ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Ladinin
2. ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
1 ml διαλύματος προς έγχυση περιέχει γαλακτική σιπροφλοξασίνη ισοδύναμη με 2
mg σιπροφλοξασίνης.
200 ml διαλύματος προς έγχυση περιέχει 400 mg σιπροφλοξασίνης (ως γαλακτικό).
Περιεκτικότητα σε νάτριο του πακέτου των 200ml 708mg (30.8mmol).
Για πλήρη κατάλογο εκδόχων, βλέπε ενότητα 6.1
3. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Διάλυμα προς έγχυση.
Το προϊόν είναι ένα διάφανες κιτρινωπό, σχεδόν κίτρινο, άοσμο διάλυμα,
απαλλαγμένο από ξένα σώματα με pH 3.9 – 4.5.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Ladinin ενδείκνυνται για τη θεραπεία των ακόλουθων λοιμώξεων (βλ.
παραγράφους 4.4 και 5.1). Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται στις διαθέσιμες
πληροφορίες αντοχής στη σιπροφλοξασίνη πριν την έναρξη της θεραπείας.
Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες οδηγίες σχετικά με την κατάλληλη
χρήση των αντιβακτηριακών παραγόντων.
Ενήλικες:
Λοιμώξεις κατώτερου αναπνευστικού λόγω Gram αρνητικών βακτηρίων:
o εξάρσεις χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας
o βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις στην κυστική ίνωση ή στη
βρογχεκτασία
o πνευμονία
Χρόνια πυώδης μέση ωτίτιδα
Οξεία έξαρση χρόνιας ιγμορίτιδας, ειδικά εάν προκαλείται από Gram αρνητικά
βακτήρια
Λοιμώξεις των ουροφόρων οδών
Επιδιδυμοορχίτιδα συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων λόγω της Neisseria
gonorrhoeae
Φλεγμονώδης νόσος της πυέλου συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων λόγω
της
Neisseria gonorrhoeae
Στις παραπάνω λοιμώξεις της γεννητικής οδού όταν υπάρχει η υποψία ή είναι
γνωστό οτι οφείλονται στη
Neisseria gonorrhoeae
είναι ιδιαίτερα σημαντικό να
λαμβάνονται πληροφορίες για τον τοπικό επιπολασμό της αντοχής στη
σιπροφλοξασίνη και να εξακριβώνεται η ευαισθησία βασιζόμενη σε
εργαστηριακούς ελέγχους.
Λοιμώξεις του γαστρεντερικού (π.χ. διάρροια των ταξιδιωτών)
Ενδοκοιλιακές λοιμώξεις
Λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων προκαλούμενων από Gram
αρνητικά βακτήρια
Κακοήθης εξωτερική ωτίτιδα
Λοιμώξεις των οστών και των αρθρώσεων
Θεραπεία λοιμώξεων σε ουδετεροπενικούς ασθενείς
Προφύλαξη από λοιμώξεις σε ουδετεροπενικούς ασθενείς
Πνευμονικός άνθρακας (προφύλαξη μετά από έκθεση και θεραπευτική αγωγή)
Παιδιά και έφηβοι:
Βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις στην κυστική ίνωση προκαλούμενες από
Pseudomonas aeruginosa
Επιπεπλεγμένες λοιμώξεις των ουροφόρων οδών και πυελονεφρίτιδα
Πνευμονικός άνθραξ (προφύλαξη μετά από έκθεση και θεραπευτική αγωγή)
Η σιπροφλοξασίνη μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία σοβαρών
λοιμώξεων σε παιδιά και εφήβους όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Η θεραπεία πρέπει να ξεκινά μόνο από ιατρούς οι οποίοι είναι έμπειροι στην
αντιμετώπιση της κυστικής
ίνωσης και /ή σοβαρών λοιμώξεων σε παιδιά και εφήβους (βλ. παραγράφους 4.4
και 5.1).
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η δοσολογία καθορίζεται από την ένδειξη, τη σοβαρότητα και το σημείο της
λοίμωξης, την ευαισθησία στη σιπροφλοξασίνη του(ων) οργανισμού(ών) που
προκαλεί(ούν) τη λοίμωξη, τη νεφρική λειτουργία του ασθενούς και το σωματικό
βάρος στα παιδιά και στους εφήβους.
Η διάρκεια της θεραπείας εξαρτάται από τη σοβαρότητα της νόσου και την κλινική
και βακτηριολογική πορεία.
Μετά από την ενδοφλέβια έναρξη της θεραπείας, η θεραπεία μπορεί να αλλάξει σε
από του στόματος θεραπεία με δισκία ή εναιώρημα, εάν ενδείκνυται κλινικά κατά
την κρίση του ιατρού. Η ενδοφλέβια θεραπεία πρέπει να συνοδεύεται από την από
του στόματος χορήγηση όσο το δυνατόν συντομότερα.
Σε σοβαρες περιπτώσεις ή εάν ο ασθενής δεν μπορεί να λάβει δισκία (π.χ. ασθενείς
με εντερική σίτιση), συνιστάται η έναρξη θεραπείας με ενδοφλέβια
σιπροφλοξασίνη μέχρι να είναι εφικτή η μετάβαση σε από του στόματος χορήγηση.
Η θεραπεία των λοιμώξεων λόγω συγκεκριμένων βακτηρίων (π.χ.
Pseudomonas
aeruginosa
,
Acinetobacter,
ή
Staphylococci)
μπορεί να απαιτεί υψηλότερες δόσεις
σιπροφλοξασίνης και συγχορήγηση με άλλους κατάλληλους αντιβακτηριακούς
παράγοντες..
Η θεραπεία κάποιων λοιμώξεων (π.χ. φλεγμονώδης νόσος της πυέλου,
ενδοκοιλιακές λοιμώξεις, λοιμώξεις σε ουδετεροπενικούς ασθενείς και λοιμώξεις
των οστών και των αρθρώσεων) μπορεί να χρειάζεται συγχορήγηση με άλλους
κατάλληλους αντιβακτηριακούς παράγοντες ανάλογα με τα εμπλεκόμενα
παθογόνα
Ενήλικες
Ενδείξεις Ημερήσια δόση σε
mg
Συνολική διάρκεια
της θεραπείας
(ενδεχομένως
συμπεριλαμβανομέ
νης αλλαγής σε
από του στόματος
θεραπεία όσο το
δυνατόν
συντομότερα)
Λοιμώξεις του κατώτερου
αναπνευστικού
400 mg δυο φορές
ημερησίως έως 400
mg τρείς φορές
ημερησίως
7 έως 14 ημέρες
Λοιμώξεις του
ανώτερου
αναπνευστικού
Οξεία έξαρση
χρόνιας
ιγμορίτιδας
400 mg δυο φορές
ημερησίως έως 400
mg τρείς φορές
ημερησίως
7 έως 14 ημέρες
Χρόνια πυώδης
μέση ωτίτιδα
400 mg δυο φορές
ημερησίως έως 400
mg τρείς φορές
ημερησίως
7 έως 14 ημέρες
Κακοήθης
εξωτερική ωτίτιδα
400 mg τρείς φορές
ημερησίως
28 ημέρες έως 3
μήνες
Λοιμώξεις των
ουροφόρων
οδών
Επιπεπλεγμένη
και μη
επιπεπλεγμένη
πυελονεφρίτιδα
400 mg δυο φορές
ημερησίως έως 400
mg τρείς φορές
ημερησίως
7 έως 21 ημέρες,
μπορεί να συνεχιστεί
για περισσότερο από
21 ημέρες σε
ορισμένες ειδικές
περιπτώσεις (όπως
αποστήματα)
Προστατίτιδα 400 mg δυο φορές
ημερησίως έως 400
mg τρείς φορές
ημερησίως
2 έως 4 εβδομάδες
(οξεία)
Λοιμώξεις των
γεννητικών
οργάνων
Επιδιδυμοορχίτιδα
και φλεγμονώδεις
νόσοι της πυέλου
400 mg δυο φορές
ημερησίως έως 400
mg τρείς φορές
ημερησίως
τουλάχιστον 14
ημέρες
Λοιμώξεις του
γαστρεντερικού
και
ενδοκοιλιακές
λοιμώξεις
Διάρροια
προκαλούμενη από
βακτηριακά
παθογόνα
συμπεριλαμβανομ
ένου του
Shigella
spp. Εκτός από
Shigella
dysenteria
τύπου 1
και εμπειρική
θεραπεία της
σοβαρής
διάρροιας των
ταξιδιωτών
400 mg δυο φορές
ημερησίως
1 ημέρα
Διάρροια
προκαλούμενη από
Shigella
dysenteriae
τύπου
1
400 mg δυο φορές
ημερησίως
5 ημέρες
Διάρροια
προκαλούμενη από
Vibrio cholerae
400 mg δυο φορές
ημερησίως
3 ημέρες
Τυφοειδής πυρετός 400 mg δυο φορές
ημερησίως
7 ημέρες
Ενδοκοιλιακές
λοιμώξεις λόγω
Gram αρνητικών
βακτηρίων
400 mg δυο φορές
ημερησίως έως 400
mg τρείς φορές
ημερησίως
5 έως 14 ημέρες
Λοιμώξεις του δέρματος και των
μαλακών μορίων
400 mg δυο φορές
ημερησίως έως 400
mg τρείς φορές
ημερησίως
7 έως 14 ημέρες
Λοιμώξεις των οστών και των
αρθρώσεων
400 mg δυο φορές
ημερησίως έως 400
mg τρείς φορές
ημερησίως
μέγ. 3 μήνες
Θεραπεία λοιμώξεων ή προφύλαξη
από λοιμώξεις σε ουδετεροπενικούς
ασθενείς
Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να
συγχορηγείται με τον κατάλληλο
αντιβακτηριακό παράγοντα(ες)
σύμφωνα με τις επίσημες οδηγίες.
400 mg δυο φορές
ημερησίως έως 400
mg τρείς φορές
ημερησίως
Η θεραπεία πρέπει να
συνεχιστεί καθ' όλη
τη διάρκεια της
ουδετεροπενίας
Προφύλαξη μετά από έκθεση και 400 mg δυο φορές 60 ημέρες από την
θεραπευτική αγωγή για πνευμονικό
άνθρακα σε άτομα που απαιτούν
παρεντερική θεραπεία
Η χορήγηση του φαρμάκου θα πρέπει
να αρχίσει το συντομότερο δυνατό
μετά την υποψία ή επιβεβαίωση της
έκθεσης.
ημερησίως επιβεβαιωμένη
έκθεση σε
Bacillus
anthracis
Παιδιά και έφηβοι
Ένδειξη Ημερήσια δόση σε
mg
Συνολική διάρκεια
της θεραπείας
(ενδεχομένως
συμπεριλαμβανομέ
νης αλλαγής σε
από του στόματος
θεραπεία όσο το
δυνατόν
συντομότερα)
Κυστική ίνωση 10 mg/kg βάρους
σώματος τρείς φορές
την ημέρα με μέγιστο
τα 400 mg ανά δόση.
10 έως 14 ημέρες
Επιπεπλεγμένες λοιμώξεις των
ουροφόρων οδών και
πυελονεφρίτιδα
6 mg/kg βάρους
σώματος τρείς φορες
την ημέρα έως10
mg/kg βάρους
σώματος τρείς φορές
την ημέρα με μέγιστο
τα 400 mg ανά δόση.
10 έως 21 ημέρες
Προφύλαξη μετά από έκθεση και
θεραπευτική αγωγή για πνευμονικό
άνθρακα σε άτομα που απαιτούν
παρεντερική θεραπεία
Η χορήγηση του φαρμάκου θα
πρέπει να αρχίσει το συντομότερο
δυνατό μετά την υποψία ή
επιβεβαίωση της έκθεσης.
10 mg/kg βάρους
σώματος δυο φορές
την ημέρα έως 15
mg/kg βάρους
σώματος την ημέρα
με μέγιστο τα 400 mg
ανά δόση.
60 ημέρες από την
επιβεβαιωμένη
έκθεση σε
Bacillus
anthracis
Άλλες σοβαρές λοιμώξεις 10 mg/kg βάρους
σώματος τρείς φορές
την ημέρα με μέγιστο
400 mg ανα δόση
Σύμφωνα με τον τύπο
των λοιμώξεων
Γηριατρικοί ασθενείς
Οι γηριατρικοί ασθενείς πρέπει να λαμβάνουν μια δόση επιλεγμένη ανάλογα με τη
σοβαρότητα της λοίμωξης και την κάθαρση κρεατινίνης του ασθενούς.
Νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια
Συνιστώμενες δόσεις έναρξης και διατήρησης για ασθενείς με μειωμένη νεφρική
λειτουργία:
Κάθαρση Κρεατινίνη ορού Ενδοφλέβια δόση
κρεατινίνης [ml/min/
1,73m²]
[μmol/l] [mg]
>60 <124 Βλ. Συνήθης δοσολογία.
30-60
124 έως 168 200 – 400 mg κάθε 12 h
<30 >169
200 – 400 mg κάθε 24 h
Ασθενείς υπό
αιμοδιάλυση
>169 200 – 400 mg κάθε 24 h
(μετά από αιμοδιάλυση)
Ασθενείς υπό
περιτοναϊκή κάθαρση
>169 200 – 400 mg κάθε 24 h
Σε ασθενείς με μειωμένη ηπατική λειτουργία δεν απαιτείται προσαρμογή της
δόσης.
Η δοσολογία σε παιδιά με μειωμένη νεφρική ή/και ηπατική λειτουργία δεν έχει
μελετηθεί.
Τρόπος χορήγησης
Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να ελέγχεται οπτικά πριν τη χρήση. Δεν πρέπει να
χρησιμοποιείται εάν παρουσιάζει θολερότητα.
Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να χορηγείται με ενδοφλέβια έγχυση. Για παιδιά, η
διάρκεια της έγχυσης είναι 60 λεπτά.
Σε ενηλίκους ασθενείς, η διάρκεια της έγχυσης είναι 60 λεπτά για τα 400 mg
σιπροφλοξασίνης. Η βραδεία έγχυση σε μεγάλη φλέβα θα ελαχιστοποιήσει τη
δυσφορία του ασθενούς και θα μειώσει τον κίνδυνο φλεβικού ερεθισμού.
Το διάλυμα για έγχυση μπορεί να εγχυθεί είτε απευθείας είτε μετά από ανάμειξη
με άλλα συμβατά διαλύματα για έγχυση (βλ. παράγραφο 6.2).
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, σε άλλες κινολόνες ή σε κάποιο από τα
έκδοχά (βλ. Παράγραφο 6.1).
Συγχορήγηση σιπροφλοξασίνης και τιζανιδίνης (βλ. παράγραφο 4,5).
4.4 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Σοβαρές λοιμώξεις και μικτές λοιμώξεις με Gram θετικά και αναερόβια παθογόνα
Η σιπροφλοξασίνη ως μονοθεραπεία δεν είναι κατάλληλο για τη θεραπεία
σοβαρών λοιμώξεων και λοιμώξεων οι οποίες μπορεί να οφείλονται σε Gram
θετικά ή αναερόβια παθογόνα. Σε τέτοιες λοιμώξεις, η σιπροφλοξασίνη πρέπει να
συγχορηγείται με άλλους κατάλληλους αντιβακτηριακούς παράγοντες.
Λοιμώξεις απο στρεπτόκοκκο (συμπεριλαμβανομένου Streptococcus pneumoniae)
Η σιπροφλοξασίνη δεν συνιστάται για τη θεραπεία λοιμώξεων από στρεπτόκοκκο,
λόγω της μη επαρκούς αποτελεσματικότητάς της.
Λοιμώξεις των γεννητικών οδών
Επιδιδυμοορχίτιδα και φλεγμονώδεις νόσοι της πυέλου μπορεί να προκληθούν από
ανθεκτικό στις φθοροκινολόνες
Neisseria gonorrhoeae
. Η σιπροφλοξασίνη πρέπει
να συγχορηγείται με άλλο κατάλληλο αντιβακτηριδιακό παράγοντα, εκτός εάν η
ανθεκτικότητα του
Neisseria gonorrhoeae
στη σιπροφλοξασίνη μπορεί να
αποκλειστεί. Εάν δεν επιτευχθεί κλινική βελτίωση εντός 3 ημερών θεραπείας, η
θεραπεία πρέπει να επανεξεταστεί.
Ενδοκοιλιακές λοιμώξεις
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα για την αποτελεσματικότητα της
σιπροφλοξασίνης σε θεραπεία μετεγχειρητικών ενδοκοιλιακών λοιμώξεων.
Διάρροια των ταξιδιωτών
Στην επιλογή της σιπροφλοξασίνης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν πληροφορίες
ανθεκτικότητας στη σιπροφλοξασίνη στα ανάλογα παθογόνα των χωρών που έχει
γίνει επίσκεψη.
Λοιμώξεις των οστών και των αρθρώσεων
Η σιπροφλοξασίνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλους
αντιμικροβιακούς παράγοντες ανάλογα με τα αποτελέσματα της μικροβιολογικής
τεκμηρίωσης.
Εισπνοή ενεργού άνθρακα
Η χρήση σε ανθρώπους βασίζεται σε δεδομένα
in-vitro
ευαισθησίας και σε
δεδομένα δοκιμών σε ζώα μαζί με περιορισμένα δεδομένα για ανθρώπους. Οι
θεράποντες ιατροί θα πρέπει να αναφέρονται σε εθνικά και /ή διεθνή έγγραφα
σχετικά με τη θεραπεία του ενεργού άνθρακα
Παιδιά και έφηβοι
H χρήση της σιπροφλοξασίνης στα παιδιά και στους εφήβους πρέπει να ακολουθεί
τις διαθέσιμες επίσημες οδηγίες. Η θεραπεία με σιπροφλοξασίνη θα πρέπει να
ξεκινάει μόνο απο γιατρούς που έχουν εμπειρία στη θεραπεία της κυστικής ίνωσης
και /ή στις σοβαρές λοιμώξεις σε παιδιά και εφήβους.
Η σιπροφλοξασίνη έχει καταδειχθεί ότι προκαλεί αρθροπάθεια στις φέρουσες το
βάρος του σώματος αρθρώσεις ανώριμων ζώων. Τα δεδομένα ασφάλειας από μια
τυχαιοποιημένη διπλή-τυφλή μελέτη για τη χρήση της σιπροφλοξασίνης σε παιδιά
(σιπροφλοξασίνη: n=335, μέση ηλικία = 6,3 έτη, συγκριτές: n=349, μέση ηλικία =
6,2 έτη, ηλικιακό εύρος = 1 έως 17 έτη) αποκάλυψαν επίπτωση υποπτευόμενης
αρθροπάθειας σχετιζόμενης με το φάρμακο (διακρινόμενη από σχετιζόμενα με τις
αρθρώσεις κλινικά σημεία και συμπτώματα) από την Ημέρα +42 της τάξης του
7,2% και 4,6%. Αντίστοιχα, η επίπτωση της σχετιζόμενης με το φάρμακο
αρθροπάθειας κατά την παρακολούθηση στο 1 έτος ήταν 9,0% και 5,7%. Η αύξηση
των υποπτευόμενων σχετιζόμενων με το φάρμακο περιπτώσεων αρθροπάθειας με
το χρόνο δεν ήταν στατιστικά σημαντική μεταξύ των ομάδων. Η θεραπεία πρέπει
να ξεκινά μόνο μετά από προσεκτική αξιολόγηση οφέλους-κινδύνου, λόγω των
ενδεχόμενων ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με τις αρθρώσεις ή/και τον
περιβάλλοντα ιστό.
Βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις στην κυστική ίνωση
Οι κλινικές δοκιμές συμπεριέλαβαν παιδιά και εφήβους ηλικίας 5-17 ετών. Η
εμπειρία από τη θεραπεία παιδιών ηλικίας μεταξύ 1 και 5 ετών είναι πιο
περιορισμένη.
Επιπεπλεγμένες λοιμώξεις των ουροφόρων οδών και πυελονεφρίτιδα
Η θεραπεία με σιπροφλοξασίνη λοιμώξεων των ουροφόρων οδών πρέπει να
εξετάζεται όταν δεν είναι δυνατή η χρήση άλλων θεραπειών, και πρέπει να
βασίζεται στα αποτελέσματα της μικροβιολογικής τεκμηρίωσης. Οι κλινικές
δοκιμές συμπεριέλαβαν παιδιά και εφήβους ηλικίας 1-17 ετών.
Άλλες ειδικές σοβαρές λοιμώξεις
Άλλες σοβαρές λοιμώξεις σύμφωνα με τις επίσημες οδηγίες, ή μετά από
προσεκτική αξιολόγηση οφέλους-κινδύνου όταν δεν είναι δυνατή η χρήση άλλων
θεραπειών, ή μετά από αποτυχία της συμβατικής θεραπείας και όταν η
μικροβιολογική τεκμηρίωση μπορεί να δικαιολογήσει τη χρήση της
σιπροφλοξασίνης.
Η χρήση της σιπροφλοξασίνης για ειδικές σοβαρές λοιμώξεις εκτός απο αυτές που
αναφέρονται παραπάνω δεν έχει αξιολογηθεί σε κλινικές δοκιμές και η κλινική
εμπειρία είναι περιορισμένη. Συνεπώς, συνιστάται προσοχή κατά τη θεραπεία
ασθενών με αυτές τις λοιμώξεις.
Υπερευαισθησία
Υπερευαισθησία και αλλεργικές αντιδράσεις συμπεριλαμβανομένων της
αναφυλαξίας και αναφυλακτοειδών αντιδράσεων μπορεί να εμφανιστούν μετά από
εφάπαξ δόση (βλ. παράγραφο 4.8) και μπορεί να είναι επικίνδυνες για τη ζωή. Σε
περίπτωση εμφάνισης τέτοιας αντίδρασης, η σιπροφλοξασίνη θα πρέπει να
διακόπτεται και μια επαρκής ιατρική θεραπεία απαιτείται.
Μυοσκελετικό σύστημα
Η σιπροφλοξασίνη δεν πρέπει γενικά να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με ιστορικό
νόσου/διαταραχής των τενόντων σχετιζόμενης με θεραπεία με κινολόνη.
Εντούτοις, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, μετά από μικροβιολογική τεκμηρίωση
των υπεύθυνων οργανισμών και αξιολόγηση της ισορροπίας οφέλους-κινδύνου, η
σιπροφλοξασίνη μπορεί να συνταγογραφηθεί στους συγκεκριμένους ασθενείς για
τη θεραπεία ορισμένων σοβαρών λοιμώξεων, ειδικά σε περίπτωση αποτυχίας της
τυπικής θεραπείας ή βακτηριακής αντίστασης, όταν τα μικροβιολογικά δεδομένα
δικαιολογούν τη χρήση σιπροφλοξασίνης.
Τενοντίτιδα και ρήξη τενόντων (ειδικά του Αχίλλειου τένοντα), ορισμένες φορές
αμφοτερόπλευρη, μπορεί να συμβεί με την σιπροφλοξασίνη, μόλις εντός 48 ωρών
από την έναρξη της θεραπείας. Ο κίνδυνος τενοντοπάθειας μπορεί να είναι
αυξημένος σε ηλικιωμένους ασθενείς ή σε ασθενείς στους οποίους συγχορηγούνται
κορτικοστεροειδή (βλ. παράγραφο 4.8).
Στην εμφάνιση οποιουδήποτε σημείου τενοντίτιδας (π.χ. οδυνηρό οίδημα,
φλεγμονή), η θεραπεία με σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακόπτεται. Απαιτείται
μέριμνα για την ανάπαυση του μέλους που έχει επηρεαστεί.
Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με
μυασθένεια gravis (βλ. παράγραφο 4.8).
Φωτοευαισθησία
Η σιπροφλοξασίνη έχει καταδειχθεί ότι προκαλεί αντιδράσεις φωτοευαισθησίας.
Ασθενείς που λαμβάνουν σιπροφλοξασίνη πρέπει να αποφεύγουν την άμεση έκθεση
σε παρατεταμένη ηλιακή ή υπεριώδη ακτινοβολία κατά τη διάρκεια της θεραπείας
(βλ. παράγραφο 4.8).
Κεντρικό νευρικό σύστημα
Οι κινολόνες είναι γνωστό ότι προκαλούν σπασμούς ή ελαττώνουν την ουδό
σπασμών. Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς
με διαταραχές του ΚΝΣ, οι οποίοι μπορεί να έχουν προδιάθεση σε σπασμούς. Σε
περίπτωση εμφάνισης σπασμών, η σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακοπεί (βλ.
παράγραφο 4.8). Ψυχιατρικές αντιδράσεις μπορεί να εμφανιστούν ακόμα και μετά
την πρώτη χορήγηση της σιπροφλοξασίνης. Σε σπάνιες περιπτώσεις, κατάθλιψη ή
ψύχωση μπορεί να εξελιχθούν σε αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Σε αυτές τις
περιπτώσεις, η σιπροφλοξασίνη θα πρέπει να διακοπεί.
Σε ασθενείς που λάμβαναν σιπροφλοξασίνη έχουν αναφερθεί περιπτώσεις
πολυνευροπάθειας (προσωρινή διάγνωση, με βάση νευρολογικά συμπτώματα όπως
πόνος, αίσθημα καύσου, αισθητήριες διαταραχές ή μυϊκή αδυναμία, μεμονωμένα ή
σε συνδυασμό). Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακόπτεται σε ασθενείς που
εμφανίζουν συμπτώματα νευροπάθειας, όπως πόνος, αίσθημα καύσου, μυρμηκίαση,
μούδιασμα ή/και αδυναμία, για να αποτραπεί η ανάπτυξη μη αναστρέψιμης
κατάστασης (βλ. παράγραφο 4.8).
Καρδιακές διαταραχές
Προσοχή θα πρέπει να λαμβάνεται κατά τη χρήση φθοροκινολόνης,
συμπεριλαμβανομένων της σιπροφλοξασίνης, σε ασθενείς με γνωστούς
παράγοντες κινδύνου για επιμήκυνση του διαστήματος QT όπως, για παράδειγμα:
- συγγενούς συνδρόμου μακρού QT
- ταυτόχρονη χρήση φαρμάκων που είναι γνωστά ότι παρατείνουν το διάστημα QT
(π.χ. κλάση Ι και ΙΙΙ αντιαρρυθμικά, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, μακρολίδια,
αντιψυχωσικά).
- μη διορθωμένες ηλεκτρολυτικές διαταραχές (π.χ. υποκαλιαιμία,
υπομαγνησιαιμία)
- καρδιακή νόσος (π.χ.. καρδιακή ανεπάρκεια, έμφραγμα του μυοκαρδίου,
βραδυκαρδία)
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς και οι γυναίκες μπορεί να είναι πιο ευαίσθητοι σε
φάρμακα που παρατείνουν το διάστημα QT. Ως εκ τούτου, πρέπει να δίνεται
προσοχή κατά τη χρήση φθοριοκινολονών, συμπεριλαμβανομένης της
σιπροφλοξασίνης, σε αυτούς τους πληθυσμούς.
(βλέπε παράγραφο 4.2 Γηριατρικοί ασθενείς, παράγραφο 4.5, παράγραφο 4.8,
παράγραφο 4.9)
Γαστρεντερικό σύστημα
Η εμφάνιση σοβαρής και επίμονης διάρροιας κατά τη διάρκεια ή μετά τη θεραπεία
(συμπεριλαμβανομένων αρκετών εβδομάδων μετά τη θεραπεία), μπορεί να είναι
ενδεικτικό κολίτιδας σχετιζόμενης με αντιβιοτικά (απειλητική για τη ζωή με
ενδεχόμενη θανατηφόρα έκβαση), η οποία απαιτεί άμεση θεραπεία (βλ. παράγραφο
4.8). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακοπεί άμεσα και να
ξεκινήσει κατάλληλη θεραπεία. Αντιπερισταλτικά φάρμακα αντενδείκνυνται σε
αυτήν την περίπτωση.
Νεφρικό και ουροποιητικό σύστημα
Έχει αναφερθεί κρυσταλλουρία σχετιζόμενη με τη χρήση της σιπροφλοξασίνης (βλ.
παράγραφο 4.8). Ασθενείς που λαμβάνουν σιπροφλοξασίνη πρέπει να
ενυδατώνονται καλά και να αποφεύγεται η υπερβολική αλκαλικότητα των ούρων.
Ηπατοχολικό σύστημα
Περιπτώσεις ηπατικής νέκρωσης και απειλητική για τη ζωή ηπατική ανεπάρκεια
έχουν αναφερθεί με τη σιπροφλοξασίνη (βλ. παράγραφο 4.8). Σε περίπτωση
οποιονδήποτε σημείων και συμπτωμάτων ηπατικής νόσου (όπως ανορεξία, ίκτερος,
σκουρόχρωμα ούρα, κνησμός ή ευαισθησία στην κοιλιακή χώρα), η θεραπεία πρέπει
να διακοπεί.
Έλλειψη γλυκόζης-6-φωσφορικής δεϋδρογενάσης
Έχουν αναφερθεί αιμολυτικές αντιδράσεις με την σιπροφλοξασίνη σε ασθενείς με
έλλειψη γλυκόζη -6-φωσφορικής δεϋδρογενάσης. Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να
αποφεύγεται σε αυτούς τους ασθενείς εκτός εάν το πιθανό όφελος εκτιμάται να
υπερτερεί του πιθανού κινδύνου. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να
παρακολουθείται το ενδεχόμενο εμφάνισης αιμόλυσης.
Αντίσταση
Κατά τη διάρκεια ή σε συνέχεια μιας θεραπείας με σιπροφλοξασίνη τα βακτήρια
που παρουσιάζουν αντίσταση στη σιπροφλοξασίνη μπορεί να απομονωθούν, με ή
χωρίς μια κλινική φαινομενικά υπερλοίμωξη. Μπορεί να υπάρξει ιδιαίτερος
κίνδυνος στην επιλογή βακτηρίων με αντοχή στη σιπροφλοξασίνη κατά τη
διάρκεια παρατεταμένης διάρκειας θεραπείας και όταν θεραπεύονται
νοσοκομειακές λοιμώξεις και /ή λοιμώξεις προκαλούμενες από είδη
Staphylococcus και Pseudomonas.
Κυτόχρωμα P450
Η σιπροφλοξασίνη αναστέλλει το CYP1A2 και συνεπώς μπορεί να προκαλέσει
αυξημένη συγκέντρωση ορού των συγχορηγούμενων ουσιών που μεταβολίζονται
από αυτό το ένζυμο (π.χ. θεοφυλλίνη, κλοζαπίνη, ροπινιρόλη, τιζανιδίνη). Η
συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνη και της τιζανιδίνης αντενδείκνυται. Συνεπώς,
ασθενείς που λαμβάνουν αυτές τις ουσίες ταυτόχρονα με την σιπροφλοξασίνη
πρέπει να παρακολουθούνται στενά για κλινικά σημεία υπερδοσολογίας, και
μπορεί να απαιτείται προσδιορισμός των συγκεντρώσεων ορού (π.χ. της
θεοφυλλίνης) (βλ. παράγραφο 4.5).
Μεθοτρεξάτη
Η ταυτόχρονη χρήση της σιπροφλοξασίνης με μεθοτρεξάτη δεν συνιστάται (βλ.
παράγραφο 4.5).
Αλληλεπίδραση με δοκιμές
Η
in-vitro
δράση της σιπροφλοξασίνης έναντι του
Mycobacterium tuberculosis
μπορεί να δώσει λανθασμένα αρνητικά αποτελέσματα βακτηριολογικών δοκιμών
σε δείγματα απο ασθενείς που λαμβάνουν συγχρόνως σιπροφλοξασίνη.
Αντίδραση στο σημείο της ένεσης
Τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ενδοφλέβιας ένεσης αναφέρθηκαν με την
ενδοφλέβια χορήγηση σιπροφλοξασίνης. Αυτές οι αντιδράσεις είναι συχνότερες
εάν η διάρκεια της έγχυσης είναι 30 λεπτά ή λιγότερο. Αυτές μπορεί να
εμφανιστούν ως τοπικές δερματικές αντιδράσεις, οι οποίες εξαφανίζονται γρήγορα
με την ολοκλήρωση της έγχυσης. Η μετέπειτα ενδοφλέβια χορήγηση δεν
αντενδείκνυται, εκτός εάν οι αντιδράσεις επανεμφανιστούν ή επιδεινωθούν.
Φορτίο NaC
l
Σε ασθενείς για τους οποίους η πρόσληψη νατρίου προκαλεί ιατρική ανησυχία
(ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, νεφρική ανεπάρκεια, νεφρωσικό
σύνδρομο, κλπ), το επιπρόσθετο φορτίο νατρίου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (για
την περιεκτικότητα σε χλωριούχο νάτριο, βλ. παράγραφο 2).
Διαταραχές της όρασης
Εάν επηρεασθεί η όραση ή παρουσιαστούν άλλες επιδράσεις στα μάτια, θα πρέπει
αμέσως να συμβουλευτείτε έναν οφθαλμίατρο.
4.5 Αλληλεπίδραση με άλλα ιατρικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Επιδράσεις άλλων φαρμακευτικών προϊόντων στη σιπροφλοξασίνη
Προβενεσίδη
Η προβενεσίδη παρεμβάλλεται την νεφρική απέκκριση της σιπροφλοξασίνης. Η
συγχορήγηση της προβενεσίδης και της σιπροφλοξασίνης αυξάνει τις
συγκεντρώσεις ορού της σιπροφλοξασίνης.
Δράσεις της σιπροφλοξασίνης σε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα:
Τιζανιδίνη
Η τιζανιδίνη δεν πρέπει να χορηγείται μαζί με σιπροφλοξασίνη (βλέπε παράγραφο
4.3). Σε μια κλινική μελέτη με υγιή άτομα, παρατηρήθηκε αύξηση στη συγκέντρωση
ορού της τιζανιδίνης (αύξηση της Cmax: 7-πλάσια, εύρος: 4 έως 21-πλάσια, αύξηση
της AUC: 10-πλάσια, εύρος: 6 έως 24-πλάσια) όταν συγχορηγείται με τη
σιπροφλοξασίνη. Η αυξημένη συγκέντρωση ορού της τιζανιδίνης συσχετίζεται με
μια συνεργική υποτασική και ηρεμιστική δράση.
Μεθοτρεξάτη
Η νεφρική σωληναριακή μεταφορά της μεθοτρεξάτης μπορεί να ανασταλεί από τη
συγχορήγηση σιπροφλοξασίνης, ενδεχομένως οδηγώντας σε αυξημένα επίπεδα
πλάσματος μεθοτρεξάτης στο πλάσμα και στην αύξηση κινδύνου τοξικών
αντιδράσεων συσχετιζόμενων με τη μεθοτρεξάτη. Συνεπώς, η συγχορήγηση δεν
συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.4).
Θεοφυλλίνη
Η συγχορήγηση σιπροφλοξασίνης και θεοφυλλίνης μπορεί να προκαλέσει
ανεπιθύμητη αύξηση στη συγκέντρωση ορού της θεοφυλλίνης. Αυτό μπορεί να
οδηγήσει σε ανεπιθύμητες ενέργειες από τη θεοφυλλίνη που σπάνια μπορεί να
είναι απειλητικές για τη ζωή ή μοιραίες. Κατα τη διάρκεια του συνδυασμού, πρέπει
να ελέγχεται η συγκέντρωση ορού της θεοφυλλίνης και η δόση της θεοφυλλίνης να
μειώνεται όταν είναι απαραίτητο (βλ. παράγραφο 4.4).
Άλλα παράγωγα ξανθίνης
Με τη συγχορήγηση σιπροφλοξασίνης και καφεΐνης ή πεντοξιφυλλίνης
(οξπεντιφυλλίνης), αναφέρθηκαν αυξημένες συγκεντρώσεις ορού αυτών των
παραγώγων ξανθίνης.
Φαινυτοΐνη
Η συγχορήγηση σιπροφλοξασίνης και φαινυτοΐνης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα
αυξημένα ή μειωμένα επίπεδα ορού φαινυτοΐνης, τέτοια ώστε να συνιστάται η
παρακολούθηση των επιπέδων του φαρμάκου.
Από του στόματος αντιπηκτικά
Η ταυτόχρονη χορήγηση της σιπροφλοξασίνης με βαρφαρίνη μπορεί να αυξήσει τις
αντιπηκτικές της ιδιότητες. Έχουν υπάρξει πολλές αναφορές στην αύξηση
αντιπηκτικής δράσης σε ασθενείς που λάμβαναν από του στόματος
αντιβακτηριακούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των φθοροκινολονών. Ο
κίνδυνος μπορεί να ποικίλει ανάλογα με την υποκείμενη νόσο, την ηλικία και τη
γενική κατάσταση του ασθενούς ώστε η συμβολή της φθοροκινολόνης στην αύξηση
του INR (international normalized ratio) να είναι δύσκολο να προσεγγιστεί.
Συνίσταται, η συχνή παρακολούθηση του INR κατα τη διάρκεια και σύντομα μετά
τη συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης με ένα από του στόματος αντιπηκτικό
παράγοντα.
Ροπινιρόλη
Σε μια κλινική μελέτη καταδείχθηκε ότι η συγχορήγηση της ροπινιρόλης με
σιπροφλοξασίνη, η οποία είναι ένας μέτριος αναστολέας του ισοενζύμου CYP450
1A2, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της Cmax και AUC της ροπινιρόλης κατά
60% και 84%, αντίστοιχα. Συνιστάται η παρακολούθηση της ροπινιρόλης σε σχέση
με τις ανεπιθύμητες ενέργειες και η κατάλληλη προσαρμογή της δόσης, κατά τη
διάρκεια και σύντομα μετά τη συγχορήγηση με σιπροφλοξασίνη (βλ. παράγραφο
4.4).
Κλοζαπίνη
Μετά από τη συγχορήγηση 250 mg σιπροφλοξασίνης με κλοζαπίνη για 7 ημέρες, οι
συγκεντρώσεις ορού της κλοζαπίνης και της N-δεσμεθυλκλοζαπίνης αυξήθηκαν
κατά 29% και 31%, αντίστοιχα. Συνιστάται κλινική παρακολούθηση και
κατάλληλη ρύθμιση της δοσολογίας της κλοζαπίνης κατά τη διάρκεια και σύντομα
μετά τη συγχορήγηση της θεραπείας με σιπροφλοξασίνη καθώς και μετά τη
διακοπή της (βλ. παράγραφο 4.4).
Φάρμακα που είναι γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QT
Η σιπροφλοξασίνη, όπως και οι άλλες φθοριοκινολόνες, θα πρέπει να
χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα που είναι
γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QT (π.χ. κλάση Ι και ΙΙΙ αντιαρρυθμικά,
τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, μακρολίδες, αντιψυχωσικά) (βλέπε παράγραφο 4.4).
4.6 Κύηση και γαλουχία
Κύηση
Τα διαθέσιμα δεδομένα κατά τη χορήγηση της σιπροφλοξασίνης από έγκυες
γυναίκες δείχνουν ότι δεν υπάρχει δυσπλασική ή εμβρυϊκή/νεογνική τοξικότητα
από τη σιπροφλοξασίνη. Οι μελέτες σε ζώα δεν δείχνουν άμεσες ή έμμεσες
επιβλαβείς επιδράσεις σε σχέση με την τοξικότητα στην αναπαραγωγική
ικανότητα. Σε νεαρά και προ του τοκετού ζώα που εκτέθηκαν σε κινολόνες,
παρατηρήθηκαν επιδράσεις στον ανώριμο χόνδρο, συνεπώς, δεν μπορεί να
αποκλειστεί ότι το φάρμακο θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβη στον αρθρικό
χόνδρο στον ανώριμο ανθρώπινο οργανισμό / έμβρυο (βλ. παράγραφο 5.3).
Ως προληπτικό μέτρο, θα πρέπει κατά προτίμηση να αποφεύγεται η χρήση της
σιπροφλοξασίνης κατά τη διάρκεια της κύησης.
Γαλουχία
Η σιπροφλοξασίνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Λόγω του ενδεχόμενου
κινδύνου αρθρικής βλάβης, η
σιπροφλοξασίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χρήσης μηχανημάτων
Λόγω της νευρολογικής δράσης της, η σιπροφλοξασίνη μπορεί να επηρεάσει το
χρόνο αντίδρασης. Συνεπώς, η ικανότητα οδήγησης ή χειρισμού μηχανών μπορεί
να μειωθεί.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι συχνότερα αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες (AΕ) είναι ναυτία, διάρροια,
έμετος, παροδική αύξηση των τρανσαμινασών, εξάνθημα, και έγχυση και
αντιδράσεις στο σημείο έγχυσης.
Παρακάτω παρατίθενται ανεπιθύμητες ενέργειες που προέρχονται από κλινικές
μελέτες και από την παρακολούθηση μετά την κυκλοφορία της σιπροφλοξασίνης
(από του στόματος, ενδοφλέβια, και διαδοχική θεραπεία) ταξινομημένες ανά
κατηγορίες συχνότητας. Η ανάλυση της συχνότητας έχει γίνει λαμβάνοντας υπόψη
από κοινού τόσο την από του στόματος όσο και την ενδοφλέβια χορήγηση της
σιπροφλοξασίνης.
Κατηγορία
οργάνου
συστήματο
ς
Συχνές
≥1/100
έως
<1/10
Όχι
συχνές
≥1/1000
έως
<1/100
Σπάνιες
≥1/10000 έως
<1/1000
Πολύ
σπάνιες
<1/10000
Συχνότητα
μη γνωστή
(δεν μπορεί
να εκτιμηθεί
με βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
Λοιμώξεις
και
παρασιτώσ
εις
Μυκητιασικ
ές
επιλοιμώξει
ς
Κολίτιδα
σχετιζόμενη
με
αντιβιοτικά
(πολύ σπάνια
με πιθανή
θανατηφόρα
έκβαση) (βλ.
παράγραφο
4.4)
Διαταραχέ
ς του
αιμοποιητι
κού και
του
λεμφικού
συστήματο
ς
Ηωσινοφιλί
α
Λευκοπενία
Αναιμία
Ουδετεροπενί
α
Λευκοκυττάρ
ωση
Θρομβοπενία
Θρομβοκυττα
ραι-μία
Αιμολυτική
αναιμία
Ακοκκιοκυτ
τά-ρωση
Πανκυτταρ
οπε-νία
(απειλητική
για τη ζωή)
Καταστολή
του μυελού
των οστών
(απειλητική
για τη ζωή)
Διαταραχέ
ς του
ανοσοποιη
Αλλεργική
αντίδραση
Αλλεργικό
Αναφυλακτ
ική
αντίδραση
τικού
συστήματο
ς
οίδημα /
αγγειοοίδημα
Αναφυλακτ
ικό σοκ
(απειλητικό
για τη ζωή)
(βλ.
παράγραφο
4.4)
Αντίδραση
σε αντιορό
τύπου
'serum
sickness'
Διαταραχέ
ς του
μεταβολισ
μού και
της θρέψης
Ανορεξία Υπεργλυκαιμί
α
Ψυχιατρικέ
ς
διαταραχές
Ψυχοκινητι
κή
υπερδιέγερ
ση / ταραχή
Σύγχυση και
αποπροσανατ
ο-λισμός
Αγχωτικές
αντιδράσεις
Αφύσικα
όνειρα
Κατάθλιψη
Ψευδαισθήσει
ςs
Ψυχωτικές
αντιδράσει
ς (βλ.
παράγραφο
4.4)
Διαταραχέ
ς του
νευρικού
συστήματο
ς
Κεφαλαλγί
α
Ζάλη
Διαταραχές
ύπνου
Διαταραχές
γεύσης
Παραισθησία
και
δυσαισθησία
Υπαισθησία
Τρόμος
Σπασμοί (βλ.
παράγραφο
4.4)
Ίλιγγος
Ημικρανία
Διαταραγμέ
νος
συντονισμό
ς
Διαταραχές
βάδισης
Διαταραχές
του νεύρου
οσφρησης
Ενδοκρανια
κή
υπέρταση
Περιφερική
νευροπάθεια
(βλ.
παράγραφο
4.4)
Οφθαλμικέ
ς
διαταραχές
Οπτικές
διαταραχές
Οπτική
χρωματική
στρέβλωση
Διαταραχέ
ς του ωτός
και του
λαβυρίνθου
Εμβοές
Απώλεια
ακοής /
Μείωση
ακοής
Καρδιακές
διαταραχές
Ταχυκαρδία Κοιλιακή
αρρυθμία
και torsades
de pointes
(που έχει
αναφερθεί
κυρίως σε
ασθενείς με
παράγοντες
επικινδυνότ
ητας για την
επιμήκυνση
του
διαστήματο
ς QT), ΗΚΓ
παράταση
του
διαστήματο
ς QT (βλ.
παράγραφο
4.4 και 4.9)
Αγγειακές
διαταραχές
Αγγειοδιαστο
λή
Υπόταση
Συγκοπή
Αγγειίτιδα
Διαταραχέ
ς του
αναπνευστ
ικού
συστήματο
ς, του
θώρακα
και του
μεσοθωρακ
ίου
Δύσπνοια
(συμπεριλαμβ
ανο-μένης
ασθματικής
κατάστασης)
Διαταραχέ
ς του
γαστρεντε
ρικού
Ναυτία
Διάρροια
Έμετος
Γαστρεντερ
ικοί και
κοιλιακοί
πόνοι
Δυσπεψία
Μετεωρισμ
ός
Παγκρεατίτ
ιδα
Διαταραχέ
ς του
ήπατος και
των
χοληφόρων
Αύξηση
στις
τρανσαμινά
σες
Αυξημένη
χολερυθρίν
η
Μείωση της
ηπατικής
λειτουργίας
Χολοστατικός
ίκτερος
Ηπατίτιδα
Νέκρωση
του ήπατος
(πολύ
σπάνια
εξελισσόμε
νη σε
απειλητική
για τη ζωή
ηπατική
ανεπάρκεια
)
(βλ.παράγρ
αφο 4.4)
Διαταραχέ
ς του
δέρματος
και του
υποδόριου
ιστού
Εξάνθημα
Κνησμός
Κνίδωση
Αντιδράσεις
φωτοευαισθη
σίας (βλ.
παράγραφο
4.4)
Πετέχεια
Πολύμορφο
ερύθημα
Οζώδες
ερύθημα
Σύνδρομο
Stevens-
Johnson
(δυνάμει
απειλητικό
για τη ζωή)
Τοξική
επιδερμική
νεκρόλυση
(δυνάμει
απειλητική
για τη ζωή)
Διαταραχέ
ς του
μυοσκελετι
κού
συστήματο
ς, του
συνδετικού
ιστού και
των οστών
Μυοσκελετι
κός πόνος
(π.χ. πόνος
των άκρων,
ραχιαλγία,
θωρακικός
πόνος)
Αρθραλγία
Μυαλγία
Αρθρίτιδα
Αυξημένος
μυϊκός τόνος
και κράμπες
Μυϊκή
αδυναμία
Τενοντίτιδα
Ρήξη
τενόντων
(κυρίως του
Αχίλλειου
τένοντα)
(βλ.
παράγραφο
4.4)
Επιδείνωση
των
συμπτωμάτ
ων της
μυασθένεια
ς gravis
(βλ.
παράγραφο
4.4)
Διαταραχέ
ς των
νεφρών
και των
ουροφόρων
οδών
Μειωμένη
νεφρική
λειτουργία
Νεφρική
ανεπάρκεια
Αιματουρία
Κρυσταλλουρί
α
(βλ.
παράγραφο
4.4)
Διάμεση
σωληναριακή
νεφρίτιδα
Γενικές
διαταραχές
Αντιδράσ
εις στο
Αδυναμία
Πυρετός
Οίδημα
Εφίδρωση
και
καταστάσε
ις της οδού
χορήγησης
σημείο
της
ένεσης
και της
έγχυσης
(μόνο
ενδοφλέβ
ια
χορήγηση
)
(υπεριδρωσία)
Έρευνες
Αύξηση
στην
αλκαλική
φωσφατάση
αίματος
Μη
φυσιολογικό
επίπεδο
προθρομβίνης
Αυξημένη
αμυλάση
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν υψηλότερη κατηγορία συχνότητας
στις υποομάδες ασθενών που λαμβάνουν ενδοφλέβια ή διαδοχική θεραπεία
(ενδοφλέβια θεραπεία σε από του στόματος θεραπεία):
Συχνές Έμετος, Παροδική αύξηση στις τρανσαμινάσες, Εξάνθημα
Όχι
συχνές
Θρομβοπενία, Θρομβοκυτταραιμία, Σύγχυση και αποπροσανατολισμός,
Ψευδαισθήσεις, Παραισθησία και δυσαισθησία, Σπασμοί, Ίλιγγος,
Διαταραχές όρασης, Απώλεια ακοής, Ταχυκαρδία, Αγγειοδιαστολή,
Υπόταση, Μείωση της ηπατικής λειτουργίας,.Χολοστατικός ίκτερος,
Νεφρική ανεπάρκεια, Οίδημα
Σπάνιες Πανκυτταροπενία, Καταστολή του μυελού των οστών, Αναφυλακτικό
σοκ, Ψυχωτικές αντιδράσεις, Ημικρανία, Διαταραχές όσφρησης,
Μειωμένη ακοή, Αγγειίτιδα, Παγκρεατίτιδα, Ηπατική νέκρωση,
Πετέχεια, Ρήξη τενόντων
Παιδιατρικοί ασθενείς
Η προαναφερόμενη επίπτωση αρθροπάθειας αφορά δεδομένα που συλλέχθηκαν σε
μελέτες με ενηλίκους.
Στα παιδιά, αρθροπάθεια αναφέρεται ότι εμφανίζεται συχνά (βλ. παράγραφο 4.4).
μ μ Αναφορά πιθανολογού ενων ανεπιθύ ητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη
συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του
Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων
Μεσογείων 284
15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Υπερδοσολογία των 12 g αναφέρθηκε ότι οδήγησε σε ήπια συμπτώματα
τοξικότητας. Σοβαρή υπερδοσολογία των 16 g αναφέρθηκε ότι προκάλεσε οξεία
νεφρική ανεπάρκεια.
Στα συμπτώματα υπερδοσολογίας συμπεριλαμβάνονονται ζάλη, τρόμος,
κεφαλαλγία, κόπωση, σπασμοί, ψευδαισθήσεις, σύγχυση, κοιλιακή δυσφορία,
μειωμένη νεφρική και ηπατική λειτουργία, καθώς και κρυσταλλουρία και
αιματουρία. Αναφέρθηκε αναστρέψιμη νεφρική τοξικότητα.
Πέρα από τα συνήθη μέτρα έκτακτης ανάγκης, συνιστάται παρακολούθηση της
νεφρικής λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένου pH και οξύτητας των ούρων, εάν
απαιτείται, για την αποφυγή κρυσταλλουρίας. Οι ασθενείς πρέπει να
ενυδατώνονται καλά. Μόνο μια μικρή ποσότητα σιπροφλοξασίνης (<10%)
απεκκρίνεται μέσω αιμοδιαπίδυσης ή περιτοναϊκής κάθαρσης.
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, συμπτωματική θεραπεία θα πρέπει να εφαρμοστεί.
ΗΚΓ παρακολούθηση θα πρέπει να αναληφθεί, λόγω της δυνατότητας επιμήκυνση
του διαστήματος QT.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Φθοροκινολόνες, κωδικός ATC: J01MA02.
Μηχανισμός δράσης:
Ως αντιβακτηριακός παράγοντας φθοροκινολόνης, η βακτηριοκτόνος δράση της
σιπροφλοξασίνης προκύπτει από την αναστολή τόσο της τοποϊσομεράσης τύπου II
(DNA-γυράση) όσο και της τοποϊσομεράσης IV, που απαιτούνται για τη βακτηριακή
αντιγραφή DNA, μεταγραφή, επιδιόρθωση και ανασυνδυασμό.
Σχέση PK/PD:
Η αποτελεσματικότητα εξαρτάται κυρίως από τη σχέση μεταξύ της μέγιστης
συγκέντρωσης στον ορό (Cmax) και της ελάχιστης ανασταλτικής συγκέντρωσης
(MIC) της σιπροφλοξασίνηςγια ένα αντηβακτηριακό παράγοντατου αντίστοιχου
μικροοργανισμού και τη σχέση μεταξύ της περιοχής κάτω από την καμπύλη (AUC)
και της MIC, αντίστοιχα.
Μηχανισμός αντίστασης:
In-vitro
αντίσταση στην σιπροφλοξασίνη μπορεί να αποκτηθείαποκτάται μέσω
βηματικής διεργασίας από μεταλλάξεις του τόπου-στόχου τόσο στην
τοποϊσομεράση II (DNA-γυράση), όσο και στην τοποϊσομεράση IV. Αναφέρθηκε
μεσολαβούμενη από πλασμίδιο αντίσταση κωδικοποιημένη από qnr-γονίδια
(χαμηλό επίπεδο αντίστασης). Ο βαθμός διασταυρούμενης αντοχής μεταξύ της
σιπροφλοξασίνης και άλλων φθοροκινολονών που προκύπτει είναι ποικίλος.
Μονήρεις μεταλλάξεις μπορεί να μην προκαλούν κλινική αντίσταση, αλλά
πολλαπλές μεταλλάξεις γενικά προκαλούν κλινική αντίσταση σε πολλές ή όλες
όλες τις δραστικές ουσίες εντός της τάξης. Μηχανισμοί αντίστασης υπό μορφή
αδιαπερατότητας ή/και αντλίας εξαγωγής της δραστικής ουσίας μπορεί να έχουν
μεταβλητή δράση στην ευαισθησία στις φθοροκινολόνες, η οποία εξαρτάται από
τις φυσιοχημικές ιδιότητες των διαφόρων δραστικών ουσιών εντός της τάξης και
από τη συγγένεια των συστημάτων μεταφοράς για κάθε δραστική ουσία. Όλοι οι
in-vitro
μηχανισμοί αντίστασης παρατηρούνται συχνά στα κλινικά στελέχη. Οι
μηχανισμοί αντίστασης που αδρανοποιούν άλλα αντιβιοτικά, όπως φραγμός
διαπερατότητας (συχνά στο Pseudomonas aeruginosa) και μηχανισμοί εξαγωγής
μπορεί να επηρεάσουν την ευαισθησία στην σιπροφλοξασίνη. Έχει αναφερθεί ότι η
μεσολαβούμενη αντίσταση πλασμιδίου κωδικοποιείται από qnr γονίδια.
Φάσμα της αντιβακτηριακής δράσης:
Οριακές τιμές διαχωρίζουν τα ευαίσθητα στελέχη από τα μετρίως ευαίσθητα
στελέχη και τα τελευταία από τα ανθεκτικά στελέχη:_.
Συστάσεις
EUCAST
Μικροοργανισμοί Ευαίσθητοι Ανθεκτικοί
Enterobacteria
S ≤0.5 mg/L
R >1 mg/L
Pseudomonas
S ≤0.5 mg/L
R >1 mg/L
Acinetobacter
S 1 mg/L
R >1 mg/L
Staphylococcus spp.
1
S 1 mg/L
R >1 mg/L
Haemophilus influenzae and
Moraxella catarrhalis
S 0.5 mg/L
R >0.5 mg/L
Neisseria gonorrhoeae S 0.03 mg/L
R >0.06 mg/L
Neisseria meningitidis S 0.03 mg/L
R >0.06 mg/L
Οριακές τιμές μη
σχετιζόμενες με είδη*
S 0.5 mg/L
R >1 mg/L
1
Staphylococcus
spp. - οι οριακές τιμές για την σιπροφλοξασίνη σχετίζονται
με θεραπεία υψηλής δόσης.
* Οριακές τιμές μη σχετιζόμενες με είδη καθορίστηκαν κυρίως με βάση τα
δεδομένα PK/PD και είναι ανεξάρτητες από τις κατανομές MIC των
συγκεκριμένων ειδών. Προορίζονται για χρήση μόνο για είδη στα οποία δεν
έχει αποδοθεί ειδική για το είδος οριακή τιμή και όχι για εκείνα τα είδη
όπου δεν συνιστώνται δοκιμές ευαισθησίας.
Ο επιπολασμός επίκτητης ανθεκτικότητας μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τη
γεωγραφική περιοχή και το χρόνο για επιλεγμένα είδη, και είναι επιθυμητή η
διάθεση πληροφοριών τοπικά σχετικά με την ανθεκτικότητα, ειδικά όταν
πρόκειται για θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων. Ανάλογα με τις ανάγκες, πρέπει να
ζητείται η γνώμη ειδικών όταν ο τοπικός επιπολασμός ανθεκτικότητας είναι
τέτοιος ώστε η χρησιμότητα του φαρμάκου σε τουλάχιστον ορισμένους τύπους
λοιμώξεων είναι υπό αμφισβήτηση.
Ομαδοποιήσεις σχετικών ειδών σύμφωνα με την ευαισθησία στη σιπροφλοξασίνη
(για τα είδη Streptococcus παράγραφο 4.4)
ΚΟΙΝΩΣ ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ ΕΙΔΗ
Αερόβιοι Gram θετικοί μικροοργανισμοί
Bacillus anthracis (1)
Αερόβιοι Gram αρνητικοί μικροοργανισμοί
Aeromonas
spp.
Brucella spp.
Citrobacter koseri
Francisella tularensis
Haemophilus ducreyi
Haemophilus influenzae *
Legionella spp.
Moraxella catarrhalis *
Neisseria meningitidis
Pasteurella spp.
Salmonella spp.*
Shigella spp.*
Vibrio spp.
Yersinia pestis
Αναερόβιοι μικροοργανισμοί
Mobiluncus
Άλλοι μικροοργανισμοί
Chlamydia trachomatis ($)
Chlamydia pneumoniae ($)
Mycoplasma hominis ($)
Mycoplasma pneumoniae ($)
ΕΙΔΗ ΓΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ Η ΕΠΙΚΤΗΤΗ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Αερόβιοι Gram θετικοί μικροοργανισμοί
Enterococcus
faecalis($)
Staphylococcus
spp.*(2)
Αερόβιοι Gram αρνητικοί μικροοργανισμοί
Acinetobacter
baumannii
+
Burkholderia cepacia+*
Campylobacter spp.+*
Citrobacter freundii*
Enterobacter aerogenes
Enterobacter cloacae *
Escherichia coli*
Klebsiella oxytoca
Klebsiella pneumoniae*
Morganella morganii*
Neisseria gonorrhoeae*
Proteus mirabilis*
Proteus vulgaris*
Providencia spp.
Pseudomonas aeruginosa*
Pseudomonas fluorescens
Serratia marcescens
*
Αναερόβιοι μικροοργανισμοί
Peptostreptococcus spp.
Propionibacterium acnes
ΕΝΔΟΓΕΝΩΣ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ
Αερόβιοι Gram θετικοί μικροοργανισμοί
Actinomyces
Enteroccus faecium
Listeria monocytogenes
Αερόβιοι Gram αρνητικοί μικροοργανισμοί
Stenotrophomonas maltophilia
Αναερόβιοι μικροοργανισμοί
Excepted
όπως αναγράφονται παραπάνω
Άλλοι μικροοργανισμοί
Mycoplasma
genitalium
Ureaplasma
urealitycum
* Η κλινική αποτελεσματικότητα έχει καταδειχθεί για ευαίσθητα απομονωθέντα
στελέχη σε εγκεκριμένες κλινικές ενδείξεις
+ Ποσοστό αντίστασης ≥ 50% σε μία ή περισσότερες χώρες της ΕΕ
($):Φυσική μέτρια ευαισθησία απουσία επίκτητου μηχανισμού αντίστασης
(1): Μελέτες έχουν διενεργηθεί σε πειραματικές λοιμώξεις ζώων λόγω εισπνοής
σπόρων Bacillus anthracis, οι οποίες αποκαλύπτουν ότι η έναρξη αντιβιοτικών
νωρίς μετά την έκθεση αποτρέπει την εμφάνιση της νόσου, εάν η θεραπεία γίνεται
μέχρι τη μείωση του αριθμού των σπόρων στον οργανισμό υπό τη δόση για τη
λοίμωξη. Η συνιστώμενη χρήση σε ανθρώπους βασίζεται αρχικά στην
in-vitro
ευαισθησία και σε δεδομένα δοκιμών σε ζώα μαζί με περιορισμένα δεδομένα
ανθρώπων. Διάρκεια θεραπείας δύο μηνών σε ενηλίκους με από του στόματος
σιπροφλοξασίνη χορηγούμενη στην ακόλουθη δόση, 500 mg δύο φορές ημερησίως,
θεωρείται αποτελεσματική για την πρόληψη της λοίμωξης με άνθρακα στους
ανθρώπους. Ο θεράπων ιατρός πρέπει να ανατρέξει στα εθνικά ή/και διεθνή
έγγραφα σχετικά με τη θεραπεία του άνθρακα.
(2): Οι ανθετικοί στη μεθικιλλίνη
S. aureus
πολύ συχνά εκφράζουν συνδυασμένη
αντίσταση στις φθοροκινολόνες. Το ποσοστό αντίστασης στη μεθικιλλίνη είναι
γύρω στο 20 έως 50% μεταξύ όλων των είδών των σταφυλοκόκκων, και είναι
συνήθως υψηλότερο σε νοσοκομειακά στελέχη.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Μετά την ενδοφλέβια έγχυση σιπροφλοξασίνη, οι μέσες μέγιστες συγκεντρώσεις
ορού επετεύχθησαν στο τέλος της έγχυσης. Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της
σιπροφλοξασίνης ήταν γραμμικές στο εύρος δόσης μέχρι 400 mg, χορηγούμενης
ενδοφλέβια.
Η σύγκριση των φαρμακοκινητικών παραμέτρων για αγωγή ενδοφλέβιας δόσης δύο
φορές και τρεις φορές την ημέρα δεν έδειξε σημεία συσσώρευσης του φαρμάκου
για τη σιπροφλοξασίνη και τους μεταβολίτες της.
Ενδοφλέβια έγχυση 60 λεπτών 200 mg σιπροφλοξασίνη ή από στόματος χορήγηση
250 mg σιπροφλοξασίνη, και τα δύο χορηγούμενα κάθε 12 ώρες, έδωσαν
ισοδύναμη περιοχή κάτω από την καμπύλη (AUC) χρόνου συγκέντρωσης ορού.
Ενδοφλέβια έγχυση 60 λεπτών 400 mg σιπροφλοξασίνης κάθε 12 ώρες ήταν
βιοϊσοδύναμη με από του στόματος δόση 500 mg κάθε 12 ώρες, όσον αφορά την
AUC.
Η ενδοφλέβια δόση 400 mg χορηγούμενη σε διάρκεια 60 λεπτών κάθε 12 ώρες είχε
ως αποτέλεσμα Cmax
παρόμοια με εκείνη που παρατηρήθηκε με από του στόματος δόση 750 mg.
Έγχυση 60 λεπτών 400 mg σιπροφλοξασίνης κάθε 8 ώρες είναι ισοδύναμη όσον
αφορά την AUC με 750 mg από στόματος αγωγή χορηγούμενη κάθε 12 ώρες.
Κατανομή
Η δέσμευση της σιπροφλοξασίνης με πρωτεΐνες είναι χαμηλή (20-30%). Η
σιπροφλοξασίνη είναι παρούσα στο πλάσμα κυρίως σε μη ιονισμένη μορφή και έχει
μεγάλο όγκο κατανομής σταθεροποιημένης κατάστασης 2 – 3 l/kg βάρους σώματος.
Η σιπροφλοξασίνη φθάνει σε υψηλές συγκεντρώσεις σε μια ποικιλία ιστών όπως
πνεύμονας (επιθηλιακό υγρό, κυψελιδικά μακροφάγα, ιστός βιοψίας), οι
παραριρινικές κοιλότητες, και σε φλεγμονώδεις βλάβες (υγρό φυσαλίδων από
κανθαριδίνες), και η ουρογεννητική οδός (ούρα, προστάτης, ενδομήτριο) όπου
επιτυγχάνονται συνολικές συγκεντρώσεις που υπερβαίνουν εκείνες των
συγκεντρώσεων του πλάσματος.
Μεταβολισμός
Αναφέρθηκαν χαμηλές συγκεντρώσεις τεσσάρων μεταβολιτών που
αναγνωρίστηκαν ως:
δεσαιθυλενοσιπροφλοξασίνη (M 1), σουλφο σιπροφλοξασίνη (M 2), οξο
σιπροφλοξασίνη (M 3) και φορμυλσιπροφλοξασίνη (M 4). Οι μεταβολίτες
εμφανίζουν
in-vitro
αντιμικροβιακή δράση, αλλά σε χαμηλότερο βαθμό από ό,τι η
μητρική ουσία.
Είναι γνωστό ότι η σιπροφλοξασίνη είναι μέτριος αναστολέας των ισοενζύμων
CYP 450 1A2.
Απέκκριση
Η σιπροφλοξασίνη απεκκρίνεται αμετάβλητη σε μεγάλο βαθμό μέσω της νεφρικής
οδού και, σε μικρότερο βαθμό, μέσω των κοπράνων.
Απέκκριση της σιπροφλοξασίνης (% της δόσης)
Ενδοφλέβια χορήγηση
Ούρα Κόπρανα
Σιπροφλοξασίνη
61.5 15.2
Μεταβολίτες (M1-M4) 9.5 2.6
Η νεφρική κάθαρση κυμαίνεται μεταξύ 180-300 ml/kg/h και η ολική κάθαρση από
το σώμα κυμαίνεται μεταξύ 480-600 ml/kg/h. Η σιπροφλοξασίνη υπόκειται σε
σπειραματική διήθηση και σωληναριακή απέκκριση. Σοβαρά μειωμένη νεφρική
λειτουργία οδηγεί σε αυξημένη ημίσεια ζωή της σιπροφλοξασίνης έως και 12 ώρες.
Η μη νεφρική κάθαρση της σιπροφλοξασίνης οφείλεται κυρίως στην ενεργό
διεντερική απέκκριση, και στο μεταβολισμό. 1% της δόσης απεκκρίνεται μέσω της
χολικής οδού. Η σιπροφλοξασίνη είναι παρούσα στη χολή σε υψηλές
συγκεντρώσεις
Παιδιατρικοί ασθενείς
Τα δεδομένα των φαρμακοκινητικών ιδιοτήτων σε παιδιατρικούς ασθενείς είναι
περιορισμένα.
Σε μια μελέτη σε παιδιά, οι Cmax και AUC δεν ήταν εξαρτώμενες από την ηλικία
(άνω του ενός έτους). Δεν παρατηρήθηκε καμία σημαντική αύξηση στις Cmax και
AUC με πολλαπλές δόσεις (10 mg/kg τρεις φορές την ημέρα).
Σε 10 παιδιά με σοβαρή σηψαιμία, η Cmax ήταν 6,1 mg/l (εύρος 4,6 – 8,3 mg/l)
μετά από ενδοφλέβια έγχυση 1 ώρας σε 10 mg/kg, σε παιδιά ηλικίας κάτω του 1
έτους συγκριτικά με 7,2 mg/l (εύρος 4,7 – 11,8 mg/l) για παιδιά ηλικίας μεταξύ 1
και 5 ετών. Οι τιμές AUC ήταν 17,4 mg*h/l (εύρος 11,8 – 32,0 mg*h/l) και 16,5
mg*h/l (εύρος 11,0 – 23,8 mg*h/l) στις αντίστοιχες ηλικιακές ομάδες.
Αυτές οι τιμές εμπίπτουν στο αναφερόμενο εύρος για ενηλίκους στις θεραπευτικές
δόσεις. Με βάση τη φαρμακοκινητική ανάλυση σε παιδιατρικό πληθυσμό ασθενών
με διάφορες λοιμώξεις, η προβλεπόμενη μέση ημίσεια ζωή στα παιδιά είναι περ. 4-
5 ώρες και η βιοδιαθεσιμότητα του πόσιμου εναιωρήματος κυμαίνεται από 50 έως
80%.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφαλεία
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ειδικούς κινδύνους για τον άνθρωπο με
βάση τις συμβατικές μελέτες τοξικότητας εφάπαξ δόσης, τοξικότητας
επαναλαμβανόμενων δόσεων, ενδεχόμενης καρκινογόνου δράσης ή τοξικότητας
στην αναπαραγωγική ικανότητα.
Όπως και άλλες κινολόνες, η σιπροφλοξασίνη είναι φωτοτοξική στα ζώα σε
κλινικά σχετικά επίπεδα έκθεσης.Δεδομένα για την ενδεχόμενη
φωτομεταλλαξιογόνο / φωτοκαρκινογόνο δράση δείχνουν χαμηλή
φωτομεταλλαξιογόνο ή φωτοογκογόνο δράση της σιπροφλοξασίνη σε πειράματα
in-vitro
και σε ζώα. Αυτή η δράση ήταν συγκρίσιμη με εκείνη άλλων αναστολέων
της γυράσης.
Ανοχή από τις αρθρώσεις:
Όπως αναφέρθηκε για άλλους αναστολείς της γυράσης, η σιπροφλοξασίνη
προκαλεί βλάβη στις μεγάλες φέρουσες το βάρος αρθρώσεις σε ανώριμα ζώα. Η
έκταση της βλάβης στους χόνδρους ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία, το είδος και
τη δόση, μπορεί να μειωθεί εάν αφαιρεθεί το βάρος από τις αρθρώσεις. Μελέτες σε
ώριμα ζώα (αρουραίος, σκύλος) αποκάλυψαν ότι δεν υπάρχουν σημεία βλαβών
στους χόνδρους. Σε μια μελέτη σε νεαρούς σκύλους beagle, η σιπροφλοξασίνη
προκάλεσε σοβαρές μεταβολές στις αρθρώσεις σε θεραπευτικές δόσεις μετά από
δύο εβδομάδες θεραπείας, οι οποίες μπορούσαν να παρατηρηθούν ακόμα και μετά
από 5 μήνες.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Γαλακτικό οξύ (90%)
Χλωριούχο νάτριο
Υδροχλωρικό οξύ 1N (για ρύθμιση του pH μόνο)
Νερό για ενέσιμα
6.2 Ασυμβατότητες
Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα φαρμακευτικά
προϊόντα εκτός από αυτά που αναφέρονται στην ενότητα 6.6.
Το διάλυμα έγχυσης πρέπει πάντα να χορηγείται ξεχωριστά, εκτός εάν η
συμβατότητα με άλλα διαλύματα/φάρμακα έχει επιβεβαιωθεί. Οι οπτικές ενδείξεις
της ασυμβατότητας είναι, για παράδειγμα, κατακρήμνιση, θόλωση και
αποχρωματισμός.
Η ασυμβατότητα παρατηρείται με όλα τα διαλύματα/φάρμακα έγχυσης τα οποία
είναι φυσικά ή χημικά ασταθή στο pH του διαλύματος (π.χ. πενικιλλίνη,
διαλύματα ηπαρίνης), ιδίως σε συνδυασμό με διαλύματα που προσαρμόζονται σε
αλκαλικό pH (pH των διαλυμάτων σιπροφλοξασίνης: 3,9 – 4,5).
6.3 Διάρκεια ζωής
3 έτη.
Αφού ανοιχθεί να χρησιμοποιείται αμέσως.
Αφού αραιωθεί: Η χημική και φυσική σταθερότητα στη χρήση έχει καταδειχθεί στις
4 ώρες στους 25
o
C. Από μικροβιολογική άποψη το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιηθεί
αμέσως. Εάν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, ο εν χρήσει χρόνος αποθήκευσης και οι
συνθήκες πριν από τη χρήση αποτελούν ευθύνη του χρήστη.
6.4 Ειδικές προφυλάξεις για την αποθήκευση
Μην καταψύχετε ή ψύχετε.
Διατηρήστε το δοχείο στο εξωτερικό κουτί για να το προστατέψετε από το φως.
Για τις συνθήκες αποθήκευσης του αραιωμένου προϊόντος βλέπε ενότητα 6.3.
6.5 Φύση και περιεχόμενο περιέκτη
Διαφανής Τύπος I γυάλινο φιαλίδιο με ελαστικό πώμα και αλουμίνιο καπάκι.
Διαστάσεις πακέτου:
1 φιαλίδιο με 200 ml περιέχει 400 mg σιπροφλοξασίνης (ως γαλακτικό).
6.6 Ειδικές προφυλάξεις για την απόρριψη και άλλη διαχείριση
Το διάλυμα για έγχυση σιπροφλοξασίνης 2mg/ml έχει αποδειχθεί ότι είναι συμβατό
με το διάλυμα Ringer , 9 mg/ml (0.9%), το διάλυμα χλωριούχου νατρίου 50 mg/ml
(5%) και τα διαλύματα γλυκόζης 100 mg/ml (10%), 100mg/ml (10%) γλυκόζη/9 mg/ml
(0.9%) χλωριούχο νάτριο και 100 mg/ml (10%) διαλύμα φρουκτόζης.
Για μία μόνο χρήση.
Εάν το προϊόν καταψύχεται ακούσια, μπορεί να σχηματιστούν κρύσταλλοι. Να μη
χρησιμοποιείται εάν υπάρχουν κρύσταλλοι. Οι κρύσταλλοι αυτοί, εντούτοις, θα
ξαναδιαλύθουν σε θερμοκρασία δωματίου και δεν έχουν αρνητικές επιπτώσεις
στην ποιότητα του προϊόντος.
Το (αραιωμένο) διάλυμα θα πρέπει να εξετάζεται οπτικά για σωματιδιακή ύλη και
αποχρωματισμό πριν από τη χορήγηση. Μόνο το καθαρό και άχρωμο ή ελαφριά
χρωματισμένο υγρό θα πρέπει να χρησιμοποιείται.
Το αχρησιμοποίητο διάλυμα και τα φιαλίδια θα πρέπει να απορρίπτονται σύμφωνα
με τις κατά τόπους οδηγίες.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΦΑΡΜΑΤΕΝ ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Β.Ε.
Λ. ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ 144, 153 51, ΠΑΛΛΗΝΗ ΑΤΤΙΚΗΣ
Τηλ: 210- 6664805/806
Fax: 210-6664804
e-mail: info@pharmathen.com
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
16541/16/28-06-2017
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ
1 : 07/01/2008η έγκριση
Ανανέωση: 28/06/2017
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ