Γογιμότητα
Σε ανθρώπους, έχουν αναφερθεί ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως η υπερπρολακτιναιμία,
γαλακτόρροια, αμηνόρροια, στυτική δυσλειτουργία και αδυναμία εκσπερμάτισης (βλ. παράγραφο
4.8). Τα συμβάντα αυτά μπορεί να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη γυναικεία και / ή ανδρική
σεξουαλική λειτουργία και τη γονιμότητα.
Εάν εμφανιστεί κλινικά σημαντική υπερπρολακτιναιμία, γαλακτόρροια, αμηνόρροια ή
σεξουαλικές δυσλειτουργίες θα πρέπει να εξετάζεται η μείωση της δόσης (εάν είναι δυνατόν) ή
η διακοπή. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι αναστρέψιμες στην διακοπή.
Χορήγηση του zuclopenthixol σε αρσενικούς και θηλυκούς αρουραίους συνδέθηκαν με μια μικρή
καθυστέρηση στο ζευγάρωμα. Σε ένα πείραμα όπου το zuclopenthixol χορηγήθηκε μέσω της
τροφής, σημειώθηκε ανεπαρκής επίδοση στο ζευγάρωμα και μειωμένο ποσοστό σύλληψης.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Το Clopixol είναι ένα κατασταλτικό φάρμακο. Οι ασθενείς στους οποίους συνταγογραφούνται
ψυχοτρόπα φάρμακα αναμένεται να έχουν κάποια διαταραχή στη γενική προσοχή και τη
συγκέντρωσή τους και θα πρέπει να προειδοποιούνται σχετικά με την ικανότητά τους να
οδηγούν και να χειρίζονται μηχανές.
4.8 Ανεπιθύμητες Ενέργειες
Οι περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι δοσοεξαρτώμενες. Η συχνότητα και η
σοβαρότητα είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μεγαλύτερες κατά την αρχική φάση της
θεραπείας και μειώνονται με τη συνέχεια της θεραπείας.
Εξωπυραμιδικές αντιδράσεις μπορεί να συμβούν, ειδικότερα κατά τη διάρκεια της αρχικής
φάσης της θεραπείας. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορούν
να ελεγχθούν ικανοποιητικά με τη μείωση της δόσης και/ή τη χρήση αντιπαρκινσονικών
φάρμακων. Η προφυλακτική χρήση ρουτίνας αντιπαρκινσονικών φαρμάκων δεν συνιστάται. Τα
αντιπαρκινσονικά φάρμακα δεν βελτιώνουν την όψιμη δυσκινησία και μπορεί να την
επιδεινώσουν. Η μείωση της δόσης ή εάν είναι δυνατόν η διακοπή της θεραπείας με
ζουκλοπενθιξόλη συνίσταται. Σε επίμονη ακαθισία μπορεί να είναι χρήσιμη η χορήγηση
βενζοδιαζεπίνης ή προπρανολόλης.
Οι συχνότητες λαμβάνονται από τη βιβλιογραφία και την αυθόρμητη αναφορά. Οι συχνότητες
καθορίζονται ως : πολύ συχνές ( 1/10), συχνές( 1/100 έως 1/10); μη συχνές ( 1/1,000 έως
1/100), σπάνιες ( 1/10,000 έως 1/1,000); πολύ σπάνιες ( 1/10,000), ή άγνωστες (δεν μπορεί
να υπολογισθεί από τα διαθέσιμα στοιχεία).
Καρδιακές διαταραχές Συχνές Ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών
Σπάνιες Παράταση του QT στο ΗΚΓ
Διαταραχές του αίματος
και του λεμφικού
συστήματος
Σπάνιες Θρομβοκυττοπενία, ουδετεροπενία,
λευκοπενία, ακοκκιοκυτταραιμία
Διαταραχές Νευρικού
συστήματος
Πολύ συχνές Υπνηλία, ακαθισία, υπερκινησία,
υποκινησία
Συχνές Τρόμος, δυστονία, υπερτονία, ζάλη,
κεφαλαλγία, παραισθησία,
διαταραχές της προσοχής, αμνησία,
διαταραχές βάδισης
Όχι συχνές Όψιμη δυσκινησία, ζωηρά
αντανακλαστικά, δυσκινησία,
παρκινσονισμός, συγκοπή, αταξία,
διαταραχές του λόγου, υποτονία,
σπασμοί, ημικρανία
Πολύ σπάνιες Κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο
5