ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Cymevene 500 mg κόνις για διάλυμα προς έγχυση.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε φιαλίδιο περιέχει 500 mg γκανσικλοβίρης (ως νατριούχο
γκανσικλοβίρη).
Μετά από την ανασύσταση με 10 mL ύδατος για ενέσιμα, κάθε mL
παρέχει 50 mg γκανσικλοβίρης.
Έκδοχο(α) με γνωστή δράση: περίπου 43 mg (2 mEq) νατρίου.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για διάλυμα προς έγχυση (κόνις για πυκνό διάλυμα).
Λευκή έως υπόλευκη συμπαγής κόνις.
4. ΚΛΙΝΙΚΈΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΊΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Cymevene ενδείκνυται σε ενήλικες και εφήβους ηλικίας από 12 ετών
για τη:
- θεραπεία της νόσου από κυτταρομεγαλοϊό (CMV) σε
ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς
- πρόληψη της νόσου CMV σε ασθενείς με επαγόμενη από φάρμακο
ανοσοκαταστολή (για παράδειγμα μετά από μεταμόσχευση
οργάνου ή χημειοθεραπεία για τον καρκίνο).
Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες οδηγίες για την κατάλληλη
χρήση των αντιιικών παραγόντων.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Θεραπεία της νόσου
CMV
σε ενήλικες και εφήβους ηλικίας από 12 ετών
με φυσιολογική νεφρική λειτουργία
- Αγωγή εφόδου: 5 mg/kg χορηγούμενα ως ενδοφλέβια έγχυση επί μία ώρα,
κάθε 12 ώρες για 14-21 ημέρες.
- Αγωγή συντήρησης: Για τους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς σε
κίνδυνο υποτροπής, μπορεί να χορηγηθεί θεραπεία συντήρησης. 5 mg/kg
χορηγούμενα ως ενδοφλέβια έγχυση επί μία ώρα, μία φορά ημερησίως για
7 ημέρες ανά εβδομάδα ή 6 mg/kg μία φορά ημερησίως για 5 ημέρες ανά
εβδομάδα. Η διάρκεια της θεραπείας συντήρησης θα πρέπει να
προσδιορίζεται σε ατομική βάση. Θα πρέπει να γίνεται παραπομπή στις
τοπικές κατευθυντήριες οδηγίες θεραπείας.
- Αγωγή για την εξέλιξη της νόσου: Οποιοσδήποτε ασθενής, στον οποίο η
νόσος CMV εξελίσσεται, είτε κατά τη διάρκεια της αγωγής συντήρησης ή
γιατί η αγωγή με γκανσικλοβίρη έχει αποσυρθεί, μπορεί να επαναλάβει
την αγωγή χρησιμοποιώντας το θεραπευτικό σχήμα εφόδου.
Πρόληψη της νόσου
CMV
σε ενήλικες και εφήβους ηλικίας από 12 ετών
με φυσιολογική νεφρική λειτουργία χρησιμοποιώντας προφύλαξη ή
προληπτική θεραπεία
- Προφύλαξη:
5 mg/kg χορηγούμενα ως ενδοφλέβια έγχυση επί μία ώρα, μία φορά
ημερησίως για 7 ημέρες ανά εβδομάδα ή 6 mg/kg μία φορά ημερησίως για
5 ημέρες ανά εβδομάδα. Η διάρκεια της προφύλαξης βασίζεται στον
κίνδυνο νόσου CMV. Θα πρέπει να γίνεται παραπομπή στις τοπικές
κατευθυντήριες οδηγίες θεραπείας.
- Προληπτική θεραπεία:
Θεραπεία εφόδου: 5 mg/kg χορηγούμενα ως ενδοφλέβια έγχυση επί μία
ώρα, κάθε 12 ώρες για 7-14 ημέρες.
Θεραπεία συντήρησης: 5 mg/kg χορηγούμενα ως ενδοφλέβια έγχυση επί
μία ώρα, μία φορά ημερησίως για 7 ημέρες ανά εβδομάδα ή 6 mg/kg μία
φορά ημερησίως για 5 ημέρες ανά εβδομάδα. Η διάρκεια της θεραπείας
συντήρησης βασίζεται στον κίνδυνο νόσου CMV. Θα πρέπει να γίνεται
παραπομπή στις τοπικές κατευθυντήριες οδηγίες θεραπείας.
Νεφρική δυσλειτουργία
Για τους ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία, η δόση της γκανσικλοβίρης
θα πρέπει να τροποποιείται σύμφωνα με την κάθαρση κρεατινίνης όπως
εμφανίζεται στον πίνακα που ακολουθεί (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.2).
Τροποποιήσεις της δόσης για τους ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία:
CrCl Δ όση εφόδου Δ όση συντήρησης
>70 mL/min 5,0 mg/kg 12 ανά ώρες 5,0 mg/kg/ μη έρα
50-69 mL/λεπτό 2,5 mg/kg 12 ανά ώρες 2,5 mg/kg/ μη έρα
25-49 mL/λεπτό 2,5 mg/kg/ μ η έρα 1,25 mg/kg/ μη έρα
10-24 mL/λεπτό 1,25 mg/kg/ μ η έρα 0,625 mg/kg/ μη έρα
<10 mL/ λεπτό 1,25 mg/kg 3x/εβδομάδα μετά
από την αιμοκάθαρση
0,625 mg/kg 3x/εβδομάδα μετά
από την αιμοκάθαρση
Η εκτιμώμενη κάθαρση κρεατινίνης μπορεί να υπολογιστεί από την
κρεατινίνη ορού χρησιμοποιώντας τους ακόλουθους τύπους:
Για άνδρες: (140 – ηλικία [έτη]) x (βάρος σώματος [ kg ])
(72) x (0,011 x κρεατινίνη ορού [micromol/L])
Για γυναίκες: 0,85 x τιμή άνδρα
Καθώς συνιστώνται τροποποιήσεις της δόσης σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία, η κρεατινίνη ορού ή τα εκτιμώμενα επίπεδα κάθαρσης
κρεατινίνης θα πρέπει να παρακολουθούνται.
Ηπατική δυσλειτουργία
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Cymevene δεν έχουν μελετηθεί
σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο 5.2).
Σοβαρή λευκοπενία, ουδετεροπενία, αναιμία, θρομβοπενία και
πανκυτταροπενία
Βλ. παράγραφο 4.4 πριν από την έναρξη της θεραπείας.
Σε περίπτωση σημαντικής μείωσης των τιμών των αιματολογικών
εξετάσεων κατά τη διάρκεια της αγωγής με γκανσικλοβίρη, θα πρέπει να
εξετασθεί το ενδεχόμενο θεραπείας με αιμοποιητικούς αυξητικούς
παράγοντες και/ή διακοπής της θεραπείας (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.8).
Ηλικιωμένοι
Δεν έχουν διενεργηθεί μελέτες σχετικά με την αποτελεσματικότητα ή την
ασφάλεια της γκανσικλοβίρης στους ηλικιωμένους. Δεδομένου ότι η
νεφρική λειτουργία επιδεινώνεται με την ηλικία, η γκανσικλοβίρη θα
πρέπει να χορηγείται στους ηλικιωμένους ασθενείς έχοντας λάβει
ιδιαιτέρως υπόψη τη νεφρική τους κατάσταση (βλ. παράγραφο 5.2).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Οι πληροφορίες για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της
γκανσικλοβίρης σε παιδιά ηλικίας κάτω των 12 ετών,
συμπεριλαμβανομένων των νεογνών, είναι περιορισμένες (βλ.
παραγράφους 4.4, 4.8 και 5.1). Τα παρόντα διαθέσιμα παιδιατρικά
δεδομένα περιγράφονται στις παραγράφους 5.1 και 5.2, αλλά δεν
μπορούν να γίνουν συστάσεις για τη δοσολογία. Θα πρέπει να γίνεται
παραπομπή στις θεραπευτικές κατευθυντήριες οδηγίες.
Τρόπος χορήγησης
Προσοχή:
H γκανσικλοβίρη πρέπει να χορηγείται με ενδοφλέβια έγχυση σε
διάστημα 1 ώρας σε συγκέντρωση που δεν υπερβαίνει τα 10 mg/mL. Να μη
χορηγείται με ταχεία ή bolus ενδοφλέβια ένεση γιατί τα υπερβολικά
επίπεδα στο πλάσμα που θα προκύψουν ενδέχεται να αυξήσουν την
τοξικότητα της γκανσικλοβίρης.
Να μη χορηγείται με ενδομυική ή υποδόρια ένεση γιατί αυτό μπορεί να
οδηγήσει σε σοβαρό ερεθισμό του ιστού λόγω του υψηλού pH (~11) των
διαλυμάτων της γκανσικλοβίρης (βλ. παράγραφο 4.8).
Η συνιστώμενη δόση, η συχνότητα και οι ρυθμοί έγχυσης δεν θα πρέπει
να υπερβαίνονται.
Το Cymevene είναι κόνις για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση. Μετά
από την ανασύσταση, το Cymevene είναι ένα άχρωμο έως ελαφρώς
υποκίτρινο διάλυμα, πρακτικά ελεύθερο ορατών σωματιδίων.
Η έγχυση θα πρέπει να πραγματοποιείται στη φλέβα με επαρκή ροή
αίματος, κατά προτίμηση μέσω πλαστικού καθετήρα.
Για οδηγίες σχετικά με την ανασύσταση του φαρμακευτικού προϊόντος
πριν από τη χορήγηση, βλέπε παράγραφο 6.6.
Προφύλαξη που πρέπει να λαμβάνεται πριν από το χειρισμό ή τη
χορήγηση του φαρμακευτικού προϊόντος:
Δεδομένου ότι η γκανσικλοβίρη θεωρείται δυνητικός τερατογόνος και
καρκινογόνος παράγοντας στους ανθρώπους, θα πρέπει να δίνεται
προσοχή στον χειρισμό της (βλ παράγραφο 6.6).
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή τη βαλγκανσικλοβίρη ή κάποιο
από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Γαλουχία (βλ. παράγραφο 4.6).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Διασταυρούμενη υπερευαισθησία
Εξαιτίας της ομοιότητας της χημικής δομής της γκανσικλοβίρης και
αυτής της ακυκλοβίρης και της πενσικλοβίρης, είναι δυνατό να
εμφανιστεί αντίδραση διασταυρούμενης υπερευαισθησίας ανάμεσα σε
αυτά τα φάρμακα. Επομένως, θα πρέπει να δίνεται προσοχή κατά τη
συνταγογράφηση του Cymevene σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία
στην ακυκλοβίρη ή την πενσικλοβίρη (ή στα προφάρμακά τους,
βαλακυκλοβίρη ή φαμσικλοβίρη, αντίστοιχα).
Μεταλλαξιγένεση, τερατογένεση, καρκινογένεση, γονιμότητα και
αντισύλληψη
Πριν από την έναρξη της θεραπείας με γκανσικλοβίρη, οι ασθενείς θα
πρέπει να ενημερώνονται για τους πιθανούς κινδύνους για το έμβρυο. Σε
μελέτες σε ζώα η γκανσικλοβίρη φάνηκε να είναι μεταλλαξιογόνος,
τερατογόνος, ασπερματογόνος και καρκινογόνος και να διαταράσσει τη
γονιμότητα. Θεωρείται πιθανό ότι η γκανσικλοβίρη προκαλεί προσωρινή
ή οριστική αναστολή της σπερματογένεσης (βλ. παραγράφους 4.6, 4.8 και
5.3).
Ως εκ τούτου, η γκανσικλοβίρη θα πρέπει να θεωρείται δυνητικά
τερατογόνος και καρκινογόνος για τους ανθρώπους, με δυνατότητα
πρόκλησης συγγενών δυσπλασιών και καρκίνων. Επομένως, οι γυναίκες
σε αναπαραγωγική ηλικία πρέπει να καθοδηγούνται να χρησιμοποιούν
αποτελεσματικά μέτρα αντισύλληψης κατά τη διάρκεια της αγωγής και
για τουλάχιστον 30 ημέρες στη συνέχεια. Οι άνδρες πρέπει να
καθοδηγούνται να χρησιμοποιούν προφυλακτικό ως αντισύλληψη κατά
τη διάρκεια της θεραπείας, και για τουλάχιστον 90 ημέρες στη συνέχεια,
εκτός αν είναι βέβαιο ότι η σύντροφός τους δεν διατρέχει κίνδυνο
εγκυμοσύνης (βλ. παραγράφους 4.6, 4.8 και 5.3).
Η χρήση της γκανσικλοβίρης απαιτεί εξαιρετική προσοχή, ειδικά στον
παιδιατρικό πληθυσμό, δεδομένης της πιθανότητας για καρκινογένεση
μακροπρόθεσμα καθώς και για τοξικότητα στο αναπαραγωγικό σύστημα.
Τα οφέλη της θεραπείας θα πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά σε κάθε
περίπτωση και θα πρέπει να υπερτερούν με σαφή τρόπο των κινδύνων
(βλ. παράγραφο 4.2). Ανατρέξτε στις κατευθυντήριες οδηγίες θεραπείας.
Μυελοκαταστολή
Το Cymevene θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με
προϋπάρχουσα αιματολογική κυτταροπενία ή ιστορικό σχετιζόμενης με
το φάρμακο αιματολογικής κυτταροπενίας και σε ασθενείς που
λαμβάνουν ακτινοθεραπεία.
Σοβαρή λευκοπενία, ουδετεροπενία, αναιμία, θρομβοπενία,
πανκυτταροπενία και ανεπάρκεια του μυελού των οστών έχουν
παρατηρηθεί σε ασθενείς υπό θεραπεία με γκανσικλοβίρη. Η θεραπεία
δεν θα πρέπει να ξεκινά εάν ο απόλυτος αριθμός ουδετερόφιλων είναι
μικρότερος από 500 κύτταρα/µL ή εάν ο αριθμός των αιμοπεταλίων είναι
μικρότερος από 25.000 κύτταρα/µL ή εάν η τιμή της αιμοσφαιρίνης είναι
μικρότερη από 8 g/dL (βλ. παραγράφους 4.2 και 4.8).
Συνιστάται η παρακολούθηση της γενικής εξέτασης αίματος,
συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των αιμοπεταλίων, κατά τη διάρκεια
της θεραπείας. Ενδέχεται να απαιτείται αυξημένη παρακολούθηση των
αιματολογικών παραμέτρων στους ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων 14 ημερών της χορήγησης, συνιστάται ο
προσδιορισμός του αριθμού των λευκοκυττάρων (κατά προτίμηση με
ανάλυση ανά λευκοκυτταρικό τύπο) να διενεργείται κάθε δεύτερη ημέρα.
Στους ασθενείς με χαμηλά αρχικά επίπεδα ουδετεροφίλων (<1.000
ουδετερόφιλα/µl), στους ασθενείς που εμφάνισαν λευκοπενία κατά τη
διάρκεια της προηγούμενης θεραπείας με άλλες μυελοτοξικές ουσίες, και
στους ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία, αυτή η παρακολούθηση θα
πρέπει να πραγματοποιείται ημερησίως.
Για τους ασθενείς με σοβαρή λευκοπενία, ουδετεροπενία, αναιμία και/ή
θρομβοπενία συνιστάται να εξετάζεται το ενδεχόμενο χρήσης θεραπείας
με αιμοποιητικούς αυξητικούς παράγοντες και/ή διακοπής της θεραπείας
με γκανσικλοβίρη (βλ. παραγράφους 4.2 και 4.8).
Νεφρική δυσλειτουργία
Οι ασθενείς με διαταραγμένη νεφρική λειτουργία διατρέχουν αυξημένο
κίνδυνο τοξικότητας (ειδικά αιματολογικής τοξικότητας). Απαιτείται
μείωση της δόσης (βλ. παραγράφους 4.2 και 5.2).
Χρήση με άλλα φάρμακα
Έχουν αναφερθεί σπασμοί σε ασθενείς που λαμβάνουν ιμιπενέμη-
σιλαστατίνη και γκανσικλοβίρη. Η γκανσικλοβίρη δεν θα πρέπει να
χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με ιμιπενέμη-σιλαστατίνη εκτός εάν τα
πιθανά οφέλη υπερτερούν των πιθανών κινδύνων (βλ. παράγραφο 4.5).
Οι ασθενείς υπό θεραπεία με γκανσικλοβίρη και διδανοσίνη, φάρμακα τα
οποία είναι γνωστό ότι είναι μυελοκατασταλτικά, ή που επηρεάζουν τη
νεφρική λειτουργία, θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για σημεία
πρόσθετης τοξικότητας (βλ. παράγραφο 4.5).
Έκδοχα
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει 2 mmol (43 mg) νατρίου ανά δόση
500 mg. Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από ασθενείς υπό δίαιτα με
ελεγχόμενη πρόσληψη νατρίου.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις
Προβενεσίδη
Η προβενεσίδη χορηγούμενη με από του στόματος γκανσικλοβίρη είχε ως
αποτέλεσμα στατιστικά μειωμένη νεφρική κάθαρση της γκανσικλοβίρης
και οδήγησε σε κλινικά σημαντική αυξημένη έκθεση. Η επίδραση αυτού
του είδους αναμένεται, επίσης, κατά τη διάρκεια της ταυτόχρονης
χορήγησης ενδοφλέβιας γκανσικλοβίρης και προβενεσίδης. Επομένως, οι
ασθενείς που λαμβάνουν προβενεσίδη και Cymevene θα πρέπει να
παρακολουθούνται στενά για τοξικότητα της γκανσικλοβίρης.
Διδανοσίνη
Οι συγκεντρώσεις της διδανοσίνης στο πλάσμα βρέθηκαν να είναι
σταθερά αυξημένες όταν χορηγήθηκε μαζί με την γκανσικλοβίρη. Στις
ενδοφλέβιες δόσεις των 5 και 10 mg/kg/ημέρα, έχει παρατηρηθεί αύξηση
στην AUC της διδανοσίνης, η οποία κυμαίνεται από 38% έως 67%. Δεν
υπήρξε καμία κλινικά σημαντική επίδραση στις συγκεντρώσεις της
γκανσικλοβίρης. Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για
τοξικότητα της διδανοσίνης (βλ. παράγραφο 4.4)
Άλλα αντιρετροϊκά
Τα ισοένζυμα του κυτοχρώματος P450 δεν διαδραματίζουν κανένα ρόλο
στη φαρμακοκινητική της γκανσικλοβίρης. Κατά συνέπεια, δεν
αναμένονται φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις με αναστολείς
πρωτεάσης και μη-νουκλεοσιδικούς αναστολείς της ανάστροφης
μεταγραφάσης.
Φαρμακοδυναμικές αλληλεπιδράσεις
Ιμιπενέμησιλαστατίνη
Έχουν αναφερθεί σπασμοί σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα
γκανσικλοβίρη και ιμιπενέμησιλαστατίνη. Τα φάρμακα αυτά δεν θα
πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα εκτός εάν τα πιθανά οφέλη
υπερτερούν των πιθανών κινδύνων (βλ. παράγραφο 4.4).
Z
ιδοβουδίνη
Τόσο η ζιδοβουδίνη όσο και η γκανσικλοβίρη έχουν τη δυνατότητα να
προκαλέσουν ουδετεροπενία και αναιμία. Μπορεί να εμφανιστεί
φαρμακοδυναμική αλληλεπίδραση κατά τη διάρκεια ταυτόχρονης
χορήγησης αυτών των φαρμάκων. Μερικοί ασθενείς μπορεί να μην
ανέχονται ταυτόχρονη θεραπεία σε πλήρη δόση (βλ. παράγραφο 4.4).
Άλλες πιθανές φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις
Η τοξικότητα μπορεί να ενισχυθεί όταν η γκανσικλοβίρη συγχορηγείται
με άλλα φάρμακα που είναι γνωστό ότι είναι μυελοκατασταλτικά ή
σχετιζόμενα με νεφρική δυσλειτουργία. Αυτό περιλαμβάνει
αντιμυκητιασικούς παράγοντες (όπως είναι η δαψόνη, η πενταμιδίνη, η
φλουκυτοσίνη, η αμφοτερικίνη Β, τριμεθοπρίμη/σουλφαμεθοξαζόλη),
ανοσοκατασταλτικά (π.χ. η κυκλοσπορίνη, το τακρόλιμους, η
μυκοφαινολάτη μοφετίλ), αντινεοπλασματικοί παράγοντες (π.χ. η
βινκριστίνη, η βινβλαστίνη, η δοξορουβικίνη και η υδροξυουρία) καθώς
και τα νουκλεοσίδια (συμπεριλαμβανομένης της ζιδοβουδίνης, της
σταβουδίνης και της διδανοσίνης) και τα νουκλεοτιδικά ανάλογα
(συμπεριλαμβανομένης της τενοφοβίρης και της αδεφοβίρης). Επομένως,
τα φάρμακα αυτά θα πρέπει να εξετάζονται για ταυτόχρονη χρήση με
γκανσικλοβίρη μόνο εάν τα πιθανά οφέλη υπερτερούν των πιθανών
κινδύνων (βλ. παράγραφο 4.4).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Μελέτες αλληλεπίδρασης έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ενήλικες.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Γονιμότητα
Στις μελέτες σε ζώα, η γκανσικλοβίρη διατάραξε τη γονιμότητα σε
άρρενες και θήλεις επίμυες. Βάσει της εμφάνισης ασπερματογένεσης
στις εκθέσεις της γκανσικλοβίρης κάτω από τα θεραπευτικά επίπεδα σε
μελέτες σε ζώα, θεωρείται πιθανό ότι η γκανσικλοβίρη ενδέχεται να
προκαλέσει προσωρινή ή οριστική αναστολή της σπερματογένεσης στους
ανθρώπους (βλ. παράγραφο 4.4).
Κύηση
Η ασφάλεια της γκανσικλοβίρης για χρήση σε έγκυες γυναίκες δεν έχει
θεμελιωθεί. Ωστόσο, η γκανσικλοβίρη διέρχεται άμεσα στον ανθρώπινο
πλακούντα. Σε μελέτες σε ζώα, η γκανσικλοβίρη σχετίστηκε με
αναπαραγωγική τοξικότητα και τερατογένεση (βλ. παραγράφους 4.4 και
5.3). Επομένως, η γκανσικλοβίρη δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε
εγκύους γυναίκες εκτός εάν η κλινική ανάγκη για τη θεραπεία της
γυναίκας υπερσκελίζει τον πιθανό κίνδυνο τερατογένεσης για το έμβρυο.
Αντισύλληψη σε άνδρες και γυναίκες
Ως αποτέλεσμα της πιθανότητας για αναπαραγωγική τοξικότητα και
τερατογένεση, οι γυναίκες με αναπαραγωγική ικανότητα πρέπει να
συμβουλεύονται να χρησιμοποιούν αποτελεσματική αντισύλληψη κατά
τη διάρκεια και για τουλάχιστον 30 ημέρες μετά από τη θεραπεία. Οι
άνδρες ασθενείς πρέπει να καθοδηγούνται να χρησιμοποιούν
προφυλακτικό ως μέθοδο αντισύλληψης κατά τη διάρκεια, και για
τουλάχιστον 90 ημέρες μετά από τη θεραπεία με γκανσικλοβίρη, εκτός
εάν είναι βέβαιο ότι η σύντροφός τους δεν διατρέχει κίνδυνο
εγκυμοσύνης (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.3).
Θηλασμός
Δεν είναι γνωστό εάν η γκανσικλοβίρη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο
μητρικό γάλα, αλλά η πιθανότητα έκκρισης της γκανσικλοβίρης στο
μητρικό γάλα και πρόκλησης σοβαρών ανεπιθύμητων αντιδράσεων στο
θηλάζον βρέφος δεν μπορεί να αποκλειστεί. Δεδομένα σε ζώα δείχνουν
ότι η γκανσικλοβίρη εκκρίνεται στο γάλα των αρουραίων που θηλάζουν.
Επομένως, πρέπει να διακοπεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
γκανσικλοβίρη (βλ. παράγραφο 4.3).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
H γκανσικλοβίρη μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων (βλ. παράγραφο 4.8).
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Σύνοψη του προφίλ ασφάλειας
Η βαλγκανσικλοβίρη είναι ένα προ-φάρμακο της γκανσικλοβίρης, και οι
ανεπιθύμητες αντιδράσεις που σχετίζονται με τη βαλγκανσικλοβίρη
μπορεί να αναμένεται να εκδηλωθούν με την γκανσικλοβίρη. Η από του
στόματος γκανσικλοβίρη δεν είναι πλέον διαθέσιμη αλλά οι
ανεπιθύμητες αντιδράσεις που έχουν αναφερθεί από τη χρήση της μπορεί
να αναμένεται επίσης να εμφανιστούν σε ασθενείς που λαμβάνουν
υποδόρια γκανσικλοβίρη. Επομένως, οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις που
αναφέρθηκαν με την ενδοφλέβια ή από του στόματος λαμβανόμενη
γκανσικλοβίρη ή με τη βαλγκανσικλοβίρη συμπεριλαμβάνονται στον
πίνακα ανεπιθύμητων αντιδράσεων.
Στους ασθενείς υπό θεραπεία με γκανσικλοβίρη/βαλγκανσικλοβίρη, οι
σοβαρότερες και πιο συχνές ανεπιθύμητες αντιδράσεις φαρμάκου είναι
οι αιματολογικές αντιδράσεις και περιλαμβάνουν την ουδετεροπενία, την
αναιμία και τη θρομβοπενία (βλ.παράγραφο 4.4). Άλλες ανεπιθύμητες
αντιδράσεις φαρμάκου παρουσιάζονται στον πίνακα που ακολουθεί.
Οι συχνότητες που παρουσιάζονται στον πίνακα των ανεπιθύμητων
αντιδράσεων προέρχονται από έναν συγκεντρωτικό πληθυσμό ασθενών
με λοίμωξη HIV (n=1.704) που λάμβανε θεραπεία συντήρησης με
γκανσικλοβίρη ή βαλγκανσικλοβίρη. Εξαιρείται η ακοκκιοκυττάρωση, η
κοκκιοκυτταροπενία και η αναφυλακτική αντίδραση, οι συχνότητες των
οποίων προέρχονται από την εμπειρία μετά από την κυκλοφορία. Οι
ανεπιθύμητες αντιδράσεις παρατίθενται σύμφωνα με το MedRA ανά
κατηγορία οργανικού συστήματος. Οι κατηγορίες συχνότητας ορίζονται
χρησιμοποιώντας την ακόλουθη συνθήκη: πολύ συχνές (≥1/10), συχνές
(≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100), σπάνιες
(≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000).
Το συνολικό προφίλ ασφαλείας της γκανσικλοβίρης/βαλγκανσικλοβίρης
είναι συνεπές στους πληθυσμούς με λοίμωξη HIV και στους πληθυσμούς
που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση με εξαίρεση την περίπτωση της
αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς που έχει αναφερθεί μόνο σε
ασθενείς με λοίμωξη HIV με αμφιβληστροειδίτιδα από κυτταρομεγαλοϊό.
Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες διαφορές στη συχνότητα συγκεκριμένων
αντιδράσεων. Η ενδοφλέβια γκανσικλοβίρη σχετίζεται με χαμηλότερο
κίνδυνο διάρροιας συγκριτικά με την από του στόματος λαμβανόμενη
βαλγκανσικλοβίρη. Η πυρεξία, οι λοιμώξεις από candida, η κατάθλιψη, η
σοβαρή ουδετεροπενία (ANC <500µL) και οι δερματικές αντιδράσεις
αναφέρονται συχνότερα σε ασθενείς με λοίμωξη HIV. Η νεφρική και η
ηπατική δυσλειτουργία αναφέρονται συχνότερα σε λήπτες μοσχευμάτων.
Κατάλογος ανεπιθύμητων αντιδράσεων υπό μορφή πίνακα
Ανεπιθύμητη αντίδραση (ADR)
(MedDRA)
Κατηγορία Οργανικού Συστήματος
Κατηγορία
συχνότητας
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
:
Λοιμώξεις από Candida, συμπεριλαμβανομένης της
στοματικής καντιντίασης.
Πολύ συχνές
Λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού
συστήματος
Σηψαιμία Συχνές
Γρίπη
Ουρολοίμωξη
Κυτταρίτιδα
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού
συστήματος:
Ουδετεροπενία Πολύ συχνές
Αναιμία
Θρομβοπενία Συχνές
Λευκοπενία
Πανκυτταροπενία
Ανεπάρκεια του μυελού των οστών Όχι συχνές
Απλαστική αναιμία Σπάνιες
Ακοκκιοκυττάρωση*
*Κοκκιοκυτταροπενία
Δ μ :ιαταραχές του ανοσοποιητικού συστή ατος
Υπερευαισθησία Συχνές
*Αναφυλακτική αντίδραση Σπάνιες
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης:
Μειωμένη όρεξη Πολύ συχνές
Μειωμένο σωματικό βάρος Συχνές
Ψυχιατρικές διαταραχές
:
Κατάθλιψη Συχνές
Συγχυτική κατάσταση
Άγχος
Διέγερση Όχι συχνές
Ψυχωσική διαταραχή
Μη φυσιολογική σκέψη
Ψευδαισθήσεις
Δ μ :ιαταραχές του νευρικού συστή ατος
Κεφαλαλγία Πολύ συχνές
Αϋπνία Συχνές
Περιφερική νευροπάθεια
Ζάλη
Παραισθησία
Υπαισθησία
μΣπασ ός
Δυσγευσία (διαταραχή της γεύσης)
Ανεπιθύμητη αντίδραση (ADR)
(MedDRA)
Κατηγορία Οργανικού Συστήματος
Κατηγορία
συχνότητας
Τρόμος Όχι συχνές
Οφθαλμικές διαταραχές
:
Οπτική Διαταραχή Συχνές
Αποκόλληση αμφιβληστροειδούς
μ μΕξιδρώ ατα του υαλοειδούς σώ ατος
Πόνος του οφθαλμού
Επιπεφυκίτιδα
Οίδημα ωχράς κηλίδας
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου:
Ωταλγία Συχνές
Κώφωση Όχι συχνές
Καρδιακές διαταραχές
:
Καρδιακές αρρυθμίες Όχι συχνές
Αγγειακές διαταραχές
:
Υπόταση Συχνές
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα
και του μεσοθωράκιου:
Βήχας Πολύ συχνές
Δύσπνοια
:Γαστρεντερικές διαταραχές
Διάρροια Πολύ συχνές
Ναυτία
Έμετος
Κοιλιακό άλγος
Δυσπεψία Συχνές
μΜετεωρισ ός
Άλγος της άνω κοιλιακής χώρας
Δυσκοιλιότητα
Εξέλκωση του στόματος
Δυσφαγία
Διάταση της κοιλίας
Παγκρεατίτιδα
Διαταραχές ήπατος και των χοληφόρων:
Αυξημένη α μ λκαλική φωσφατάση αί ατος Συχνές
Μη φυσιολογική η πατική λειτουργία
Αυξημένη α μσπαρτική α ινοτρανσφεράση
Αυξημένη αλανινική αμινοτρανσφεράση
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Δερματίτιδα Πολύ συχνές
Νυχτερινές εφιδρώσεις Συχνές
Κνησμός
Εξάνθημα
Αλωπεκία
Ξηροδερμία Όχι συχνές
Κνίδωση
Ανεπιθύμητη αντίδραση (ADR)
(MedDRA)
Κατηγορία Οργανικού Συστήματος
Κατηγορία
συχνότητας
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του
συνδετικού ιστού:
Οσφυαλγία Συχνές
Μυαλγία
Αρθραλγία
Μυϊκοί σπασμοί
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών:
Νεφρική δυσλειτουργία Συχνές
Μειωμένη νεφρική κάθαρση κρεατινίνης
Αυξημένη κ μρεατινίνη αί ατος
Νεφρική ανεπάρκεια Όχι συχνές
μΑι ατουρία
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος
και του μαστού:
Στειρότητα άρρενος Όχι συχνές
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
Πυρεξία Πολύ συχνές
Κόπωση
Αντίδραση στη θέση ένεσης Συχνές
Άλγος
Ρίγη
Αίσθημα κακουχίας
Εξασθένιση
Θωρακικό άλγος Όχι συχνές
*Οι συχνότητες αυτών των ανεπιθύμητων αντιδράσεων προέρχονται από την
εμπειρία μετά από την κυκλοφορία. Όλες οι άλλες κατηγορίες συχνότητας
βασίζονται στη συχνότητα που καταγράφηκε σε κλινικές δοκιμές.
Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων αντιδράσεων
Ουδετεροπενία
Ο κίνδυνος ουδετεροπενίας δεν είναι προβλέψιμος επί τη βάση του
αριθμού των ουδετεροφίλων πριν από τη θεραπεία. Η ουδετεροπενία
συνήθως εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της πρώτης ή δεύτερης
εβδομάδας της θεραπείας εφόδου και μετά από τη χορήγηση αθροιστικής
δόσης ≤ 200 mg/kg. Ο αριθμός των κυττάρων συνήθως ομαλοποιείται σε
διάστημα 2 έως 5 ημερών μετά από τη διακοπή του φαρμάκου ή τη
μείωση της δόσης (βλ. παράγραφο 4.4).
Σοβαρή ουδετεροπενία
Η σοβαρή ουδετεροπενία αναφέρθηκε συχνότερα σε ασθενείς με HIV
(14%) που λάμβαναν θεραπεία συντήρησης με βαλγκανσικλοβίρη, από
του στόματος ή ενδοφλέβια χορήγηση γκανσικλοβίρη (n = 1.704), σε
σύγκριση με τους ασθενείς που έλαβαν βαλγκανσικλοβίρη ή από του
στόματος χορηγούμενη γκανσικλοβίρη. Σε ασθενείς που έλαβαν
βαλγκανσικλοβίρη ή από του στόματος χορηγούμενη γκανσικλοβίρη έως
την Ημέρα 100 μετά τη μεταμόσχευση, η συχνότητα εμφάνισης σοβαρής
ουδετεροπενίας ήταν 5% και 3% αντίστοιχα, ενώ σε ασθενείς που
έλαβαν βαλγκανσικλοβίρη έως την Ημέρα 200 μετά τη μεταμόσχευση, η
συχνότητα εμφάνισης σοβαρής ουδετεροπενίας ήταν 10%.
Θρομβοπενία
Οι ασθενείς με χαμηλό αρχικό αριθμό αιμοπεταλίων (<100.000/μL)
διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης θρομβοπενίας. Οι ασθενείς με
ιατρογενή ανοσοκαταστολή εξαιτίας της θεραπείας με
ανοσοκατασταλτικά φάρμακα διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο
θρομβοπενίας σε σχέση με τους ασθενείς με AIDS (βλ. παράγραφο 4.4). Η
σοβαρή θρομβοπενία μπορεί να σχετίζεται με δυνητικά απειλητική για τη
ζωή αιμορραγία.
Σπασμοί
Έχουν αναφερθεί σπασμοί σε ασθενείς που λαμβάνουν ιμιπενέμη-
σιλαστατίνη και γκανσικλοβίρη (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.5).
Αποκόλληση αμφιβληστροειδούς
Αυτή η ανεπιθύμητη αντίδραση έχει αναφερθεί μόνο σε μελέτες με
ασθενείς με AIDS οι οποίοι έλαβαν αγωγή με Cymevene για
αμφιβληστροειδίτιδα από CMV.
Αντιδράσεις της θέσης ένεσης
Στους ασθενείς που λαμβάνουν γκανσικλοβίρη εμφανίζονται συχνά
αντιδράσεις της θέσης ένεσης. Το Cymevene θα πρέπει να χορηγείται
σύμφωνα με τις συστάσεις στην παράγραφο 4.2 ώστε να μειωθεί ο
κίνδυνος τοπικού ερεθισμού του ιστού.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί επίσημες μελέτες ασφάλειας με την
γκανσικλοβίρη σε παιδιά ηλικίας κάτω των 12 ετών αλλά βάσει της
εμπειρίας με τη βαλγκανσικλοβίρη, ένα προφάρμακο της γκανσικλοβίρης,
το συνολικό προφίλ ασφάλειας του δραστικού φαρμάκου είναι παρόμοιο
στους παιδιατρικούς και ενήλικες ασθενείς. Ωστόσο, τα ποσοστά
συγκεκριμένων ανεπιθύμητων αντιδράσεων, όπως είναι η πυρεξία και το
κοιλιακό άλγος, τα οποία μπορεί να είναι χαρακτηριστικά του
παιδιατρικού πληθυσμού εμφανίζονται συχνότερα στους παιδιατρικούς
συγκριτικά με τους ενήλικες ασθενείς. Η ουδετεροπενία εμφανίζεται
επίσης συχνότερα στους παιδιατρικούς ασθενείς, αλλά δεν υπάρχει
συσχέτιση ανάμεσα στην ουδετεροπενία και οι λοιμώδεις ανεπιθύμητες
αντιδράσεις στον παιδιατρικό πληθυσμό.
Διατίθενται μόνο περιορισμένα δεδομένα σε νεογνά ή βρέφη με HIV/AIDS
ή συμπτωματική συγγενή λοίμωξη από CMV, τα οποία έλαβαν θεραπεία
με βαλγκανσικλοβίρη ή γκανσικλοβίρη. Ωστόσο, το προφίλ ασφάλειας
φαίνεται να συνάδει με το γνωστό προφίλ ασφάλειας της
βαλγκανσικλοβίρης/γκανσικλοβίρης.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους
επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες (βλ.
λεπτομέρειες παρακάτω).
Ελλάδα
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
Κύπρος
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Υπουργείο Υγείας
CY-1475 Λευκωσία
Φαξ: + 357 22608649
Ιστότοπος: www . moh . gov . cy / phs
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Έχουν ληφθεί αναφορές υπερδοσολογίας με την ενδοφλέβια
γκανσικλοβίρη, ορισμένες με θανατηφόρες εκβάσεις, τόσο από τις
κλινικές δοκιμές όσο και από την εμπειρία που αποκτήθηκε μετά την
κυκλοφορία του προϊόντος. Η πλειονότητα των αναφορών είτε δεν
σχετίζονταν με οποιεσδήποτε ανεπιθύμητες αντιδράσεις, ή περιελάμβανε
μία ή περισσότερες από τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις που αναφέρονται
στη συνέχεια:
Αιματολογική τοξικότητα: μυελοκαταστολή, συμπεριλαμβανομένης της
πανκυτταροπενίας, της μυελοειδούς απλασίας, της λευκοπενίας, της
ουδετεροπενίας, της κοκκιοκυτταροπενίας
Ηπατοτοξικότητα: ηπατίτιδα, διαταραχή ηπατικής λειτουργίας
Νεφρική τοξικότητα: επιδείνωση της αιματουρίας σε ασθενείς με
προϋπάρχουσα νεφρική δυσλειτουργία, οξεία νεφρική ανεπάρκεια,
αυξημένη κρεατινίνη
Γαστρεντερική τοξικότητα: κοιλιακό άλγος, διάρροια, έμετος
Νευροτοξικότητα: γενικευμένος τρόμος, σπασμοί
Αντιμετώπιση
Η γκανσικλοβίρη απομακρύνεται μέσω αιμοκάθαρσης, επομένως η
αιμοκάθαρση μπορεί να επιφέρει όφελος στη μείωση της έκθεσης στο
φάρμακο σε ασθενείς που λαμβάνουν υπερδοσολογία γκανσικλοβίρης
(βλ. παράγραφο 5.2).
Επιπρόσθετες πληροφορίες για ειδικούς πληθυσμούς
Νεφρική δυσλειτουργία: Αναμένεται ότι η υπερδοσολογία της
γκανσικλοβίρης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένη νεφρική
τοξικότητα σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο 4.4).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν υπάρχουν ειδικές πληροφορίες
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιιικά για συστηματική χρήση,
απευθείας δρώντα αντιιικά, νουκλεοσίδια και νουκλεοτίδια εκτός των
αναστολέων της ανάστροφης μεταγραφάσης, κωδικός ATC: J05AB06
Μηχανισμός δράσης
Η γκανσικλοβίρη είναι ένα συνθετικό ανάλογο της 2’-δεοξυγουανοσίνης,
η οποία αναστέλλει την αντιγραφή των ιών του έρπητα τόσο in
vitro όσο
και in
vivo. Οι ευαίσθητοι ανθρώπινοι ιοί περιλαμβάνουν τον ανθρώπινο
μεγαλοκυτταροϊό (HCMV), τον ιό του απλού έρπη -1 και -2 (HSV-1 και
HSV-2), τον ανθρώπινο ιό έρπη -6, -7 και -8 (HHV-6, HHV-7, HHV-8), τον ιό
Epstein-Barr (EBV), τον ιό ανεμευλογιάς-ζωστήρα (VZV) και τον ιό της
ηπατίτιδας B. Οι κλινικές μελέτες έχουν περιοριστεί στην αξιολόγηση
της αποτελεσματικότητας σε ασθενείς με λοίμωξη από CMV.
Σε κύτταρα με λοίμωξη από CMV, η γκανσικλοβίρη αρχικώς
φωσφορυλιώνεται προς μονοφωσφορική γκανσικλοβίρη από την ιική
πρωτεϊνική κινάση, UL97. Περαιτέρω φωσφορυλίωση λαμβάνει χώρα
από αρκετές κυτταρικές κινάσες προς δημιουργία τριφωσφορικής
γκανσικλοβίρης, η οποία μεταβολίζεται κατόπιν βραδέως,
ενδοκυτταρικά. Αυτό έχει δειχθεί ότι λαμβάνει χώρα σε κύτταρα με
λοίμωξη HSV και HCMV με χρόνους ημίσειας ζωής, 18 και 624 ωρών,
αντίστοιχα, μετά την απομάκρυνση της εξωκυττάριας γκανσικλοβίρης.
Επειδή η φωσφορυλίωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ιική
κινάση, η φωσφορυλίωση της γκανσικλοβίρης λαμβάνει χώρα κατά
προτίμηση σε κύτταρα με ιογενή λοίμωξη.
Η ιοστατική δραστικότητα της γκανσικλοβίρης οφείλεται σε αναστολή
της σύνθεσης του ιικού DNA μέσω: (1) ανταγωνιστικής αναστολής της
ενσωμάτωσης της τριφωσφορικής δεοξυγουανοσίνης στο DNA από την
πολυμεράση του ιικού DNA, και (2) ενσωμάτωσης της τριφωσφορικής
γκανσικλοβίρης στο ιικό DNA, η οποία προκαλεί διακοπή της περαιτέρω
επιμήκυνσης του ιικού DNA ή περιορισμό της σε μεγάλο βαθμό.
Αντιιική Δραστικότητα
Η in
vitro αντιιική δραστικότητα, μετρηθείσα ως IC50 της γκανσικλοβίρης
έναντι του CMV, κυμαίνεται μεταξύ 0,08 M (0,02 g/ml) έως 14 M
(3,57 g/ml).
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Ιική αντίσταση
Η πιθανότητα ιικής αντίστασης θα πρέπει να εξετάζεται στους ασθενείς
που επιτυγχάνουν επανειλημμένα πτωχή κλινική ανταπόκριση ή
εμφανίζουν συνεχή ιική απέκκριση κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Ιική αντίσταση στη γκανσικλοβίρη μπορεί να προκύψει από την επιλογή
μεταλλάξεων στο γονίδιο της ιικής κινάσης (UL97) που ευθύνεται για τη
μονοφωσφορυλίωση της γκανσικλοβίρης και/ή του γονιδίου της ιικής
πολυμεράσης (UL54). Οι ιοί που περιέχουν μεταλλάξεις στο γονίδιο UL97
είναι ανθεκτικοί στη μονοθεραπεία με γκανσικλοβίρη, ενώ οι ιοί με
μεταλλάξεις στο γονίδιο UL54 είναι ανθεκτικοί στη γκανσικλοβίρη, αλλά
ενδέχεται να επιδείξουν διασταυρούμενη αντίσταση σε άλλα αντιιικά
που στοχεύουν, επίσης, την ιική πολυμεράση.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Σε μία προοπτική μελέτη, 36 σοβαρά ανοσοκατεσταλμένοι παιδιατρικοί
ασθενείς (ηλικίας 6 μηνών - 16 ετών) με λοίμωξη από HIV και CMV
έλαβαν ενδοφλέβια γκανσικλοβίρη στη δόση των 5 mg/kg ανά ημέρα για 2
ημέρες, ακολουθούμενη από την από του στόματος γκανσικλοβίρη για
διάμεσο διάστημα 32 εβδομάδων. Η γκανσικλοβίρη ήταν δραστική με
παρόμοιο προφίλ τοξικότητας με αυτό που παρατηρήθηκε στους ενήλικες.
Η γκανσικλοβίρη σχετίστηκε με μείωση στον εντοπισμό CMV με
καλλιέργεια ή αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης. Η ουδετεροπενία
ήταν η μόνη σοβαρή ανεπιθύμητη αντίδραση φαρμάκου που
παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της μελέτης και παρόλο που κανένα
παιδί δεν έχρηζε διακοπής της θεραπείας, 4 έχρηζαν θεραπείας με
παράγοντα διέγερσης αποικιών των κοκκιοκυττάρων (G-CSF) ώστε να
διατηρηθεί ο απόλυτος αριθμός ουδετεροφίλων 400 κύτταρα/mm
3
.
Σε μία αναδρομική μελέτη, 122 παιδιατρικοί λήπτες μεταμόσχευσης
ήπατος (ηλικίας 16 ημερών - 18 ετών, διάμεση ηλικία 2,5 ετών) έλαβαν
ελάχιστη δόση 5 mg/kg ενδοφλέβιας γκανσικλοβίρης δύο φορές ημερησίως
για 14 ημέρες, ακολουθούμενη από προληπτική παρακολούθηση του CMV
με PCR. Σαράντα τρεις ασθενείς θεωρούνταν υψηλού κινδύνου για CMV
και 79 ασθενείς θεωρούνταν τυπικού κινδύνου. Ασυμπτωματική λοίμωξη
CMV εντοπίστηκε με PCR στο 34,4% των ατόμων και ήταν πιθανότερη
στους λήπτες υψηλού κινδύνου σε σχέση με τους λήπτες τυπικού
κινδύνου (58,1% έναντι 21,8%, p 0,0001). Δώδεκα άτομα (9,8%)
ανέπτυξαν νόσο CMV (8 υψηλού κινδύνου έναντι 4 τυπικού κινδύνου,
p 0,03). Τρία άτομα ανέπτυξαν οξεία απόρριψη σε διάστημα 6 μηνών
από τον εντοπισμό του CMV, αλλά είχε προηγηθεί του CMV απόρριψη σε
13 άτομα. Δεν σημειώθηκαν θάνατοι λόγω του CMV. Συνολικά, το 38,5%
των ατόμων δεν χρειάστηκε να λάβει αντιιική φαρμακευτική αγωγή
πέραν της αρχικής τους μετεγχειρητικής προφύλαξης.
Σε μία αναδρομική ανάλυση, η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της
γκανσικλοβίρης συγκρίθηκαν με τη βαλγκανσικλοβίρη σε 92
παιδιατρικούς ασθενείς με μεταμόσχευση νεφρού και/ή ήπατος (ηλικίας 7
μηνών - 18 ετών, διάμεση ηλικία 9 ετών). Όλα τα παιδιά έλαβαν
ενδοφλέβια γκανσικλοβίρη 5 mg/kg δύο φορές ημερησίως για 2 εβδομάδες
μετά από τη μεταμόσχευση. Τα παιδιά που έλαβαν θεραπεία πριν από το
2004 στη συνέχεια έλαβαν από του στόματος γκανσικλοβίρη
30 mg/kg/δόση έως και 1 g/δόση τρεις φορές την ημέρα (n 41), ενώ τα
παιδιά που έλαβαν θεραπεία μετά από το 2004 έλαβαν βαλγκανσικλοβίρη
έως και 900 mg μία φορά ημερησίως (n 51). Η συνολική επίπτωση του
CMV ήταν 16% (15/92 ασθενείς). Ο χρόνος έως την έναρξη της λοίμωξης
από CMV ήταν συγκρίσιμος σε αμφότερες τις ομάδες.
Σε μία τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη μελέτη, 100 νεογνά (ηλικίας ≤1
μήνα) με συμπτωματική συγγενή νόσο από CMV με διήθηση του ΚΝΣ
έλαβαν 6 εβδομάδες ενδοφλέβιας γκανσικλοβίρης 6 mg/kg κάθε 12 ώρες ή
καθόλου θεραπεία. Από τους 100 ασθενείς που εντάχθηκαν, οι 42
ικανοποίησαν όλα τα κριτήρια της μελέτης και είχαν ακουομετρικές
αξιολογήσεις κατά την αρχική εκτίμηση και στην παρακολούθηση στους
6 μήνες. Από αυτούς, 25 έλαβαν γκανσικλοβίρη και 17 δεν έλαβαν
θεραπεία. Είκοσι ένας από τους 25 λήπτες γκανσικλοβίρης είχαν
βελτιωμένη ακοή ή διατήρηση της ακοής στα φυσιολογικά επίπεδα από
την αρχική εκτίμηση έως τους 6 μήνες συγκριτικά με τους 10/17
ασθενείς ελέγχου (84% και 59%, αντίστοιχα, p 0,06). Κανένας από
τους λήπτες γκανσικλοβίρης δεν εμφάνισε επιδείνωση της ακοής από την
αρχική εκτίμηση έως τους 6 μήνες, συγκριτικά με τους 7 ασθενείς
ελέγχου (p 0,01). Έως το πρώτο έτος μετά από την αρχική εκτίμηση,
5/24 λήπτες γκανσικλοβίρης και 13/19 ασθενείς ελέγχου είχαν
επιδεινούμενη ακοή (p 0,01). Κατά τη διάρκεια της μελέτης,
29/46 ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με γκανσικλοβίρη, είχαν
ουδετεροπενία, συγκριτικά με 9/43 ασθενείς ελέγχου (p 0,1). Υπήρξαν 9
θάνατοι κατά τη διάρκεια της μελέτης, 3 στην ομάδα της γκανσικλοβίρης
και 6 στην ομάδα ελέγχου. Κανένας θάνατος δεν σχετίστηκε με την υπό
μελέτη φαρμακευτική αγωγή.
Σε μία τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη μελέτη Φάσης ΙΙΙ, 100 νεογνά
(ηλικίας 3-33 ημερών, διάμεσης ηλικίας 12 ημερών) με σοβαρό
συμπτωματικό συγγενή CMV με συμμετοχή του ΚΝΣ, έλαβαν είτε
ενδοφλέβια γκανσικλοβίρη 6 mg/kg δύο φορές ημερησίως για 6 εβδομάδες
(n 48) ή καμία αντιιική θεραπεία (n 52). Τα βρέφη που έλαβαν
γκανσικλοβίρη είχαν βελτιωμένες νευροαναπτυξιακές εκβάσεις στους 6
και 12 μήνες συγκριτικά με αυτά που δεν έλαβαν αντιική θεραπεία.
Παρόλο που οι λήπτες γκανσικλοβίρης είχαν λιγότερες καθυστερήσεις
και περισσότερες φυσιολογικές νευρολογικές εκβάσεις, οι περισσότεροι
δεν είχαν επιτύχει τη θεωρούμενη φυσιολογική ανάπτυξη στην ηλικία
των 6 εβδομάδων, των 6 μηνών ή των 12 μηνών. Η ασφάλεια δεν
εκτιμήθηκε σε αυτή τη μελέτη.
Μία αναδρομική μελέτη διερεύνησε την επίδραση της αντιιικής
θεραπείας στην απώλεια της ακοής όψιμης έναρξης στα βρέφη με
συγγενή λοίμωξη από CMV (ηλικία 4-34 μηνών, μέση ηλικία
10,3±7,8 μήνες, διάμεση ηλικία 8 μηνών). Η μελέτη συμπεριέλαβε 21
βρέφη με φυσιολογική ακοή κατά τη γέννηση, τα οποία ανέπτυξαν
απώλεια της ακοής όψιμης έναρξης. Η αντιιική θεραπεία αποτελούνταν
από τα εξής:
- Ενδοφλέβια γκανσικλοβίρη 5 mg/kg ημερησίως για 6 εβδομάδες,
ακολουθούμενη από βαλγκανσικλοβίρη από του στόματος17 mg/kg δύο
φορές ημερησίως για 6 εβδομάδες, και στη συνέχεια ημερησίως έως το 1
έτος της ηλικίας, ή
- Από του στόματος βαλγκανσικλοβίρη 17 mg/kg δύο φορές ημερησίως για
12 εβδομάδες, και στη συνέχεια ημερησίως για 9 μήνες
Κανένα από τα παιδιά δεν έχρηζε κοχλιακού εμφυτεύματος και η
απώλεια της ακοής βελτιώθηκε στο 83% των ώτων που επηρεάστηκαν
από την απώλεια της ακοής κατά την έναρξη. Η ουδετεροπενία ήταν η
μόνη ανεπιθύμητη ενέργεια που αναφέρθηκε και δεν χρειάστηκε να
διακοπεί η θεραπεία σε οποιονδήποτε ασθενή.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της γκανσικλοβίρης έχουν αξιολογηθεί
σε HIV- και CMV-οροθετικούς ασθενείς, ασθενείς με AIDS και
αμφιβληστροειδίτιδα από CMV, και σε ασθενείς με μεταμόσχευση
συμπαγών οργάνων.
Κατανομή
Ο όγκος κατανομής της ενδοφλεβίως χορηγούμενης γκανσικλοβίρης
σχετίζεται με το βάρος του σώματος. Ο όγκος κατανομής στη
σταθεροποιημένη κατάσταση κυμαίνεται μεταξύ 0,540,87 L/kg. Η
πρωτεϊνική δέσμευση στο πλάσμα ήταν 12% έναντι των συγκεντρώσεων
της γκανσικλοβίρης της τάξεως του 0,5 και 51 g/mL. Η γκανσικλοβίρη
διεισδύει στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, όπου οι παρατηρηθείσες
συγκεντρώσεις φθάνουν το 24%67% των συγκεντρώσεων στο πλάσμα.
Βιομετασχηματισμός
Η γκανσικλοβίρη δεν μεταβολίζεται σε σημαντική έκταση.
Αποβολή
Η γκανσικλοβίρη αποβάλλεται κυρίως με νεφρική απέκκριση μέσω της
σπειραματικής διήθησης και της ενεργού σωληναριακής απέκκρισης της
αμετάβλητης γκανσικλοβίρης. Στους ασθενείς με φυσιολογική νεφρική
λειτουργία, περισσότερο από το 90% της ενδοφλεβίως χορηγούμενης
δόσης γκανσικλοβίρης ανακτάται αμετάβλητο στα ούρα σε διάστημα 24
ωρών. Η μέση συστηματική κάθαρση κυμαινόταν από
2,64 0,38 mL/min/kg (N 15) έως 4,52 2,79 mL/min/kg (N 6) και η
νεφρική κάθαρση κυμαινόταν από 2,57 0,69 mL/min/kg (N 15) έως
3,48 0,68 mL/min/kg (N 20), το οποίο αντιστοιχεί στο 90-101% της
χορηγούμενης γκανσικλοβίρης. Οι χρόνοι ημίσειας ζωής στα άτομα
χωρίς νεφρική δυσλειτουργία κυμαίνονταν από 2,73 1,29 (N 6) έως
3,98 1,78 ώρες (N 8).
Γραμμικότητα/μη γραμμικότητα
Η ενδοφλέβια γκανσικλοβίρη εμφανίζει γραμμική φαρμακοκινητική στο
εύρος των 1,65,0 mg/kg.
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Η ολική κάθαρση της γκανσικλοβίρης στο σώμα σχετίζεται γραμμικά με
την κάθαρση της κρεατινίνης. Στους ασθενείς με ήπια, μέτρια και σοβαρή
νεφρική δυσλειτουργία, παρατηρήθηκε μέση συστηματική κάθαρση της
τάξης του 2,1, 1 και 0,3 mL/min/kg. Οι ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
έχουν αυξημένο χρόνο ημίσειας ζωής αποβολής. Σε ασθενείς με σοβαρή
νεφρική δυσλειτουργία, η ημίσεια ζωή αποβολής αυξήθηκε κατά 10 φορές
(βλ. παράγραφο 4.2 για τις απαιτούμενες τροποποιήσεις της δόσης στους
ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία).
Ασθενείς με Νεφρική Δυσλειτουργία που Υποβάλλονται σε Αιμοκάθαρση
Η αιμοκάθαρση μειώνει τις συγκεντρώσεις της γκανσικλοβίρης στο
πλάσμα κατά 50% μετά από την ενδοφλέβια χορήγηση κατά τη διάρκεια
μίας συνεδρίας αιμοκάθαρσης διάρκειας 4 ωρών.
Κατά τη διάρκεια της διαλείπουσας αιμοκάθαρσης, οι εκτιμήσεις για την
κάθαρση της γκανσικλοβίρης κυμαίνονταν από 4292 mL/min, με
αποτέλεσμα χρόνους ημίσειας ζωής στο μεσοδιάστημα της αιμοκάθαρσης
με τιμές 3,34,5 ώρες. Το κλάσμα της γκανσικλοβίρης που
απομακρύνθηκε κατά τη διάρκεια μίας συνεδρίας αιμοκάθαρσης ποίκιλλε
από 50% έως 63%. Οι εκτιμήσεις της κάθαρσης της γκανσικλοβίρης για
τη συνεχή αιμοκάθαρση ήταν μικρότερες (4,029,6 mL/min) αλλά
οδήγησαν σε μεγαλύτερη απομάκρυνση της γκανσικλοβίρης σε ένα
διάστημα μεταξύ δόσεων.
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Cymevene δεν έχουν
μελετηθεί σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία. Η ηπατική
δυσλειτουργία δεν θα πρέπει να επηρεάσει τη φαρμακοκινητική της
γκανσικλοβίρης δεδομένου ότι απεκκρίνεται μέσω των νεφρών και, γι’
αυτό το λόγο, δεν γίνεται συγκεκριμένη σύσταση δόσης (βλ. παράγραφο
4.2).
Παιδιατρικός Πληθυσμός
Η φαρμακοκινητική της ενδοφλέβιας γκανσικλοβίρης διερευνήθηκε σε
νεογνά ηλικίας 2-49 ημερών μετά από δόσεις 4 mg/kg (N 14) και 6 mg/kg
(N 13). Η μέση C
max
ήταν 5,5 6 g/mL στα 4 mg/kg και 7,0 1,6 g/mL
στα 6 mg/kg. Οι μέσες τιμές για τον όγκο κατανομής στη
σταθεροποιημένη κατάσταση (0,7 L/kg) και τη συστηματική κάθαρση
(3,15 0,47 mL/min/kg στα 4 mg/kg και 3,55 0,35 mL/min/kg στα 6 mg/kg)
ήταν συγκρίσιμες με αυτές που παρατηρήθηκαν σε ενήλικες με
φυσιολογική νεφρική λειτουργία.
Η φαρμακοκινητική της ενδοφλέβιας γκανσικλοβίρης μελετήθηκε επίσης
σε βρέφη και παιδιά με φυσιολογική νεφρική λειτουργία και ηλικίας 9
μηνών-12 ετών. Τα φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά της
γκανσικλοβίρης ήταν τα ίδια με την εφάπαξ και τις πολλαπλές
ενδοφλέβιες δόσεις (ανά 12 ώρες) 5 mg/kg. Η έκθεση όπως μετρήθηκε από
τη μέση AUC
0
στις Ημέρες 1 και 14 ήταν 19,4 7,1 και
24,1 14,6 g.h/mL, αντίστοιχα, και οι αντίστοιχες τιμές C
max
ήταν
7,59 3,21 g/mL (Ημέρα 1) και 8,31 4,9 g/mL (Ημέρα 14). Το εύρος των
εκθέσεων ήταν συγκρίσιμο με αυτό που παρατηρήθηκε στους ενήλικες.
Οι αντίστοιχες τιμές της μέσης συστηματικής κάθαρσης, της μέσης
νεφρικής κάθαρσης, και του μέσου χρόνου ημίσειας ζωής αποβολής ήταν
4,66 1,72 mL/min/kg, 3,49 2,40 mL/min/kg, και 2,49 0,57 ώρες,
αντίστοιχα. Η φαρμακοκινητική της ενδοφλέβιας γκανσικλοβίρης στα
βρέφη και τα παιδιά ήταν συνεπής με αυτή που παρατηρήθηκε στα νεογνά
και τους ενήλικες.
Ηλικιωμένοι
Δεν έχουν διενεργηθεί μελέτες σε ενήλικες ηλικίας άνω των 65 ετών (βλ.
παράγραφο 4.2).
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η γκανσικλοβίρη ήταν μεταλλαξιογόνος σε κυτταρικές σειρές από
λέμφωμα μυός και προκάλεσε διαίρεση σε κύτταρα θηλαστικών. Τα
αποτελέσματα αυτά βρίσκονται σε συμφωνία με τις θετικές μελέτες
καρκινογένεσης με τη γκανσικλοβίρη σε μυς. Η γκανσικλοβίρη είναι
δυνητικώς καρκινογόνος.
Η γκανσικλοβίρη προκαλεί διαταραγμένη γονιμότητα και τερατογένεση
στα ζώα. Βάσει μελετών σε πειραματόζωα όπου προκλήθηκε
ασπερματογένεση σε συστηματικές εκθέσεις γκανσικλοβίρης κάτω από
τα θεραπευτικά επίπεδα, θεωρείται πιθανό ότι η γκανσικλοβίρη προκαλεί
αναστολή της ανθρώπινης σπερματογένεσης.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Υδροξείδιο του νατρίου (για τη ρύθμιση του pH)
Υδροχλωρικό οξύ (για τη ρύθμιση του pH)
6.2 Ασυμβατότητες
Ελλείψει μελετών σχετικά με τη συμβατότητα, αυτό το φαρμακευτικό
προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
εκτός αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 6.6. Μην χρησιμοποιείτε
βακτηριοστατικό ύδωρ για ενέσιμα που περιέχει parabens
(παραϋδροξυβενζοϊκά) δεδομένου ότι είναι ασύμβατα με το Cymevene και
μπορεί να προκληθεί δημιουργία ιζήματος.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια
Μετά από την ανασύσταση:
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση έχει καταδειχθεί για το
ανασυσταμένο προϊόν για 12 ώρες στους 25°C μετά από αραίωση με
ύδωρ για ενέσιμα. Μην ψύχετε ή καταψύχετε.
Από μικροβιολογικής απόψεως, το ανασυσταμένο διάλυμα θα πρέπει να
χρησιμοποιείται άμεσα. Εάν δεν χρησιμοποιηθεί άμεσα, οι χρόνοι και οι
συνθήκες φύλαξης πριν από τη χρήση αποτελούν ευθύνη του χρήστη.
Μετά από την αραίωση:
Έχει δειχθεί χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση για 24 ώρες
στους 2-8°C (μην καταψύχετε).
Από μικροβιολογικής απόψεως, το διάλυμα προς έγχυση Cymevene θα
πρέπει να χρησιμοποιείται άμεσα. Εάν δεν χρησιμοποιηθεί άμεσα, οι
χρόνοι και οι συνθήκες φύλαξης πριν από τη χρήση αποτελούν ευθύνη
του χρήστη και δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τις 24 ώρες στους 2-8°C,
εκτός αν η ανασύσταση ή αραίωση έγινε κάτω από ελεγχόμενες και
επικυρωμένες άσηπτες συνθήκες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν απαιτεί ειδικές συνθήκες φύλαξης.
Για τις συνθήκες φύλαξης μετά την ανασύσταση και μετά από την
αραίωση του φαρμακευτικού προϊόντος, βλέπε παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Εφάπαξ δόσης γυάλινα φιαλίδια των 10 mL με επικαλυμμένο με λεπτό
φύλλο φθοριορητίνης ελαστικό πώμα και κλείσιμο αλουμινίου με
αποσπώμενο καπάκι.
Διαθέσιμο σε συσκευασίες του 1 φιαλιδίου ή των 5 φιαλιδίων.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Θα πρέπει να δίνεται προσοχή κατά τον χειρισμό του Cymevene.
Δεδομένου ότι το Cymevene θεωρείται δυνητικά τερατογόνο και
καρκινογόνο στους ανθρώπους, θα πρέπει να δίνεται προσοχή στον
χειρισμό του. Αποφύγετε την εισπνοή ή την άμεση επαφή της κόνεως που
περιέχεται στα φιαλίδια ή την άμεση επαφή του ανασυσταμένου
διαλύματος με το δέρμα ή τους βλεννογόνους. Τα διαλύματα του Cymevene
είναι αλκαλικά (pH ~11). Σε περίπτωση επαφής, πλύνετε καλά με
σαπούνι και νερό, ξεπλύνετε σχολαστικά τα μάτια με καθαρό νερό.
Προετοιμασία του ανασυσταμένου πυκνού διαλύματος
Θα πρέπει να χρησιμοποιείται άσηπτη τεχνική σε όλη τη διάρκεια της
προετοιμασίας προκειμένου να ανασυσταθεί το λυοφιλοποιημένο
Cymevene.
1. Το αποσπώμενο καπάκι θα πρέπει να απομακρυνθεί για να εκτεθούν τα
κεντρικά τμήματα του ελαστικού πώματος. Αναρροφήστε 10 mL ύδατος
για ενέσιμα σε σύριγγα, στη συνέχεια ενέστε αργά μέσω του κέντρου του
ελαστικού πώματος εντός του φιαλιδίου στοχεύοντας τη βελόνα προς το
τοίχωμα του φιαλιδίου. Μην χρησιμοποιείτε βακτηριοστατικό
ύδωρ για ενέσιμα που περιέχει παραϋδροξυβενζοϊκά (parabens),
δεδομένου ότι είναι ασύμβατα με το Cymevene.
2. Το φιαλίδιο θα πρέπει να ανακινηθεί απαλά προκειμένου να
διασφαλιστεί η πλήρης ύγρανση του προϊόντος.
3. Το φιαλίδιο θα πρέπει να περιστραφεί/ανακινηθεί απαλά για μερικά
λεπτά ώστε να προκύψει ένα διαυγές ανασυσταμένο διάλυμα.
4. Το ανασυσταμένο διάλυμα θα πρέπει να ελέγχεται προσεκτικά για να
διασφαλιστεί ότι το προϊόν βρίσκεται μέσα στο διάλυμα και ότι είναι
πρακτικά ελεύθερο ορατών σωματιδίων πριν από την αραίωση με
συμβατό διαλύτη. Τα ανασυσταμένα διαλύματα του Cymevene ποικίλουν
σε χρώμα από άχρωμο έως ελαφρώς κίτρινο.
Για τις συνθήκες φύλαξης του ανασυσταμένου πυκνού διαλύματος, βλέπε
παράγραφο 6.3.
Προετοιμασία του τελικού αραιωμένου διαλύματος για έγχυση:
Βάσει του βάρους του ασθενούς, θα πρέπει να αφαιρεθεί κατάλληλος
όγκος με σύριγγα από το φιαλίδιο και να αραιωθεί περαιτέρω σε
κατάλληλο διάλυμα έγχυσης. Προσθέστε όγκο 100ml διαλύτη στο
ανασυσταμένο διάλυμα. Δεν συνιστώνται συγκεντρώσεις έγχυσης άνω
των 10 mg/mL.
Το χλωριούχο νάτριο, η δεξτρόζη 5%, τα διαλύματα Ringer ή lactated Ringer
προσδιορίζονται χημικά ή φυσικά συμβατά με το Cymevene.
Το Cymevene δεν θα πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα ενδοφλέβια
προϊόντα.
Στη συνέχεια, το αραιωμένο διάλυμα θα πρέπει να χορηγηθεί με
ενδοφλέβια έγχυση σε διάστημα 1 ώρας σύμφωνα με τις οδηγίες που
δίνονται στην παράγραφο 4.2. Να μην χορηγείται με ενδομυϊκή ή
υποδόρια ένεση γιατί αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρό ερεθισμό του
ιστού λόγω του υψηλού pH (~11) του διαλύματος γκανσικλοβίρης.
Για τις συνθήκες φύλαξης του ανασυσταμένου διαλύματος για έγχυση,
βλέπε παράγραφο 6.3.
Απόρριψη
Μόνο για εφάπαξ χρήση. Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή
υπόλειμμα πρέπει να απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους
ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας στην Ελλάδα
ROCHE (HELLAS) A.E.
Αλαμάνας 4 & Δελφών
151 25 Μαρούσι, Αττική
Τηλ.: 210 6166100
Fax: 210 6104524
Κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας στην Κύπρο
Γ.Α. Σταμάτης & Σία Λτδ
27 Ανδρέα Αραούζου
1076 Λευκωσία, Κύπρος
Τηλ.: +357 22766276
Fax: +357 22765935
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Αρ. άδειας κυκλοφορίας στην Ελλάδα: 77407/16/04.07.2017
Αρ. άδειας κυκλοφορίας στην Κύπρο: 22481
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης στην Ελλάδα: 30 Ιουνίου 1989
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης στην Ελλάδα: 28 Απριλίου 2016
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης στην Κύπρο: 21/02/2017
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης στην Κύπρο:
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Για Ελλάδα
Για Κύπρο