ΔΔΥΕΠ-Ε.4250-13/6
(24α)
Τα συμπτώματα υπερδοσολογίας περιλαμβάνουν: Βραδυκαρδία, Διαταραχές της κολποκοιλιακής αγωγής,
Υπόταση, Οξεία Καρδιακή Ανεπάρκεια και Βρογχόσπασμο.
Στα γενικά μέτρα περιλαμβάνονται: Στενή παρακολούθηση, νοσηλεία στην μονάδα εντατικής θεραπείας,
πλύση στομάχου, χρήση ενεργού άνθρακα και καθαρτικού για να εμποδίσει την απορρόφηση όποιου
φαρμάκου παραμένει στο γαστρεντερικό σωλήνα.
Χρήση πλάσματος ή υποκαταστάτων πλάσματος για την αντιμετώπιση υπότασης και καταπληξίας. Πρέπει να
εξετασθεί το ενδεχόμενο νεφρικής και περιτοναϊκής κάθαρσης.
H έντονη βραδυκαρδία μπορεί να αντιμετωπισθεί με ατροπίνη 1-2mg ενδοφλεβίως. Eάν είναι απαραίτητο να
ακολουθήσει μια εφ' άπαξ δόση γλυκαγόνης 10mg ενδοφλεβίως. Eάν χρειάζεται, να χορηγείται και μια
δεύτερη δόση ή να γίνεται ενδοφλέβια έγχυση γλυκαγόνης 1-10mg/h αναλόγως της ανταπόκρισης. Eάν δεν
υπάρξει ανταπόκριση στην γλυκαγόνη ή εάν δεν είναι διαθέσιμη, τότε μπορεί να χορηγηθεί ένας διεγέρτης
των β-αδρενεργικών υποδοχέων όπως δοβουταμίνη 2.5-10μg/kg/min με ενδοφλέβια έγχυση ή ισοπρεναλίνη
10-25μg με ρυθμό έγχυσης που δεν θα ξεπερνά τα 5μg/min. Eίναι πιθανό οι παραπάνω δόσεις να μην
μπορούν να αναστρέψουν τη βραδυκαρδία εκ του β-αποκλεισμού αν η υπερδοσολογία είναι μεγάλη. Σ' αυτές
τις περιπτώσεις οι δόσεις της δοβουταμίνης ή ισοπρεναλίνης θα πρέπει να αυξηθούν προκειμένου να
επιτευχθεί η αναγκαία ανταπόκριση για την κλινική κατάσταση του ασθενή. Yπάρχει η πιθανότητα να
εκδηλωθεί υπόταση μετά την λήψη αγωνιστή των β-αδρενεργικών υποδοχέων, αλλά αυτό μπορεί να
περιοριστεί με τη χρήση δοβουταμίνης που είναι πιο εκλεκτικός παράγοντας.
Ο βρογχόσπασμος μπορεί να αντιμετωπισθεί με βρογχοδιασταλτική αγωγή.
5. Φ APMAKO Λ O Γ IKE Σ I Δ IOTHTE Σ
Κωδικός ATC: C07AB03
5.1 Φαρμακοδυναμικές Iδιότητες
H ατενολόλη είναι β-αδρενεργικός αναστολέας με καρδιοεκλεκτική δράση (δράση β1). H καρδιοεκλεκτικότητα
μειώνεται με την αύξηση της δόσης.
Σε σύγκριση με τους μη εκλεκτικούς β-αναστολείς οι καρδιοεκλεκτικοί όπως η ατενολόλη μπορούν να έχουν:
α) λιγότερο έντονο βρογχόσπασμο σε αρρώστους με αποφρακτική πάθηση των βρόγχων
β) λιγότερο έντονη αναστολή στην έκκριση ινσουλίνης
γ) λιγότερο έντονη αναστολή του τρόμου που προκαλούν τα αδρενεργικά φάρμακα
δ) μικρότερη ελάττωση της τριχοειδικής διάχυσης και ανταλλαγής υγρού στους σκελετικούς μύες και
ε) μικρότερη ελάττωση της μεταφοράς καλίου από το πλάσμα προς τα κύτταρα των σκελετικών μυών.
H ατενολόλη στερείται επίσης ενδογενούς συμπαθητικομιμητικής και σταθεροποιητικής δράσης επί της
κυτταρικής μεμβράνης.
Όπως και οι άλλοι β-αναστολείς, η ατενολόλη έχει αρνητική ινότροπο δράση και επομένως αντενδείκνυται
στην μη ελεγχόμενη καρδιακή ανεπάρκεια.
Θεωρείται απίθανο κάποιες επιπρόσθετες δευτερεύουσες ιδιότητες που διαθέτει η S(-) ατενολόλη, σε
σύγκριση με το ρακεμικό μίγμα, να οδηγήσουν σε διαφορετικό θεραπευτικό αποτέλεσμα.
H ατενολόλη είναι αποτελεσματική και καλά ανεκτή στους περισσότερους εθνικούς πληθυσμούς. Ωστόσο, η
αποτελεσματικότητα μπορεί να είναι μειωμένη στους μαύρους ασθενείς.
5.2 Φαρμακοκινητικές Iδιότητες
H ατενολόλη απορροφάται κατά 40-50% από τον γαστρεντερικό σωλήνα και αποβάλλεται σχεδόν
αναλλοίωτη από τους νεφρούς.
H ημιπερίοδος ζωής της είναι 5-7 ώρες, που αυξάνεται σε αρρώστους με νεφρική ανεπάρκεια και μπορεί να
φθάσει τις 42 περίπου ώρες σε ασθενείς που βρίσκονται σε αιμοκάθαρση. H βιοδιαθεσιμότητα της (40%)
είναι ανεξάρτητη από τη δοσολογία. H ατενολόλη συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος σε μικρό
ποσοστό (περίπου 3%), είναι υδροδιαλυτή και συνεπώς δεν διέρχεται τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, παρά
μόνο σε πολύ μικρές ποσότητες που μπορεί να θεωρηθούν αμελητέες. Eν τούτοις, έχουν αναφερθεί σπάνιες
περιπτώσεις εκδηλώσεων από το K.N.Σ. Aντίθετα διέρχεται τον πλακούντα και ουσιαστικά ανευρίσκεται στις
ίδιες ποσότητες στο μητρικό και εμβρυικό αίμα. H αντιυπερτασική δράση της ατενολόλης διαρκεί τουλάχιστον
24 ώρες μετά την εφ' άπαξ χορήγηση από το στόμα.
5.3 Προκλινικά Δεδομένα για την Aσφάλεια
K αρκινογένεση, M εταλλαξιογένεση, E πίδραση στη Γονιμότητα : Δύο μακροχρόνιες μελέτες σε αρουραίους
(μέγιστη διάρκεια χορήγησης 18 ή 24 μήνες) και μια μακροχρόνια μελέτη σε ποντίκια (μέγιστη διάρκεια
χορήγησης 18 μήνες), στις οποίες χορηγήθηκαν δόσεις μέχρι 300mg/kg/ημέρα ή 150 φορές μεγαλύτερες της
μέγιστης συνιστώμενης αντιϋπερτασικής δόσης στον άνθρωπο*, δεν έδειξαν δυνατότητες καρκινογένεσης για
την ατενολόλη. Mια τρίτη μελέτη σε αρουραίους, διάρκειας 24 μηνών, στην οποία χορηγήθηκαν δόσεις
500mg/kg/ημέρα και 1500mg/kg/ημέρα (250 και 750 φορές αντίστοιχα μεγαλύτερες της μέγιστης
6