είναι ανθεκτικοί στη μονοθεραπεία με γκανσικλοβίρη, ενώ οι ιοί με
μεταλλάξεις στο γονίδιο UL54 είναι ανθεκτικοί στη γκανσικλοβίρη, αλλά
ενδέχεται να επιδείξουν διασταυρούμενη αντίσταση σε άλλα αντιιικά
που στοχεύουν, επίσης, την ιική πολυμεράση.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Σε μία προοπτική μελέτη, 36 σοβαρά ανοσοκατεσταλμένοι παιδιατρικοί
ασθενείς (ηλικίας 6 μηνών - 16 ετών) με λοίμωξη από HIV και CMV
έλαβαν ενδοφλέβια γκανσικλοβίρη στη δόση των 5 mg/kg ανά ημέρα για 2
ημέρες, ακολουθούμενη από την από του στόματος γκανσικλοβίρη για
διάμεσο διάστημα 32 εβδομάδων. Η γκανσικλοβίρη ήταν δραστική με
παρόμοιο προφίλ τοξικότητας με αυτό που παρατηρήθηκε στους ενήλικες.
Η γκανσικλοβίρη σχετίστηκε με μείωση στον εντοπισμό CMV με
καλλιέργεια ή αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης. Η ουδετεροπενία
ήταν η μόνη σοβαρή ανεπιθύμητη αντίδραση φαρμάκου που
παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της μελέτης και παρόλο που κανένα
παιδί δεν έχρηζε διακοπής της θεραπείας, 4 έχρηζαν θεραπείας με
παράγοντα διέγερσης αποικιών των κοκκιοκυττάρων (G-CSF) ώστε να
διατηρηθεί ο απόλυτος αριθμός ουδετεροφίλων 400 κύτταρα/mm
3
.
Σε μία αναδρομική μελέτη, 122 παιδιατρικοί λήπτες μεταμόσχευσης
ήπατος (ηλικίας 16 ημερών - 18 ετών, διάμεση ηλικία 2,5 ετών) έλαβαν
ελάχιστη δόση 5 mg/kg ενδοφλέβιας γκανσικλοβίρης δύο φορές ημερησίως
για 14 ημέρες, ακολουθούμενη από προληπτική παρακολούθηση του CMV
με PCR. Σαράντα τρεις ασθενείς θεωρούνταν υψηλού κινδύνου για CMV
και 79 ασθενείς θεωρούνταν τυπικού κινδύνου. Ασυμπτωματική λοίμωξη
CMV εντοπίστηκε με PCR στο 34,4% των ατόμων και ήταν πιθανότερη
στους λήπτες υψηλού κινδύνου σε σχέση με τους λήπτες τυπικού
κινδύνου (58,1% έναντι 21,8%, p 0,0001). Δώδεκα άτομα (9,8%)
ανέπτυξαν νόσο CMV (8 υψηλού κινδύνου έναντι 4 τυπικού κινδύνου,
p 0,03). Τρία άτομα ανέπτυξαν οξεία απόρριψη σε διάστημα 6 μηνών
από τον εντοπισμό του CMV, αλλά είχε προηγηθεί του CMV απόρριψη σε
13 άτομα. Δεν σημειώθηκαν θάνατοι λόγω του CMV. Συνολικά, το 38,5%
των ατόμων δεν χρειάστηκε να λάβει αντιιική φαρμακευτική αγωγή
πέραν της αρχικής τους μετεγχειρητικής προφύλαξης.
Σε μία αναδρομική ανάλυση, η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της
γκανσικλοβίρης συγκρίθηκαν με τη βαλγκανσικλοβίρη σε 92
παιδιατρικούς ασθενείς με μεταμόσχευση νεφρού και/ή ήπατος (ηλικίας 7
μηνών - 18 ετών, διάμεση ηλικία 9 ετών). Όλα τα παιδιά έλαβαν
ενδοφλέβια γκανσικλοβίρη 5 mg/kg δύο φορές ημερησίως για 2 εβδομάδες
μετά από τη μεταμόσχευση. Τα παιδιά που έλαβαν θεραπεία πριν από το
2004 στη συνέχεια έλαβαν από του στόματος γκανσικλοβίρη
30 mg/kg/δόση έως και 1 g/δόση τρεις φορές την ημέρα (n 41), ενώ τα
παιδιά που έλαβαν θεραπεία μετά από το 2004 έλαβαν βαλγκανσικλοβίρη
έως και 900 mg μία φορά ημερησίως (n 51). Η συνολική επίπτωση του
CMV ήταν 16% (15/92 ασθενείς). Ο χρόνος έως την έναρξη της λοίμωξης
από CMV ήταν συγκρίσιμος σε αμφότερες τις ομάδες.
Σε μία τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη μελέτη, 100 νεογνά (ηλικίας ≤1
μήνα) με συμπτωματική συγγενή νόσο από CMV με διήθηση του ΚΝΣ
έλαβαν 6 εβδομάδες ενδοφλέβιας γκανσικλοβίρης 6 mg/kg κάθε 12 ώρες ή
καθόλου θεραπεία. Από τους 100 ασθενείς που εντάχθηκαν, οι 42