Δόση συντήρησης:
6 μήνες.
Δερματομυκητιάσε
ις
- δερματοφυτία
των ποδών
- δερματοφυτία
του ψιλού
δέρματος
- δερματοφυτία
των
μηρογεννητικών
πτυχών
- λοιμώξεις που
οφείλονται σε
Candida
150 mg μία
φορά την
εβδομάδα ή
50 mg μία
φορά
ημερησίως
2 έως 4 εβδομάδες,
για τη
δερματοφυτία των
ποδών
μπορεί να
απαιτηθεί θεραπεία
για έως 6
εβδομάδες
- ποικιλόχρους
πιτυρίαση
300 mg έως
400 mg μία
φορά την
εβδομάδα
1 έως 3 εβδομάδες
50 mg μία
φορά
ημερησίως
2 έως 4 εβδομάδες
- δερματοφυτία
των ονύχων
(ονυχομυκητίαση
)
150 mg μία
φορά την
εβδομάδα
Η θεραπεία πρέπει
να συνεχίζεται έως
ότου το πάσχον
νύχι
αντικατασταθεί
(αναπτυχθεί υγιές
νύχι). Η ανάπτυξη
5
Ενδείξεις Δοσολογία Διάρκεια της
θεραπείας
υγιών νυχιών στα
δάχτυλα των
χεριών και των
ποδιών
φυσιολογικά
απαιτεί 3 με 6
μήνες και 6 με 12
μήνες, αντίστοιχα.
Ωστόσο, o ρυθμός
ανάπτυξης μπορεί
να ποικίλει
σημαντικά από
άτομο σε άτομο,
ενώ εξαρτάται και
από την ηλικία του
ατόμου.
Περιστασιακά,
μετά την επιτυχή
θεραπεία των
μακροχρόνιων
λοιμώξεων, τα
νύχια μπορεί να
παραμείνουν
δύσμορφα.
Προφύλαξη από
καντιντιασικές
λοιμώξεις σε
ασθενείς με
παρατεταμένη
ουδετεροπενία
200 mg έως
400 mg
Η θεραπεία πρέπει
να ξεκινήσει
αρκετές ημέρες
πριν από την
αναμενόμενη
έναρξη της
ουδετεροπενίας και
να συνεχιστεί για 7
ημέρες μετά την
ανάρρωση από την
ουδετεροπενία
εφόσον ο αριθμός
των ουδετεροφίλων
αυξηθεί πάνω από
1000 ανά mm
3
.
Ειδικοί πληθυσμοί
Υπερήλικες
Η δοσολογία θα πρέπει να ρυθμίζεται βάσει της νεφρικής λειτουργίας (βλ.
«Νεφρική
Δυσλειτουργία»
)
Νεφρική δυσλειτουργία
Σε χορήγηση άπαξ δόσης του φαρμάκου δεν είναι απαραίτητη η ρύθμιση της δόσης
αυτής. Επί πολλαπλών δόσεων φλουκοναζόλης σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία (συμπεριλαμβανομένων των παιδιών), πρέπει να χορηγείται μία
αρχική δόση από 50 mg έως 400 mg, βάσει της συνιστώμενης ημερήσιας δόσης για
την ένδειξη. Μετά αυτή την αρχική δόση εφόδου, η ημερήσια δόση (σύμφωνα με τις
ενδείξεις) πρέπει να βασίζεται στον ακόλουθο πίνακα:
6
Κάθαρση κρεατινίνης (ml/min) Ποσοστό συνιστώμενης δόσης
> 50 100%
50 (ασθενείς που δεν βρίσκονται σε
αιμοδιύλιση)
50%
Ασθενείς που βρίσκονται σε
αιμοδιύλιση
100% μετά από κάθε συνεδρία
αιμοδιύλισης
Οι ασθενείς υπό τακτική αιμοδιύλιση θα πρέπει να λαμβάνουν το 100% της
συνιστώμενης δόσης μετά από κάθε αιμοδιύλιση. Τις ημέρες που δεν υπόκεινται σε
αιμοδιύλιση, οι ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν μία μειωμένη δόση σύμφωνα με
την κάθαρση κρεατινίνης τους.
Ηπατική δυσλειτουργία
Υπάρχουν διαθέσιμα περιορισμένα δεδομένα σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία,
επομένως η φλουκοναζόλη θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με
ηπατική δυσλειτουργίαλ. παραγράφους 4.4 και 4.8).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η μέγιστη δοσολογία των 400 mg ημερησίως δεν θα πρέπει να υπερβαίνεται στον
παιδιατρικό πληθυσμό.
Όπως και στην περίπτωση των ενηλίκων με παρόμοιες λοιμώξεις, η διάρκεια της
θεραπείας βασίζεται στην κλινική και μυκητολογική ανταπόκριση. Το Fungustatin
χορηγείται ως μία ημερήσια δόση.
Για παιδιατρικούς ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία, βλ. τη δοσολογία στην
παράγραφο
Νεφρική δυσλειτουργία
”. Η φαρμακοκινητική της φλουκοναζόλης δεν
έχει μελετηθεί σε παιδιατρικό πληθυσμό με νεφρική ανεπάρκεια (για «Τελειόμηνα
νεογνά» που συχνά εμφανίζουν κυρίως νεφρική ανωριμότητα παρακαλώ βλ.
παρακάτω).
Βρέφη, νήπια και παιδιά (από 28 ημερών έως 11 ετών):
Ένδειξη Δοσολογία Συστάσεις
- Καντιντίαση των
βλεννογόνων
Αρχική δόση: 6 mg/kg
Επόμενη δόση: 3 mg/kg
ημερησίως
Η αρχική δόση μπορεί να
χρησιμοποιηθεί την πρώτη ημέρα
για ταχύτερη επίτευξη
σταθεροποιημένων επιπέδων στο
αίμα
- Διηθητική καντιντίαση
- Κρυπτοκοκκική
μηνιγγίτιδα
Δόση: 6 έως 12 mg/kg
ημερησίως
Εξαρτάται από τη σοβαρότητα της
νόσου
- Θεραπεία συντήρησης
για την πρόληψη
υποτροπών
κρυπτοκοκκικής
μηνιγγίτιδας σε παιδιά με
υψηλό κίνδυνο υποτροπής
Δόση: 6 mg/kg
ημερησίως
Εξαρτάται από τη σοβαρότητα της
νόσου
- Προφύλαξη από
Candida
σε
ανοσοκατεσταλμένους
ασθενείς
Δόση: 3 έως 12 mg/kg
ημερησίως
Εξαρτάται από την έκταση και τη
διάρκεια της επαγόμενης
ουδετεροπενίας (βλ. δοσολογία
ενηλίκων)
7
Έφηβοι (από 12 έως 17 ετών):
Ανάλογα με το βάρος και την εφηβική ανάπτυξη, ο συνταγογράφων ιατρός θα πρέπει
να αποφασίσει την καταλληλότερη δοσολογία (για τους ενήλικες ή τα παιδιά).
Κλινικά δεδομένα δείχνουν ότι η κάθαρση της φλουκοναζόλης είναι υψηλότερη στα
παιδιά από ότι στους ενήλικες. Μία δόση των 100, 200 και 400 mg στους ενήλικες
αντιστοιχεί σε δόση 3, 6 και 12 mg/kg στα παιδιά για την επίτευξη παρόμοιας
συστηματικής έκθεσης.
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα για την ένδειξη της καντιντίασης των
γεννητικών οργάνων στον παιδιατρικό πληθυσμό δεν έχουν τεκμηριωθεί. Τα
τρέχοντα διαθέσιμα δεδομένα ασφαλείας για άλλες παιδιατρικές ενδείξεις
περιγράφονται στην παράγραφο 4.8. Εάν η θεραπεία της καντιντίασης των
γεννητικών οργάνων σε εφήβους (από 12 έως 17 ετών) είναι επιτακτική, η
δοσολογία θα πρέπει να είναι παρόμοια με τη δοσολογία των ενηλίκων.
Τελειόμηνα νεογνά (0 έως 27 ημερών):
Τα νεογνά αποβάλλουν τη φλουκοναζόλη αργά.
Υπάρχουν λίγα φαρμακοκινητικά δεδομένα για να υποστηρίξουν αυτή τη δοσολογία
σε τελειόμηνα νεογνά (βλ. παράγραφο 5.2).
Ηλικιακή
ομάδα
Δοσολογία Συστάσεις
Τελειόμηνα
νεογνά (0 έως
14 ημερών)
Θα πρέπει να δίνεται η
ίδια δόση mg/kg όπως
για τα βρέφη, νήπια και
παιδιά κάθε 72 ώρες
Δεν πρέπει να υπερβαίνεται η
μέγιστη δόση των 12 mg/kg
κάθε 72 ώρες
Τελειόμηνα
νεογνά (από 15
έως
27 ημερών)
Θα πρέπει να δίνεται η
ίδια δόση mg/kg όπως
για τα βρέφη, νήπια και
παιδιά κάθε 48 ώρες
Δεν πρέπει να υπερβαίνεται η
μέγιστη δόση των 12 mg/kg
κάθε 48 ώρες
Τρόπος χορήγησης
Το Fungustatin μπορεί να χορηγηθεί είτε από το στόμα, είτε με ενδοφλέβια έγχυση,
ενώ η οδός χορήγησης εξαρτάται από την κλινική κατάσταση του ασθενούς. Κατά
την αλλαγή της οδού χορήγησης από ενδοφλέβια στην από του στόματος ή αντίθετα,
δεν υπάρχει ανάγκη για αλλαγή της ημερήσιας δόσης του φαρμάκου.
Τα καψάκια πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα και ανεξάρτητα από τη λήψη τροφής.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, σε συγγενή σκευάσματα αζολών ή σε κάποιο
από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Η ταυτόχρονη χορήγηση τερφεναδίνης αντενδείκνυται σε ασθενείς που λαμβάνουν
Fungustatin σε πολλαπλές δόσεις ανά ημέρα των 400 mg ή υψηλότερες με βάση τα
αποτελέσματα μελέτης αλληλεπίδρασης πολλαπλών δόσεων. Η συγχορήγηση άλλων
φαρμακευτικών προϊόντων που είναι γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QT και
μεταβολίζονται από το ένζυµο CYP3A4 του κυτοχρώµατος P450 όπως η σισαπρίδη, η
αστεμιζόλη, η πιμοζίδη, η κινιδίνη και η ερυθρομυκίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς
που λαμβάνουν φλουκοναζόληλ. παραγράφους 4.4 και 4.5).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Δερματοφυτία του τριχωτού της κεφαλής
8
Η φλουκοναζόλη έχει μελετηθεί για τη θεραπεία της
δερματοφυτίας του τριχωτού
της κεφαλής
σε παιδιά. Έχει δειχθεί ότι δεν είναι ανώτερη της γκριζεοφουλβίνης
και το συνολικό ποσοστό επιτυχίας ήταν λιγότερο από 20%. Επομένως το
Fungustatin δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τη
δερματοφυτία του τριχωτού της
κεφαλής
.
Κρυπτοκόκκωση
Η απόδειξη της αποτελεσματικότητας της φλουκοναζόλης στη θεραπεία της
κρυπτοκόκκωσης άλλων περιοχών (π.χ. αναπνευστική και υποδόρια
κρυπτοκόκκωση) είναι περιορισμένη, γεγονός που αποτρέπει τις δοσολογικές
συστάσεις.
Εν τω βάθει ενδημικές μυκητιάσεις
Η απόδειξη της αποτελεσματικότητας της φλουκοναζόλης στη θεραπεία άλλων
μορφών ενδημικών μυκητιάσεων, όπως της
παρακοκκιδιοειδομυκητίασης
, της
λεμφοδερματικής σποροτρίχωσης
και της ιστοπλάσμωσης είναι περιορισμένη,
γεγονός που αποτρέπει ειδικές συστάσεις.
Νεφρικό σύστημα
Το Fungustatin πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο 4.2).
Επινεφριδιακή ανεπάρκεια
Η κετοκοναζόλη είναι γνωστό ότι προκαλεί επινεφριδιακή ανεπάρκεια και αυτό το
ενδεχόμενο, παρότι είναι σπάνιο, θα μπορούσε να ισχύει και στην περίπτωση της
φλουκοναζόλης.
Η επινεφριδιακή ανεπάρκεια που σχετίζεται με συγχορηγούμενη θεραπεία με
πρεδνιζόνη περιγράφεται στην παράγραφο 4.5 Η επίδραση της φλουκοναζόλης
σε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα .
Σύστημα ήπατος και χοληφόρων
Το Fungustain πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ηπατική
δυσλειτουργία.
Το Fungustatin έχει συσχετιστεί με σπάνιες περιπτώσεις σοβαρής
ηπατοτοξικότητας, συμπεριλαμβανόμενων περιπτώσεων με θανατηφόρα κατάληξη,
κυρίως σε ασθενείς με υποκείμενα σοβαρά νοσήματα. Σε περιπτώσεις
ηπατοτοξικότητας σχετιζόμενης με τη φλουκοναζόλη, δεν παρατηρήθηκε εμφανή
συσχέτιση με την ολική ημερήσια δόση, τη διάρκεια θεραπείας, το φύλο ή την ηλικία
των ασθενών. Η ηπατοτοξικότητα που σχετίζεται με τη φλουκοναζόλη συνήθως
είναι αναστρέψιμη μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Ασθενείς που παρουσιάζουν βιοχημικές διαταραχές της ηπατικής λειτουργίας κατά
τη διάρκεια της θεραπείας με φλουκοναζόλη θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά
για την πιθανότητα εμφάνισης σοβαρότερης ηπατικής βλάβης.
Ο ασθενής θα πρέπει να ενημερώνεται για συμπτώματα ενδεικτικά σοβαρής
ηπατικής δράσης (σημαντική εξασθένιση, ανορεξία, επίμονη ναυτία, έμετος και
ίκτερος). Η θεραπεία με φλουκοναζόλη πρέπει να διακόπτεται αμέσως και ο ασθενής
πρέπει να συμβουλεύεται έναν γιατρό.
Καρδιαγγειακό σύστημα
Ορισμένες αζόλες, συμπεριλαμβανομένης της φλουκοναζόλης, έχουν συσχετισθεί με
παράταση του διαστήματος QT στο ηλεκτροκαρδιογράφημα. Η φλουκοναζόλη
προκαλεί παράταση του διαστήματος QT μέσω αναστολής του ρεύματος του
Επανορθωτικού Διαύλου Καλίου (Rectifier Potassium Channel current, I
kr
). Η προκαλούμενη
από άλλα φαρμακευτικά προϊόντα (όπως η αμιωδαρόνη) παράταση του διαστήματος
9
QT μπορεί να ενισχυθεί μέσω της αναστολής του κυτοχρώματος P450 (CYP) 3A4.
Κατά την παρακολούθηση του φαρμάκου μετά την κυκλοφορία του στην αγορά
αναφέρθηκαν πολύ σπάνιες περιπτώσεις παράτασης του διαστήματος QT και
κοιλιακής ταχυκαρδίας δίκην ριπιδίου (
torsades de pointes)
σε ασθενείς στους
οποίους είχε χορηγηθεί Fungustatin. Αυτές οι αναφορές περιελάμβαναν βαρέως
πάσχοντες ασθενείς με πολλαπλούς συγχυτικούς παράγοντες κινδύνου, όπως
δομική καρδιακή νόσο, ηλεκτρολυτικές διαταραχές και παράλληλη φαρμακευτική
αγωγή, οι οποίοι μπορεί να συνέβαλαν στην έκβαση. Οι ασθενείς με υποκαλιαιμία
και προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης
απειλητικών για τη ζωή κοιλιακών αρρυθμιών και κοιλιακής ταχυκαρδίας δίκην
ριπιδίου (torsades de pointes).
Το Fungustatin πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με δυνητικές
προαρρυθμικές καταστάσεις.
Η συγχορήγηση άλλων φαρμακευτικών προϊόντων τα οποία είναι γνωστό ότι
παρατείνουν το διάστημα QT και τα οποία μεταβολίζονται μέσω του κυτοχρώματος
P450 (CYP) 3A4 αντενδείκνυται (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.5).
Αλοφαντρίνη
Η αλοφαντρίνη έχει δειχθεί ότι παρατείνει το διάστημα QT στη συνιστώμενη
θεραπευτική δόση και είναι υπόστρωμα του CYP3A4. Επομένως, η ταυτόχρονη χρήση
της φλουκοναζόλης με αλοφαντρίνη δε συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.5).
Δερματολογικές αντιδράσεις
Σπάνια, ασθενείς έχουν εμφανίσει αποφολιδωτικές δερματικές αντιδράσεις, όπως
σύνδρομο Stevens-Johnson και τοξική επιδερμική νεκρόλυση, κατά τη διάρκεια
θεραπείας με φλουκοναζόλη. Ασθενείς που πάσχουν από AIDS είναι περισσότερο
επιρρεπείς στην εκδήλωση σοβαρών δερματικών αντιδράσεων σε πολλά
φαρμακευτικά προϊόντα. Αν σε ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία για
επιφανειακές μυκητιασικές λοιμώξεις εμφανιστεί εξάνθημα που θεωρείται ότι
οφείλεται στη φλουκοναζόλη, πρέπει να διακοπεί η περαιτέρω θεραπεία με το
φάρμακο. Αν ασθενείς με διηθητικές/συστηματικές μυκητιάσεις αναπτύξουν
εξανθήματα, πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή και η θεραπεία με
φλουκοναζόλη να διακόπτεται αν εμφανιστούν φυσαλιδώδεις βλάβες ή πολύμορφο
ερύθημα.
Υπερευαισθησία
Σε σπάνιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί αναφυλαξία (βλ. παράγραφο 4.3).
Κυτόχρωμα P450
Η φλουκοναζόλη είναι ισχυρός αναστολέας του CYP2C9 και μέτριος αναστολέας
του CYP3A4. Η φλουκοναζόλη είναι επίσης αναστολέας του CYP2C19 Οι ασθενείς
που υποβάλλονται σε θεραπεία με Fungustatin και λαμβάνουν ταυτόχρονα
φαρμακευτικά προϊόντα με μικρό θεραπευτικό εύρος που μεταβολίζονται μέσω των
CYP2C9, CYP2C19 και CYP3A4, πρέπει να παρακολουθούνται (βλ. παράγραφο 4.5).
Τερφεναδίνη
Η συγχορήγηση φλουκοναζόλης σε δόσεις χαμηλότερες από 400 mg ημερησίως και
τερφεναδίνης πρέπει να παρακολουθείται με προσοχήλ. παραγράφους 4.3 και 4.5).
Έκδοχα
Τα καψάκια περιέχουν μονοϋδρική λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά
προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, ανεπάρκειας της Lapp λακτάσης ή
δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης δεν θα πρέπει να λαμβάνουν αυτό το
φάρμακο.
10
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Αντενδείκνυται η συγχορήγηση των ακόλουθων φαρμακευτικών προϊόντων:
Σισαπρίδη: Έχουν αναφερθεί καρδιακά συμβάντα, συμπεριλαμβανομένων
torsades
de pointes
, σε ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε ταυτόχρονα φλουκοναζόλη και
σισαπρίδη. Μια μελέτη ελέγχου έδειξε ότι ταυτόχρονη χορήγηση 200 mg
φλουκοναζόλης μία φορά την ημέρα και 20 mg σισαπρίδης τέσσερις φορές την
ημέρα οδήγησε σε σημαντική αύξηση των επιπέδων σισαπρίδης στο πλάσμα και
παράταση του διαστήματος QTc. Αντενδείκνυται η συγχορήγηση φλουκοναζόλης και
σισαπρίδης (βλ. παράγραφο 4.3).
Τερφεναδίνη: Έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες αλληλεπίδρασης εξαιτίας της
εμφάνισης σοβαρών καρδιακών αρρυθμιών δευτερογενών στην παράταση του
διαστήματος QTc σε ασθενείς που λάμβαναν αντιμυκητιασικές αζόλες και
τερφεναδίνη. Μία μελέτη με δόσεις 200 mg φλουκοναζόλης ημερησίως δεν έδειξε
παράταση του διαστήματος QΤc. Μία άλλη μελέτη με δόσεις φλουκοναζόλης 400 και
800 mg ημερησίως έδειξε ότι ημερήσιες δόσεις φλουκοναζόλης 400 mg ή
μεγαλύτερες προκαλούν σημαντική αύξηση των επιπέδων της τερφεναδίνης στο
πλάσμα κατά την ταυτόχρονη χορήγηση των φαρμάκων. Αντενδείκνυται ο
συνδυασμός φλουκοναζόλης σε δόσεις των 400 mg ή μεγαλύτερες με τερφεναδίνη
(βλ. παράγραφο 4.3), ενώ η συγχορήγηση φλουκοναζόλης σε δόσεις χαμηλότερες από
400 mg ημερησίως με τερφεναδίνη πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή.
Αστεμιζόλη: Η συγχορήγηση της φλουκοναζόλης με αστεμιζόλη μπορεί να μειώσει
την κάθαρση της αστεμιζόλης. Οι αυξημένες συγκεντρώσεις αστεμιζόλης στο
πλάσμα που προκύπτουν μπορούν να οδηγήσουν σε παράταση του διαστήματος QT
και σε σπάνιες περιπτώσεις, σε
torsades de pointes
. Αντενδείκνυται η συγχορήγηση
φλουκοναζόλης και αστεμιζόλης (βλ. παράγραφο 4.3).
Πιμοζίδη: Παρόλο που δεν μελετήθηκε
in vitro
ή
in vivo
, η συγχορήγηση
φλουκοναζόλης με πιμοζίδη μπορεί να οδηγήσει σε αναστολή του μεταβολισμού της
πιμοζίδης. Οι αυξημένες συγκεντρώσεις πιμοζίδης στο πλάσμα μπορούν να
οδηγήσουν σε παράταση του διαστήματος QT και, σε σπάνιες περιπτώσεις, σε
torsades de pointes
. Αντενδείκνυται η συγχορήγηση φλουκοναζόλης και πιμοζίδης
(βλ. παράγραφο 4.3).
Κινιδίνη: Παρόλο που δεν μελετήθηκε
in vitro
ή
in vivo
, η συγχορήγηση
φλουκοναζόλης με κινιδίνη μπορεί να οδηγήσει σε αναστολή του μεταβολισμού της
κινιδίνης. Η χρήση της κινιδίνης έχει συσχετισθεί με παράταση του διαστήματος QT
και, σε σπάνιες περιπτώσεις, σε
torsades de pointes
. Αντενδείκνυται η συγχορήγηση
φλουκοναζόλης και κινιδίνης (βλ. παράγραφο 4.3).
Ερυθρομυκίνη: Η συγχορήγηση φλουκοναζόλης και ερυθρομυκίνης είναι πιθανό να
προκαλέσει αύξηση του κινδύνου καρδιοτοξικότητας (παρατεταμένο διάστημα QT,
torsades de pointes
) και συνεπώς, αιφνίδιο καρδιακό θάνατο. Αντενδείκνυται η
συγχορήγηση φλουκοναζόλης και ερυθρομυκίνης (βλ. παράγραφο 4.3).
Δε συνιστάται η συγχορήγηση των ακόλουθων φαρμακευτικών προϊόντων:
Αλοφαντρίνη: Η φλουκοναζόλη μπορεί να αυξήσει τη συγκέντρωση στο πλάσμα της
αλοφαντρίνης, λόγω ανασταλτικής δράσης στο κυτόχρωμα CYP3A4. Η συγχορήγηση
11
φλουκοναζόλης και αλοφαντρίνης είναι πιθανό να προκαλέσει αύξηση του κινδύνου
καρδιοτοξικότητας (παρατεταμένο διάστημα QT,
torsades de pointes
) και, συνεπώς,
αιφνίδιο καρδιακό θάνατο. Ο συγκεκριμένος συνδυασμός θα πρέπει να αποφεύγεται
(βλ. παράγραφο 4.4).
Ταυτόχρονη χρήση, η οποία θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή:
Αμιωδαρόνη : Η συγχορήγηση φλουκοναζόλης και αμιωδαρόνης ενδέχεται να
αυξήσει την παράταση του διαστήματος QT. Θα πρέπει να ασκείται προσοχή εάν
είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη χρήση φλουκοναζόλης και αμιωδαρόνης, ιδίως με
υψηλή δόση φλουκοναζόλης (800 mg).
Η συγχορήγηση των ακόλουθων φαρμακευτικών προϊόντων οδηγεί στη λήψη
προφυλάξεων και σε προσαρμογές της δόσης:
Επιδράσεις άλλων φαρμακευτικών προϊόντων στη φλουκοναζόλη
Ριφαμπικίνη: Η ταυτόχρονη χορήγηση φλουκοναζόλης και ριφαμπικίνης προκάλεσε
μείωση κατά 25% της AUC και βράχυνση κατά 20% του χρόνου ημισείας ζωής της
φλουκοναζόλης. Σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα και ριφαμπικίνη πρέπει να
εξετάζεται το ενδεχόμενο αύξησης της δόσης της φλουκοναζόλης.
Μελέτες αλληλεπίδρασης έχουν δείξει ότι όταν η από του στόματος φλουκοναζόλη
συγχορηγείται με φαγητό, σιμετιδίνη, αντιόξινα ή σε συνέχεια ολικής ακτινοβολίας
του σώματος για μεταμόσχευση μυελού των οστών, δεν παρατηρείται κλινικά
σημαντική διαταραχή της απορρόφησης της φλουκοναζόλης.
Υδροχλωροθειαζίδη: Σε μία μελέτη φαρμακοκινητικής αλληλεπίδρασης, η
συγχορήγηση πολλαπλών δόσεων υδροχλωροθειαζίδης σε υγιείς εθελοντές που
λάμβαναν φλουκοναζόλη αύξησε τη συγκέντρωση της φλουκοναζόλης στο πλάσμα
κατά 40%. Μια επίδραση αυτού του μεγέθους δεν θα πρέπει να καθιστά αναγκαία
μια αλλαγή του δοσολογικού σχήματος της φλουκοναζόλης σε άτομα που
λαμβάνουν συγχορηγούμενα διουρητικά.
Η επίδραση της φλουκοναζόλης σε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
Η φλουκοναζόλη είναι ισχυρός αναστολέας του ισοενζύμου 2C9 του κυτοχρώματος
P450 (CYP) και μέτριος αναστολέας του CYP3A4. Επίσης, είναι αναστολέας του
ισοενζύμου CYP2C19. Επιπρόσθετα με τις παρατηρηθείσες/τεκμηριωμένες
αλληλεπιδράσεις που αναφέρονται παρακάτω, υπάρχει κίνδυνος αυξημένης
συγκέντρωσης στο πλάσμα άλλων ουσιών που μεταβολίζονται από το CYP2C9, το
CYP2C19 και το CYP3A4 όταν συγχορηγούνται με φλουκοναζόλη. Συνεπώς,
συνιστάται προσοχή κατά τη χορήγηση αυτών των συνδυασμών, ενώ και οι ασθενείς
θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά. Η ενζυμική ανασταλτική επίδραση της
φλουκοναζόλης διατηρείται για 4-5 ημέρες μετά τη διακοπή της θεραπείας με
φλουκοναζόλη λόγω της μακράς ημιπεριόδου ζωής της (βλ. παράγραφο 4.3).
Αλφεντανύλη: Κατά τη διάρκεια ταυτόχρονης θεραπείας με φλουκοναζόλη (400 mg)
και ενδοφλέβιας αλφεντανύλης (20 μg/kg) σε υγιείς εθελοντές, η AUC
10
της
αλφεντανύλης διπλασιάστηκε, πιθανόν μέσω αναστολής του CYP3A4. Μπορεί να
χρειαστεί να γίνει προσαρμογή της δόσης της αλφεντανύλης.
Αμιτριπτυλίνη, νορτριπτυλίνη: Η φλουκοναζόλη αυξάνει τη δράση της
αμιτριπτυλίνης και της νορτριπτυλίνης. Η 5-νορτριπτυλίνη ή/και η S-αμιτριπτυλίνη
μπορούν να μετρηθούν κατά την έναρξη της συνδυασμένης θεραπείας και μετά από
12
μία εβδομάδα. Η δοσολογία της αμιτριπτυλίνης/νορτριπτυλίνης πρέπει να
προσαρμόζεται, αν κριθεί αναγκαίο.
Αμφοτερικίνη B: Η ταυτόχρονη χορήγηση φλουκοναζόλης και αμφοτερικίνης B σε
μολυσμένα φυσιολογικά και ανοσοκατεσταλμένα ποντίκια είχε τα ακόλουθα
αποτελέσματα: μικρή αθροιστική αντιμυκητιασική δράση σε συστηματική λοίμωξη
από
C. albicans
, καμία αλληλεπίδραση σε ενδοκρανιακή λοίμωξη από
Cryptococcus
neoformans
και ανταγωνιστική δράση των δύο φαρμάκων σε συστηματική λοίμωξη
από
Αspergillus fumigatus
. Η κλινική σημασία των αποτελεσμάτων που προέκυψαν
από αυτές τις μελέτες είναι άγνωστη.
Αντιπηκτικά: Κατά την παρακολούθηση του φαρμάκου μετά την κυκλοφορία του
στην αγορά έχουν αναφερθεί, όπως και με τις άλλες αντιμυκητιασικές αζόλες,
αιμορραγικά συμβάματα (μώλωπες, επίσταξη, γαστρεντερική αιμορραγία,
αιματουρία και μέλαινα) σε συσχέτιση με αυξήσεις του χρόνου προθρομβίνης σε
ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα φλουκοναζόλη και βαρφαρίνη. Κατά τη
διάρκεια ταυτόχρονης θεραπείας με φλουκοναζόλη και βαρφαρίνη, ο χρόνος
προθρομβίνης παρατάθηκε έως και μέχρι 2 φορές, πιθανόν λόγω της αναστολής του
μεταβολισμού της βαρφαρίνης μέσω του CYP2C9. Σε ασθενείς που λαμβάνουν
κουμαρινικά αντιπηκτικά ή αντιπηκτικά της κατηγορίας της ινδανεδιόνης
ταυτόχρονα με φλουκοναζόλη, ο χρόνος προθρομβίνης θα πρέπει να
παρακολουθείται προσεκτικά. Μπορεί να χρειαστεί να γίνει προσαρμογή της δόσης
του αντιπηκτικού.
Βενζοδιαζεπίνεςραχείας δράσης), δηλ. μιδαζολάμη, τριαζολάμη: Μετά την από
του στόματος χορήγηση μιδαζολάμης, η φλουκοναζόλη προκάλεσε σημαντικές
αυξήσεις των συγκεντρώσεων μιδαζολάμης καθώς και ψυχοκινητικές επιδράσεις.
Ταυτόχρονη λήψη 200 mg φλουκοναζόλης και 7,5 mg μιδαζολάμης από του
στόματος αύξησε την AUC και τον χρόνο ημιζωής της μιδαζολάμης κατά 3,7 και 2,2
φορές, αντίστοιχα. Ταυτόχρονη χορήγηση 200 mg φλουκοναζόλης ημερησίως με 0,25
mg τριαζολάμης από του στόματος αύξησε την AUC και τον χρόνο ημιζωής της
τριαζολάμης κατά 4,4 και 2,3 φορές, αντίστοιχα. Σε ταυτόχρονη θεραπεία με
φλουκοναζόλη έχουν παρατηρηθεί ενισχυμένες και παρατεταμένες επιδράσεις της
τριαζολάμης. Στην περίπτωση που απαιτείται ταυτόχρονη θεραπεία με
βενζοδιαζεπίνη σε ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν θεραπεία με φλουκοναζόλη, θα
πρέπει να δίνεται προσοχή ώστε να μειωθεί η δοσολογία της βενζοδιαζεπίνης, ενώ
οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται κατάλληλα.
Καρβαμαζεπίνη: Η φλουκοναζόλη αναστέλλει το μεταβολισμό της καρβαμαζεπίνης,
ενώ έχει παρατηρηθεί αύξηση της συγκέντρωσης της καρβαμαζεπίνης στον ορό κατά
30%. Υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης τοξικότητας από καρβαμαζεπίνη. Μπορεί να
χρειαστεί να γίνει προσαρμογή της δόσης της καρβαμαζεπίνης ανάλογα με τις
μετρήσεις της συγκέντρωσης/επιδράσεις.
Αποκλειστές διαύλων ασβεστίου: Ορισμένοι ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου
(νιφεπιδίνη, ισραδιπίνη, αμλοδιπίνη, βεραπαμίλη και φελοδιπίνη) μεταβολίζονται
από το CYP3A4. Η φλουκοναζόλη έχει τη δυνατότητα να αυξάνει τη συστηματική
έκθεση στους ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου. Συνιστάται η συχνή
παρακολούθηση των ανεπιθύμητων ενεργειών.
Σελεκοξίμπη: Κατά τη διάρκεια της ταυτόχρονης χορήγησης φλουκοναζόλης
(200 mg ημερησίως) και σελεκοξίμπης (200 mg), η C
max
και ΑUC της σελεκοξίμπης
αυξήθηκαν κατά 68% και 134%, αντίστοιχα. Μπορεί να χρειαστεί να γίνει μείωση
της δόσης της σελεκοξίμπης κατά το ήμισυ όταν χορηγείται σε συνδυασμό με
φλουκοναζόλη.
13
Κυκλοφωσφαμίδη: Η συνδυασμένη θεραπεία με κυκλοφωσφαμίδη και φλουκοναζόλη
αυξάνει τόσο τη χολερυθρίνη ορού όσο και την κρεατινίνη ορού. Αυτός ο
συνδυασμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τον κίνδυνο
αύξησης της χολερυθρίνης ορού και της κρεατινίνης ορού.
Φαιντανύλη: Αναφέρθηκε ένα θανατηφόρο περιστατικό δηλητηρίασης με φαιντανύλη
λόγω πιθανής αλληλεπίδρασης μεταξύ της φαιντανύλης και της φλουκοναζόλης.
Επιπροσθέτως, είχε δειχθεί ότι σε υγιείς εθελοντές η φλουκοναζόλη καθυστέρησε
σημαντικά την απέκκριση της φαιντανύλης. Οι αυξημένες συγκεντρώσεις
φαιντανύλης μπορούν να οδηγήσουν σε αναπνευστική καταστολή. Οι ασθενείς θα
πρέπει να παρακολουθούνται στενά για τον πιθανό κίνδυνο αναπνευστικής
καταστολής. Μπορεί να είναι απαραίτητη η προσαρμογή της δόσης της φαιντανύλης.
Αναστολείς της HMG CoA αναγωγάσης: Ο κίνδυνος μυοπάθειας και ραβδομυόλυσης
αυξάνεται όταν η φλουκοναζόλη συγχορηγείται με αναστολείς της HMG-CoA
αναγωγάσης οι οποίοι μεταβολίζονται από το CYP3A4, όπως η ατορβαστατίνη και η
σιμβαστατίνη, ή από το CYP2C9, όπως η φλουβαστατίνη. Εάν είναι απαραίτητη η
ταυτόχρονη χορήγηση, ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται για συμπτώματα
μυοπάθειας και ραβδομυόλυσης, ενώ θα πρέπει να παρακολουθείται και η
κρεατινική κινάση. Η χορήγηση αναστολέων της HMG-CoA αναγωγάσης θα πρέπει
να διακόπτεται εάν παρατηρηθεί εκσεσημασμένη αύξηση της κρεατινικής κινάσηςή
εάν διαγνωσθεί ή υπάρχει υπόνοια μυοπάθειας/ραβδομυόλυσης.
Ανοσοκατασταλτικά (δηλαδή κυκλοσπορίνη, εβερόλιμους, σιρόλιμους και
τακρόλιμους)
Κυκλοσπορίνη: Η φλουκοναζόλη αυξάνει σημαντικά τη συγκέντρωση και την AUC
της κυκλοσπορίνης. Κατά τη διάρκεια ταυτόχρονης θεραπείας με 200 mg ημερησίως
φλουκοναζόλη και κυκλοσπορίνη (2,7 mg/kg/ημέρα), υπήρξε αύξηση της AUC της
κυκλοσπορίνης κατά 1,8 φορές. Αυτός ο συνδυασμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί
μειώνοντας τη δόση της κυκλοσπορίνης ανάλογα με τη συγκέντρωσή της.
Εβερόλιμους: Παρόλο που δεν μελετήθηκε
in vitro
ή
in vivo
, η φλουκοναζόλη μπορεί
να αυξήσει τη συγκέντρωση του εβερόλιμου στο πλάσμα, μέσω αναστολής του
CYP3A4.
Σιρόλιμους: Η φλουκοναζόλη αυξάνει τις συγκεντρώσεις του σιρόλιμου στο πλάσμα
προφανώς αναστέλλοντας το μεταβολισμό του μέσω του CYP3A4 και της
P-γλυκοπρωτεΐνης. Αυτός ο συνδυασμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί προσαρμόζοντας
τη δόση του σιρόλιμου ανάλογα με τις επιδράσεις/μετρήσεις της συγκέντρωσης.
Τακρόλιμους: Η φλουκοναζόλη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις του από του
στόματος χορηγούμενου τακρόλιμου στον ορό έως 5 φορές λόγω της αναστολής του
μεταβολισμού του µέσω του CYP3A4 στο έντερο. Δεν προκλήθηκαν σημαντικές
φαρμακοκινητικές μεταβολές κατά την ενδοφλέβια χορήγηση του τακρόλιμου. Τα
αυξημένα επίπεδα τακρόλιμου έχουν συσχετιστεί με νεφροτοξικότητα. Η δόση του
από του στόματος χορηγούμενου τακρόλιμου θα πρέπει να μειώνεται ανάλογα με τη
συγκέντρωσή του.
Λοσαρτάνη: Η φλουκοναζόλη αναστέλλει το μεταβολισμό της λοσαρτάνης προς το
δραστικό της μεταβολίτη (E-31 74) που ευθύνεται για το μεγαλύτερο μέρος του
ανταγωνισμού των υποδοχέων της αγγειοτασίνης-II, ο οποίος παρατηρείται κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με λοσαρτάνη. Θα πρέπει να παρακολουθείται συνεχώς η
πίεση του αίματος.
14
Μεθαδόνη: Η φλουκοναζόλη μπορεί να αυξήσει τη συγκέντρωση μεθαδόνης στον
ορό. Μπορεί να χρειαστεί να γίνει προσαρμογή της δόσης της μεθαδόνης.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ): Η C
max
και η AUC της
φλουρβιπροφαίνης αυξήθηκαν κατά 23% και 81%, αντίστοιχα, κατά τη συγχορήγηση
με φλουκοναζόλη έναντι της χορήγησης φλουρβιπροφαίνης μόνο. Παρομοίως, η C
max
και η AUC του φαρμακολογικά ενεργού ισομερούς [S-(+)-ιβουπροφαίνη] αυξήθηκαν
κατά 15% και 82%, αντίστοιχα, όταν η φλουκοναζόλη συγχορηγήθηκε με ρακεµικό
μίγμα της ιβουπροφαίνης (400 mg) έναντι της χορήγησης ρακεµικού μίγματος της
ιβουπροφαίνης μόνο.
Παρόλο που δεν έχει μελετηθεί συγκεκριμένα, η φλουκοναζόλη έχει τη δυνατότητα
αύξησης της συστηματικής έκθεσης σε άλλα ΜΣΑΦ που μεταβολίζονται από το
CYP2C9 (π.χ., ναπροξένη, λορνοξικάμη, μελοξικάμη, δικλοφενάκη). Συνιστάται
συχνή παρακολούθηση των ανεπιθύμητων ενεργειών και της τοξικότητας των
ΜΣΑΦ, ενώ μπορεί να χρειαστεί να γίνει προσαρμογή της δόσης τους.
Φαινυτοΐνη: Η φλουκοναζόλη αναστέλλει τον ηπατικό μεταβολισμό της
φαινυτοΐνης. Η ταυτόχρονη επαναλαμβανόμενη χορήγηση 200 mg φλουκοναζόλης
και 250 mg ενδοφλέβιας φαινυτοΐνης, προκάλεσε αύξηση της AUC
24
και της C
min
της
φαινυτοΐνης κατά 75% και 128% αντίστοιχα. Κατά την ταυτόχρονη χορήγηση, θα
πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα φαινυτοΐνης στον ορό προκειμένου να
αποφευχθεί η τοξικότητα της φαινυτοΐνης.
Πρεδνιζόνη: Υπήρξε μία αναφορά περιστατικού όπου ένας ασθενής που είχε
υποβληθεί σε μεταμόσχευση ήπατος και έλαβε πρεδνιζόνη παρουσίασε οξεία
φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια όταν διεκόπη μία τρίμηνη θεραπεία με
φλουκοναζόλη. Η διακοπή της φλουκοναζόλης προφανώς ενίσχυσε τη
δραστηριότητα του CYP3A4, γεγονός που οδήγησε σε αύξηση του μεταβολισμού της
πρεδνιζόνης. Οι ασθενείς που λαμβάνουν μακροχρόνια θεραπεία με φλουκοναζόλη
και πρεδνιζόνη θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά για φλοιοεπινεφριδική
ανεπάρκεια όταν διακόπτεται η φλουκοναζόλη.
Ριφαμπουτίνη: Η φλουκοναζόλη αυξάνει τις συγκεντρώσεις της ριφαμπουτίνης στον
ορό οδηγώντας σε αύξηση της AUC της ριφαμπουτίνης έως 80%. Υπάρχουν
αναφορές ραγοειδίτιδας σε ασθενείς, οι οποίοι λάμβαναν ταυτόχρονα
φλουκοναζόλη και ριφαμπουτίνη. Σε συνδυασμένη θεραπεία, θα πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη τα συμπτώματα τοξικότητας από ριφαμπουτίνη.
Σακουιναβίρη: Η φλουκοναζόλη αυξάνει την AUC και την C
max
της σακουιναβίρης
κατά 50% και 55% αντίστοιχα, λόγω της αναστολής του ηπατικού μεταβολισμού της
σακουιναβίρης από το CYP3A4 και της αναστολής της Ρ-γλυκοπρωτεΐνης. Η
αλληλεπίδραση με σακουιναβίρη/ριτοναβίρη δεν έχει μελετηθεί και μπορεί να είναι
πιο εκσεσημασμένη. Μπορεί να χρειαστεί να γίνει προσαρμογή της δόσης της
σακουιναβίρης.
Σουλφονυλουρίες: Η φλουκοναζόλη βρέθηκε ότι παρατείνει το χρόνο ημίσειας ζωής
στον ορό των ταυτόχρονα χορηγούμενων από το στόμα σουλφονυλουριών (π.χ.,
χλωροπροπαμίδη, γλιβενκλαμίδη, γλιπιζίδη, τολβουταμίδη) σε υγιείς εθελοντές.
Κατά τη διάρκεια της συγχορήγησης, συνιστάται συχνή παρακολούθηση της
γλυκόζης αίματος και κατάλληλη μείωση της δόσης των σουλφονυλουριών.
Θεοφυλλίνη: Σε ελεγχόμενη μελέτη αλληλεπίδρασης με εικονικό φάρμακο (placebo),
η χορήγηση της φλουκοναζόλης σε δόση 200 mg επί 14 ημέρες προκάλεσε μείωση
κατά 18% της μέσης τιμής κάθαρσης της θεοφυλλίνης από το πλάσμα. Ασθενείς οι
οποίοι λαμβάνουν μεγάλες δόσεις θεοφυλλίνης ή ασθενείς που παρουσιάζουν
15
αυξημένο κίνδυνο τοξικών εκδηλώσεων από τη θεοφυλλίνη πρέπει να
παρακολουθούνται για σημεία τοξικότητας κατά το χρόνο λήψεως της
φλουκοναζόλης, η δε θεραπεία πρέπει να τροποποιείται αν εμφανιστούν σημεία
τοξικότητας.
Αλκαλοειδή της βίνκα: Παρόλο που δεν έχει μελετηθεί, η φλουκοναζόλη μπορεί να
αυξήσει τα επίπεδα των αλκαλοειδών της βίνκα (π.χ., βινκριστίνη και βινβλαστίνη)
στο πλάσμα και να προκαλέσει νευροτοξικότητα, η οποία ενδεχομένως να οφείλεται
στην ανασταλτική της επίδραση στο CYP3A4.
Βιταμίνη Α: Βάσει μιας αναφοράς περιστατικού σε έναν ασθενή που έλαβε
συνδυασμένη θεραπεία με all-trans ρετινοϊκό οξύ (μία όξινη μορφή της βιταμίνης Α)
και φλουκοναζόλη, παρουσιάστηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες από το ΚΝΣ με τη
μορφή ψευδοόγκου του εγκεφάλου, ο οποίος εξαφανίστηκε μετά τη διακοπή της
θεραπείας με φλουκοναζόλη. Αυτός ο συνδυασμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί αλλά
θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η επίπτωση των συσχετιζόμενων ανεπιθύμητων
ενεργειών από το ΚΝΣ.
Βορικοναζόλη (αναστολέας των CYP2C9, CYP2C19 και CYP3A4): Η συγχορήγηση
από του στόματος βορικοναζόλης (400 mg κάθε 12 ώρες την πρώτη ημέρα, στη
συνέχεια 200 mg κάθε 12 ώρες για 2,5 ημέρες) και από του στόματος
φλουκοναζόλης (400 mg την πρώτη ημέρα, στη συνέχεια 200 mg κάθε 24 ώρες για 4
ημέρες) σε 8 υγιείς άρρενες εθελοντές είχε ως αποτέλεσμα μία αύξηση της C
max
και
της AUC της βορικοναζόλης κατά μέσο όρο 57% (90% CI: 20%, 107%) και 79% (90%
CI: 40%, 128%), αντίστοιχα. Η μειωμένη δόση και/ή συχνότητα της βορικοναζόλης
και της φλουκοναζόλης, τα οποία θα εξάλειφαν αυτή την επίδραση, δεν έχουν
καθοριστεί. Συνιστάται παρακολούθηση για ανεπιθύμητες ενέργειες σχετιζόμενες με
τη βορικοναζόλη εάν η χρήση της βορικοναζόλης γίνεται διαδοχικά, μετά τη χρήση
της φλουκοναζόλης.
Ζιδοβουδίνη: Η φλουκοναζόλη αυξάνει τη C
max
και την AUC της ζιδοβουδίνης κατά
84% και 74%, αντίστοιχα, λόγω μείωσης της από του στόματος κάθαρσης της
ζιδοβουδίνης κατά 45% περίπου. Η ημιπερίοδος ζωής της ζιδοβουδίνης παρατάθηκε
επίσης κατά περίπου 128% μετά από συνδυασμένη θεραπεία με φλουκοναζόλη. Οι
ασθενείς που λαμβάνουν αυτόν το συνδυασμό φαρμάκων πρέπει να
παρακολουθούνται για την ανάπτυξη ανεπιθύμητων αντιδράσεων που σχετίζονται
με τη ζιδοβουδίνη. Μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο μείωσης της δόσης της
ζιδοβουδίνης.
Αζιθρομυκίνη: Σε μία ανοικτής επισήμανσης, τυχαιοποιημένη, τριπλά
διασταυρούμενη μελέτη σε 18 υγιείς εθελοντές αξιολογήθηκε η επίδραση μιας άπαξ
από του στόματος δόσης αζιθρομυκίνης 1200 mg στη φαρμακοκινητική μιας άπαξ
από του στόματος δόσης φλουκοναζόλης 800 mg, καθώς και οι επιδράσεις της
φλουκοναζόλης στη φαρμακοκινητική της αζιθρομυκίνης. Δεν παρατηρήθηκε
σημαντική φαρμακοκινητική αλληλεπίδραση μεταξύ της φλουκοναζόλης και της
αζιθρομυκίνης.
Από του στόματος αντισυλληπτικά: Έχουν πραγματοποιηθεί δύο φαρμακοκινητικές
μελέτες με συνδυασμένα από του στόματος αντισυλληπτικά στις οποίες
χρησιμοποιήθηκαν πολλαπλές δόσεις φλουκοναζόλης. Δεν παρατηρήθηκε σχετική
επίδραση επί των ορμονικών επιπέδων κατά τη μελέτη χρησιμοποίησης δόσεων 50
mg φλουκοναζόλης, ενώ επί δόσεως του φαρμάκου 200 mg ημερησίως, οι AUC της
αιθυνυλοιστραδιόλης και της λεβονοργεστρέλης αυξήθηκαν κατά 40% και 24%,
αντίστοιχα. Ως εκ τούτου, η χρησιμοποίηση πολλαπλών δόσεων φλουκοναζόλης
στην ανωτέρω δοσολογία είναι απίθανο να έχει επίδραση επί της
16
αποτελεσματικότητας του χορηγούμενου από του στόματος συνδυασμένου
αντισυλληπτικού φαρμάκου.
Ivacaftor: Η συγχορήγηση με το ivacaftor, έναν ενισχυτή του ρυθμιστή της
διαμεμβρανικής αγωγιμότητας της κυστικής ίνωσης (CFTR), αύξησε την έκθεση σε
ivacaftor κατά 3 φορές και την έκθεση σε hydroxymethyl-ivacaftor (Μ1) κατά 1,9
φορές. Συνιστάται μείωση της δόσης του ivacaftor σε 150 mg μία φορά ημερησίως
για ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα μέτριας ισχύος αναστολείς του CYP3A,
όπως η φλουκοναζόλη και η ερυθρομυκίνη.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Υπάρχουν αναφορές πολλαπλών συγγενών ανωμαλιών (συμπεριλαμβανομένων της
βραχυκεφαλίας, της δυσπλασίας ωτών, των γιγαντιαίων πρόσθιων πηγών
εμβρυακού κρανίου, της κύρτωσης του μηριαίου οστού και της συνόστωσης του
βραχιόνιου οστού) σε βρέφη των οποίων οι μητέρες είχαν υποβληθεί σε θεραπεία με
υψηλή δόση (400-800 mg/ημέρα) φλουκοναζόλης για τουλάχιστον 3 ή περισσότερους
μήνες για κοκκιδιοειδομυκητίαση. Η συσχέτιση ανάμεσα στη χρήση φλουκοναζόλης
και σε αυτά τα συμβάντα δεν είναι σαφής.
Μελέτες σε πειραματόζωα έχουν δείξει τοξικότητα του αναπαραγωγικού
συστήματος (βλ. παράγραφο 5.3).
Τα δεδομένα από αρκετές εκατοντάδες έγκυες γυναίκες που έλαβαν συνήθεις δόσεις
(<200 mg/ημέρα) φλουκοναζόλης, χορηγούμενες άπαξ ή σε επαναλαμβανόμενες
δόσεις κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου δεν έδειξαν αυξημένο κίνδυνο
εμφάνισης ανεπιθύμητων επιδράσεων στο έμβρυο.
Η χρήση της φλουκοναζόλης σε συνήθεις δόσεις και σε βραχυχρόνιες θεραπείες
πρέπει να αποφεύγεται στην κύηση, εκτός εάν είναι σαφώς απαραίτητη.
Η χρήση της φλουκοναζόλης σε υψηλές δόσεις και/ή σε παρατεταμένα δοσολογικά
σχήματα πρέπει να αποφεύγεται στην κύηση, εκτός από τους ασθενείς με βαριές και
απειλητικές για τη ζωή μυκητιασικές λοιμώξεις.
Θηλασμός
Η φλουκοναζόλη περνά στο μητρικό γάλα φθάνοντας σε συγκεντρώσεις
χαμηλότερες από αυτές του ορού. Ο θηλασμός μπορεί να συνεχισθεί μετά από μία
άπαξ χορήγηση συνήθους δόσης φλουκοναζόλης 200 mg ή λιγότερο. Ο θηλασμός δε
συνιστάται μετά από επαναλαμβανόμενη χρήση ή μετά από υψηλή δόση
φλουκοναζόλης.
Γονιμότητα
Η φλουκοναζόλη δεν επηρέασε τη γονιμότητα αρσενικών και θηλυκών αρουραίων
(βλ. παράγραφο 5.3).
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες για την επίδραση του Fungustatin στην
ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Οι ασθενείς θα πρέπει να
προειδοποιούνται σχετικά με την πιθανότητα ζάλης ή σπασμών (βλ. παράγραφο 4.8)
κατά τη διάρκεια που λαμβάνουν Fungustatin και θα πρέπει να συμβουλεύονται να
μην οδηγούν ή να χειρίζονται μηχανές εάν κάποιο από αυτά τα συμπτώματα
εμφανισθούν.
17
4.88 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι πιο συχνά (>1/10) αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι κεφαλαλγία,
κοιλιακό άλγος, διάρροια, ναυτία, έμετος, αμινοτρανσφεράση της αλανίνης
αυξημένη, ασπαρτική αμινοτρανσφεράση αυξημένη, αλκαλική φωσφατάση αίματος
αυξημένη και εξάνθημα.
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν παρατηρηθεί και αναφερθεί κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με Fungustatin με την ακόλουθη συχνότητα: πολύ συχνές
(≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως < 1/100), σπάνιες
(≥1/10.000 έως < 1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000), μη γνωστές (δεν μπορούν να
εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Κατηγορία/
οργανικό
σύστημα
Συχνές Όχι Συχνές Σπάνιες
Διαταραχές του
αιμοποιητικού
και του
λεμφικού
συστήματος
Αναιμία Ακοκκιοκυτταραιμ
ία, λευκοπενία,
θρομβοκυτοπενία,
ουδετεροπενία
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Αναφυλαξία
Διαταραχές του
μεταβολισμού
και της θρέψης
Μειωμένη
όρεξη
Υπερχοληστερολαι
μία,
υπερτριγλυκεριδαι
μία, υποκαλιαιμία
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Υπνηλία,
αϋπνία
Διαταραχές του
νευρικού
συστήματος
Κεφαλαλγία Σπασμοί,
παραισθησία,
ζάλη,
διαταραχές της
γεύσης
Τρόμος
Διαταραχές του
ωτός και του
λαβυρίνθου
Ίλιγγος
Καρδιακές
διαταραχές
Torsade de pointes
(βλ. παράγραφο
4.4), παράταση
διαστήματος QT
(βλ. παράγραφο
4.4)
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
συστήματος
Κοιλιακό άλγος,
έμετος,
διάρροια, ναυτία
Δυσκοιλιότητα,
δυσπεψία,
μετεωρισμός,
ξηροστομία
Διαταραχές του
ήπατος και των
χοληφόρων
Αμινοτρανσφερά
ση της αλανίνης
αυξημένη (βλ.
παράγραφο 4.4),
ασπαρτική
αμινοτρανσφερά
ση αυξημένη (βλ.
Χολόσταση (βλ.
παράγραφο
4.4), ίκτερος
(βλ. παράγραφο
4.4),
χολερυθρίνη
αυξημένη (βλ.
Ηπατική
ανεπάρκεια (βλ.
παράγραφο 4.4),
ηπατοκυτταρική
νέκρωση (βλ.
παράγραφο 4.4),
ηπατίτιδα (βλ.
18
παράγραφο 4.4),
αλκαλική
φωσφατάση
αίματος
αυξημένη (βλ.
παράγραφο 4.4)
παράγραφο 4.4) παράγραφο 4.4),
ηπατοκυτταρική
βλάβηλ.
παράγραφο 4.4)
Διαταραχές του
δέρματος και
του υποδόριου
ιστού
Εξάνθημα (βλ.
παράγραφο 4.4)
Φαρμακευτικό
εξάνθημα* (βλ.
παράγραφο
4.4), κνίδωση
(βλ. παράγραφο
4.4), κνησμός,
αυξημένη
εφίδρωση
Τοξική επιδερμική
νεκρόλυση, (βλ.
παράγραφο 4.4),
σύνδρομο Stevens-
Johnson (βλ.
παράγραφο 4.4),
οξεία γενικευμένη
εξανθηματική
φλυκταίνωση (βλ.
παράγραφο 4.4),
δερματίτιδα
αποφολιδωτική,
αγγειοοίδημα,
οίδημα προσώπου,
αλωπεκία
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος, του
συνδετικού
ιστού και των
οστών
Μυαλγία
Γενικές
διαταραχές και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
Κόπωση,
αίσθημα
κακουχίας,
εξασθένιση,
πυρετός
*συμπεριλαμβανομένου του σταθερού φαρμακευτικού εξανθήματος
Παιδιατρικός πληθυσμός
Το προφίλ και η επίπτωση των ανεπιθύμητων ενεργειών καθώς και τα μη
φυσιολογικά εργαστηριακά ευρήματα που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια των
παιδιατρικών κλινικών μελετών, εξαιρουμένης της ένδειξης της καντιντίασης των
γεννητικών οργάνων, είναι συγκρίσιμα με εκείνα που παρατηρούνται στους
ενήλικες.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη
συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες
μέσω:
Ελλάδα Κύπρος
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Μεσογείων 284 Υπουργείο Υγείας
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα CY-1475 Λευκωσία
Τηλ: + 30 21 32040380/337 Φαξ: + 357 22608649
Φαξ: + 30 21 06549585 Ιστότοπος: www.moh.gov.cy/phs
19
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9 Υπερδοσολογία
Έχουν αναφερθεί περιστατικά υπερδοσολογίας με Fungustatin, ενώ ταυτόχρονα
αναφέρθηκαν ψευδαισθήσεις και παρανοϊκή συμπεριφορά.
Σε περίπτωση λήψης υπερβολικής δόσης, συνήθως αρκεί η συμπτωματική
αντιμετώπιση (με υποστηρικτικά μέτρα και πλύση στομάχου, εφόσον είναι
αναγκαία).
Η φλουκοναζόλη αποβάλλεται κυρίως με τα ούρα. Η αύξηση της διούρησης αυξάνει
προφανώς το ρυθμό αποβολής του φαρμάκου. Η εφαρμογή αιμοδιύλισης επί 3 ώρες
μειώνει τις πυκνότητες του φαρμάκου στο πλάσμα κατά περίπου 50%.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιμυκητιασικά για συστηματική χρήση,
παράγωγα τριαζολίου, κωδικός ATC: J02AC01.
Μηχανισμός δράσης
Η φλουκοναζόλη ανήκει στην ομάδα των αντιμυκητιασικών παραγώγων τριαζολίου.
Ο κύριος μηχανισμός δράσης της είναι η αναστολή της εξαρτημένης από το
κυτόχρωμα P450 14α-απομεθυλίωσης της λανοστερόλης, ενός απαραίτητου βήματος
στη βιοσύνθεση της εργοστερόλης στους μύκητες. Η συσσώρευση των 14α-
μεθυλικών στερολών συσχετίζεται με την επακόλουθη απώλεια της εργοστερόλης
στην κυτταρική μεμβράνη των μυκήτων και μπορεί να ευθύνεται για την
αντιμυκητιασική δράση της φλουκοναζόλης. Η φλουκοναζόλη βρέθηκε ότι
παρουσιάζει μεγαλύτερη εκλεκτικότητα για τα ένζυμα του κυτοχρώματος P-450 των
μυκήτων από ό,τι για διάφορα ενζυμικά συστήματα του κυτοχρώματος P-450 των
θηλαστικών.
Η φλουκοναζόλη χορηγούμενη σε δόση 50 mg ημερησίως μέχρι 28 ημέρες, βρέθηκε
ότι δεν επηρεάζει τις πυκνότητες της τεστοστερόνης του πλάσματος στους άνδρες ή
τις πυκνότητες των στεροειδών στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Η
χορήγηση δόσεων φλουκοναζόλης 200 mg έως 400 mg ημερησίως δεν έχει κλινικώς
σημαντική επίδραση επί των επιπέδων των ενδογενών στεροειδών ή επί της
διεγερτικής ανταπόκρισης στην ACTH σε υγιείς άρρενες εθελοντές. Μελέτες
αλληλεπίδρασης με την αντιπυρίνη υποδεικνύουν ότι άπαξ ή πολλαπλές δόσεις 50
mg φλουκοναζόλης δεν επηρεάζουν το μεταβολισμό της ουσίας αυτής.
Ευαισθησία
in vitro:
In vitro
, η φλουκοναζόλη παρουσιάζει αντιμυκητιασική δραστικότητα έναντι των
περισσότερων κλινικά συχνών ειδών
Candida
(συμπεριλαμβανομένων των
C.
albicans, C. parapsilosis
και
C. tropicalis).
Η
C. glabrata
παρουσιάζει ευρύ φάσμα
ευαισθησίας, ενώ η
C. krusei
είναι ανθεκτική στη φλουκοναζόλη.
Η φλουκοναζόλη έχει επίσης
in vitro
δραστικότητα έναντι του
Cryptococcus
neoformans
και του
Cryptococcus gattii,
καθώς και έναντι των ενδημικών
ευρωτομυκήτων
Blastomyces dermatiditis
,
Coccidioides immitis
,
Histoplasma
capsulatum
και
Paracoccidioides brasiliensis
.
Σχέση Φαρμακοκινητικής/Φαρμακοδυναμικής
Σε μελέτες σε ζώα, υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των τιμών MIC και της
αποτελεσματικότητας έναντι πειραματικών μυκητιάσεων οφειλόμενων σε είδη
20
Candida
. Σε κλινικές μελέτες, υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ της AUC και της
δόσης της φλουκοναζόλης σε αναλογία περίπου 1:1. Υπάρχει επίσης άμεση, αν και
ατελής, σχέση μεταξύ της AUC ή της δόσης και μιας επιτυχούς κλινικής
ανταπόκρισης στη θεραπεία της στοματικής καντιντίασης και, σε μικρότερο βαθμό,
της καντινταιμίας. Παρομοίως, υπάρχουν λιγότερες πιθανότητες ίασης των
λοιμώξεων που προκαλούνται από στελέχη με υψηλότερες MIC στη φλουκοναζόλη.
Μηχανισμοί αντοχής
Τα είδη
Candida
έχουν αναπτύξει έναν αριθμό μηχανισμών αντοχής στους
αντιμυκητιασικούς παράγοντες αζολών. Στελέχη μυκήτων, τα οποία έχουν
αναπτύξει έναν ή περισσότερους μηχανισμούς αντοχής, είναι γνωστό ότι
παρουσιάζουν υψηλές ελάχιστες ανασταλτικές συγκεντρώσεις (MICs) στη
φλουκοναζόλη, το οποίο επηρεάζει δυσμενώς την αποτελεσματικότητα in vivo και
κλινικά.
Έχουν υπάρξει αναφορές επιλοίμωξης με είδη
Candida
εκτός της
C. albicans
, οι
οποίες συχνά δεν παρουσιάζουν εγγενή ευαισθησία στη φλουκοναζόλη (π.χ.
Candida
krusei
). Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να χρειασθεί εναλλακτική αντιμυκητιασική
θεραπεία.
Όρια ευαισθησίας (σύμφωνα με το EUCAST)
Κατόπιν ανάλυσης των φαρμακοκινητικών/φαρμακοδυναμικών (PK/PD) δεδομένων,
της ευαισθησίας
in vitro
και της κλινικής ανταπόκρισης, η EUCAST-AF
(Υποεπιτροπή ∆οκιµής της Ευαισθησίας σε Aντιμυκητιασικούς Παράγοντες της
Ευρωπαϊκής Επιτροπήςοκιµής της Ευαισθησίας σε Αντιµικροβιακούς Παράγοντες)
καθόρισε τα όρια ευαισθησίας για τη φλουκοναζόλη για τα είδη
Candida
(ρητό
έγγραφο της EUCAST για τη φλουκοναζόλη (2007), έκδοση 2). Αυτά χωρίστηκαν,
αφενός, σε όρια ευαισθησίας που δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένο είδος,
προσδιορίστηκαν κυρίως με βάση τα φαρμακοκινητικά/ φαρμακοδυναμικά δεδομένα
και είναι ανεξάρτητα από τις κατανομές της MIC συγκεκριμένων ειδών και,
αφετέρου, σε όρια ευαισθησίας που αναφέρονται σε συγκεκριμένο είδος για εκείνα
τα είδη τα οποία σχετίζονται πιο συχνά με λοιμώξεις στον άνθρωπο. Αυτά τα όρια
ευαισθησίας αναφέρονται στον πίνακα που ακολουθεί:
Αντιμυκητιασι
κό
Όρια ευαισθησίας που αναφέρονται σε
συγκεκριμένο είδος (S</R>)
Όρια
ευαισθησίας
που δεν
αναφέροντα
ι σε
συγκεκριμέν
ο είδος
Α
S</R>
Candida
albicans
Candid
a
glabrat
a
Candid
a
krusei
Candida
parapsilos
is
Candida
tropical
is
Φλουκοναζόλη 2/4 IE -- 2/4 2/4 2/4
S = Ευαίσθητο, R = Ανθεκτικό
Α = Τα όρια ευαισθησίας που δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένο είδος έχουν
προσδιοριστεί κυρίως με βάση τα φαρμακοκινητικά/φαρμακοδυναμικά δεδομένα και
είναι ανεξάρτητα από τις κατανομές της MIC συγκεκριμένων ειδών.
Χρησιμοποιούνται μόνο για είδη στα οποία δεν έχουν δοθεί συγκεκριμένα όρια
ευαισθησίας.
--
= Ο έλεγχος ευαισθησίας δεν συνιστάται καθώς το είδος δεν αποτελεί καλό
στόχο για θεραπεία με το φάρμακο.
21
IE = Δεν υπάρχουν ικανοποιητικές αποδείξεις ότι το εν λόγω είδος είναι καλός
στόχος για θεραπεία με το φάρμακο.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της φλουκοναζόλης είναι παρόμοιες κατόπιν
χορήγησής της από το στόμα ή ενδοφλεβίως.
Απορρόφηση
Η φλουκοναζόλη απορροφάται καλώς μετά από χορήγηση από το στόμα, οι δε
πυκνότητές της στο πλάσμα (και η συστηματική βιοδιαθεσιμότητά της) υπερβαίνουν
το 90% των πυκνοτήτων που επιτυγχάνονται κατόπιν ενδοφλεβίου χορήγησης. Η
απορρόφηση της φλουκοναζόλης από το στόμα δεν επηρεάζεται από την ταυτόχρονη
λήψη τροφής. Οι μέγιστες πυκνότητες στο αίμα επί νήστεως ατόμου επιτυγχάνονται
μετά από 0,5-1,5 ώρες μετά τη χορήγησή της. Οι πυκνότητες στο πλάσμα είναι
ανάλογες προς τη δόση. Μετά από 4-5 ημέρες χορήγησης φλουκοναζόλης άπαξ
ημερησίως, προσεγγίζεται το 90% των σταθεροποιημένων συγκεντρώσεων στο
πλάσμα. Η χορήγηση δόσης εφόδου την πρώτη ημέρα, διπλάσιας της συνήθους
ημερήσιας δόσης, συντελεί ώστε να επιτυγχάνονται πυκνότητες του φαρμάκου στο
πλάσμα ίσες περίπου προς το 90% των σταθεροποιημένων επιπέδων αυτού κατά τη
δεύτερη ημέρα χορήγησης.
Κατανομή
Ο φαινόμενος όγκος κατανομής του φαρμάκου είναι περίπου ίσος προς την ολική
ποσότητα του ύδατος στον οργανισμό. Η δέσμευση του φαρμάκου από τις πρωτεΐνες
του πλάσματος είναι μικρή (11-12%).
Η φλουκοναζόλη επιτυγχάνει καλή διάχυση εντός όλων των υγρών του σώματος
στα οποία μελετήθηκε. Οι πυκνότητες της φλουκοναζόλης στον σίελο και στα
πτύελα είναι παρόμοιες των πυκνοτήτων αυτού στο πλάσμα. Σε ασθενείς με
μυκητιασική μηνιγγίτιδα, τα επίπεδα της φλουκοναζόλης στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό
είναι περίπου 80% των αντίστοιχων πυκνοτήτων αυτού στο πλάσμα.
Υψηλές συγκεντρώσεις φλουκοναζόλης στο δέρμα, υψηλότερες των συγκεντρώσεων
του ορού, επιτυγχάνονται στην κερατίνη στοιβάδα, στην επιδερμίδα/δερμίδα και
στους εκκρινείς ιδρωτοποιούς αδένες. Η φλουκοναζόλη συσσωρεύεται στην
κερατίνη στοιβάδα. Με δόσεις 50 mg άπαξ ημερησίως, η συγκέντρωση της
φλουκοναζόλης μετά από 12 ημέρες ήταν 73 μg/g και 7 ημέρες μετά τη λήξη της
θεραπείας παρέμεινε ίση με 5,8 μg/g. Με δόση 150 mg άπαξ εβδομαδιαίως, η
συγκέντρωση της φλουκοναζόλης στην κερατίνη στοιβάδα, την έβδομη ημέρα, ήταν
23,4 μg/g και 7 ημέρες μετά τη δεύτερη δόση παρέμεινε ίση με 7,1 μg/g.
Η συγκέντρωση της φλουκοναζόλης στα νύχια, μετά από διάστημα 4 μηνών
χορήγησης 150 mg άπαξ εβδομαδιαίως, ήταν 4,05 μg/g σε υγιή και 1,8 μg/g σε μη
υγιή νύχια, ενώ η φλουκοναζόλη εξακολουθούσε να είναι μετρήσιμη σε δείγματα
νυχιών 6 μήνες μετά το τέλος της θεραπείας.
Βιομετα σχηματισμός
Η φλουκοναζόλη μεταβολίζεται σε μικρό μόνο βαθμό. Από μία ραδιενεργό δόση,
μόνο το 11% απεκκρίνεται σε αλλοιωμένη μορφή στα ούρα. Η φλουκοναζόλη είναι
εκλεκτικός αναστολέας των ισοενζύμων CYP2C9 και CYP3A4 (βλ. παράγραφο 4.5).
Επίσης, η φλουκοναζόλη είναι αναστολέας του ισοενζύμου CYP2C19.
Αποβολή
Η ημιπερίοδος αποβολής της φλουκοναζόλης από το πλάσμα είναι περίπου 30 ώρες.
Η κύρια οδός απέκκρισης του φαρμάκου είναι οι νεφροί, ενώ ποσοστό περίπου 80%
22
της χορηγούμενης δόσης απεκκρίνεται στα ούρα αναλλοίωτο. Η κάθαρση της
φλουκοναζόλης είναι ανάλογη προς την κάθαρση της κρεατινίνης. Δεν υπάρχουν
ενδείξεις ανεύρεσης μεταβολιτών στην κυκλοφορία.
Η μακρά ημιπερίοδος αποβολής από το πλάσμα παρέχει τη δυνατότητα για θεραπεία
άπαξ δόσεως στην κολπική καντιντίαση και για τη χορήγηση μία φορά την ημέρα
και μία φορά την εβδομάδα για τις υπόλοιπες ενδείξεις.
Φαρμακοκινητική στη νεφρική ανεπάρκεια
Σε ασθενείς με βαριά νεφρική ανεπάρκεια (GRF < 20 ml/min), ο χρόνος ημισείας
ζωής αυξήθηκε από 30 σε 98 ώρες. Επομένως, χρειάζεται μείωση της δόσης. Η
φλουκοναζόλη απομακρύνεται με αιμοδιύλιση και, σε μικρότερο βαθμό, με
περιτοναϊκή κάθαρση. Μετά από εφαρμογή αιμοδιύλισης επί 3 ώρες, περίπου 50%
της φλουκοναζόλης αποβάλλεται από το αίμα.
Φαρμακοκινητική σε παιδιά
Φαρμακοκινητικά δεδομένα εκτιμήθηκαν σε 113 παιδιατρικούς ασθενείς σε 5
μελέτες: 2 μελέτες στις οποίες χορηγηθήκαν άπαξ δόσεις, 2 μελέτες στις οποίες
χορηγήθηκαν πολλαπλές δόσεις και μία μελέτη που διεξήχθη σε πρόωρα νεογνά. Τα
δεδομένα από μία μελέτη δεν ήταν ερμηνεύσιμα λόγω αλλαγών στη φαρμακοτεχνική
μορφή σε κάποιο σημείο στη διάρκεια της μελέτης. Επιπρόσθετα δεδομένα ήταν
διαθέσιμα από μία μελέτη παρηγορητικής χρήσης.
Κατόπιν χορηγήσεως 2-8 mg/kg φλουκοναζόλης σε παιδιά ηλικίας 9 μηνών έως 15
ετών, βρέθηκε ότι η AUC ήταν 38 μgh/ml ανά δοσολογική μονάδα 1 mg/kg. Ο μέσος
χρόνος ημιζωής για την αποβολή της φλουκοναζόλης από το πλάσμα κυμαινόταν
μεταξύ 15 και 18 ωρών και ο όγκος κατανομής ήταν κατά προσέγγιση 880 ml/kg
έπειτα από πολλαπλές δόσεις. Έπειτα από άπαξ χορήγηση βρέθηκε ότι o χρόνος
ημιζωής για την αποβολή της φλουκοναζόλης από το πλάσμα ήταν υψηλότερος
φτάνοντας τις 24 ώρες περίπου. Αυτός είναι συγκρίσιμος με τον χρόνο ημιζωής για
την αποβολή της φλουκοναζόλης από το πλάσμα ύστερα από άπαξ χορήγηση 3 mg/kg
ενδοφλεβίως σε παιδιά ηλικίας 11 ημερών έως 11 μηνών. Ο όγκος κατανομής σε
αυτή την ηλικιακή ομάδα ήταν περίπου 950 ml/kg.
Η εμπειρία από τη χρήση της φλουκοναζόλης σε νεογνά περιορίζεται σε
φαρμακοκινητικές μελέτες σε πρόωρα νεογνά. Για 12 πρόωρα νεογνά με μέση
διάρκεια κυήσεως 28 εβδομάδες, η μέση ηλικία κατά την πρώτη δόση ήταν 24 ώρες
(εύρος τιμών 9-36 ώρες) και το μέσο βάρος κατά τη γέννηση ήταν 0,9 kg (εύρος
τιμών 0,75-1,10 kg). Επτά ασθενείς ολοκλήρωσαν το πρωτόκολλο. Ο μέγιστος
αριθμός δόσεων ήταν πέντε ενδοφλέβιες εγχύσεις φλουκοναζόλης των 6 mg/kg, οι
οποίες χορηγούνταν κάθε 72 ώρες. Ο μέσος χρόνος ημιζωής (σε ώρες) ήταν 74
(εύρος τιμών 44-185) την 1
η
ημέρα, μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου σε 53 (εύρος
τιμών 30-131) την 7
η
ημέρα και σε 47 (εύρος τιμών 27-68) τη 13
η
ημέρα. Η περιοχή
κάτω από την καμπύλη (µg.h/ml) ήταν 271 (εύρος τιμών 173-385) την 1
η
ημέρα,
αυξήθηκε, κατά μέσο όρο, σε 490 (εύρος τιμών 292-734) την 7
η
ημέρα και μειώθηκε,
κατά μέσο όρο, σε 360 (εύρος τιμών 167-566) τη 13
η
ημέρα. Ο όγκος κατανομής
(ml/kg) ήταν 1183 (εύρος τιμών 1070-1470) την 1
η
ημέρα και αυξήθηκε με την
πάροδο του χρόνου στα 1184, κατά μέσο όρο, (εύρος τιμών 510-2130) την 7
η
ημέρα
και στα 1328 (εύρος τιμών 1040-1680) τη 13
η
ημέρα.
Φαρμακοκινητική σε υπερήλικες
Διεξήχθη μία φαρμακοκινητική μελέτη σε 22 ασθενείς ηλικίας 65 ετών και άνω που
έλαβαν μία άπαξ δόση 50 mg φλουκοναζόλης από το στόμα. Δέκα από αυτούς τους
ασθενείς λάμβαναν ταυτόχρονα διουρητικά. Η C
max
ήταν 1,54 µg/ml και επιτεύχθηκε
1,3 ώρες μετά τη χορήγηση της δόσης. Η μέση AUC ήταν 76,4 ± 20,3 µgh/mL και ο
μέσος τελικός χρόνος ημιζωής ήταν 46,2 ώρες. Αυτές οι τιμές των
23
φαρμακοκινητικών παραμέτρων είναι υψηλότερες από ανάλογες τιμές που
αναφέρθηκαν για υγιείς νεαρούς άρρενες εθελοντές. Η συγχορήγηση διουρητικών
δεν μετέβαλλε σημαντικά την ΑUC ή τη C
max
. Επιπροσθέτως, η κάθαρση κρεατινίνης
(74 ml/min), το ποσοστό του φαρμάκου που ανακτήθηκε αναλλοίωτο στα ούρα
(0-24 h, 22%) και οι εκτιμήσεις της νεφρικής κάθαρσης της φλουκοναζόλης
(0,124 ml/min/kg) για τους υπερήλικες κυμαινόταν, σε γενικές γραμμές, σε
χαμηλότερα επίπεδα από τα αντίστοιχα των εθελοντών νεαρής ηλικίας. Συνεπώς, η
μεταβολή της διάθεσης της φλουκοναζόλης στους υπερήλικες φαίνεται πως
συνδέεται με χαρακτηριστικά μειωμένης νεφρικής λειτουργίας στη συγκεκριμένη
ομάδα.
5.3 Προκλινικά δεδομένα ασφαλείας
Οι επιδράσεις σε μη κλινικές μελέτες παρατηρήθηκαν μόνο σε επίπεδα έκθεσης
επαρκώς μεγαλύτερα από τα επίπεδα έκθεσης στους ανθρώπους, υποδεικνύοντας
μικρή σχέση με την κλινική χρήση.
Καρκινογένεση
Η φλουκοναζόλη δεν παρουσίασε ενδείξεις δυνητικής καρκινογόνου δράσης σε
ποντικούς και αρουραίους στους οποίους χορηγήθηκαν, για 24 μήνες, δόσεις από το
στόμα ίσες με 2,5, 5 ή 10 mg/kg/ημέρα (περίπου 27 φορές μεγαλύτερες της
συνιστώμενης ανθρώπινης δόσης). Αρσενικοί αρουραίοι, στους οποίους
χορηγήθηκαν 5 και 10 mg/kg/ημέρα, παρουσίασαν αυξημένη επίπτωση
ηπατοκυτταρικών αδενωµάτων.
Μεταλλαξιγένεση
, μ μ , μ Η φλουκοναζόλη ε ή χωρίς εταβολική ενεργοποίηση έδωσε αρνητικά αποτελέσ ατα
μ μ 4 στις δοκι ασίες εταλλαξιγένεσης σε στελέχη της Salmonella typhimurium, μκαι στο σύστη α
L5178Y μ μ . μ λε φώ ατος ποντικού Κυτταρογενετικές ελέτες in vivo ( μ κύτταρα υελού των
, μ μ ) οστών ποντικού ετά από στό ατος χορήγηση φλουκοναζόλης και in vitro ( ανθρώπινα
μ μ 1000 μg/ml ) μ λε φοκύτταρα εκτεθει ένα σε φλουκοναζόλης δεν παρουσίασαν κα ία ένδειξη
μ μ μ .χρω οσω ικών εταλλάξεων
Τοξικότητα στο αναπαραγωγικό σύστημα
Η φλουκοναζόλη δεν επηρέασε τη γονιμότητα αρσενικών ή θηλυκών αρουραίων,
στους οποίους χορηγήθηκαν από του στόματος ημερήσιες δόσεις των 5, 10 ή 20
mg/kg ή παρεντερικές δόσεις των 5, 25 ή 75 mg/kg.
Δεν παρατηρήθηκαν επιδράσεις στο έμβρυο σε δόσεις των 5 ή 10 mg/kg, ενώ
παρατηρήθηκε αύξηση των ανατομικών παραλλαγών στο έμβρυο (υπεράριθμες
πλευρές, διάταση της νεφρικής πυέλου) και καθυστέρηση της οστεοποίησης σε
δόσεις των 25 και 50 mg/kg και υψηλότερες δόσεις. Σε δόσεις που κυμαίνονται από
80 mg/kg έως 320 mg/kg, αυξήθηκε η εμβρυϊκή θνησιμότητα σε αρουραίους, ενώ οι
ανωμαλίες στο έμβρυο περιλάμβαναν κυματοειδείς πλευρές, λυκόστομα και
ανώμαλη οστεοποίηση του κρανίου και του προσώπου.
Η έναρξη του τοκετού καθυστέρησε ελαφρώς με από του στόματος δόσεις των 20
mg/kg και παρατηρήθηκαν σε μερικά έγκυα πειραματόζωα δυστοκία και παράταση
του τοκετού με δόσεις των 20 mg/kg και 40 mg/kg ενδοφλεβίως. Οι διαταραχές του
τοκετού φάνηκαν από την ελαφρά αύξηση του αριθμού των ζώων που γεννήθηκαν
νεκρά και τη μείωση του αριθμού των νεογνών που επιβίωσαν σε αυτά τα
δοσολογικά επίπεδα. Οι επιπτώσεις στον τοκετό των αρουραίων είναι σύμφωνες με
την ειδική για το συγκεκριμένο είδος πειραματόζωων μείωση των οιστρογόνων που
προκαλείται από υψηλές δόσεις φλουκοναζόλης. Τέτοια ορμονική αλλαγή δεν έχει
παρατηρηθεί σε γυναίκες στις οποίες έχει γίνει θεραπεία με φλουκοναζόλη (βλ.
παράγραφο 5.1).
24
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΚΔΟΧΩΝ
Περιεχόμενο καψακίου:
Μονοϋδρική λακτόζη
Άμυλο αραβοσίτου
Άνυδρο κολλοειδές πυρίτιο
Στεατικό μαγνήσιο
Λαουρυλοθειικό νάτριο
Σύνθεση του περιβλήματος του καψακίου:
Καψάκια 50 mg
Ζελατίνη
Διοξείδιο τιτανίου (E171)
Κυανό (E131)
Καψάκια 100 mg
Ζελατίνη
Διοξείδιο τιτανίου (E171)
Ερυθροσίνη (E127)
Κυανό (E131)
Καψάκια 150 mg
Ζελατίνη
Διοξείδιο τιτανίου (E171)
Κυανό (E131)
Καψάκια 200 mg
Ζελατίνη
Διοξείδιο τιτανίου (E171)
Ερυθροσίνη (E127)
Ινδικοκαρμίνιο (Ε132)
Μελάνι εκτύπωσης:
Κόµµεα λάκας βερνίκι, μαύρο οξείδιο του σιδήρου, Ν-βουτυλική αλκοόλη, άνυδρη
αλκοόλη, αποσταγμένο νερό, προπυλενογλυκόλη, βιοµηχανική µεθυλιωµένη
αλκοόλη, ισοπροπυλική αλκοόλη, διάλυμα πυκνής αμμωνίας, υδροξείδιο καλίου
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
5 έτη
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσετε σε θερμοκρασία μικρότερη των 30°C.
6.4 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Καψάκια 50 mg και 150 mg: Διαφανείς συσκευασίες κυψέλης από PVC ή λευκές
αδιαφανείς συσκευασίες κυψέλης από PVC/PVDC με φύλλο αλουμινίου στο πίσω
μέρος.
25
Καψάκια 100 mg και 200 mg: Διαφανείς συσκευασίες κυψέλης από PVC ή λευκές
αδιαφανείς συσκευασίες κυψέλης από PVC με φύλλο αλουμινίου στο πίσω μέρος.
Κάθε συσκευασία περιέχει: 1, 2, 3, 4, 6, 7, 10, 12, 14, 20, 28, 30, 42, 50, 60, 100 ή
500 σκληρά καψάκια.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Κάθε προϊόν που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί
σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
P@zer Ελλάς A.E.
Λ. Μεσογείων 243
154 51, Νέο Ψυχικό
Τηλ.: 210 6785800
Fax: 210 6785971
Κύπρος - Τοπικός αντιπρόσωπος:
Pfizer Ελλάς A.E. (CYPRUS BRANCH),
. Δ 57,Λ ιγενή Ακρίτα
1070, , Λευκωσία Κύπρος
.:Τηλ +357 22 817690
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Ελλάδα:
Fungustatin 50 mg σκληρά καψάκια: 41144/10/31-05-2011
Fungustatin 100 mg σκληρά καψάκια: 41145/10/31-05-2011
Fungustatin 150 mg σκληρά καψάκια: 41146/10/31-05-2011
Fungustatin 200 mg σκληρά καψάκια: 41147/10/31-05-2011
Κύπρος:
Fungustatin 150 mg σκληρά καψάκια: 13273
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ελλάδα:
Fungustatin 50 mg σκληρά καψάκια: 08-05-1990/31-05-2011
Fungustatin 100 mg σκληρά καψάκια: 08-05-1990/31-05-2011
Fungustatin 150 mg σκληρά καψάκια: 25-07-1991/31-05-2011
Fungustatin 200 mg σκληρά καψάκια: 25-07-1991/31-05-2011
Κύπρος:
Fungustatin 150 mg σκληρά καψάκια: 01-03-1991/21-03-2011
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
26
27