χρήση, παράγωγα πιπεραζίνης, κωδικός ATC: R06A E07
Μηχανισμός δράσης
Η σετιριζίνη, ένας ανθρώπινος μεταβολίτης της υδροξυζίνης, είναι
ισχυρός και εκλεκτικός ανταγωνιστής των περιφερικών H
1
-
υποδοχέων.
In vitro
μελέτες σύνδεσης με τους υποδοχείς δεν έδειξαν
μετρήσιμη συγγένεια για άλλους H
1
-υποδοχείς.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Εκτός από την αντι-H
1
δράση της, η σετιριζίνη αποδείχθηκε ότι
παρουσιάζει αντιαλλεργικές δράσεις: σε δόση 10 mg χορηγούμενη
μία ή δύο φορές ημερησίως, μειώνει την συγκέντρωση των
ηωσινοφίλων κατά την όψιμη φάση της αλλεργικής αντίδρασης, στο
δέρμα και στον επιπεφυκότα ατοπικών ασθενών έπειτα από
πρόκληση με αλλεργιογόνο.
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Μελέτες σε υγιείς εθελοντές δείχνουν ότι η σετιριζίνη, σε δόσεις 5 και
10 mg αναστέλλει ισχυρά τις αντιδράσεις πομφών και ερυθρότητας
που προκαλούνται από πολύ υψηλές συγκεντρώσεις ισταμίνης στο
δέρμα, αλλά η συσχέτιση με την αποτελεσματικότητα δεν έχει
τεκμηριωθεί.
Σε μία ελεγχόμενη με placebo μελέτη 6 εβδομάδων σε 186 ασθενείς με
αλλεργική ρινίτιδα και συνυπάρχον ήπιο έως μέτριο άσθμα, η
σετιριζίνη 10 mg χορηγούμενη μία φορά την ημέρα βελτίωσε τα
συμπτώματα ρινίτιδας και δεν μετέβαλε την πνευμονική λειτουργία.
Η μελέτη αυτή υποστηρίζει την ασφάλεια της χορήγησης της
σετιριζίνης σε αλλεργικούς ασθενείς με ήπιο έως μέτριο άσθμα.
Σε ελεγχόμενη με placebo μελέτη, η σετιριζίνη, χορηγούμενη σε
υψηλή ημερήσια δόση 60 mg επί επτά ημέρες δεν προκάλεσε
στατιστικά σημαντική επιμήκυνση του διαστήματος QT.
Στη συνιστώμενη δοσολογία, η σετιριζίνη απέδειξε ότι βελτιώνει
την ποιότητα ζωής των ασθενών με χρόνια και εποχιακή αλλεργική
ρινίτιδα.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Σε μία μελέτη 35 ημερών σε παιδιά ηλικίας 5 έως 12 ετών, δεν
παρατηρήθηκε ανοχή στην αντιισταμινική δράση (καταστολή των
πομφών και της ερυθρότητας) της σετιριζίνης. Όταν η θεραπεία με τη
σετιριζίνη διακόπτεται μετά από επανειλημμένη χορήγηση, το δέρμα
ανακτά την φυσιολογική του αντιδραστικότητα στην ισταμίνη εντός
3 ημερών.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα σε σταθερή κατάσταση είναι
περίπου 300 ng/ml και επιτυγχάνονται εντός 1,0 ± 0,5 h. Η κατανομή
των φαρμακοκινητικών παραμέτρων όπως είναι η μέγιστη
συγκέντρωση στο πλάσμα (C
max
) και το εμβαδόν της περιοχής υπό την
καμπύλη (AUC), είναι μονοκόρυφα.